ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Α. Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκος Ευαγγέλου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-02-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης κ.α. v. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 148/15, 3/2/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:D38

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.  148/15

(Υποθέσεις Αρ. 135/14, 136/14 και 137/14)

 

                                      3  Φεβρουαρίου, 2023

 

[Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

1.    Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης

2.   Κοραλλία Χαραλάμπους

3.   Βασίλης Δημόπουλος

                                                          Εφεσείοντες

και

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητη 

 

 

― ― ― ― ―

Α. Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ,  για Εφεσείοντες

Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη

 

― ― ― ― ―

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ:  Η Εφεσίβλητη, με επιστολή της ημερ. 27.11.2013, ενημέρωσε τους Εφεσείοντες ότι από 1.6.2013, 2.4.2013 και 1.5.2013 αντίστοιχα, είχαν προαχθεί στη θέση Λειτουργού Α΄ Τάξης. Στην ίδια επιστολή τέθηκε ο ακόλουθος όρος:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο συγκράτησης κόστους, η Τράπεζα αποφάσισε όπως η προαγωγή σας πραγματοποιηθεί χωρίς οποιαδήποτε μισθολογική αναβάθμιση.  Συνεπεία τούτου, επί του παρόντος ο βασικός σας μισθός παραμένει ο ίδιος».

 

          Το ζήτημα της προαγωγής των Εφεσειόντων, εξετάστηκε από την Επιτροπή Προσωπικού κατά τη συνεδρία της ημερ. 17.9.2013, η οποία αφού σημείωσε ότι «σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί της Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο του 2013, Ν. 21(Ι)/2013, απαγορεύεται με οποιοδήποτε τρόπο πλήρωση κάθε θέσης πρώτου διορισμού, κάθε θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής και κάθε θέσης προαγωγής, η οποία προβλέπεται σε οποιοδήποτε Νόμο σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου, η οποία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πιο πάνω Νόμου είναι κενή ή πρόκειται να κενωθεί κατά το οικονομικό έτος 2013», έκρινε ότι οι επίδικες προαγωγές δεν διενεργούντο για πλήρωση κενών θέσεων, εντός της έννοιας του πιο πάνω Νόμου (Ν.21(Ι)/2013),  αλλά σε συνδυασμένες θέσεις και συνακόλουθα, σύστησε την προαγωγή των Εφεσειόντων, υπό τον όρο όμως, λόγω του ευρύτερου πλαισίου συγκράτησης κόστους, να μην τους δοθεί οποιαδήποτε μισθολογική αναβάθμιση. 

 

          Ο Διοικητής της Εφεσίβλητης, με απόφαση του ημερ. 17.9.2013,  όπως και το Διοικητικό της Συμβούλιο σε συνεδρίες του ημερ. 25 και 26.9.2013, συμφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού, «λαμβάνοντας υπόψη το ευρύτερο κλίμα συγκράτησης κόστους».

 

          Οι Εφεσείοντες, δεν υπέγραψαν την συνημμένη στις επιστολές ημερ. 27.11.2013 που τους παραδόθηκαν, αποδοχή της προσφοράς της θέσης υπό τον όρο που είχε τεθεί και με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 28.1.2014, ενημερώθηκε η Εφεσίβλητη ότι οι Εφεσείοντες αποδέχονται την προαγωγή τους, χωρίς όμως να αποδέχονται να εγκαταλείψουν το δημόσιο δικαίωμα τους για τη νόμιμη μισθοδοσία τους. 

 

          Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγές,  αιτούμενοι την ακύρωση του επίδικου  όρου της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 27.11.2013,  υποστηρίζοντας συναφώς, ότι ο όρος αυτός για προαγωγή τους χωρίς μισθολογική αναβάθμιση, είναι παράνομος.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ορθά έκρινε ότι οι Εφεσείοντες είχαν έννομο συμφέρον να στραφούν εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης, κατέληξε πως ο περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011 (Ν. 192(Ι)/2011), όπως τροποποιήθηκε από το Ν.185(Ι)/2012, τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις θέσεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα, συμπεριλαμβανομένων και όσων προάγονται σε συνδυασμένες θέσεις και συνεπώς και στους Εφεσείοντες.  Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο παρέχει και την αιτιολογία για την απόρριψη των προσφυγών:

 

«Κατά την κρίση μου, αποδοχή της θέσης του δικηγόρου των αιτητών θα σήμαινε ότι ο περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011, Ν. 192(Ι)/11, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 185(Ι)/12, τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα αλλά όχι σε όσους προάγονται σε συνδυασμένες θέσεις. Δεν συμμερίζομαι τη θέση αυτή καθότι, παρά το ότι ο Νόμος δεν κάνει ειδική αναφορά σε αυτή την ομάδα θέσεων, εν τούτοις δεν μπορεί να παραγνωριστεί πως εφαρμόζεται σε όλους τους απασχολούμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως ορίζεται ο όρος «εργοδοτούμενος», συνεπώς και στους αιτητές. Δεν μπορεί εύλογα να θεωρηθεί πως ήταν πρόθεση του νομοθέτη να εξαιρέσει μία ομάδα υπαλλήλων από τις πρόνοιες του Νόμου.»

 

          Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.  Υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και αποφάσισε ότι ο Ν.192(Ι)/2011 εφαρμοζόταν σε συνδυασμένες θέσεις - όπως η περίπτωση τους - παρά το γεγονός ότι δέχθηκε πως δεν περιείχε ειδική αναφορά για αυτή την ομάδα θέσεων και συνεπώς δεν υπήρχε νομοθετική απαγόρευση για την καταβολή του προβλεπόμενου μισθού.  Σημειώνουν περαιτέρω, ότι το Άρθρο 4(1) του Ν.192(Ι)/2011, τροποποιήθηκε μεταγενέστερα  με το Ν. 73(Ι)/2014, με ισχύ από 20.6.2014 και συνεπώς η τροποποίηση δεν τύγχανε εφαρμογής κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

          Αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών ότι, τόσο στα πρακτικά της Επιτροπής Προσωπικού κατά τη συνεδρία της ημερ. 17.9.2013, στην σχετική απόφαση του Διοικητή της Εφεσίβλητης, αλλά και του Διοικητικού της Συμβουλίου, όσο και στο σώμα των προσβαλλόμενων αποφάσεων ημερ. 27.11.2013, καμιά αναφορά δεν γίνεται στις πρόνοιες του Ν.192(Ι)/2011.

 

          Στη βάση των ανωτέρω, το ερώτημα  που εγείρεται είναι   κατά πόσο οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες,  με δεδομένη την ανυπαρξία  της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, τόσο στο σώμα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, όσο και στα στοιχεία του φάκελου, δυνάμενα να τις συμπληρώσουν.  Και τούτο, έχοντας κατά νου ότι επρόκειτο για δυσμενείς πράξεις για τους Εφεσείοντες, στοιχείο που επέβαλλε, με βάση το Άρθρο 26(1)(α) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99), όπως αυτές είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες.  

 

          Η απάντηση, είναι κατά την κρίση μας, αρνητική.

 

          Αποτελεί πάγια αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης, αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν την διοίκηση στην απόφαση της.  Η αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων, αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, περιλαμβανόμενη στο «δικαίωμα χρηστής διοίκησης» και απορρέει από την έννοια του «Κράτους Δικαίου».   (βλ. Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Έβδομη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 286 - 291).  Το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 290 είναι σχετικό:

 

«Απλή παράθεση γενικών σκέψεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση νόμιμη αιτιολογία.  Το ίδιο ισχύει για την απλή επανάληψη των διατάξεων του νόμου χωρίς την συσχέτιση τους με τα συγκεκριμένα δεδομένα.  Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής, ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως».

 

          Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τόμος 1, σελ. 157,: 

 

«Αιτιολογία είναι, γενικά η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται ή επιτρέπεται η έκδοση της πράξης κατ' εφαρμογή των κανόνων αυτών, της διαπίστωσης της συνδρομής και της εκτίμησης των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση  ή την άρνηση της έκδοσης της διοικητικής πράξης.  Συνεπώς, τα στοιχεία της αιτιολογίας μπορούν να αφορούν είτε τη νομιμότητα είτε τη σκοπιμότητα της πράξης, όταν εκδίδεται βάσει  διακριτικής ευχέρειας»

 

          Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι η παράλειψη της Εφεσίβλητης να αναφερθεί,  τόσο στο σώμα των προσβαλλομένων αποφάσεων, όσο και στα στοιχεία του φακέλου, στις πρόνοιες του Ν.192(Ι)/2011, οι οποίες ρύθμιζαν και οδήγησαν - ως ήταν η θέση της Εφεσίβλητης πρωτόδικα - στην έκδοση των επίδικων αποφάσεων, πλήττει την νομιμότητα της σχετικής αιτιολογίας  και οδηγεί αναπόφευκτα σε ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων.  Η απλή παράθεση της γενικής, ασαφούς και αόριστης σκέψης της Εφεσίβλητης περί «ευρύτερου πλαισίου συγκράτησης κόστους», η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία, εφόσον καθιστά έτσι, ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο των επίδικων αποφάσεων και έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 28(1)(2) του Ν.158(Ι)/99, το οποίο ορίζει ως ακολούθως:

 

«28.-(1) Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.

(2) Δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση ούτε η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.»

 

          Εν πάση περιπτώσει, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι στο Ν.192(Ι)/2011, - όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, - καμιά ειδική πρόνοια δεν συμπεριλαμβάνεται που να ρυθμίζει και ειδικότερα να προνοεί ρητά ότι αυτός εφαρμόζεται και στην συγκεκριμένη περίπτωση προαγωγής σε συνδυασμένες θέσεις, ώστε να δικαιολογείται νομοθετικά η προαγωγή των Εφεσειόντων, χωρίς οποιαδήποτε μισθολογική αναβάθμιση. 

 

          Το δε σχετικό Άρθρο 4(1) του Ν. 192(Ι)/2011, τροποποιήθηκε μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, με τον τροποποιητικό Νόμο

Ν. 73(Ι)/2014, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 20.6.2014.  Το εν λόγω τροποποιημένο άρθρο είναι που ρύθμισε μεταγενέστερα την περίπτωση της προαγωγής εργοδοτούμενου και αποτέλεσε την συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, δυνάμει της οποίας «η μισθοδοσία αυτού παραμένει η ίδια με την μισθοδοσία που καταβαλλόταν σε αυτόν αμέσως προ της προαγωγής αυτού».

 

          Η εν λόγω μεταγενέστερη τροποποίηση, προφανώς καταδεικνύει την ανάγκη που προέκυψε για ρύθμιση της συγκεκριμένης περίπτωσης με ειδική νομοθετική διάταξη,  η οποία, όπως αναφέρθηκε, δεν συμπεριλαμβανόταν στο Ν.192(Ι)/2011.

 

          Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι, παρά την ανυπαρξία ειδικής αναφοράς στον Ν.192(Ι)/2011 στη συγκεκριμένη ομάδα θέσεων, αυτός εφαρμόζεται και στους Αιτητές.  Στην υπόθεση Λοΐζου κ.ά ν. Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 172/2011, ημερ. 18.7.2018, με αναφορά στην υπόθεση DIAS United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550, αποφασίστηκε ότι «η ανυπαρξία θετικής νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας».

 

          Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ο 1ος λόγος Έφεσης δέον να επιτύχει.  Η δε ενασχόληση μας με τον 2ο και 3ο λόγο Έφεσης, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, κρίνεται αχρείαστη. 

 

          Η Έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρώνονται.

                                               

          Τα πρωτόδικα έξοδα ακυρώνονται.  Τα έξοδα της Έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον της Εφεσίβλητης, στο συνολικό, κατ' αποκοπή ποσό €5.000 πλέον Φ.Π.Α.

 

                                                            Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

 

 

        Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

       ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο