ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:D59
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΥΠΟΘΕΣΗ 3/2022)
(i justice)
20 Φεβρουαρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος.]
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
1. ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΚΤΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητές
ν.
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ρ. Πασιουρτίδου (κα) και Θ. Οικονόμου, για Αντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, Α. Χρίστου (κα) με Χ. Χριστοπούλου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ και Χρ. Κληρίδης για Φοίβος Χρ. Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Π. Πολυβίου με κ. Ν. Καλλένο για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ.
_______________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: ΄Όπως προσδιορίζεται, το επίδικο θέμα της προσφυγής είναι, ουσιαστικά, ταυτόσημο με αυτό της Προσφυγής 1/2022 και η επίλυσή του ανάγεται στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τους Αιτητές, η Βουλή των Αντιπροσώπων, ψηφίζοντας τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (αρ. 2) του 2022, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1.7.2022, τροποποίησε τον τίτλο του «Βοηθού Γενικού Ελεγκτή», εισάγοντας τη χρήση του τίτλου «Βοηθός Γενικός Ελεγκτής», ο οποίος δεν συνάδει με αυτό που χρησιμοποιείται από τον συνταγματικό νομοθέτη στο ΄Αρθρο 115 του υπέρτατου νόμου.
΄Όπως είχε την ευκαιρία η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επαναλάβει, με αναφορά στην επί του θέματος προηγούμενη νομολογία, στην απόφαση του Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας κ.ά. ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. Προσφυγή 1/2022, σημερινής ημερομηνίας, το Ανώτατο Δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο για την επίλυση διαφορών μεταξύ αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας, κατ΄ ακολουθίαν του ΄Αρθρου 139, στις περιπτώσεις όπου παραβιάζονται ή συγκρούονται ή τίθενται υπό αμφισβήτηση οι εξουσίες ή αρμοδιότητες του προσφεύγοντος «οργάνου». Λέχθηκε, επιπρόσθετα, ότι:
«Είναι η παραβίαση των κατοχυρωμένων εξουσιών οργάνου ή αρχής που ενεργοποιεί την επίκληση του ως άνω ΄Αρθρου. Η απλή διαφωνία μεταξύ οργάνων ή αρχών συνιστά σύγκρουση ή αμφισβήτηση μεταξύ τους - που διαφοροποιείται από παραβίαση εξουσιών ή αρμοδιότητας - και το ΄Αρθρο 139 προσφέρεται για μια τέτοια διαφωνία, υπό την απαραίτητη όμως προϋπόθεση, τα υπό αναφορά όργανα να επηρεάζονται από συγκεκριμένη πράξη που έλαβε χώραν ή που πρόκειται να γίνει (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ν. Λοΐζου, σελ. 319-320, Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου (ανωτέρω)). Συνεπώς, δεν αρκεί απλώς και μόνο διαφωνία ή αμφισβήτηση ως προς την αρμοδιότητα ή εξουσία οργάνου να ενεργεί κατά συγκεκριμένο τρόπο, εάν, ως αποτέλεσμα της επίδικης πράξης, δεν εντοπίζεται επηρεασμός του προσφεύγοντος οργάνου.
Όπως επιβεβαίωσε και η Πλήρης Ολομέλεια στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 4/2021:
«Οι όροι «σύγκρουση» και «αμφισβήτηση εξουσίας», έχουν ερμηνευθεί διασταλτικά. Είναι παραδεκτή η επίκληση του υπό αναφορά άρθρου προς επίλυση διαφοράς η οποία ανακύπτει, όπου προκύπτει διαφωνία ως προς τα όρια των αρμοδιοτήτων μεταξύ οργάνων ή όπου προκύπτει ανάληψη εξουσίας από ένα όργανο, η οποία αμφισβητείται από άλλο. Σε κάθε περίπτωση, αντικείμενο της δίκης είναι η εγκυρότητα της πράξης ή απόφασης, η οποία προκαλεί τη σύγκρουση ή δημιουργεί την αμφισβήτηση (Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 ΑΑΔ 389).»»
Εν προκειμένω, η Βουλή των Αντιπροσώπων, ενεργώντας στα πλαίσια των συνταγματικών της εξουσιών και ή αρμοδιοτήτων, προχώρησε στη ψήφιση του υπό συζήτηση νόμου. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα επέμβασης ή υφαρπαγής ή ανάληψης οιασδήποτε εξουσίας και/ή αρμοδιότητας των Αιτητών ή παρέμβασης στο φάσμα εξουσιών τους, ούτως ώστε να υφίσταται ζήτημα σύγκρουσης ή αμφισβήτησης εντός των ορίων του ΄Αρθρου 139. Ούτε υφίσταται διαφωνία, εν τη εννοία του υπό αναφορά ΄Αρθρου, αφού δεν έχει καταδειχθεί η συνδρομή επηρεασμού, ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης νομοθετικής πρόνοιας.
Τούτο, σε ευθυγράμμιση με την κατάληξή μας στην Προσφυγή 1/2022 (ανωτέρω):
«Η κατά τους Καθ΄ ων η αίτηση ορθή διατύπωση των τίτλων των υπό συζήτηση Αξιωματούχων, πιο συγκεκριμένα στα όσα αφορούν την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, δεν οδηγεί σε διαφωνία, σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ των μερών, εν τη εννοία του ΄Αρθρου 139. Τούτο διότι, η όποια εξουσία ή αρμοδιότητα δεν πηγάζει από τη λεκτική διατύπωση του τίτλου συγκεκριμένου Αξιωματούχου ή την ορθή απόδοσή του. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες εκπορεύονται, εν προκειμένω, από το ίδιο το Σύνταγμα και, ως προς τούτο, δεν υποδείχθηκε, ούτε βεβαίως και υπήρξε οποιαδήποτε παρέμβαση ή αμφισβήτηση, είτε έμμεσα, είτε άμεσα. Οι συνταγματικές πρόνοιες, κατά τρόπον σαφέστατο, προβλέπουν τα όρια εξουσίας των δυο Αξιωματούχων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και αποτυπώνουν το βάρος του θεσμικού τους ρόλου. Η συνταγματική επιταγή της παραγράφου 2 του ΄Αρθρου 115, σύμφωνα με την οποία ο Γενικός Ελεγκτής προΐσταται της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και ο Βοηθός έπεται αυτού, αλλά, ιδίως, η συνταγματική επιταγή των ΄Αρθρων 116 και 117 σύμφωνα με τα οποία τον έλεγχο και «πάσαν ετέραν εξουσίαν .. υπηρεσίαν ή καθήκον ...» διενεργεί ο Γενικός Ελεγκτής βοηθούμενος από τον Βοηθό, δεν επηρεάζεται, ούτε τελεί υπό συζήτηση ή αμφισβήτηση στην ενώπιόν μας περίπτωση, ως απόρροια της έκδοσης της επίδικης Εγκυκλίου.
Είναι οι πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις που καθορίζουν το πλαίσιο και την ευρύτητα των εξουσιών που απονέμει το Σύνταγμα στον κάθε Αξιωματούχο και όχι βεβαίως η λεκτική αποτύπωση του τίτλου του από την οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία.»
Υπό το φως των πιο πάνω δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις επίκλησης του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος και κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται.
Η απόφαση του Δικαστηρίου να κοινοποιηθεί αμέσως προς πάντα τα ενδιαφερόμενα μέρη και προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προς εφαρμογή των διαλαμβανομένων στο ΄Αρθρο 139.6 του Συντάγματος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
ΣΦ.