ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λευκαρίτης Τάκης και Άλλοι ν. Long Beach Hotels Ltd και Άλλων (2000) 1 ΑΑΔ 194
ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 475/2012, 14/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A538
Ζακακιώτης Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 175
Iωάννου Ανδρέας ν. Aστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 538
NIOVI MICHAEL GLYKI AND ANOTHER ν. THE MUNICIPAL CORPORATION OF FAMAGUSTA (1967) 3 CLR 677
Σταυρίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 303
Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 288
Λοΐζου Xριστόφορος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Yπουργικού Συμβουλίου. (1995) 3 ΑΑΔ 455
Λουκά Άννα Π. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλου (1996) 3 ΑΑΔ 413
Σπύρου Mενέλαος Aντώνη ν. Δημοτικού Συμβουλίου Kάτω Πολεμιδιών και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 307
Καραολής Μιχάλης ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 ΑΑΔ 76
Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166
Πιερίδη Ολυμπία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2007) 3 ΑΑΔ 543
Γεωργιάδη Ελένη Κώστα και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 56, ECLI:CY:AD:2015:C167
Σοφοκλέους Χρυστάλλα Π. και Άλλες ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2016) 3 ΑΑΔ 368, ECLI:CY:AD:2016:C375
ΑΓΛΑΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΦΑΣΑΡΙΑ ν. ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1889/2008, 10 Μαΐου 2010
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:A87
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 53/2016)
13 Μαρτίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΠΑΥΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΚΙΝΝΗ
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ
Εφεσίβλητων,
......
Α. Θεοφίλου, για A. Chr. Theophilou LLC, για την Εφεσείουσα.
Κ. Στιβαρού (κα), για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα, με επτά λόγους έφεσης, εναντιώνεται στην απόφαση που εξέδωσε το Διοικητικό Δικαστήριο την 23.6.16 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), διά της οποίας απορρίφθηκε η Προσφυγή 1031/12 ημερομηνίας 9.7.12 («η Προσφυγή»). Με την Προσφυγή, η Εφεσείουσα ζητούσε όπως κηρυχθεί παράνομη «. και/ή αυθαίρετη και/ή αποτέλεσμα παράλειψης εκ του νόμου οφειλόμενης ενέργειας και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα .» η πράξη και/ή απόφαση των Εφεσίβλητων - που περιεχόταν σε επιστολή τους ημερομηνίας 24.4.12 - να μην επιστρέψουν στην πρώην ιδιοκτήτρια Θάλεια Κιννή («η αποβιώσασα» ή αναλόγως «η Θάλεια Κιννή») «. τα τεμάχια 296 και 375, Φ/Σχ. [ ], στη Γερμασόγεια, Λεμεσό που απαλλοτριώθηκαν .» (οι περικοπές είναι αυτούσιες όπως και όσες έπονται).
Πρώτα, δυο λόγια για τα βασικά (και εν πολλοίς παραδεκτά) γεγονότα, τα οποία θα παραθέσουμε αδρομερώς και σε κάποια χρονολογική σειρά ώστε να καταστούν πιο κατανοητά όσα θα επακολουθήσουν εξ απόψεως ανάλυσης.
Την 31.7.92 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης σύμφωνα με την οποία το τότε Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας επρόκειτο να απαλλοτριώσει τα τεμάχια 233, 234 και 296, Φ/Σχ. [ ], στην Γερμασόγεια, Λεμεσό, ιδιοκτησίας της Θάλειας Κιννή («τα ακίνητα») προς τον σκοπό δημιουργίας χώρου στάθμευσης («ο χώρος στάθμευσης» ή αναλόγως «ο χώρος»).
Την 11.12.92 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το διάταγμα απαλλοτρίωσης των ακινήτων.
Το 1999 η Θάλεια Κιννή καταχώρισε την Παραπομπή 12/99 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού («η Παραπομπή»).
Το 2001 προς βελτίωση του χώρου και για λόγους ασφαλείας, οι Εφεσίβλητοι ανέγειραν εντός των ακινήτων τοίχο αντιστήριξης.
Το 2002 η Θάλεια Κιννή αποζημιώθηκε πλήρως για το υπέρ της επιδικασθέν ποσό στην Παραπομπή (ΛΚ219.124,57 συμπεριλαμβανομένων των τόκων), αφού ήδη της είχαν καταβληθεί και ΛΚ50.000,00 την 2.4.99.
Τα ακίνητα ενεγράφησαν στο όνομα των Εφεσίβλητων την 13.3.04.
Το 2008 (με βλέψη την επιπλέον αναβάθμιση του χώρου), οι Εφεσίβλητοι κατεδάφισαν ετοιμόρροπη οικοδομή που βρισκόταν στον χώρο.
Με επιστολή μέσω του δικηγόρου της ημερομηνίας 7.3.12, η Θάλεια Κιννή ζήτησε από τους Εφεσίβλητους την επιστροφή των ακινήτων λόγω μη υλοποίησης των σκοπών για τους οποίους αυτά απαλλοτριώθηκαν.
Οι Εφεσίβλητοι σε συνεδρία ημερομηνίας 22.3.12 εξέτασαν το αίτημα της Θάλειας Κιννή και το απέρριψαν.
Η απόφαση των Εφεσίβλητων κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους της Θάλειας Κιννή με επιστολή ημερομηνίας 24.2.12.
Η Θάλεια Κιννή απεβίωσε την 16.5.12, και έτσι η Προσφυγή υποβλήθηκε από την Αιτήτρια (και εδώ Εφεσείουσα) Ανδρούλα Παύλου Κυριακίδη, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας τής περιουσίας της αποβιωσάσης δυνάμει διαχειριστικού διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (ως το Παράρτημα Β στην Προσφυγή).
Η Εφεσείουσα προτάσσει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λαθεμένα και αντίθετα προς τα ευρήματα του, αποφάσισε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης των ακινήτων εκπληρώθηκε κατά τις πρόνοιες του Άρθρου 23.5 [1] του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας («το Σύνταγμα»), τις οποίες, κατά τη θέση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε (λόγοι έφεσης 1 και 3), αξιολογώντας συν τοις άλλοις λανθασμένα το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό και αναζητώντας περαιτέρω μαρτυρία από την Εφεσείουσα που να αντικρούει τον ισχυρισμό των Εφεσίβλητων «. ότι τα απαλλοτριωμένα τεμάχια χρησιμοποιούντο εξ αρχής και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως χώροι στάθμευσης και ότι καθίσταται αναντίλεκτος ο ισχυρισμός του καθ' ου η αίτηση .» (λόγος έφεσης 2), και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα πως «. όσον αφορά την αλλαγή χρήσης σε χώρο στάθμευσης και/ή την ανέγερση του τοίχου αντιστήριξης το έτος 2001 και/ή την κατεδάφιση της ετοιμόρροπης οικείας το έτος 2008 .» χωρίς να εξετάσει ότι οι ενέργειες των Εφεσίβλητων δεν έγιναν υπό το πρίσμα των αρχών της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης που οφείλουν να διέπουν τη διοικητική δράση (λόγος έφεσης 4). Λέγει προσέτι η Εφεσείουσα πως εξίσου κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι «. οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο Καθ' ου η Αίτηση . ήταν ικανοποιητικές για να θεωρείται ότι αυτές ήταν οι απαραίτητες ενέργειες .» ώστε να καταστεί υλοποιήσιμος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης «. και/ή ότι υλοποιήθηκε με αυτές τις ενέργειες ο σκοπός της απαλλοτρίωσης .» (λόγος έφεσης 5), και πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ξανά, αποφασίζοντας ότι, ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο/Τεκμήριο 1 («ο Διοικητικός Φάκελος»), οι Εφεσίβλητοι προχωρούσαν «. σε βελτιώσεις του εν λόγω χώρου, ενέργεια που καταδεικνύει την συνεχόμενη χρήση του για τον συγκεκριμένο σκοπό» (λόγος έφεσης 6), και πως, σε τελευταία ανάλυση, η Πρωτόδικη Απόφαση είναι αναιτιολόγητη (λόγος έφεσης 7).
Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο και τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Ως εκ του περιεχομένου τους, θα ασχοληθούμε πρώτα με τον λόγο έφεσης 1 και ύστερα με τους λόγους έφεσης 2-7 σωρευτικώς, αναφερόμενοι, εκεί όπου κρίνουμε πρόσφορο, σε κάποιους από αυτούς κατά πιο συγκεκριμένο τρόπο.
Με τον λόγο έφεσης 1, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται βασικώς πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αντιφατικά ευρήματα, υπό την έννοια ότι διαπίστωσε πως μετά από την αποζημίωση τής Θάλειας Κιννή, οι Εφεσίβλητοι προχώρησαν στον καθορισμό του χώρου και την τοποθέτηση κατευθυντήριων πινακίδων στον κύριο δρόμο και στα ακίνητα προκειμένου να καθοδηγείται το κοινό «. για τη λειτουργία του χώρου στάθμευσης .» και πως έκτοτε «. ο χώρος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης .». Ωστόσο, ως προσθέτως προβάλλει η Εφεσείουσα «. υπήρχαν . ισχυρισμοί στην παράγραφο 4 της Αίτησης των γεγονότων, οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί .» από τους Εφεσίβλητους για το ότι «. η αποζημίωση καταβλήθηκε στην Αιτήτρια περί το έτος 1999-2000 στα πλαίσια της παραπομπής 12/1999, Ε.Δ. Λεμεσού». Επομένως, κατά τον συλλογισμό, το δικαστικό εύρημα ακυρώνει εκ προοιμίου «. τη δυνατότητα να καταλήξει το Δικαστήριο στην απόφαση του ότι τα απαλλοτριωμένα τεμάχια χρησιμοποιούντο εξ αρχής και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως χώροι στάθμευσης και να καταλήξει στη συνέχεια ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει απαλλοτριωθεί .». Αυτό, γιατί «. είναι παραδεκτό γεγονός ότι η απαλλοτρίωση πραγματοποιήθηκε το έτος 1992 ενώ όπως κατέληξε το Δικαστήριο οι πιο πάνω αναφερόμενες ενέργειες του Καθ' ου η Αίτηση προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, έγιναν 8-9 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση και όχι μέσα στα καθοριζόμενα από το Σύνταγμα και/ή τη νομολογία χρονικά περιθώρια και/ή εντός ευλόγου χρόνου .», με παρεπόμενο η Εφεσείουσα «. να αποσείσει το βάρος απόδειξης καταδεικνύοντας πως ο Καθ' ου η Αίτηση δεν έχει λάβει εντός λογικού χρονικού διαστήματος τις ευλόγως αναγκαίες εκείνες ενέργειες προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης .».
Δεν συγκλίνουμε με τη θεώρηση της Εφεσείουσας, μολονότι, είναι γεγονός - κάτι που εξάλλου αναγνωρίζουν και οι Εφεσίβλητοι στο περίγραμμα τους (με τις τοποθετήσεις τους να μας βρίσκουν σύμφωνους) - πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αστόχησε κάπως στην αναφορά του ότι «. αμέσως μετά την αποζημίωση της ιδιοκτήτριας ο καθ' ου η αίτηση προχώρησε .» (η υπογράμμιση είναι δική μας), αφού η λογική τάξη καλούσε σε αναφορά τού γεγονότος πως ό,τι επακολούθησε είχε ως σημείο έναρξης την απαλλοτρίωση των ακινήτων και όχι την αποζημίωση της Θάλειας Κιννή.
Εξηγούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτυπώνοντας το επίδικο εύρημα, παρέπεμψε, ως πηγή των πραγματικών γεγονότων που το δόμησαν, στην Ένσταση των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 29.11.12 («η Ένσταση») και στον Διοικητικό Φάκελο.
Αναφύεται λοιπόν από την Ένσταση και τον Διοικητικό Φάκελο - αλλά και τα επικουρούντα την Προσφυγή - ότι δεν ήταν αποδεκτό από τους Εφεσίβλητους πως η αποζημίωση καταβλήθηκε από την Εφεσείουσα περί το 1999-2000. Εκείνο που αναμφισβητήτως καταγράφηκε στην Προσφυγή (στην παράγραφο 4), είναι ότι η Θάλεια Κιννή «. αποζημιώθηκε για την αξία των απαλλοτριωθέντων ακινήτων με το ποσό των €170.860,14 (Λ.Κ.100.000) πλέον τόκους που ανήλθαν συνολικά στο ποσό των €374.396,55 (Λ.Κ219.124,57) στα πλαίσια της Παραπομπής αρ. 12/1999 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και κατά ή περί το 2000 τα ακίνητα ενεγράφησαν επ' ονόματι του Δήμου Γερμασόγειας.».
Στην Ένσταση (στην παράγραφο 3 αυτής), αναγράφεται πως η Θάλεια Κιννή αποζημιώθηκε για την αξία των ακινήτων με «. το ποσό των Λ.Κ.219.124,57 (συμπεριλαμβανομένων των τόκων) στα πλαίσια της παραπομπής αρ. 12/1999 .» και ότι επειδή έτυχε της αποζημίωσης «. το ακίνητο ενεγράφη στο όνομα του Δήμου .».
Περιπλέον, στην Ένσταση (στο Παράρτημα 5) καταγράφεται πως το ποσό της αποζημίωσης (μαζί με τους τόκους), καταβλήθηκε «. το 2002, οπότε και τα κτήματα μεταβιβάστηκαν στο όνομα του Δήμου .» (η έμφαση είναι δική μας).
Τούτο, επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ήτοι σε επιστολή ημερομηνίας 5.7.07 προς το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού όπου επισυνάπτονται οι επιταγές πληρωμής, με μία από αυτές, να εκδίδεται την 2.4.99 (για ποσό Λ.Κ.50.000), και άλλες τέσσερεις (όλες ημερομηνίας 28.6.02), για συνολικό ποσό Λ.Κ.169.127,57.
Σε ό,τι αφορά στη μεταβίβαση των ακινήτων, αυτή έγινε, υπενθυμίζουμε, την 13.3.04 (ως το Παράρτημα 3 στην Ένσταση).
Ως προς το εναπομείναν ιστορικό της υπόθεσης, τούτο απογράφεται στην Ένσταση (μετά των συνημμένων Παραρτημάτων) - αλλά και αναδύεται από τον Διοικητικό Φάκελο - με όλα αυτά να παραμένουν κατά βάσιν αναντίρρητα από την Εφεσείουσα.
Αξιοσημείωτο είναι και το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι Εφεσίβλητοι, κατέγραψε και τούτα:
«....................................
Η αιτήτρια δεν φαίνεται να αμφισβητεί ότι έγιναν οι πιο πάνω ενέργειες ούτε παρουσίασε μαρτυρία που να αντικρούει την εκδοχή αυτή των γεγονότων του καθ' ου η αίτηση. Αντιθέτως, στις παραγράφους 7 και 8 των γεγονότων στην προσφυγή της, η αιτήτρια παραδέχεται ότι λήφθηκαν κάποια μέτρα από τον καθ' ου η αίτηση τα οποία όμως χαρακτηρίζει ως μη ουσιαστικά και υποτυπώδη.
...................................».
Κατ' ακολουθίαν, και αξιολογώντας - κατά τα νομολογιακά πρέποντα (Badar v. Ηλία, Π.Ε. 171/14, ημ. 25.10.22, Σφήκα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 34/16, ημ. 12.10.22, Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Π.Ε. 396/14, ημ. 6.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A437, U.I.B. Insurance Reinsurance& Consultants Brokers Ltd v. Επιχειρήσεις Κ & Α Ίνιος Λτδ και Άλλων, Π.Ε 53/14, ημ. 8.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D230) - την Πρωτόδικη Απόφαση στο σύνολο της (και όχι αποσπασματικώς), διαπιστώνουμε πως η υπό ανάλυση αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν απεικονίζει τα όσα τούτο (φανερώς) επιθυμούσε να απογράψει ως γεγονότα, με το (επουσιώδες) αυτό ολίσθημα, διότι περί τέτοιου πρόκειται, να μην αλλοιώνει εν πάση περιπτώσει το μεδούλι της Πρωτόδικης Απόφασης, το οποίο στηρίχθηκε σε σειρά αδιαμφισβήτητων στοιχείων στα οποία παρέπεμψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στην Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 288, 292-293, η Ολομέλεια αποφάνθηκε κατά τα ακόλουθα σε ό,τι κειμένως (και κατ' αναλογίαν) απασχολεί:
«.......................................................................................................................Το μόνο σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, που δέχθηκε πως πράγματι έγινε και ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου προσώπου, είναι η αναφορά του Δικαστή πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκε στις συνεντεύξεις από την ΕΔΥ ως καλύτερος του εφεσείοντα. Η πραγματικότητα είναι πως η ΕΔΥ έκρινε και τους δύο ισόβαθμους, πάρα πολύ καλούς. Το μικρό όμως αυτό ολίσθημα του πρωτόδικου συνάδελφου δεν αλλοιώνει ποσώς την ουσία της απόφασής του, η οποία στηρίζεται σε πληθώρα αδιαμφισβήτητων στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του, σύμφωνα με τα 2 οποία ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή, πράγμα που παραδέχθηκε και ο δικηγόρος του ενώπιόν μας.
.......................................................................................................................».
Στην Λευκαρίτης και Άλλων ν. Long Beach Hotels Ltd και Άλλων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 194, 210-211, το Εφετείο αποφάσισε ως ακολούθως:
«........................................................................................................................
Όπως έχουμε ήδη κάμει νύξη πιο πάνω, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι προϋπήρχε της συμφωνίας ρυμοτομία, δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τη μαρτυρία. Προκύπτει σαφώς και έχει δεχθεί τούτο και ο κ. Ανδρέου ότι η ρυμοτομία ακολούθησε τη συμφωνία. Εντούτοις, τελικά, καταλήγουμε ότι το λάθος αυτό του πρωτόδικουΔικαστηρίου δεν επηρεάζει το τελικό του συμπέρασμα. Θεωρούμε πως το αν η ρυμοτομία βαρύνει τους αγοραστές ή όχι δεν είναι θέμα ερμηνείας της σύμβασης. Κανονικά και φυσιολογικά η ρυμοτομία πρέπει να βαρύνει κατ' αναλογία το κάθε μέρος του ακινήτου και ως εκ τούτου, όσον αφορά το πωληθέν κτήμα, πρέπει να βαρύνει τους αγοραστές. Δεν συμφωνούμε επί του προκειμένου με την άποψη του κ. Μιχαηλίδη πως ο πρσδιορισμός των πωληθεισών 16 σκαλών στο σχέδιο απέβλεπε στο να δείξει μόνο προσανατολισμό. Έδειχνε τη θέση και ήταν αυτή που επηρεάστηκε από τη ρυμοτομία. Ενδεικτικό της λογικής αυτής της θέσης είναι και το γεγονός ότι αν δενκαθυστερούσε η μεταβίβαση, η εφαρμογή της ρυμοτομίας θα ακολουθούσε τη μεταβίβαση και είναι σαφές ότι σε τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ρυμοτομία που αναλογούσε στο πωληθέν μέρος της γης δεν θα βάρυνε τους αγοραστές. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η πωληθείσα έκταση περιλάμβανε και το χώρο της ρυμοτομίας και οι πωλητές δεν είχαν υποχρέωση να δώσουν το πωληθέν κτήμα ελεύθερο ρυμοτομίας.
.......................................................................................................................».
Παρομοίως, στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 538, 545-546, το Εφετείο αποφάνθηκε συναφώς, κατά τούτα:
«........................................................................................................................
Όμως ο δικηγόρος του Εφεσείοντος ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 18 της απόφασής του, αναφέρει ότι «το ελάχιστο που μπορεί να εξαχθεί από το ίδιο το Τεκμήριο 4, είναι ότι ο κατηγορούμενος όταν διέπραξε το συγκεκριμένο αδίκημα ήταν στη Λευκωσία και συνακόλουθα όλα τα περί παρουσίας του στη Λεμεσό καταρρέουν και διαψεύδονται». Είναι γεγονός ότι το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι ορθό. Το Πιστοποιητικό Πληρωμής Εξώδικου Προστίμου, Τεκμήριο 4, αναφέρεται στην Επαρχία Λευκωσίας κατά τρόπο που μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι το αδίκημα διαπράχθηκε εκεί, αφού αμέσως πιο κάτω αναφέρεται και το αδίκημα της οδήγησης χωρίς κράνος, η ημερομηνία διάπραξής του και άλλα στοιχεία. Όμως στο κάτω μέρος του Τεκμηρίου 4, μετά το χώρο που προβλέπεται για τη σχετική υπογραφή του αστυνομικού που εισπράττει το πρόστιμο, παρατίθενται στοιχεία που διευκρινίζουν ότι η καταγγελία αφορούσε τον Αστυνομικό Σταθμό Τροχαίας Λεμεσού. Κατά την άποψή μας, το σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν επουσιώδες και δεν επηρεάζει το κύρος των ευρημάτων του. Εξάλλου, δεν στηρίχθηκε μόνο σ' αυτό το σημείο για να κρίνει την αξιοπιστία του Εφεσείοντος και της Μ.Υ. 1. Ασχολήθηκε με το θέμα για να απαντήσει στα επιχειρήματα της υπεράσπισης που φαίνεται να παρερμήνευσε. Κατά την κρίση μας, το συγκεκριμένο ολίσθημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν είναι ικανό να μολύνει τα υπόλοιπα ευρήματα και την τελική του κρίση, σε σημείο που να χρήζει η παρέμβασή μας.
.......................................................................................................................».
Ανάλογες εφετειακές προσεγγίσεις έγιναν και σε άλλες υποθέσεις (βλ. Mitsevich v. F&T Investments Limited και Άλλου, Ποιν. Έφ. 182/18, ημ. 20.3.19, ECLI:CY:AD:2019:B102, Ανδρέου ν. Χαραλάμπους, Π.Ε. 475/12, ημ. 14.12.18, ECLI:CY:AD:2018:A538, Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175, 185).
Ο λόγος έφεσης 1 είναι αθεμέλιωτος.
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, παρατηρούμε σε σύμπνοια με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι Εφεσίβλητοι από το 1992 (που έλαβε χώραν η απαλλοτρίωση) - και κατοπινά καθ' όλους τους ετέρους ουσιώδεις χρόνους - χρησιμοποιούσαν τα ακίνητα ως χώρο στάθμευσης προβαίνοντας προς τούτο στα χρειαζούμενα, όπως στον καθαρισμό του χώρου, στη σηματοδότηση του, σε άλλες βελτιωτικές κινήσεις αλλά και σε μελέτη πρότασης για αναβάθμιση.
Τούτες οι κινήσεις των Εφεσίβλητων, ορθώς κρίθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως ικανοποιούσες τις προβλέψεις του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, κατά το εξής σκεπτικό:
«.......................................
Το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ερμηνεύθηκε ως διάταξη η οποία επιβάλλει στην απαλλοτριούσα αρχή τη διαρκή υποχρέωση να χρησιμοποιεί την απαλλοτριωμένη ακίνητη περιουσία για τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και να καθιστά συνεχώς - και όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση - εφικτά πραγματοποιήσιμο τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε (Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166).
Η αιτήτρια εισηγείται ότι η ανέγερση του τοίχου αντιστήριξης και η κατεδάφιση της ετοιμόρροπης οικίας έγιναν παράνομα αφού δεν λήφθηκε προηγουμένως η αναγκαία, κατά την εισήγησή της, πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής και συνεπώς η διοίκηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις παράνομες ενέργειές της για να υποστηρίξει την προώθηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.
Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή. Το κατά πόσο ο καθ' ου η αίτηση έλαβε άδεια ή όχι και κατά πόσο πράγματι ήταν υποχρεωμένος να λάβει άδεια για τις συγκεκριμένες ενέργειες, δεν λειτουργεί αυτόματα ως καταλυτικός παράγοντας που αποδεικνύει το ανέφικτο της πραγματοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης.
Ως ανέφερα και πιο πάνω, η αιτήτρια δεν παρουσίασε καμία μαρτυρία που να αντικρούει τον ισχυρισμό του καθ' ου η αίτηση ότι τα απαλλοτριωμένα τεμάχια χρησιμοποιούντο εξ αρχής και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως χώροι στάθμευσης. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, ο ισχυρισμός του καθ' ου η αίτηση παραμένει αναντίλεκτος.
Συνεπώς, καταλήγω ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση έχει πραγματοποιηθεί. Πρόσθετα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο καθ' ου η αίτηση προχωρά σε βελτιώσεις του εν λόγω χώρου ενέργεια που καταδεικνύει την συνεχόμενη χρήση του για τον συγκεκριμένο σκοπό.
...................................».
Η πρωτόδικη προσέγγιση συμβαδίζει και με μεταγενέστερη νομολογία.
Για παράδειγμα, στην Οικονόμου και Άλλου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου και Άλλης, Α.Ε. 131/14, ημ. 10.5.21, ECLI:CY:AD:2021:C189, η Ολομέλεια, συγκεράζοντας τις αφορώσες αρχές, είπε και αυτά:
«..................................Στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε, όπως επαναλαμβάνεται και στη Μορίτση κα ν. Δημοκρατίας (2012) 3 ΑΑΔ 420, 425, ότι:
«Αν και η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης εξυπακούει το εξ υπαρχής εφικτό πραγματοποίησης του σκοπού της, εν τούτοις παρέχεται στη διοίκηση τριετής περίοδος ώστε εμπράκτως πλέον, έχοντας τώρα νόμιμη εξουσία επί του κτήματος, να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που εύλογα και αναλόγως του έργου ακολουθούν προς πραγμάτωσή του.
Και έτσι όμως, η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου. Σε ορισμένη νομολογία που ακολούθησε την Kaniklides παρατηρείται μια τάση διαφοροποίησης της ορολογίας του κριτηρίου, με ενδεχόμενες ανάλογες προεκτάσεις ως προς το τι πρέπει να καταδειχθεί για να ισχύει το Άρθρο 23.5, σε αναφορές στο κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει εγκαταλειφθεί ή δεν έχει καταστεί ανέφικτος. Αν οι αναφορές αυτές επεδίωκαν να διαφοροποιήσουν το κριτήριο του εφικτά πραγματοποιήσιμου και να το συναρτήσουν προς την υποκειμενική διάθεση της διοίκησης να συνεχίζει να επιθυμεί και να ενδιαφέρεται για την πραγμάτωση του έργου στο μέλλον χωρίς όμως συγχρόνως να έχει ήδη εμπράκτως προβεί στις ενέργειες εκείνες που κρίνονται εύλογα αναγκαίες προς πραγμάτωση του, θα λέγαμε ευθέως ότι αφίστανται του συνταγματικού κριτηρίου εφ' όσον θα παρείχαν στη διοίκηση εσαεί δικαίωμα να κρατά το κτήμα χωρίς να πραγματώνει το σκοπό της κτήσης του και έτσι θα εξουδετέρωναν την επιδίωξη του άρθρου 23.5 να θέσει χρονικό όριο στην ετοιμότητα και ικανότητα της διοίκησης να υλοποιήσει το έργο για το οποίο ακριβώς έγινε η απαλλοτρίωση.»
Στην προαναφερθείσα απόφαση, πέραν των όσων ανωτέρω καταγράφηκαν, τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις, όπου η διοίκηση αρνείται να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο, ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι η διοίκηση παρέλειψε να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν ευλόγως αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου. Το κατά πόσο ο σκοπός θα καταστεί εφικτό να πραγματοποιηθεί, είναι ζήτημα που θα κριθεί με αναφορά σε όλα τα αντικειμενικά δεδομένα όπως είχαν διαμορφωθεί αφού δημοσιεύτηκε η γνωστοποίηση αλλά και εκείνων που ακολούθησαν την απαλλοτρίωση.
Ο δικαστικός λόγος της Ευθυμιάδης (ανωτέρω), ακολουθήθηκε από το σύνολο των μεταγενέστερων σχετικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως στην XXX Νικολούδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε, 133/2010 ημερ. 13/5/2015, XXX Νικολάου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2018:C52, Α.Ε. 152/2011 ημερ. 2/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C52 και XXX Τσιάρτα κ.α. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, ECLI:CY:AD:2020:C143, Α.Ε. 87/13 και 93/13 ημερ. 7/5/2020.
Στην Νικολούδης (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η νομολογία στο θέμα των απαλλοτριώσεων και της εκ των υστέρων επιδίωξης επιστροφής απαλλοτριωθέντος τεμαχίου γης, έχει αποκρυσταλλωθεί ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166. Η απόφαση αυτή έχει ερμηνεύσει τη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 23.5 ως προς την έννοια του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης, συναρτώντας την υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητη ιδιοκτησία που δεν χρησιμοποιείται, όχι μόνο εντός των τριών ετών που καθορίζει η εν λόγω πρόνοια, αλλά και σε οποιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον η υποχρέωση της Δημοκρατίας είναι εν προκειμένω διαρκής, (δέστε και XXX XXX Γεωργιάδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 202/2010, ημερ. 9.3.2015). Περαιτέρω, έχει αποσαφηνιστεί ότι οι σκοποί που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης συνεξετάζονται με το περιεχόμενο της μελέτης ή σχεδίου που αποτελούν προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η διοίκηση δεν προχωρά σε απαλλοτρίωση πριν να εξετάσει τα σχέδια που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο και γίνεται η απαλλοτρίωση. Ταυτόχρονα, η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει να εξετάζει και τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και είναι υπό αυτό το δεδομένο που καθίσταται αναγκαία η ετοιμασία προηγούμενης ολοκληρωμένης σχετικής μελέτης, (δέστε σχετικά Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677, Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76 και Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13).
Όντως η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την όλη αναγκαιότητα του επιδιωκόμενου έργου, αποτελούν ζητήματα κατ΄ εξοχήν διοικητικής φύσεως και ταυτόχρονα τεχνικά θέματα, στα οποία το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, (XXX Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543). Το ανέλεγκτο όμως των τεχνικών ζητημάτων δεν απαλλάσσει τη διοίκηση και ιδιαίτερα την απαλλοτριούσα αρχή από την υποχρέωση της να έχει εκπονήσει ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά με το σκοπό της απαλλοτρίωσης πριν τη λήψη της τελικής απόφασης και τη δημοσίευση στη συνέχεια της γνωστοποίησης και του διατάγματος απαλλοτρίωσης που συναποτελούν τη σύνθετη πράξη του όλου εγχειρήματος, (Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303 και Λουκά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 413).»
Στην XXX Νικολάου (ανωτέρω) τονίστηκε επιπρόσθετα η αρχή που έθεσε διαχρονικά η νομολογία του ΕΔΑΔ ότι κάθε μέτρο επέμβασης στο δικαίωμα για σεβασμό της περιουσίας, πρέπει να τηρεί δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και στις επιταγές της προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Strrog και Lonnroth κατά της Σουηδίας, 23.9.1982, serie A. No. 52, σ. 26, παρα. 69).
Τελικά, η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, πρέπει να συνάδει και να ταυτίζεται με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας, γι' αυτό και η Απαλλοτριούσα Αρχή δεσμεύεται από το ίδιο το Σύνταγμα προς λήψη ουσιαστικών μέτρων στο να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης υλοποιήσιμο εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 824, η οποία επιδοκιμάστηκε στην Ευθυμιάδης (ανωτέρω).
Κάθε υπόθεση καλύπτεται βεβαίως από τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και είναι υπό το φως αυτών των ξεχωριστών δεδομένων που θα πρέπει να αντικρίζεται και να αντιμετωπίζεται. Ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, το οποίο στη πράξη σημαίνει ότι η διοίκηση δεν πρέπει να πράττει σε βαθμό που να αποστερεί την ακίνητη ιδιοκτησία του πολίτη χωρίς αποχρώντα και ουσιαστικό λόγο. (Θεοφάνους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 ΑΑΔ 53).
...................................».
Όμοια αντίκρυση παρατηρείται και σε πιο επίκαιρη νομολογία (Κκιρκιά και Άλλων ν. Δήμου Παραλιμνίου, Α.Ε. 74/15, ημ. 16.1.23, ECLI:CY:AD:2023:C9).
Ούτε και εδώ παρέχεται πεδίο για εφετειακή παρέμβαση.
Ο λόγος έφεσης 3 δεν μπορεί να επιτύχει.
Αναφορικώς προς τους λόγους έφεσης 2, 4 και 6 - και τα περί της εν γένει λανθασμένης αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (κατά δικονομία και ουσία) - παρατηρούμε (εκτός των όσων πραγματευθήκαμε στο πλαίσιο των λόγων έφεσης 1 και 3), πως οι χειρισμοί του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκαν, σωστά, στη μαρτυρία που του τέθηκε, και σχεδόν εξολοκλήρου (ως προς την ουσία που τούτη εκφράζει), να μην αμφισβητείται από την Εφεσείουσα, αλλά, απεναντίας, να εκδηλώνει κιόλας παραδοχές σχετικώς προς πράξεις των Εφεσίβλητων για υλοποίηση των στόχων της απαλλοτρίωσης.
Όσα υποβλήθηκαν από την Εφεσείουσα για την πρωτόδικη διαπίστωση εν σχέσει προς το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι έλαβαν άδεια ή όχι, και αν ήσαν υποχρεωμένοι να τύχουν τέτοιας άδειας (για αλλαγή χρήσης σε χώρο στάθμευσης ή και για την ανέγερση του τοίχου αντιστήριξης και την κατεδάφιση ετοιμόρροπης οικίας), θεωρούμε, όπως και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πως τούτα δεν αφορούν, αυστηρώς, στο εν προκειμένω ζητούμενο, πέραν του ότι δεν άπτονται καν των διαβημάτων των Εφεσίβλητων για εκτέλεση του στόχου τής απαλλοτρίωσης - και δη τον καθαρισμό και σηματοδότηση του ακινήτου και κυρίως την ουσιαστική του χρήση ως χώρου στάθμευσης - μια και τούτοι δεν επέδειξαν αδιαφορία ή και αδυναμία αξιοποίησης του ακινήτου ως τέτοιου, κάτι που, αντιθέτως, έγινε στην Φασαρία ν. Δήμου Γερμασόγειας, Υπόθ. Αρ. 1889/08, ημ. 10.5.10 (στην οποία παρέπεμψε η Εφεσείουσα για να κατευθύνει προς διάφορη συλλογιστική).
Το ότι η Εφεσείουσα διατηρεί την υποκειμενική εκ των πραγμάτων άποψη για την εμβέλεια και βαρύτητα των εκ πλευράς Εφεσίβλητων ενεργειών προς τελεσφόρηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης, δεν προσδιορίζει και το εφικτώς υλοποιήσιμο των στοχεύσεων αυτών, αφού, ουσιαστικά, ο εφαρμοστέος γνώμονας κρίσης αναφέρεται στην ενυπάρχουσα δυνατότητα πραγματοποίησης των σκοπών της απαλλοτρίωσης (κάτι που κρίνεται στη βάση αντικειμενικών δεδομένων) τα οποία, εδώ, ως προείπαμε, καταδεικνύουν, ακριβώς, την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης καθότι τα ακίνητα χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που κτήθηκαν (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. F.W.W. Super Department Stores και Άλλων, Α.Ε. 37/11, ημ. 3.4.18, ECLI:CY:AD:2018:C149, Νικολάου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 152/11, ημ. 2.2.18, ECLI:CY:AD:2018:C52, Σοφοκλέους και Άλλων ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2016) 3 Α.Α.Δ. 368, ECLI:CY:AD:2016:C375, 372-373, Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 455, 458).
Μήτε και εδώ διακρίνουμε πεδίο επέμβασης.
Οι λόγοι έφεσης 2, 4 και 6 κρίνονται αβάσιμοι.
Για τον λόγο έφεσης 7 και τα περί αναιτιολόγητου της Πρωτόδικης Απόφασης, δεν έχουμε κάτι ξεχωριστό να προσθέσουμε, παρά να επιβεβαιώσουμε ότι αυτή είναι αρκούντως αιτιολογημένη, δίχως να παρουσιάζει οτιδήποτε που να καλεί λελογισμένως σε αντίθετο συμπέρασμα.
Ο λόγος έφεσης 7 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας, έξοδα ύψους €2.500,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/κβπ
[1] «[23] 5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής».