ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Ε. Συμεωνίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσείοντες. Γ.Ζ. Γεωργίου, Ε. Λοϊζίδου (κα) και Ιλ. Γεωργιάδου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-03-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. v. FEREOS LTD, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 13/16, 6/3/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:C81

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 13/16)

 

 6 Μαρτίου, 2023

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Εφεσείοντες,

v.

 

FEREOS LTD

Εφεσίβλητης.

---------

 

Ε. Συμεωνίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσείοντες.

Γ.Ζ. Γεωργίου, Ε. Λοϊζίδου (κα) και Ιλ. Γεωργιάδου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη.

 

---------

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Σύμφωνα με το ’ρθρο 82 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο 2004, Ν. 91(Ι)/2004, επιβάλλεται στους εισαγωγείς βιομηχανοποιημένων καπνών κατά την εκτελώνιση τους, Eιδικός Φόρος Κατανάλωσης («ΕΦΚ») που καθορίζεται στο τρίτο Παράρτημα του Νόμου, σύμφωνα με τους συντελεστές που εκτίθενται στο ίδιο Παράρτημα. 

 

Ειδικότερα για τα τσιγάρα στο εδάφιο 2(α) του ’ρθρου 82 προβλέπεται ότι ο συνολικός ΕΦΚ (πάγιος φόρος και αναλογικός φόρος εξαιρουμένου του ΦΠΑ) καθορίζεται σε ποσοστό επί της σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής πώλησης των τσιγάρων που τίθενται σε ανάλωση, το οποίο διαρθρώνεται σε ένα πάγιο στοιχείο και σε ένα αναλογικό στοιχείο, σύμφωνα με τους συντελεστές που εκτίθενται στο τρίτο Παράρτημα.

 

          Το Τρίτο Παράρτημα όπως ίσχυε μέχρι τις 10.12.2010 προέβλεπε ως Συντελεστή του ΕΦΚ ποσοστό 59,1% επί της πλέον ζητούμενης τιμής λιανικής πώλησης των τσιγάρων το οποίο διαρθρωνόταν σε: το ποσό των €0,24 τα 20 τσιγάρα (πάγιο στοιχείο) και 44,5% επί της τιμής λιανικής πώλησης (αναλογικό στοιχείο).  Στις 10.12.2010 τροποποιήθηκε το Τρίτο Παράρτημα και ο Συντελεστής του ΕΦΚ αυξήθηκε σε ποσοστό 64,5% επί της σταθμισμένης μέσης τιμής πώλησης των τσιγάρων το οποίο διαρθρώνεται σε: €0,80 τα 20 τσιγάρα και 40% επί της ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης. 

 

Εν ολίγοις, η τιμή λιανικής πώλησης που δηλώνεται από τους εισαγωγείς ή τους αντιπροσώπους τους στις σχετικές διασαφήσεις που υποβάλλονται στο Διευθυντή Τελωνείων, είναι καθοριστικής σημασίας, εφόσον ο ΕΦΚ υπολογίζεται και καταβάλλεται με βάση την τιμή λιανικής πώλησης.  Σύμφωνα με το ’ρθρο 82(4) του Νόμου:

 

«(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου τι΅ή λιανικής πώλησης, είναι η ανώτερη τι΅ή λιανικής πώλησης προς τους καταναλωτές, κάθε συγκεκρι΅ένου προϊόντος βιο΅ηχανοποιη΅ένου καπνού, στην οποία περιλα΅βάνονται και οι επιβαλλό΅ενοι τελωνειακοί δασ΅οί, ειδικοί φόροι κατανάλωσης και Φόρος Προστιθέ΅ενης Αξίας

 

Σύμφωνα δε με το ’ρθρο 85(1):

«(1) Οι ανώτερες τι΅ές λιανικής πώλησης των βιο΅ηχανοποιη΅ένων καπνών, που προορίζονται να τεθούν σε ανάλωση στη ∆η΅οκρατία καθορίζονται ελεύθερα από τους καπνοβιο΅ηχάνους ή κατά περίπτωση τους αντιπροσώπους ή εντολοδόχους τους στην Κυπριακή ∆η΅οκρατία ή τους εισαγωγείς από τρίτες χώρες οι οποίοι είναι υποχρεω΅ένοι να γράφουν ΅ε ανεξίτηλο τρόπο σε ευρώ την ανώτερη τι΅ή λιανικής πώλησης σε ε΅φανές ση΅είο στην εκάστοτε ΅ικρότερη συσκευασία στην οποία διατίθενται στη λιανική πώληση τα τσιγάρα

 

Είναι αυτονόητο ότι οι τιμές που πωλούνται τα τσιγάρα στους καταναλωτές δεν μπορεί να είναι ψηλότερες από τις «ανώτατες τιμές πώλησης» που ελεύθερα καθορίστηκαν από τους εισαγωγείς και δηλώθηκαν ως τέτοιες για σκοπούς υπολογισμού του ΕΦΚ, καθότι τούτο θα οδηγούσε σε φοροδιαφυγή, καθιστώντας τις δηλωθείσες ως ανώτερες τιμές, ψευδείς δηλώσεις.

 

Η εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία είναι εταιρεία που ασχολείται με την εισαγωγή καπνικών προϊόντων και τσιγάρων, πριν την τροποποίηση του Νόμου διέθετε αποθέματα τσιγάρων για τα οποία είχε δηλώσει συγκεκριμένη λιανική τιμή πώλησης, η οποία και χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον καθορισμό του ΕΦΚ. 

 

Όταν μεσολάβησε η τροποποίηση του Νόμου, το Τμήμα Τελωνείων κάλεσε την εφεσίβλητη, όπως δηλώσει την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης στην οποία θα διέθεταν στη Δημοκρατία τα τσιγάρα που εμπορεύονταν.  Η εφεσίβλητη, ανταποκρινόμενη, πληροφόρησε το Τμήμα Τελωνείων για τις νέες αυξημένες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης 27 ειδών τσιγάρων.  Αυθημερόν το Τμήμα απάντησε ότι σύμφωνα με τα ’ρθρα 85, εδάφια (1) και (2) του Νόμου, από 17.12.2010 τα είδη αυτά θα τίθενται σε ανάλωση στην Κυπριακή Δημοκρατία, στις πιο πάνω αναφερόμενες τιμές λιανικής πώλησης. 

 

Η εφεσίβλητη εταιρεία όμως εφάρμοσε τις νέες αυξημένες τιμές πώλησης και στα αποθέματα τσιγάρων που είχαν ήδη τεθεί σε ανάλωση πριν από τις 10.12.2010, για τα οποία είχαν ήδη δηλωθεί χαμηλότερες τιμές πώλησης, με βάση την προϊσχύσασα ρύθμιση και συνεπακόλουθα καταβλήθηκε χαμηλότερη φορολογία (ΕΦΚ και ΦΠΑ).

 

Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 6.4.2011, αφού αναφέρθηκε, επισυνάπτοντας αναλυτική κατάσταση, στο γεγονός ότι «οι πραγματικές τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες τιμές πώλησης των ίδιων τσιγάρων όπως αυτές δηλώθηκαν στις σχετικές διασαφήσεις τελωνισμού, γεγονός που αποτελεί αδίκημα αναληθούς δήλωσης σύμφωνα με το άρθρο 92 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, 94(Ι)/2004 και είχε ως αποτέλεσμα να μην καταβληθούν οι ορθοί αναλογούντες φόροι κατανάλωσης και ΦΠΑ», επέβαλε και απαίτησε την καταβολή των φόρων αυτών, που ανέρχονται σε €193.138 πλέον χρηματική επιβάρυνση €19.314 πλέον 5,34% τόκο επί του ως άνω καταβλητέου ποσού, περιλαμβανομένης της επιβάρυνσης, επί τη βάσει των σχετικών προνοιών του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου, περιλαμβανομένου του ’ρθρου 20 και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου. Ν. 95(Ι)/2000.  

 

Διευκρινίζεται στην εν λόγω επιστολή ότι οι οφειλόμενοι φόροι κατανάλωσης, ο ΦΠΑ και η χρηματική επιβάρυνση, υπολογίστηκαν με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά τον χρόνο θέσης σε ανάλωση των τσιγάρων που σύμφωνα με το ’ρθρο 5(1)(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004, είναι η έξοδος από το καθεστώς αναστολής, δηλαδή η ημερομηνία υποβολής της διασάφησης και ως προς τούτο επισυνάφθηκε αναλυτικός πίνακας. 

 

Είναι αυτή την πράξη που προσέβαλε η εφεσίβλητη πετυχαίνοντας πρωτοδίκως την ακύρωση της, εξ ου και η παρούσα έφεση εκ μέρους της Δημοκρατίας. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι επρόκειτο για περίπτωση εκ των υστέρων επιβολής φορολογίας «στη βάση της νέας ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης των τσιγάρων». 

 

Ειδικότερα, κατέγραψε τα ακόλουθα:

«Ενόψει της αύξησης του ΕΦΚ, το Τμήμα Τελωνείων, στα πλαίσια των προσπαθειών του για εντοπισμό πιθανών κρουσμάτων φοροδιαφυγής και παρεμπόδισης της αισχροκέρδιας εις βάρος των καταναλωτών, πραγματοποίησε έρευνα, με σκοπό τον εντοπισμό των ποσοτήτων που είχαν τεθεί σε ανάλωση, από μεγάλους κυρίως εισαγωγείς τσιγάρων, πριν από την αύξηση του ΕΦΚ στις 10.12.2010 και παρέμειναν αδιάθετες στα υποστατικά τους.» 

 

Αναφερόμενο σε στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσης, παρέπεμψε σε σημείωμα τελωνειακού λειτουργού, στο οποίο καταγράφεται ότι κατά την περίοδο «.μεταξύ 1.12.2010 μέχρι 9.12.2010, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου χρόνου, η εταιρεία Fereos είχε εκτελωνίσει τριπλάσια σχεδόν ποσότητα τσιγάρων.»  Κατέγραψε επίσης ότι σε επίσκεψη ελέγχου από τον Τομέα Μετελέγχου του Τελωνείου Λευκωσίας στις 14.1.2011 στα υποστατικά της εφεσίβλητης, η υπεύθυνη των παραγγελιών της εταιρείας ανέφερε ότι όλα τα τσιγάρα, ανεξαρτήτως ημερομηνίας τελωνισμού, επωλούνταν με τις νέες τιμές ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης όπως διαμορφώθηκαν μετά τις 17.12.2010. 

 

Η κατάληξη του Τελωνείου, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση και αποτελεί την ουσία του πράγματος, έγινε αποδεκτή από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της εφεσίβλητης εταιρείας κατά την ακρόαση της έφεσης και ήταν η ακόλουθη:

«Επικαλούμενη την αύξηση της φορολογίας από 10.12.2010, αύξησε από 17.12.2010 τις ανώτερες τιμές πώλησης των προϊόντων της, εφαρμόζοντας όμως τις νέες αυξημένες τιμές στις πωλήσεις των αποθεμάτων τσιγάρων που είχαν ήδη τεθεί σε ανάλωση πριν από τις 10.12.2010, για τα οποία καταβλήθηκε χαμηλότερη φορολογία, αφού οι επιβληθέντες σε αυτά ΕΦΚ και ΦΠΑ υπολογίστηκαν σε χαμηλότερες τιμές λιανικής πώλησης

 

          Σημειώνουμε ότι η εξήγηση που επεχείρησε να δώσει ο κ. Γεωργίου ήταν πως αυτό είχε γίνει διότι απλώς είχε απομείνει κάποιο απόθεμα από προηγουμένως, κατέφθασε νέο απόθεμα που εκτελωνίστηκε στις πιο ψηλές τιμές και «βεβαίως έβαλαν την ίδια τιμή σε όλο το στοκ και το διέθεσαν στην αγορά». 

          Με δεδομένη την παραπάνω αντίληψη ότι επρόκειτο για επιβολή φορολογίας με βάση της νέες αυξημένες τιμές λιανικής πώλησης, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση ρητών νομοθετικών προνοιών και ειδικότερα των ’ρθρων 82(2)(α), 82(4) και 85(1) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, εφόσον ο Νόμος αυτός, ούτε οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη, δεν παρέχει εξουσία να επιβάλλεται ξανά φορολογία σε εκτελωνισμένα τσιγάρα για τα οποία οι εισαγωγείς έχουν ήδη πληρώσει το φόρο που έπρεπε.  Δέχθηκε μεν ότι το ’ρθρο 20 του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα για εκ των υστέρων βεβαίωση του φόρου κατανάλωσης, όμως σημείωσε παράλληλα ότι στη διατύπωση φορολογικών νόμων πρέπει να δίδεται αυστηρή ερμηνεία και παρέπεμψε στις πρόνοιες του ’ρθρου 5(1)(α) του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες ο ΕΦΚ καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο θέσης των προϊόντων σε ανάλωση.  Κατέληξε ότι:

«.κατά το χρόνο επιβολής και καταβολής της φορολογίας, ίσχυαν οι τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων που δηλώθηκαν στις σχετικές διασαφήσεις τελωνισμού. H διαφοροποίηση επήλθε με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.119(Ι)/2010. Σημειώνεται ότι ο Νόμος αυτός, ως φορολογικός, δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ. Από τη στιγμή που η Διοίκηση ζήτησε να καθοριστούν εκ νέου οι τιμές για σκοπούς των τροποποιήσεων που επέφερε η νομοθεσία, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση ότι οι νέες τιμές θα ισχύουν μόνο για τα εμπορεύματα που θα τίθενται σε ανάλωση από εκείνη την ημερομηνία, δεν μπορεί να επιβάλει εκ των υστέρων φορολογία, η οποία να ανάγεται σε προγενέστερο χρόνο όπου ίσχυαν διαφορετικές τιμές και φορολογίες. Συνεπώς, η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 και δικαιολογούν την εκ των υστέρων βεβαίωση του Φόρου Κατανάλωσης. Ούτε θεωρώ ότι υφίσταται στον εν λόγω Νόμο οποιαδήποτε άλλη πρόνοια, η οποία να δικαιολογεί την εκ των υστέρων βεβαίωση του Φόρου Κατανάλωσης. Ενδεχόμενα οι αιτητές να έχουν επωφεληθεί από την τροποποίηση του σχετικού Νόμου, με δεδομένο ότι είχαν αποθέματα τσιγάρων που εισήχθησαν με βάση το προηγούμενο φορολογικό καθεστώς, είχε καταβληθεί ο ΕΦΚ και πωλήθηκαν στις νέες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης. Βέβαια, επισημαίνεται ότι οι αιτητές προέβαιναν σε χονδρική πώληση των τσιγάρων και δεν εξετάζω τους ισχυρισμούς τους ότι οι τιμές αυτές δεν υπερέβαιναν τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης που ίσχυαν πριν την τροποποίηση της νομοθεσίας. Θεωρώ, όμως ότι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν δικαιολογείται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία η εκ των υστέρων βεβαίωση άλλης τελωνειακής οφειλής, όπως έπραξαν οι καθ΄ων η αίτηση, με την επίδικη υπ΄ αριθμό 110/11 βεβαίωση.

Κατά το χρόνο που υπεβλήθησαν οι διασαφήσεις και καταβλήθηκε ο φόρος, δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση του Νόμου, ως ίσχυε τότε, από τους αιτητές. Στην τροποποίηση του Νόμου, που έγινε με τον Ν.119(Ι)/2010, δεν υπήρξε πρόνοια ως προς τα αποθέματα τσιγάρων για τα οποία καταβλήθηκε ο φόρος με βάση τις πρόνοιες του προηγούμενου Νόμου, τα οποία δεν είχαν διατεθεί στην αγορά, ώστε να δικαιολογείται ενδεχομένως η εκ των υστέρων επιβολή φορολογίας στη βάση της νέας ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης των τσιγάρων. Ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν υπάρχει ανάλογη νομοθετική κάλυψη για την εκ των υστέρων επιβολή της φορολογίας.»

 

          Με την έφεση προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η διοίκηση δεν μπορούσε να επιβάλει εκ των υστέρων φορολογία, η οποία να ανάγεται σε προγενέστερο χρόνο.  Δεν ήταν τέτοια η περίπτωση.  Το Τμήμα Τελωνείων εφάρμοσε το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε μέχρι τις 9.12.2010, προτού δηλαδή τεθεί σε εφαρμογή ο τροποποιητικός Νόμος, Ν. 119(Ι)/2010.  Συνεπώς δεν επρόκειτο για αναδρομική εφαρμογή φορολογίας. Οι νέες φορολογίες ίσχυαν μόνο για τα εμπορεύματα που τέθηκαν σε ανάλωση από την ημερομηνία ισχύος του νέου νόμου.

