ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1991) 4 ΑΑΔ 339
29 Ιανουαρίου, 1991
[ΚΟΥΡΡΗΣ. Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BEIERSDORF A.G.,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 754/88).
Εμπορικά Σήματα — Η εγκυρότητα τον σήματος δεν εξαρτάται από την εγγραφή των διανομέων του προϊόντος ως εγγεγραμμένων δικαιούχων χρήσεως.
Εμπορικά Σήματα — Η εγγραφή σήματος στην Κύπρο δεν γίνεται αυτόματα με βάση τη Διεθνή Σύμβαση — Η εγγραφή υπόκειται στην Κυπριακή Νομοθεσία — Η ίδια αρχή ισχύει και για την διαγραφή σήματος.
Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή αυτή την απόφαση του καθ' ου η αίτηση Εφόρου Εμπορικών Σημάτων, με ημερομηνία 7.7.1988, με την οποία αρνήθηκε να διαγράψει από το Μητρώο Εμπορικών Σημάτων το εμπορικό σήμα Αρ. Β22228 LIPOZAN το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του ενδιαφερόμενου μέρους, Αύγουστος Μ. Πιερίδου.
Η αιτήτρια από παλαιά χρησιμοποιούσε το επίμαχο σήμα, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στη Γερμανία όπως και η ίδια η αιτήτρια, και εμπορευόταν τα σχετικά προϊόντα (κραγιόν για την προστασία των χειλιών) σε διάφορες χώρες, αλλά όχι στην Κύπρο. Όταν η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για εγγραφή και στην Κύπρο του πιο πάνω σήματος, ο καθ' ου η αίτηση έφερε ένσταση λόγω της ύπαρξης στο μητρώο του σήματος Β2222 LIPOZAN σε σχέση με παραπλήσια προϊόντα επ' ονόματι του ενδιαφερόμενου μέρους που διέθετε άλλους διανομείς για την κυκλοφορία και εμπορία του σήματος της. Η αιτήτρια θεωρώντας ότι είναι πρόσωπο ζημιωθέν από την ένσταση υπέβαλε νέα αίτηση για διαγραφή του σήματος Β22228 LIPOZAN από το Μητρώο. Ακολούθησαν οι αντιρρήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους και η ακρόαση των μερών από τον καθ' ου η αίτηση. Το ενδιαφερόμενο μέρος τόνισε ότι και αν ακόμη οι διανομείς της εγγράφονταν ως εγγεγραμμένοι δικαιούχοι χρήσεως, πράγμα δυνητικό και όχι αναγκαίο, η χρήση του σήματος από αυτούς θα εθεωρείτο ως χρήση από το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο καθ' ου η αίτηση απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας για διαγραφή και ακολούθησε προσφυγή της αιτήτριας στα πλαίσια της οποίας εισηγήθηκε την αποδοχή της διαγραφής λόγω της εγγραφής του σήματός της σε μία από τις προσυπογράφουσες χώρες της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας. Ενόψει αυτού ο καθ' ου η αίτηση δέχτηκε να επανεξετάσει το θέμα, η προσφυγή αποσύρθηκε, κατά την νέα ακρόαση από τον καθ' ου η αίτηση κατατέθηκαν από την αιτήτρια δύο έγγραφα, η απόφαση όμως του καθ' ου η αίτηση ήιαν η ίδια και η αίτηση για διαγραφή απορρίφθηκε και πάλι.
Οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης ήταν:
(α) Η απόφαση του καθ' ου η αίτηση αντέβαινε στις πρόνοιες των άρθρων 2(1), 28(1), 29(1) και (2), 33 και 34 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268.
(β) Η απόφαση πάρθηκε κατά παράβαση των προνοιών της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισσίων για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας του 1883.
Ο καθ' ου η αίτηση με βάση τη βιβλιογραφία και τη νομολογία κατέληξε κατά την εξέταση του θέματος που είχε κάνει ότι η αιτήτρια ήταν πρόσωπο ζημιωθέν εντός την έννοιας των άρθρων 28 και 33 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 και ότι η αιτήτρια, η οποία έφερε και το βάρος της αποδείξεως, απέτυχε να αποδείξει ότι το εν λόγω εμπορικό σήμα εγγράφηκε χωρίς καλή τη πίστει πρόθεση από πλευράς του ενδιαφερόμενου μέρους όπως χρησιμοποιηθεί σε σχέση με τα αντίστοιχα εμπορεύματα και περαιτέρω η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι δεν υπήρχε καλή τη πίστα πραγματική χρήση του σήματος. Ακόμη η καταχώρηση του σήματος στο Μητρώο δεν ήταν καταχώριση η οποία κακώς παρέμενε στο Μητρώο εντός της έννοιας του άρθρου 33(1) του Νόμου για το λόγο ότι ήταν δυνατό να εξαπατήσει ή προκαλέσει σύγχυση. Τέλος, η διόρθωση σύμφωνα με το άρθρο 26 ήταν θεραπεία η οποία εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια του καθ' ου η αίτηση.
Η αιτήτρια επικαλούμενη Αμερικανικές και Ινδικές αποφάσεις, υποστήριξε πως οι αγγλικές αποφάσεις σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Κύπρο με βάση το άρθρο 169 του Συντάγματος, δεν λαμβάνουν υπόψη τις πρόνοιες Διεθνών Συνθηκών. Η αιτήτρια επικαλέστηκε ειδικότερα τα άρθρα 2 Δ.1,6 bis, 6 quinquies, 6 septies, 10 bis και 10 ter της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας. Η αιτήτρια επίσης κατέθεσε ένα έγγραφο από σεμινάριο για εμπορικά σήματα που έγινε υπό την αιγίδα, του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων και ιδιαίτερα βασίστηκε στην παρ. 38 που είναι σχετική με πολιτική την οποία πρέπει ο Έφορος να ακολουθεί αναφορικά με την εγγραφή σημάτων με διεθνή αντανάκλαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:
1. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο καθ' ου η αίτηση ήταν εύλογα επιτρεπτά σε αυτόν.
2. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υποχρεούτο να εγγράψει τους διανομείς ως εγγεγραμμένους δικαιούχους χρήσεως και οποιαδήποτε παράλειψη να το πράξει δεν παρέβλαπτε με οποιοδήποτε τρόπο την εγκυρότητα του σήματός της.
3. Ένα εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται αυτομάτως στην Κύπρο με βάση τη Διεθνή Σύμβαση και μόνο αλλά η εγγραφή υπόκειται στην Κυπριακή Νομοθεσία. Η καθιερωμένη αυτή αρχή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις αιτήσεως για διαγραφή σήματος εφόσον οι λόγοι για τους οποίους ένα σήμα δεν μπορεί να εγγραφεί είναι οι ίδιοι και στην περίπτωση που ένα σήμα πρέπει να διαγραφεί όταν η καταχώρισή του στο Μητρώο έγινε εσφαλμένα.
4. Έγινε προσεκτική εξέταση των επικαλούμενων από την αιτήτρια άρθρων της Διεθνούς Σύμβασης και της επικαλούμενης απόφασης σε συσχετισμό με το άρθρο 2(1) της Σύμβασης. Η απόφαση, που εκδόθηκε μετά από αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αναφέρεται μεταξύ άλλων σε διάφορους εσωτερικούς Νόμους των Ηνωμένων Πολιτειών που εν πάση περιπτώσει δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Το ίδιο ισχύει για το άρθρο 6 δις της Σύμβασης αφού αφορά σήματα παγκοίνως γνωστά. Άλλωστε ακόμα και σε αυτή την περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 6 62 πρέπει να παραχωρείται προθεσμία τουλάχιστον πέντε ετών από την ημερομηνία καταχώρησης, πράγμα που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Αναφορικά με το άρθρο 6 πεντάκις, προβλέπεται ρητώς ότι οι προϋποθέσεις για εγγραφή των σημάτων αφίενται στην εσωτερική νομοθεσία κάθε χώρας. Επιπλέον, δεν προστατεύονται σήματα ξένων χωρών εις βάρος των ήδη εγγεγραμμένων στην Κύπρο σημάτων. Σχετικά με τα υπόλοιπα άρθρα της Σύμβασης που επικαλείται η αιτήτρια, και πάλι δεν αναφέρουν την παρούσα περίπτωση και κατά συνέπεια δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.
Όσο για το έγγραφο του σεμιναρίου, δεν είναι ούτε νομοθεσία ούτε Συνθήκη. Περιέχει ορισμένες αρχές και εν πάση περιπτώσει το επίμαχο σήμα δεν αποτελεί παγκοίνως γνωστό σήμα.
5. Ο καθ' ου η αίτηση έλαβε απόφαση εύλογα επιτρεπτή σε αυτόν με βάση τη νομοθεσία, τη νομολογία και τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Astronaut Trade Mark [1972]R.P.C. 655·
Kidax (Shirts) Ltd's Application [1959] R.P.C 295, [1960] R.P.C. 117·
G.E. Trade Mark [1970] R.P.C 339·
Bostich Trade Mark [1963] R.P.C. 183·
"Pussy Galore" Trade Mark [1967] R.P.C. 265·
Aristoc v. Rysta [1945] 1 All E.R. 34·
Davidoff Extension SA. v. Davidoff International Inc. (Case No. 83/ 1435 του District Court of Florida, στις Ηνωμένες Πολιτείες)·
Merck v. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 548·
Plough Inc. v. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 1687·
Arcadian Corporation Inc. v. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 216.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της άρνησης του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων να διαγράψει από το Μητρώο Εμπορικών Σημάτων το εμπορικό σήμα Αρ. Β. 22228 LIPOZAN το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του ενδιαφερομένου μέρους.
Α. Δικηγορόπουλος, για τους αιτητές.
Στ. Ιωαννίδου (Κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Ο Δικαστής κ. Κούρρης ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση.
ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ: Ο αιτητής με την προσφυγή αυτή, προσβάλλει την απόφαση του καθ' ου η αίτηση, Εφόρου Εμπορικών Σημάτων, με ημερομηνία 7/7/88, με την οποία αρνήθηκε να διαγράψει από το Μητρώο Εμπορικών Σημάτων το εμπορικό σήμα Αρ. Β 22228 LIPOZAN το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του ενδιαφερομένου μέρους, Αυγούστας Μ. Πιερίδου.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ:-
Η αιτήτρια που είναι εγγεγραμμένη σύμφωνα με τους Νόμους της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας, έχει χρησιμοποιήσει από την αρχή της δεκαετίας του 1970, το εμπορικό σήμα LIPOSAN, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας σε σχέση με κραγιόν για την προστασία των χειλιών. Ακολούθως, το πιο πάνω εμπορικό σήμα, αντικαταστάθηκε με άλλο σήμα το LABELLO. Η Εταιρεία εμπορεύεται κραγιόν για την προστασία των χειλιών, με το εμπορικό σήμα LIPOSAN σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά όχι στην Κύπρο.
Στις 27/4/83, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση με αριθμό 23711 για την εγγραφή στην Κύπρο του εμπορικού σήματος LIPOSAJN αναφορικά με εμπορεύματα για την προστασία των χειλιών στην Κλάση 3 του Πίνακα IV των περί Εμπορικών Σημάτων Κανονισμών του 1951-1984.
Ο καθ' ου η αίτηση, έφερε ένσταση στην πιο πάνω αίτηση, αρχικά με βάση το άρθρο 14(1) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268, όπως έχει τροποποιηθεί, λόγω της ύπαρξης στο Μητρώο Εμπορικών Σημάτων ενός άλλου εμπορικού σήματος, του εμπορικού σήματος Β 22228 LIPOZAN, ημερομηνίας 28/12/81 στην Κλάση 3 του πιο πάνω Πίνακα σε σχέση με παρασκευάσματα για καθαρισμό, είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, κοσμητικά και καλλυντικά επ' ονόματι της Αυγούστας Μ. Πιερίδου από τη Λευκωσία, η οποία είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του πιο πάνω σήματος και ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή.
Η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, ενδιαφερόμενο μέρος, του εμπορικού σήματος LIPOZAN Β 22228, είναι σύζυγος κάποιου Μιχαλάκη Α. Πιερίδη, ο οποίος είναι ένας από τους συνεταίρους στο συνεταιρισμό, ο οποίος φέρει το όνομα "The Middle East Link Company" από τη Λευκωσία, οι οποίοι ήταν διανομείς των εμπορευμάτων της αιτήτριας στην Κύπρο μέχρι και κάποιας χρονικής περιόδου μετά την ημερομηνία της πιο πάνω αίτησης από μέρους του ενδιαφερομένου μέρους.
Η αιτήτρια, έχοντας την γνώμη ότι είναι πρόσωπο ζημιωθέν (aggrieved) λόγω της ένστασης του καθ' ου η αίτηση με βάση το άρθρο 14(1) για την εγγραφή της αίτησης της αριθμός 22711 ημερομηνίας 27/4/83, όπως αναφέρεται πιο πάνω, υπέβαλε στις 30/6/83 αίτηση για τη διαγραφή από το Μητρώο Εμπορικών Σημάτων το οποίο τηρείται συμφωνά με τις πρόνοιες του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου Κεφ. 268, όπως έχει τροποποιηθεί, του εμπορικού σήματος αριθμός Β 22228 LIPOZAN, το οποίο ήταν ήδη εγγεγραμμένο επ' ονόματι του ενδιαφερομένου μέρους.
Στις 19/7/83, το ενδιαφερόμενο μέρος έφερε ένσταση στην αίτηση της αιτήτριας για διαγραφή, ημερομηνίας 30/6/83 και καταχώρησε αντένσταση ημερομηνίας 18/7/83 προς υποστήριξη της εγγραφής του εμπορικού σήματός της. Στις 17/1/84, η αιτήτρια καταχώρησε μαρτυρία υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων προς ενίσχυση της αίτησής της. Στις 27/1/84, το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρησε επίσης μαρτυρία υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων. Με την παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης του ενδιαφερομένου μέρους, ημερομηνίας 29/9/84, παραδέχεται ότι είναι ιδιοκτήτρια του εμπορικού σήματος και ότι οι Κώστας Χρυσοχός, Μιχαλάκης Πιερίδης και Middle East Link Company, είναι τα πρόσωπα τα οποία ανέλαβαν την κυκλοφορία και εμπορία του εμπορικού σήματος της, κατόπιν συμφωνίας με αυτή. Στην παράγραφο 6 της ίδιας ένορκης δήλωσης, το ενδιαφερόμενο μέρος δηλώνει ότι είναι γεγονός ότι δεν ζήτησε την εγγραφή των διανομέων ως εγγεγραμμένων δικαιούχων χρήσεως (registered users) του πιο πάνω εμπορικού σήματος, αλλά και σύμφωνα με συμβουλή την οποία είχε πάρει και αν ακόμη οι διανομείς της ενεγραφονταν ως εγγεγραμμένοι δικαιούχοι χρήσεως, πράγμα το οποίο δεν ήταν αναγκαίο αλλά δυνητικό, η χρήση από αυτούς του πιο πάνω εμπορικού σήματος θα εθεωρείτο ως χρήση από το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η ακρόαση της πιο πάνω αίτησης, ορίστηκε στις 5/1/85. Ο καθ' ου η αίτηση αφού έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία τέθησαν υπόψη του, συμπεριλαμβανομένης και της όλης μαρτυρίας, απέρριψε την πιο πάνω αίτηση της αιτήτριας για διαγραφή του πιο πάνω εμπορικού σήματος, εκδίδοντας στις 8/3/85 την απόφασή του.
Στις 11/3/85, ο καθ' ου η αίτηση κοινοποίησε τόσο στην αιτήτρια, όσο και στο ενδιαφερόμενο μέρος, την πιο πάνω απόφασή του.
Στις 21/5/85, η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 537/85 εναντίον της απόφασης του καθ' ου η αίτηση. Αφού καταχωρήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις εκ μέρους και των δύο πλευρών, η πιο πάνω προσφυγή ορίστηκε στις 30/6/86 για διευκρινήσεις.
Στη γραπτή της αγόρευση η αιτήτρια πρόβαλε τον ισχυρισμό επί των γεγονότων της υπόθεσης και εισηγήθηκε ότι η αίτηση για διαγραφή έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή ενόψει της εγγραφής του εμπορικού της σήματος σε μια από τις προσυπογράφουσες χώρες της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας.
Υπό το φως του πιο πάνω ισχυρισμού, ο καθ' ου η αίτηση ήταν πρόθυμος να επανεξετάσει την πιο πάνω αίτηση για να δοθεί η ευκαιρία στην αιτήτρια και στο ενδιαφερόμενο μέρος να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους σχετικά με την εγγραφή του εμπορικού σήματος, όπως αναφέρεται πιο πάνω.
Ενόψει τούτου, η πιο πάνω προσφυγή αποσύρθηκε στις 30/6/86. Ο καθ' ου η αίτηση όρισε και πάλι την ακρόαση της υπόθεσης στις 2/10/86.
Κατά την ακρόαση, εμφανίστηκαν ο δικηγόρος της αιτήτριας και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους, ο δε δικηγόρος της αιτήτριας καταχώρησε δύο έγγραφα. Η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 11/2/86 για να δοθεί η ευκαιρία για περαιτέρω αγορεύσεις, αλλά κανένας ισχυρισμός δεν προβλήθηκε τόσο από μέρους της αιτήτριας, όσο και από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ο καθ' ου η αίτηση, μετά από μελέτη της όλης υπόθεσης, των γραπτών αγορεύσεων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των δύο εγγράφων τα οποία καταχωρήθηκαν κατά την ακρόαση στις 2/10/86 και αφού έλαβε υπόψη όλα τα γεγονότα, στοιχεία και περιστατικά της υπόθεσης, βρήκε στις 7/7/88 ότι η προηγούμενη απόφασή του, της 8/3/85, δεν μπορούσε να ανακληθεί ούτε και κατ' εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας και επομένως η αίτηση για διαγραφή του πιο πάνω εμπορικού σήματος δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.
Η απόφαση του καθ' ου η αίτηση κοινοποιήθηκε με επιστολή του ημερομηνίας 9/7/88 και η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλει το κύρος της απόφασης του καθ' ου η αίτηση.
ΝΟΜΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ:-
Οι προβαλλόμενοι λόγοι για ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση είναι κυρίως δύο:
(1) Η απόφαση του καθ' ου η αίτηση αντιβαίνει τις πρόνοιες των άρθρων 2(1), 28(1), 29(1) και (2), 33(1) και 34 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268.
(2) Η απόφαση του καθ' ου η αίτηση πάρθηκε κατά παράβαση των προνοιών της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (Paris Convention for the Protection of Industrial Property of 1883).
Ο καθ' ου η αίτηση Έφορος Εμπορικών Σημάτων, εξετάζοντας κατά πόσο η αιτήτρια είναι πρόσωπο ζημιωθέν (person aggrieved) εντός της έννοιας του άρθρου 33 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 και επομένως πρόσωπο δυνάμενο να αποταθεί για διαγραφή εμπορικού σήματος, βασίστηκε στο Σύγγραμμα του Κέρλυ "Law of Trade Marks and Trade Names", 10η Έκδοση, σελίδες 203-204 και βρήκε ότι η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή ήταν πρόσωπο ζημιωθέν εντός της έννοιας του άρθρου 33 του Κεφ. 268, όπως έχει τροποποιηθεί.
Ο καθ' ου η αίτηση, προχώρησε τότε να εξετάσει κατά πόσο το σήμα εγκαταλείφθηκε (abandoned) και όσο αφορά αυτό, βασίστηκε στο Σύγγραμμα του Κέρλυ, στη σελίδα 210, παράγραφο 11-16, όπου αναφέρονται τα εξής:
"In the absence of an intention to abandon a mark, mere non-use of the mark does not amount to abandonment of trade mark rights in respect of it. A man who has a trade mark may properly have regard to the state of the market and the demand for the goods; it would be absurd to suppose that he lost his trade mark by not putting more goods on the market when it was glutted. But if a proprietor ceases to have an intention of dealing in the goods for which the mark is registered, that would necessarily entail an abandonment of the mark so far as such goods were concerned."
Ο καθ' ου η αίτηση ακολούθως εξέτασε το θέμα της ευχέρειας που δίδεται σε αυτόν από το Νόμο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33 όσον αφορά τη διαγραφή εμπορικού σήματος από το Μητρώο Εμπορικών Σημάτων και αναφέρεται στον Κέρλυ, παράγραφος 11-19, σελίδες 211-212:
"There is a power under section 32 of the Act to remove from the Register any mark which, at the date of the application for removal, is ' disentitled to protection in a court of justice' in the sense of section 11. Save for registrations in Part A which are protected by section 13, this power extends to any mark which at the date of the application for removal is not distinctive (or, presumably, in the case of a mark registered in Part B, capable of distinguishing): it is the Very reason of existence' of a mark that it should distinguish the proprietor's goods from those of others. It is irrelevant to the existence of the power of removal (but may affect the exercise of the court's discretion not to exercise that power) whether or not the fault arises with the concurrence of the proprietor."
Ο ένας από τους δύο λόγους επί των οποίων βασίστηκε η αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 30/6/83 για διαγραφή, ήταν σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 28(1)(α) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268, ότι το εμπορικό σήμα ενεγράφηκε χωρίς καλή τη πίστει πρόθεση εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους όπως χρησιμοποιήσει το εμπορικό σήμα σε σχέση με τα εμπορεύματα για τα οποία ενεγράφηκε.
Γι' αυτό και ο καθ' ου η αίτηση προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο δεν υπήρχε από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, καλή τη πίστει πρόθεση να χρησιμοποιήσει το εν λόγω εμπορικό σήμα και κατά πόσο δεν υπήρχε καλή τη πίστει πραγματική (in fact) χρήση του πιο πάνω εμπορικού σήματος.
Στην παράγραφο 2-19, σελίδα 25, ο Κέρλυ αναφέρει τα εξής:
"Want of bona fide intention to use on registration is an element in the grounds for removal under section 26 (1)(a). It is doubtful whether the want of bona fide intention to use required by section 26(1)(a) would be inferred merely from non-user in fact. In Bait's case the want of such intention was inferred from non-use, but the trade marks had been registered for many years. Other circumstances might assist to show the absence of intention to use, for instance, the fact that the proprietor's business had never extended to the particular goods, for the section enables an application for rectification to be made in respect of any of the goods for which the mark is registered."
Επιπλέον, ο καθ' ου η αίτηση εξέτασε το θέμα της ευχέρειας για διαγραφή (take off) σήματος που δίδεται σε αυτόν από το Νόμο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 28(1) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268, το οποίο είναι το αντίστοιχο άρθρο 26(1) του Εμπορικών Σημάτων Νόμου του 1938 του Ηνωμένου Βασιλείου.
Γι' αυτό το σημείο ο Κέρλυ στην παράγραφο 11-37, σελίδες 219-220, αναφέρει τα ακόλουθα:
"It is to be observed that the whole section is governed by the words in section 26(1) ' may be taken off.' The word ' may' involves a discretion not to remove. It is clear, however, when section 26(1) is read with its proviso, that only in exceptional circumstances should removal be refused: the words in the proviso, that in certain cases (see below) the tribunal' may refuse the application,' carry the unavoidable implication that in other cases, prima facie, the application ought not to be refused. Although the exercise of the jurisdiction is discretionary, the entry of a mark, which is liable to removal under this section, is one wrongly remaining on the Register."
Είναι καλώς καθιερωμένη αρχή ότι η αιτήτρια φέρει το βάρος της αποδείξεως (Βλ. Κέρλυ, παράγραφος 11-63, σελίδα 233).
Η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι από όλη τη μαρτυρία και τα υπόλοιπα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του καθ' ου η αίτηση, δεν μπορούσε να συναχθεί ούτε ότι υπήρχε εγκατάλειψη του σήματος ούτε ότι δεν υπήρχε καλή τη πίστει πρόθεση όπως το εμπορικό σήμα χρησιμοποιηθεί από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους. Η αιτήτρια, η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση εισηγήθηκε, απέτυχε να αποδείξει ότι το εμπορικό σήμα ενε-γράφηκε χωρίς καλή τη πίστει πρόθεση από μέρους της αιτήτριας για εγγραφή, του ενδιαφερόμενου μέρους στην παρούσα προσφυγή, όπως αυτό χρησιμοποιείται από αυτήν σε σχέση με εκείνα τα εμπορεύματα και απέτυχε επίσης να αποδείξει ότι δεν υπήρχε καλή τη πίστει πραγματική (in fact) χρήση του εμπορικού σήματος σε σχέση με τα εμπορεύματα εκείνα από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας στην επιχειρηματολογία του, αναφέρθηκε ότι το εμπορικό σήμα ενεγράφηκε χωρίς καλή τη πίστει πρόθεση από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους για εγγραφή και ότι δεν υπήρξε καλή τη πίστει πραγματική χρήση του εμπορικού σήματος σε σχέση με τα εμπορεύματα εκείνα από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ο καθ' ου η αίτηση στην απόφαση του ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι το εμπορικό σήμα ενεγράφηκε χωρίς καλή τη πίστει πρόθεση από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι απέτυχε, επίσης, να αποδείξει ότι δεν υπήρχε καλή τη πίστει πραγματική χρήση του εμπορικού σήματος, βασίστηκε στις υποθέσεις "Astronaut" Trade Mark [1972] RPC 655, Kidax (Shirts) Ltd's Application [1959] RPC 295, [1960] RPC 117, G.E. Trade Mark [1970] RPC 339 και Bostitch Trade Mark [1963] RPC 183.
Από τις αποφάσεις του αγγλικού εφετείου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η σχέση (connection) όπως αυτή δίδεται από τον περί Εμπορικών Σημάτων Νόμο, δεν χρειάζεται να έχει τόσο άμεση σχέση όπως π.χ. στην περίπτωση της κατασκευής των εμπορευμάτων.
Ο καθ' ου η αίτηση, αφού έλαβε υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, τη μαρτυρία από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους και ιδιαίτερα το τί δήλωσε το ενδιαφερόμενο μέρος στην ένορκη δήλωσή του, ημερομηνίας 29/9/84 (Ερυθρό 44 του Τεκμηρίου Ζ), στην παράγραφο 4 όπου παραδέχεται ότι είναι ιδιοκτήτρια του εμπορικού σήματος Β 22228 "LIPOZAN" και ότι οι Κώστας Χρυσοχός, Μιχαλάκης Πιερίδης και η Middle East Trade Link είναι πρόσωπα τα οποία ανέλαβαν την κυκλοφορία και εμπορία εμπορευμάτων με το εν λόγω εμπορικό σήμα μετά από συμφωνία με το ενδιαφερόμενο μέρος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε χρήση του εμπορικού σήματος από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας, επί του σημείου αυτού βασίστηκε στις υποθέσεις "Pussy Galore" Trade Mark (1967) RPC 265 και Aristoc v. Rysta [1945] 1 All E.R. 34.
Για την υπόθεση "Pussy Galore" (ανωτέρω) ο Κέρλυ στην παράγραφο 2-18, αναφέρει ότι:
"This case appears to be irreconcilable with the line of cases beginning with 'Bostitch' and so to be wrongly decided",
και περαιτέρω αναφέρει στην υποσημείωση 41 της ίδιας σελίδας ότι:
"however Pussy Galore has been followed in India".
Οι παραπομπές και τα αποσπάσματα από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καλκούτας, εφόσον είναι ασυμβίβαστες με τις αποφάσεις της Αγγλίας, είμαι της γνώμης ότι πρέπει να ακολουθηθούν οι αποφάσεις της Αγγλίας.
Η υπόθεση Aristoc v. Rysta (ανωτέρω), αναφέρεται σε επιδιόρθωση και μόνο εμπορευμάτων και γι' αυτό το λόγο ο Έφορος αρνήθηκε την εγγραφή του εμπορικού σήματος και δε νομίζω να είναι σχετική με το υπό κρίση θέμα.
Στην προκειμένη περίπτωση, ορθά αποφάσισε ο καθ'ου η αίτηση ότι υπήρχε πρόθεση όπως διατεθούν στην αγορά πραγματικά εμπορεύματα τα οποία θα έφεραν το εμπορικό σήμα και ορθά αποφάσισε ότι το σημα χρησιμοποιείτο και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην αγορά. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 196 της Bostitch Trade Mark (ανωτέρω), με το να διαφημίζουν τους εαυτούς τους ως διανομείς των εμπορευμάτων τα οποία έφεραν το εμπορικό σήμα του ιδιοκτήτη, οι διανομείς διατήρησαν "a connection in the course of trade" μεταξύ των εμπορευμάτων και του ιδιοκτήτη του εμπορικού σήματος.
Στην σελίδα 195 της Bostitch Trade Mark (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι:
"Both parties appear to have misconceived the provisions of s.28, for this is not a mandatory but a permissive section and cannot fairly be construed to provide a protective cover for any trade mark use which would otherwise be deceptive or confusing. It creates what is termed 'permitted use' available only in circumstances approved by the Registrar as not contrary to the public interest (and in consequence not prima facie contrary to the provisions of s.11), and is of value to the registered proprietor as supplementing his own use of the trade mark, if any, and thus protecting him against removal of the mark from the Register under s.26, and to the registered user, provided the conditions and restrictions contained in the agreement are observed, as a protection against allegations of infringement, and additionally as a means of attacking infringements by third parties. There is nothing anywhere in this section to justify the view that an arrangement between a registered proprietor or a trade mark and a party concerned to use such mark requires to be registered, still less that in the absence of registration, its effect upon the validity of the mark, if called in question, will be in way different."
Είναι φανερό από την υπόθεση Bostitch (ανωτέρω), ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υποχρεούτο όπως εγγράψει τους διανομείς ως εγγεγραμμένους δικαιούχους χρήσεως και οποιαδήποτε παράλειψη όπως πράξει τούτο δεν παράβλαπτε καθ' οιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα του σήματός της.
Από όλα τα πιο πάνω, ήταν εύλογα επιτρεπτό στον καθ' ου η αίτηση να καταλήξει στα εξής συμπεράσματα: (1) Η αιτήτρια είναι πρόσωπο ζημιωθέν εντός της έννοιας των άρθρων 28 και 23 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268.
(2) Η αιτήτρια η οποία φέρει και το βάρος της αποδείξεως, απέτυχε να αποδείξει ότι το εν λόγω εμπορικό σήμα ενεγράφηκε χωρίς καλή τη πίστει πρόθεση από μέρους της αιτήτριας για εγγραφή που είναι το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή, όπως χρησιμοποιηθεί σε σχέση με τα εμπορεύματα εκείνα και περαιτέρω η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι δεν υπήρχε καλή τη πίστει πραγματική χρήση του εν λόγω εμπορικού σήματος.
(3) Η καταχώρηση του σήματος στο Μητρώο δεν ήταν καταχώρηση η οποία κακώς παρέμενε στο Μητρώο εντός της έννοιας του άρθρου 33(1) του Νόμου για το λόγο ότι ήταν δυνατό να εξαπατήσει ή προκαλέσει σύγχιση.
(4) Η διόρθωση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 26, είναι θεραπεία η οποία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του καθ' ου η αίτηση.
Στην απόφασή του, ο καθ' ου η αίτηση αναφέρει ότι ενόψει του ισχυρισμού που προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο των γραπτών αγορεύσεων στην προσφυγή της αιτήτριας με αριθμό 537/85, ότι η αίτηση για διαγραφή θα έπρεπε να επιτραπεί και τούτο διότι το εμπορικό σήμα ήταν εγγεγραμμένο σε μια από τις προσυπογράφουσες χώρες στη Διεθνή Σύμβαση για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, ο καθ' ου η αίτηση ήταν διατεθειμένος να επανεξετάσει την υπόθεση.
Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης, ο δικηγόρος της αιτήτριας, υπέβαλε δύο έγγραφα τα οποία είχαν ήδη καταχωρηθεί στο Γραφείο του καθ' ου η αίτηση, αναφορικά με δύο άλλες υποθέσεις.
Το ένα έγγραφο ήταν μια ένορκη δήλωση στην οποία προβάλλονταν εκτεταμένοι ισχυρισμοί όσον αφορά το Νόμο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στη Σύμβαση του Παρισιού για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας και την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κύπρου στην εν λόγω Σύμβαση, με τους Κυρωτικούς Νόμους αρ. 63/65 και 66/83.
Το δεύτερο έγγραφο ήταν απόσπασμα που δόθηκε για προσωρινά μέτρα στην υπόθεση Davidoff Extention S.A. v. Davidoff International Inc., Case No. 83/1435 του District Court of Florida, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας, εισηγήθηκε ότι οι αγγλικές αποφάσεις δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε παρόμοιες πρόνοιες του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου της Κύπρου, γιατί οι αγγλικές αποφάσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πρόνοιες της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας. Τα Δικαστήρια της Αγγλίας, ο δικηγόρος υποστήριξε, εφαρμόζουν μόνο τους Νόμους της Βουλής, καθότι η Διεθνής Συνθήκη δεσμεύει μόνο την Πολιτεία (Crown). Ενώ στην Κύπρο, η Διεθνής Συνθήκη με βάση το άρθρο 169 του Συντάγματος, είναι πιο ισχυρός Νόμος.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας, ειδικότερα βασίστηκε στο άρθρο 2, παράγραφος 1, άρθρο 6 bis, άρθρο 6 quinquies, άρθρο 6 septies, άρθρο 10 bis και άρθρο 10 ter της πιο πάνω Διεθνούς Συνθήκης. Επίσης, κατέθεσε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο (Τεκμήριο 4) ένα έγγραφο το οποίο είναι έγγραφο 3 αναφορικά με σεμινάριο για εμπορικά σήματα, το οποίο έγινε υπό την αιγίδα του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων τον Μάιο του 1990 και βασίστηκε στην παράγραφο 38 η οποία είναι σχετική με πολιτική την οποία πρέπει ο Έφορος να ακολουθεί αναφορικά με την εγγραφή εμπορικών σημάτων με διεθνή αντανάκλαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με το θέμα της Σύμβασης του Παρισιού.
Στην υπόθεση Ε. Merck v. Republic (1972) 3 CLR 548, το Δικαστήριο στη σελίδα 562 είπε τα εξής:
"The conditions for filing a registration of trade marks are left to the domestic law by Article 6.1 of the Convention, and such a law is valid to the extent that it does not offend the provisions of the Convention.
In the present case, the grounds upon which the Registrar of Trade Marks refused registration of the trade mark in question, coincide with the provisions of Article 6 quinquies of the Convention and the reservations laid down in paragraph Β thereof. There being no conflict between the law and the Convention in this respect, this ground of law must fail."
Στην υπόθεση Plough Inc. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1687, το Δικαστήριο στις σελίδες 1991-1992 είπε τα ακόλουθα:
"The first ground upon which the decision is challenged is based on the Paris Convention for the Protection of Industrial property, as subsequently revised, a part of our domestic lay by Laws 63/65 and 66/83, and failure on the part of the Registrar to apply it to the facts of the present case. Inasmuch as the trade mark presently under consideration was registered in the United States, a signatory and adherent to the Convention, the Cyprus authorities, were, in the contention of the applicants, bound to register it in Cyprus by virtue of Art. 6.1 of the Convention. No such obligation was cast on the Registrar. As counsel for the respondents rightly pointed out in her supplementary address, the above submission rests on a misconstruction of the Convention. The reservations made in SB 2 of Art. 6 make registration largely a matter of domestic lay and preserve distinctiveness as the hall- mark for legislation."
Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην Αναθεωρητική Έφεση 523, η οποία εκδόθηκε στις 29/1/88 αλλά δεν δημοσιεύτηκε ακόμα, επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με εκτεταμένη αναφορά στο θέμα της Σύμβασης.
Στην υπόθεση Arcadian Corporation Inc. v. Republic (1986) 3 C.L.R. 216, το Δικαστήριο στη σελίδα 263 αναφέρει:
"... the Convention for the Protection of Industrial Property does not make the trade mark registrable in Cyprus on account of registration in the U.S.A., the country of incorporation of the applicants. In Plough Inc. v. The Republic (1985) 3 CLR 1987 it was explained that registration of a trade mark in a signatory country does not automatically make registration of the same mark in a fellow signatory country obligatory (see reservations made in SB 2 Article 6). Registration remains, subject to domestic law, largely dependent on considerations of distinctiveness of the mark. In the same case it was explained by reference to English caselaw that registration in another country is per se an inconsequential factor."
Από την πιο πάνω νομολογία, συνάγεται σαφώς το συμπέρασμα και είναι και καθιερωμένη αρχή, ότι με βάση τη Διεθνή Σύμβαση και μόνο, ένα εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται αυτομάτως στην Κύπρο και ότι η εγγραφή υπόκειται στη δική μας Νομοθεσία.
Αυτή η αρχή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις αιτήσεων για διαγραφή ενός σήματος εφόσον οι λόγοι για τους οποίους ένα εμπορικό σήμα δεν μπορεί να εγγραφεί, είναι οι ίδιοι και στην περίπτωση που ένα εμπορικό σήμα πρέπει να διαγραφεί όταν η καταχώρησή του στο Μητρώο έγινε εσφαλμένα.
Στο Σύγγραμμα Κέρλυ, 11η έκδοση, παράγραφος 11-54, στην σελίδα 186, αναφέρεται το εξής:
".... Reasons for removal What is sufficient cause for refusing an application to register is considered in Chapter 4 and generally the same reasons will afford grounds for removing an entry inadvertently made",
και συνεχίζει:
"But the court has a discretion to refuse to remove the registration of a mark. The proprietor of a registered mark stands in a better position than an applicant for registration....".
Έχω εξετάσει προσεκτικά τα άρθρα της Διεθνούς Σύμβασης τα οποία παρέθεσε ο δικηγόρος της αιτήτριας προς υποστήριξη της προσφυγής και την υπόθεση Davidoff (ανωτέρω), σε συσχετισμό με το άρθρο 2(1) της Σύμβασης. Η απόφαση η οποία ήταν μετά από αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αναφέρεται μεταξύ άλλων και σε διάφορους εσωτερικούς Νόμους των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
Το άρθρο 6 δις το οποίο ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρει, αφορά σήματα παγκοίνως γνωστά, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Με το άρθρο αυτό, οι χώρες της Ένωσης αναλαμβάνουν να απορρίπτουν κλπ, εφόσον η Νομοθεσία τους το επιτρέπει. Στην προκειμένη περίπτωση, ο καθ'ου η αίτηση βρήκε ότι από αυτή καθεαυτή τη Νομοθεσία μας, όπως επίσης και την όλη νομολογία όπως έχει ήδη αναλυθεί πιο πάνω, δεν μπορεί να ακυρώσει την εγγραφή και/ή να επιτρέψει τη διαγραφή του εμπορικού σήματος.
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 δις, τίθεται επίσης και η προϋπόθεση ότι το σήμα θα πρέπει να θεωρείται από την αρμόδια αρχή της χώρας καταχώρησης ή χρησιμοποίησης, ότι είναι παγκοίνως γνωστό σε αυτήν και η αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία προς υποστήριξη της προϋπόθεσης αυτής.
Περαιτέρω, η παράγραφος 2 του άρθρου 6 δις, αναφέρει ότι στην περίπτωση που μιλούμε για παγκοίνως γνωστά σήματα, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να παραχωρείται προθεσμία τουλάχιστον πέντε ετών από την ημερομηνία καταχώρησης, πράγμα το οποίο δεν συνέβηκε στην προκειμένη περίπτωση.
Αναφορικά με το άρθρο 6 πεντάκις, προβλέπεται ρητώς ότι οι προϋποθέσεις για καταχώρηση και εγγραφή των εμπορικών σημάτων αφίενται στην εσωτερική Νομοθεσία κάθε χώρας. Επιπλέον, δεν προστατεύει εμπορικά σήματα ξένων χωρών εις βάρος των ήδη εγγεγραμμένων στην Κύπρο εμπορικών σημάτων.
Σχετικά με τα υπόλοιπα άρθρα της Διεθνούς Σύμβασης, στα οποία η αιτήτρια αναφέρεται, και πάλι δεν αναφέρουν την παρούσα περίπτωση και κατά συνέπεια δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.
Αναφορικά με το Τεκμήριο 4, παράγραφος 38, έχω να παρατηρήσω ότι δεν είναι ούτε Νομοθεσία, ούτε και είναι οποιαδήποτε Συνθήκη. Είναι ορισμένες αρχές και εν πάση περιπτώσει το "LIPOZAN" δεν εμπίπτει στην ειδική κατηγορία των εμπορικών σημάτων τα οποία είναι παγκοίνως γνωστά, δηλαδή όπως "Coca-Cola", "Hertz" ή "Rolls-Royce".
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, είμαι της γνώμης ότι ο καθ'ου η αίτηση ορθά εφάρμοσε στην παρούσα περίπτωση τις πρόνοιες του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 και τη Νομολογία, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά τέθηκαν ενώπιόν του και η απόφαση του για τη μη διαγραφή του εμπορικού σήματος ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα.
Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.