ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:C255
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 19/2016)
13 Ιουλίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
1. ΞΕΝΟΦΩΝ ΑΝΑΞΑΓΟΡΟΥ,
ΜΟΝΙΜΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
(ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΑΝΑΞΑΓΟΡΟΥ)
2. ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες/Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ
3. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Εφεσίβλητων/Καθ'ων η Αίτηση.
Χρ. Χριστούδιας, για τους Εφεσείοντες.
Αθ. Αχιλλέως (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερ. 16/2/2016 στην Προσφυγή με αρ. 6173/2013, με την οποία οι προσβαλλόμενες πράξεις που αφορούσαν στην έκδοση από τους Εφεσίβλητους 1 και 2 της άδειας οικοδομής με αρ. 002913, ημερ. 9/4/2009, καθώς και της προηγηθείσας πολεοδομικής άδειας, που προέβλεπαν την ανέγερση κατοικίας πάνω στο τεμάχιο των Εφεσειόντων με αρ. 664, Φ/Σχ. [ ] στο χωριό Σπήλια, επικυρώθηκαν.
Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση, εν συντομία, του ιστορικού της υπόθεσης, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην πρωτόδικη Απόφαση, για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης των όσων εγείρονται.
Δυνάμει παλαιότερης δωρεάς από τη μητέρα τους και μετά από την τελευταία μεταβίβαση, ημερ. 25/2/2009, του 1/3 μεριδίου του πιο πάνω ακινήτου με αρ. 664 από τον Εφεσείοντα αρ. 1, μόνιμο κάτοικο εξωτερικού, στον αδελφό του Εφεσείοντα αρ. 2, οι Εφεσείοντες είναι συνιδιοκτήτες κατά 2/3 και 1/3, αντίστοιχα. Το Τεμάχιο 664 συνορεύει με το Τεμάχιο 661, το οποίο ανήκει κατά το 1/3 στην Ανδρομάχη Ανδρέου και κατά τα 2/3 στη Μαρία Βιολάρη (αδελφές των Εφεσειόντων).
Μετά από καταγγελία του Εφεσείοντα αρ. 2 για ανέγερση οικοδομής που επενέβαινε στο τεμάχιο, η οποία κτίστηκε αυθαίρετα από τους ιδιοκτήτες του γειτονικού Τεμαχίου 661 (προηγουμένως 312/1) του Φ/Σχ. [ ], Ανδρέα και Μαρίας Βιολάρη, εκδόθηκε Διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών στις 23/7/1996 και η Επαρχιακή Διοίκηση στις 13/2/1997 κάλεσε τους πιο πάνω ιδιοκτήτες να συμμορφωθούν υποβάλλοντας σχέδια για έκδοση πολεοδομικής άδειας εντός ενός μηνός. Ζητήθηκε παράταση έξι μηνών από τον κ. Βιολάρη με επιστολή ημερ. 10/4/1997, επικαλούμενος την απουσία του κουνιάδου του Εφεσείοντα αρ. 1 στο εξωτερικό. Εγκρίνονταν παρατάσεις χρόνου διαδοχικά από την Επαρχιακή Διοίκηση μέχρι τις 1/9/1999 που υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως η αίτηση με αρ. ΛΕΥ/01678/998 (αφορούσε μόνο το Τεμάχιο 661 και ανέγερση δύο διαμερισμάτων), που απορρίφθηκε διότι το υπό ανάπτυξη τεμάχιο δεν διέθετε ικανοποιητική προσπέλαση και ακολούθως στις 26/3/2001 απορρίφθηκε, επίσης, ιεραρχική προσφυγή των ιδιοκτητών από την Υπουργική Επιτροπή.
Στις 6/6/2007 υπεβλήθη αίτηση για πολεοδομική άδεια για ανέγερση οικίας στα Τεμάχια 661 και 664, η οποία υπογράφετο από τις δύο συνιδιοκτήτριες του Τεμαχίου αρ. 661, την Ανδρομάχη Ανδρέου και τη Μαρία Βιολάρη και το μοναδικό τότε ιδιοκτήτη του Τεμαχίου με αρ. 664, Ξενοφώντα Αναξαγόρου (Εφεσείοντα αρ. 1). Στις 31/8/2007 εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια με αρ. αίτησης ΛΕΥ/01714/2007 που αφορούσε στην ανέγερση δύο κατοικιών στα Τεμάχια 661 και 664 του Φ/Σχ. [ ]. Ακολούθως, στις 13/11/2007, υπεβλήθη αίτηση στην Επαρχιακή Διοίκηση για έκδοση άδειας οικοδομής η οποία έφερε τις υπογραφές των Μαρία Βιολάρη, Ανδρομάχη Ανδρέου και του Εφεσείοντα αρ. 1 (Ξενοφώντος Αναξαγόρου). Επίσης, υποβλήθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας του Τεμαχίου 661 με ιδιοκτήτριες τις Βιολάρη κατά 2/3 και Ανδρέου κατά 1/3, καθώς και τίτλος ιδιοκτησίας παλιού τύπου, ημερ. 29/1/2003 του Τεμαχίου 664 με μοναδικό, ως αναφέρθηκε, τότε, ιδιοκτήτη τον Εφεσείοντα αρ. 1. Ενώ εκκρεμούσε η έκδοση της άδειας οικοδομής, στις 25/2/2009 ο Εφεσείων αρ. 2 (Κώστας Αναξαγόρου) ενεγράφη ιδιοκτήτης του Τεμαχίου 664 κατά το 1/3. Στις 9/4/2009 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής για ανέγερση δύο κατοικιών και περίφραξη.
Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων με επιστολές του, ημερ. 15/11/2012 και 8/3/2013, κατήγγειλε την παράνομη επέμβαση επί του Τεμαχίου με αρ. 664 και ζητούσε τη λήψη μέτρων κατεδάφισης για την παράνομη ανέγερση της οικοδομής. Στις 21/6/2013 η Επαρχιακή Διοίκηση απάντησε ότι όντως μέρος της οικοδομής χωροθετείτο εντός του τεμαχίου που, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, ανήκε μόνο στον Εφεσείοντα αρ. 1. Με επιστολές τους οι Εφεσείοντες τον Αύγουστο του 2013 πληροφόρησαν τους Εφεσίβλητους ότι η υπογραφή στο έντυπο της αίτησης για έκδοση των επίμαχων αδειών δεν ανήκει στον Εφεσείοντα αρ. 1. Ο Έπαρχος με επιστολή του απάντησε στους Εφεσείοντες ότι για το θέμα της πλαστογράφησης της υπογραφής και της ανέγερσης μέρους της οικοδομής εντός του Τεμαχίου 664 του Φ/Σχ. [ ], θα πρέπει να απευθυνθούν στην Αστυνομία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τους νομικούς λόγους ακύρωσης τους οποίους οι Εφεσείοντες είχαν προβάλει και τους απέρριψε, προχώρησε, στο τέλος, να αναφέρει ότι η προσφυγή δεν μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, δικαιούχοι των αδειών, η ακύρωση των οποίων ήταν αντικείμενο της προσφυγής, δεν ευρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου, επισημαίνοντας προς τούτο το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν επιδώσει την αίτηση ακύρωσης σε αυτούς.
Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό ότι με την Απόφαση μας ημερ. 9/5/2023 κρίναμε ότι οι Εφεσείοντες θα έπρεπε να μεριμνήσουν για την επίδοση της Έφεσης στα ενδιαφερόμενα μέρη και δώσαμε, συνεπακόλουθα, τις ανάλογες οδηγίες. Παρά το γεγονός ότι η παρούσα Έφεση επιδόθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη, αυτά δεν εμφανίστηκαν για να προβάλουν τις δικές τους θέσεις.
Με την κρινόμενη Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης με έξι Λόγους Έφεσης (μετά την απόσυρση του 6ου Λόγου Έφεσης).
Με τους Λόγους Έφεσης 1, 2 και 3 προβάλλεται ότι εσφαλμένα και χωρίς την ύπαρξη μαρτυρίας και σχετικής από τους Εφεσίβλητους δικογράφησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Εφεσίβλητος 1 είχε το δικαίωμα, παρά τα όσα προνοούνται στον Κανονισμό 5(1)(α) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών, να μην απαιτήσει, κατά την υποβολή της αίτησης για άδεια οικοδομής, την προσκόμιση του πρωτότυπου τίτλου ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα 1 με βάση τα διαλαμβανόμενα στον Κανονισμό 64 των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών. Με το Λόγο Έφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και υπό πλάνη αποφάσισε ότι κατά την παραλαβή του τίτλου ιδιοκτησίας που συνόδευε την αίτηση για Πολεοδομική Άδεια οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 ήλεγξαν και πιστοποίησαν επί του κρατηθέντος αντιγράφου ότι αυτό αποτελεί πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση από τους Εφεσίβλητους για διεξαγωγή έρευνας για τυχόν μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μετά την υποβολή της αίτησης για άδεια οικοδομής. Με το Λόγο Έφεσης 7 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής που εκδόθηκαν από τους Εφεσίβλητους συνιστούσαν καλυπτικές άδειες ήδη υφισταμένων οικοδομών και δεν όφειλαν οι Εφεσίβλητοι να δώσουν περαιτέρω αιτιολογία αν πληρούσαν κατά τα λοιπά τις νόμιμες προϋποθέσεις και πολεοδομικά κριτήρια.
Εξετάζοντας τους Λόγους Έφεσης 1, 2 και 3, επισημαίνεται ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας που προσκομίστηκαν με την αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής ήταν απλά αντίγραφα, χωρίς να πιστοποιούνται ως γνήσια αντίγραφα. Αποτέλεσε βασική θέση των Εφεσειόντων ότι δεν υπήρχε δήλωση ότι το αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας συνιστούσε πιστό αντίγραφο του πρωτότυπου που παρουσιάστηκε στον Εφεσίβλητο 1 και ελέγχθηκε.
Το τι πρέπει να συνοδεύει μια αίτηση για άδεια οικοδομής καθορίζεται από τον Κανονισμό 5(1)(α) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών 1954-2003, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ο οποίος διαλάμβανε τα ακόλουθα:
«5.-(1) Πάσα αίτησις δι' άδειαν προς ανέγερσιν, κατεδάφισιν ή επανοικοδομήν οιασδήποτε οικοδομής ή δι' οιανδήποτε μετατροπήν, προσθήκην ή επισκευήν εις οιανδήποτε οικοδομήν (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως «άδεια οικοδομής») υποβάλλεται εις την αρμοδίαν αρχήν εις διπλούν, αύτη υπογράφεται υπό του ιδιοκτήτου ή του δεόντως εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου αυτού και υποβάλλεται εν τοιούτω τύπω ως ήθελε καθορισθή κατά καιρούς υπό της αρμοδίας αρχής•
Πάσα τοιαύτη αίτησις δέον να συνοδεύηται υπό των ακολούθων εγγράφων -
(α) πιστοποιητικού εγγραφής της ιδιοκτησίας της περιλαμβανούσης το οικόπεδον, ή, εν η περιπτώσει η ιδιοκτησία είναι υποθηκευμένη, πιστοποιητικού του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ότι η ιδιοκτησία είναι εγγεγραμμένη επ' ονόματι του αιτητού και δηλώσεως του ενυποθήκου δανειστού ότι ούτος δεν ενίσταται εις τούτο:
Νοείται ότι οσάκις ο αιτητής είναι Τμήμα Ενόπλων Δυνάμεων η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.»
Αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρουσίαση του πρωτότυπου τίτλου ιδιοκτησίας αποτελεί συστατικό στοιχείο και προϋπόθεση για την έκδοση άδειας οικοδομής, σημειώνεται ότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στον Κανονισμό 5(1)(α) και για τους λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω, το ζήτημα αυτό είναι και χωρίς σημασία υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Τούτου λεχθέντος, το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 64 των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών[1] το οποίο επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τον οποίο όταν αρμόδια Αρχή είναι ο Έπαρχος, η αυστηρή εφαρμογή των απαιτήσεων των Κανονισμών δεν είναι αναγκαία, δεν χρειάζεται, στην προκείμενη περίπτωση, να εξετασθεί.
Άλλωστε, το γεγονός και μόνο ότι δεν υπάρχει σημείωση από τους Εφεσίβλητους 2 και 3 που να αναφέρει ότι το αντίγραφο ελέγχθηκε από το πρωτότυπο και ότι είναι όντως πιστό αντίγραφο αυτού, χωρίς την ύπαρξη σχετικής μαρτυρίας περί του αντιθέτου, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα που οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι, δηλαδή, δεν έγινε τέτοιος έλεγχος.
Εν πάση περιπτώσει, ό,τι οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν στην προκείμενη περίπτωση ήταν τη γνησιότητα της υπογραφής του Εφεσείοντα αρ. 1 στο έντυπο της αίτησης για έκδοση των επίμαχων αδειών. Ουδόλως αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του τίτλου ιδιοκτησίας.
Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης 4 είναι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, κατά την υποβολή της αίτησης στους Εφεσίβλητους 2 και 3 για πολεοδομική άδεια, οι τίτλοι ιδιοκτησίας που προσκομίστηκαν πιστοποιήθηκαν ως πιστά αντίγραφα και «συνεπώς κατά τεκμήριο έχουν προσκομισθεί οι πρωτότυποι τίτλοι ιδιοκτησίας για σκοπούς πιστοποίησης».
Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε το μεμπτό σε σχέση με την πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από το Φάκελο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οποίος κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 5, προέκυπτε ότι οι εν λόγω τίτλοι ιδιοκτησίας, οι οποίοι περιλαμβάνονταν ως Κυανούν 3, 6 και 9, είχαν πιστοποιηθεί ως πιστά αντίγραφα. Ορθή, επίσης, είναι και η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους, ότι δεν είχε προσκομισθεί το πρωτότυπο του τίτλου ιδιοκτησίας για το τεμάχιο τους.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 ό,τι ουσιαστικά προβλήθηκε είναι ότι η άδεια οικοδομής είχε εκδοθεί χωρίς τη συγκατάθεση του κατά 1/3 ιδιοκτήτη του τεμαχίου, Εφεσείοντα 2 και ότι οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να το είχαν διερευνήσει δεδομένου ότι από της υποβολής της αίτησης για άδεια οικοδομής μέχρι την έκδοση της είχε παρέλθει χρονικό διάστημα δύο χρόνων.
Όπως πολύ ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας (6/6/2007 και 13/11/2007 αντίστοιχα), ο Εφεσείων 2 δεν ήταν ιδιοκτήτης ή συνιδιοκτήτης του Τεμαχίου 664 και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο, βάσει των σχετικών Κανονισμών, οποιαδήποτε υπογραφή του στο έντυπο της αίτησης για άδεια οικοδομής. Αυτός κατέστη ιδιοκτήτης κατά 1/3 μερίδιο στις 25/2/2009, ήτοι μετά την έκδοση της επίδικης πολεοδομικής άδειας και λίγο πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής η οποία έλαβε χώρα στις 9/4/2009. Κατά συνέπεια, τόσο κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για πολεοδομική άδεια, όσο και κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για άδεια οικοδομής, ιδιοκτήτης όλου του Τεμαχίου 664 ήταν ο Εφεσείων 1. Υπό αυτά τα δεδομένα ορθή ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε υποχρέωση των Εφεσιβλήτων να διεξάγουν έρευνα για τυχόν μεταβολή ιδιοκτησιακού καθεστώτος μετά την υποβολή της αίτησης.
Σε ό,τι αφορά το Λόγο Έφεσης 7 η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής που εκδόθηκαν από τους Εφεσίβλητους συνιστούσαν καλυπτικές άδειες ήδη υφιστάμενων οικοδομών είναι ορθή εφόσον, όπως καταγράφεται στην Έκθεση αναφορικά με την αίτηση για άδεια οικοδομής, είχαν αρχίσει οικοδομικές εργασίες οι οποίες, μάλιστα, βρίσκονταν στο στάδιο ολοκλήρωσης. Στην ίδια την Έκθεση υπήρξε χειρόγραφη σημείωση ως προς το ότι αφορούσε καλυπτική άδεια. Τούτου δοθέντος, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για καλυπτικές άδειες ήδη υφιστάμενων οικοδομών, που εκδίδονται εφόσον συμπληρώσουν τις νόμιμες προϋποθέσεις χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω αιτιολογία, είναι απόλυτα ορθή. Το σημαντικό, εν προκειμένω, ήταν οι Αιτητές να πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις και πολεοδομικά κριτήρια χωρίς να χρειάζεται να δοθεί περαιτέρω αιτιολογία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
[1] «64. Ανεξαρτήτως οιουδήποτε διαλαμβανομένου εν τοις παρούσι Κανονισμοίς, οσάκις η αρμοδία αρχή είναι ο Έπαρχος ή συμβούλιον του οποίου ο Έπαρχος είναι Πρόεδρος, η τοιαύτη αρχή δύναται να μη απαιτή την εφαρμογήν πασών ή οιωνδήποτε απαιτήσεων των παρόντων Κανονισμών ή να εφαρμόζη ταύτας μετά τοιούτων τροποποιήσεων, μη ουσών πλέον επαχθών, ως ήθελε φανή σκόπιμον εις την τοιαύτην αρχήν λογιζομένων των ειδικών περιστάσεων εκάστης περιπτώσεως ή των εν τη περιοχή επικρατουσών γενικών συνθηκών:
Νοείται ότι ο παρών κανονισμός δεν ισχύει δια τας περιοχάς τας καλυπτομένας υπό του Κανονισμού 66.»