 

          Η άλλη πλευρά απάντησε ότι η εφεσίβλητη ενήργησε με καλή πίστη και εντός των πλαισίων του Νόμου.  Αντίθετα, το Τελωνείο ενήργησε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, αξιώνοντας αναδρομικά επιπλέον φόρους στο συνολικό ποσό της λιανικής πώλησης του αποθέματος, το οποίο είχε ήδη εκτελωνιστεί και για το οποίο είναι παραδεκτό ότι είχαν πληρωθεί οι οφειλόμενοι φόροι.  Οι εφεσείοντες δεν είχαν καμία εξουσία να επιβάλουν ξανά φορολογία σε εκτελωνισμένα τσιγάρα, κατά την εκτελώνιση των οποίων ίσχυε η προγενέστερη νομοθεσία και τα οποία εκτελωνίστηκαν με καθόλα νόμιμη διαδικασία.  Η υποχρέωση της εφεσίβλητης ήταν να ορίζει τη μέγιστη τιμή λιανικής πώλησης, να φορολογείται επί αυτής και να προσαρμόζει τις χονδρικές τιμές σε επίπεδα που δεν υπερβαίνουν τη μέγιστη τιμή λιανικής πώλησης.

 

          Έχοντας υπόψη τα γεγονότα και τις εκατέρωθεν θέσεις κρίνουμε, με το δέοντα σεβασμό, ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ανατραπεί για τους ακόλουθους λόγους:

 

Το Τμήμα Τελωνείων δεν επέβαλε επιπρόσθετη ή αναδρομική φορολογία.  Ούτε επέδειξε κακή πίστη.  Όπως υποδείχθηκε στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19.12.2013, πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής και αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν τον διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημία του πολίτη, για να γίνεται λόγος για καλή πίστη.  Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση ανακύπτει όταν η διοίκηση αλλάζει αίφνης συμπεριφορά με αυθαίρετες και ασυνεπείς ενέργειες. 

 

Ούτε κακή πίστη της διοίκησης υπάρχει, ούτε αναδρομική εφαρμογή του Νόμου, μήτε οτιδήποτε άλλο επικαλέστηκε η εφεσίβλητη εταιρεία.  Εκ μέρους του Τμήματος Τελωνείου υπήρξε η ορθή διερεύνηση και διαπίστωση των όσων η εφεσίβλητη εταιρεία διέπραξε με αποτέλεσμα να γίνει κατορθωτή η εφαρμογή του Νόμου και να επιβληθεί η ορθή φορολογία, με βάση τον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο Νόμο.  ’λλωστε, όπως ελέχθη στη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, και αποτελεί σταθερή νομολογιακή αρχή ότι η καλή πίστη δεν συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίστηκε στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.Α.Δ. 60:

«.η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία.  Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.  

 

Εν προκειμένω, είναι η εφεσίβλητη εταιρεία η οποία, ενώ είχε δηλώσει χαμηλότερο ποσό ως την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης, επιτυγχάνοντας χαμηλότερη φορολόγηση, στη συνέχεια και αφού αύξησε με τριπλασιασμό των εισαγωγών τα αποθέματα της, εκμεταλλευόμενη την τροποποίηση του Νόμου, καθόρισε ψηλότερες τιμές πώλησης στους καταναλωτές.  Είναι γι'  αυτό το λόγο που το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στο να απαιτήσει ως οφειλόμενο πλήρες ποσό, επικαλούμενο μεταξύ άλλων, ως άνω, τις πρόνοιες του ’ρθρου 20 του Νόμου[1] και τις σχετικές πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, τη διαφορά που προέκυπτε μεταξύ των ανώτερων τιμών λιανικής πώλησης που δηλώθηκαν κατά τον τελωνισμό και των νέων πραγματικών τιμών λιανικής πώλησης που η εφεσίβλητη εταιρεία επέλεξε να χρησιμοποιήσει, διαφοροποιώντας τη δήλωση της προς το Τελωνείο, από 17.12.2010.

 

Το σημαντικό είναι ότι οι οφειλόμενοι φόροι υπολογίστηκαν με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά τον χρόνο θέσης σε ανάλωση των αποθεμάτων, δηλαδή την ημερομηνία υποβολής της διασάφησης.  Δεν είχε καμιά σχέση ο νέος Νόμος.  Ο νέος Νόμος απλώς αποτέλεσε αφορμή για να πωλήσει η εφεσίβλητη εταιρεία τα αποθέματα που συγκέντρωσε σε υψηλότερες τιμές από εκείνες που είχε δηλώσει για σκοπούς φορολόγησης και στη βάση των οποίων φορολογήθηκε. 

 

          Ορθά σημείωσε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, υπ' αυτές τις περιστάσεις, ότι η εφεσίβλητη εταιρεία, διαφοροποιώντας τις αρχικά δηλωθείσες επί των εν λόγω αποθεμάτων τιμές λιανικής πώλησης με αποτέλεσμα αυτές να καταστούν αναληθείς, δεν κατέβαλε τους ορθά αναλογούντες επί των αποθεμάτων φόρους.  Κατέληξε δε με το εύλογο ερώτημα «Σε αντίθετη περίπτωση ποιο θα ήταν το νόημα της δήλωσης του εισαγωγέα στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων σε σχέση με τις τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων του.  Ο κάθε εισαγωγές θα δήλωνε στο Διευθυντή Τελωνείων προφανώς μια χαμηλή τιμή λιανικής πώλησης για να καταβάλει λιγότερους φόρους κατά τη θέση σε ανάλωση των προϊόντων και σε μεταγενέστερο χρόνο θα καθόριζε υψηλότερη τιμή λιανικής πώλησης προς τους καταναλωτές από αυτή που ήδη δήλωσε στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων.» 

 

 

Το ’ρθρο 20 παρέχει τη δυνατότητα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, να γίνεται εκ των υστέρων βεβαίωση του φόρου κατανάλωσης, όπως έπραξε εν προκειμένω ο Διευθυντής Τελωνείου.  Τότε, με βάση το εδάφιο (4), το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται ως ποσό οφειλόμενο και δύναται να ανακτηθεί.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Οι θέσεις της εφεσίβλητης εταιρείας έχουν τεθεί στην αρχική αίτηση (προσφυγή) με διάφορους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι όμως αφορούσαν και καλύπτονται από τα θέματα τα οποία συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν ανωτέρω.  Εν πάση δε περιπτώσει, παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων λόγων ακύρωσης από το Διοικητικό Δικαστήριο, καθότι η παρούσα απόφαση καλύπτει όλους τους λόγους ακυρότητας κατά τρόπο που να παρέλκει η εξέταση τους.

 

 

 

 

Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα, ακυρώνεται.  Έξοδα της παρούσας, περιλαμβανομένων των πρωτοδίκων εξόδων, €5.000, κατ'  αποκοπή, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας.

                                                         

Α.Ρ. Λιάτσος, Π.

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

                                                          Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

 

 

/φκ



[1] «20. (1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί, αρνείται ή παραλείπει να υποβάλει τη διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το γνωστοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.

(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί, αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή της παράλειψης του προκύπτει ποσό οφειλόμενο τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό.

(3) Σε περίπτωση που λόγω υποβολής στο Τελωνείο από οποιοδήποτε πρόσωπο οποιασδήποτε δήλωσης ή γνωστοποίησης ή πιστοποιητικού ή οποιασδήποτε άλλης φύσης εγγράφου, δεν καταβλήθηκε το πλήρες ποσό που οφείλετο, με βάση τον παρόντα Νόμο, ή επιστράφηκε ή παραχωρήθηκε έκπτωση ή αποδόθηκε ποσό μεγαλύτερο εκείνου που σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο προβλέπετο, το οφειλόμενο ποσό ή το ποσό που επιστράφηκε αχρεώστητα ή που παραχωρήθηκε ως έκπτωση, βεβαιώνεται και κοινοποιείται στο πρόσωπο αυτό.

(4) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τα πιο πάνω εδάφια, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως ποσό οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό και δύναται να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν αποσυρθεί η σχετική βεβαίωση ή αναθεωρηθεί το σχετικό ποσό.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε κοινοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή σε πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ιδιότητα, θεωρείται ως κοινοποίηση στο πρόσωπο σε σχέση με το οποίο ενεργεί τοιουτοτρόπως.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο