ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Α. Σ. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες Λ. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-04-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 26/2016, 4/4/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:C122

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                       

                        [ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 26/2016

(Υπόθεση αρ.  336/2011)

 

4 Aπριλίου, 2023

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΔΔ.]

 

1.    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

3.    ΜΙΚΑΕΛΛΑ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ

                                                                        Εφεσίβλητων

 

- - - - -

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες

 

Λ. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους

 

Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη

                                      ---------------------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Για την περίοδο από 1.9.2008 μέχρι 31.12.2010, οι Εφεσείοντες προσλήφθηκαν ως έκτακτοι, με δεκαπενθήμερα συμβόλαια, για εκτέλεση καθηκόντων Τεχνολόγου Νοσοκομειακού Εργαστηρίου ή/και οποιωνδήποτε άλλων συναφών καθηκόντων τους ανατίθεντο, δυνάμει των προνοιών της Σημείωσης 10 του Πρώτου Πίνακα «Δελτία Δαπανών» του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2005.

 

          Δυνάμει του Άρθρου 4(2)(ε) του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου του 1995  (Ν.108(Ι)/1995), το Υπουργείο Υγείας δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 31.3.2010, τον οριστικό κατάλογο αιτητών κατά σειρά προτεραιότητας, για τις ανάγκες σε Τεχνολόγους Νοσοκομειακού Εργαστηρίου, στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, που πιθανόν να προέκυπταν για το έτος 2010.  Ο κατάλογος αυτός αποτελείτο από 215 αιτητές και η θέση την οποία κατείχαν οι Εφεσείοντες, με βάση τη μοριοδότηση τους, ήταν στον αριθμό   215, 164 198 και 190, αντίστοιχα.

 

          Παρά το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες συμπεριλήφθηκαν στον εν λόγω κατάλογο, ο Αναπληρωτής Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσίων Δημόσιας Υγείας, με επιστολές του ημερ. 22.12.2010, τους πληροφόρησε ότι η απασχόληση τους από 1.1.2011 θα τερματιζόταν διότι η σειρά κατάταξης που αυτοί είχαν εξασφαλίσει ήταν χαμηλή και δεν επέτρεπε την συνέχιση της εργοδότησης τους.  Με επιστολές του υπό αναφορά Αναπληρωτή  Διευθυντή ημερ. 23.12.2010, διορίστηκαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, πάνω σε έκτακτη βάση (δεκαπενθήμερη) για εκτέλεση καθηκόντων Τεχνολόγου Νοσοκομειακού Εργαστηρίου, από 3.1.2011.

 

          Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή εναντίον, τόσο της απόφασης διορισμού των ενδιαφερόμενων μερών, όσο και της απόφασης τερματισμού της δικής τους απασχόλησης. 

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση των Εφεσίβλητων, με αναφορά σε σχετική νομολογία (βλ. Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 49 και Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας, (2015) 3 ΑΑΔ, 211), κατέληξε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών των Εφεσειόντων και η πρόσληψη των ενδιαφερομένων προσώπων, αποτελούν πράξεις που ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

          Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε σε απόρριψη της προσφυγής.

 

          Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της στη βάση δύο (2) λόγων Έφεσης.  Υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως ο τερματισμός των υπηρεσιών των Εφεσειόντων και ο διορισμός των ενδιαφερομένων προσώπων ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Εισηγούνται επί του προκειμένου, ότι η διαδικασία πρόσληψης υπαλλήλων σε έκτακτη βάση, γίνεται με βάση τη διαδικασία που  προβλέπει ο                           Ν. 108(Ι)/1995 και συγκεκριμένα με τη διαδικασία ετοιμασίας καταλόγου των υποψηφίων για διορισμό εκτάκτων, στη βάση μοριοδότησης των προσόντων και της πείρας τους.  Με αυτά τα δεδομένα, εισηγούνται ότι η ετοιμασία του καταλόγου και η τελική πράξη επιλογής από αυτόν, δηλ. ο έκτακτος διορισμός, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.  Αυτά τα περιστατικά, διαφοροποιούν, όπως ισχυρίζονται, την παρούσα υπόθεση, από τις υποθέσεις Αβραάμ και Βενιζέλου (ανωτέρω).  Συνακόλουθα, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα περιόρισε την απόφαση του μόνο στο ζήτημα αυτό και παρέλειψε να εξετάσει όλους τους λόγους ακύρωσης που είχαν αναπτύξει πρωτόδικα οι Εφεσείοντες επί της ουσίας της υπόθεσης και αφορούσαν την απόφαση διορισμού των ενδιαφερόμενων προσώπων. 

 

Διαφορετική βεβαίως είναι η θέση των Εφεσίβλητων, οι οποίοι υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτουν τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων.

 

          Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.  Καταλήξαμε ότι αυτή είναι ορθή και οι αιτιάσεις των Εφεσειόντων δεν ευσταθούν για τους πιο κάτω λόγους:

 

          Το υπό αναφορά επίδικο ζήτημα, αποτέλεσε αντικείμενο αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Συγκεκριμένα στην υπόθεση Αβράαμ (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο, σε Πλήρη Ολομέλεια αποφάσισε ότι «οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου..», ώστε να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε στον τερματισμό της σύμβασης της Εφεσείουσας, η οποία υπηρετούσε ως έκτακτη διοικητική λειτουργός, πάνω σε δεκαπενθήμερη βάση απασχόλησης και στη συνέχεια με διαδοχικά ετήσια συμβόλαια.  Η δε πρόσληψη της έγινε με βάση τον Ν.108(Ι)/1995.

 

          Στη μεταγενέστερη υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 212, οι Εφεσείοντες εργάζονταν ως ωρομίσθιοι εργάτες στο Τμήμα Δημοσίων Έργων. Μετά από ανακοίνωση προς το ωρομίσθιο προσωπικό για υποβολή αιτήσεων για την πλήρωση κενών θέσεων Επιστάτη, οι Εφεσείοντες μεταξύ άλλων, υπέβαλαν αιτήσεις. Αφού ορίστηκε Επιτροπή Αξιολόγησης και διενεργήθηκαν συνεντεύξεις, οι υποψήφιοι κατατάγηκαν σε σειρά προτεραιότητας και λήφθηκε υπόψη και η σχετική σύσταση του Διευθυντή.  Οι Εφεσείοντες, όταν έλαβαν γνώση για την επιλογή 13 συστηθέντων, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνοντο οι ίδιοι, καταχώρησαν προσφυγή και επεδίωξαν την ακύρωση της προαγωγής των προαχθέντων.  Το Εφετείο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε αποφασισθεί ότι η εργοδότηση τόσο των Εφεσειόντων, όσο και των ενδιαφερομένων μερών «λειτουργεί στη βάση ιδιωτικής διευθέτησης έξω από τα πλαίσια του δημοσίου δικαίου».

 

          Στην συνέχεια, στην υπόθεση Βενιζέλου (ανωτέρω), ο Εφεσείων, ο οποίος υπηρετούσε ως έκτακτος δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές, απολύθηκε στη βάση ανάρμοστης συμπεριφοράς.  Το Εφετείο, με αναφορά στην υπόθεση Αβραάμ (ανωτέρω),  επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή που είχε καταχωρήσει ο Εφεσείων εναντίον της ποινής της απόλυσης του, με την οποία αποφασίστηκε ότι, ανεξαρτήτως του λόγου και της διαδικασίας τερματισμού των υπηρεσιών έκαστου συμβασιούχου, η ίδια η φύση της εργοδότησης, την τοποθετεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, ώστε ο τερματισμός των υπηρεσιών να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

          Το ακόλουθο απόσπασμα από την σελίδα 216 και 219 είναι σχετικό:

 

«Θα ήταν, κρίνουμε, ανορθόδοξο ενώ θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου, να αποκόπτουμε αυτή την ενιαία σχέση ανάλογα με το θέμα και να τη χαρακτηρίζαμε άλλως πως και δη ως δημοσίου δικαίου, αναφορικά με τον τερματισμό της.

 

.................................

 

Δεν έχει καμία απολύτως  σημασία ότι εν προκειμένω για τη λύση της εργασιακής σχέσης δια του τερματισμού της χρησιμοποιήθηκε και η διαδικασία του περί Φυλακών Νόμου και των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000.

 

Δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας ούτε της σχέσης του εφεσείοντα με τους εφεσίβλητους ούτε βέβαια η φύση του τερματισμού της σχέσης.  Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου και το τέλος της δια του τερματισμού ως δημοσίου δικαίου, όπως εισηγείται ο κ.Αγγελίδης.  Η όλη λοιπόν αντίληψη που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντιμάχεται ευθέως την Αβραάμ και οι εισηγήσεις του δεν είναι βάσιμες.»

 

 

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι Εφεσείοντες προσλήφθηκαν και υπηρέτησαν ως έκτακτοι Τεχνολόγοι Νοσοκομειακού Εργαστηρίου, στη βάση δεκαπενθήμερων συμβολαίων.  Συνακόλουθα, με βάση τα όσα αποφασίστηκαν στην  υπόθεση Αβραάμ (ανωτέρω), οι όροι υπηρεσίας τους ως έκτακτοι, καθορίζοντο από τα ίδια τα δεκαπενθήμερα συμβόλαια τους. Ως εκ τούτου,  κρίνουμε ότι, ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγετο στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, με αποτέλεσμα να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.   

Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων, ότι η διαδικασία πρόσληψης των έκτακτων υπαλλήλων με βάση το Ν.108(Ι)/1995 και συγκεκριμένα η ετοιμασία καταλόγου των υποψηφίων στη βάση μοριοδότησης, ως και ο έκτακτος διορισμός, ως η τελική πράξη επιλογής από τον κατάλογο, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου, και διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από τις υποθέσεις Αβραάμ και Βενιζέλου (ανωτέρω), δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Κρίνουμε ότι θα ήταν ανορθόδοξο, να διαχωρίσουμε τη σχέση έκτακτης εργοδότησης των Εφεσειόντων από τη Δημοκρατία, η οποία  διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο στη βάση δεκαπενθήμερων συμβολαίων,  από τη διαδικασία πρόσληψης τους ως έκτακτοι, η οποία  προηγήθηκε των συμβολαίων, ώστε εν τέλει, να χαρακτηρίσουμε ως δημοσίου δικαίου, τόσο τον έκτακτο διορισμό, όσο και τον τερματισμό του. 

 

Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η σχετική θέση που προωθήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προσέγγιση της υπό αναφορά νομολογίας και δεν ευσταθεί.   Στις πιο πάνω υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, οι Εφεσείοντες υπηρετούσαν ως έκτακτοι - συμβασιούχοι στο δημόσιο τομέα και ο τερματισμός των υπηρεσιών τους κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Σημειώνουμε δε, ότι στην υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω), αν και είχε οριστεί Επιτροπή Αξιολόγησης και είχε καταρτιστεί κατάλογος των υποψηφίων - όπως και στην παρούσα υπόθεση - το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εργοδότηση των Εφεσειόντων αλλά και των ενδιαφερόμενων μερών λειτουργούσε στη βάση ιδιωτικής διευθέτησης και έξω από τα πλαίσια του δημοσίου δικαίου.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, δεν βρίσκουμε έρεισμα στην εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων για διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από τις πιο πάνω υποθέσεις.  Κρίνουμε πως δεν έχει καμιά απολύτως σημασία το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η συγκεκριμένη διαδικασία πρόσληψης των ενδιαφερόμενων προσώπων με τον καταρτισμό καταλόγου, ως αποτέλεσμα του οποίου τερματίστηκαν και οι υπηρεσίες των Εφεσειόντων.  Η προηγηθείσα αυτή διαδικασία, δεν αλλοιώνει ούτε τον πυρήνα, ούτε τη σχέση των Εφεσειόντων με τους Εφεσίβλητους, ούτε και τη φύση του τερματισμού των υπηρεσιών τους.  Θα ήταν, θεωρούμε, αντινομικό να χαρακτηριστεί η εργασιακή σχέση τους ως ιδιωτικού δικαίου και η διαδικασία πρόσληψης τους, ως και ο εν τέλει τερματισμός των υπηρεσιών τους, ως δημοσίου δικαίου. 

 

  Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ως ανωτέρω και ορθά θεώρησε ότι δεν υπήρχε πεδίο διαφοροποίησης από τις υποθέσεις Αβραάμ και Βενιζέλου (ανωτέρω).

 

  Η Έφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται. 

 

  Επιδικάζονται έξοδα σε βάρος των Εφεσειόντων και προς όφελος των Εφεσίβλητων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.-

                                                                                                                                                                                Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

 

        Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ.

 

Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

       ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο