ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:C36
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.135/15
3 Φεβρουαρίου, 2023
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εφεσείοντες,
Και
ΕΥΗ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Εφεσίβλητη.
---------
Ελ.Συμεωνίδου, (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες
Α.Σ.Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη
-----------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.10.2015, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των Εφεσειόντων να αποκόψουν από το μισθό της Εφεσίβλητης το ποσό των €15.217,86 με 30 μηνιαίες δόσεις λόγω κατ΄ισχυρισμόν παραβίασης του περί Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου του 2002, Ν.112(Ι)/2002. (Ο Νόμος 112(Ι)/2002).
Η Εφεσίβλητη-Αιτήτρια, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατείχε τη θέση Διευθύντριας του Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου Κύπρου. (ΑΞΙΚ). Η Γενική Λογίστρια με την επιστολή της ημερ. 10.5.2013 καταλόγισε στην Εφεσίβλητη προσωπική ευθύνη ως Ελέγχουσα Λειτουργός κατά το Νόμο 112(Ι)/2002, για παράτυπη απασχόληση δύο έκτακτων υπαλλήλων ως Εκπαιδευτών στο ΑΞΙΚ, αποφασίζοντας σε αποκοπή από το μισθό της, του αντίστοιχου ποσού που είχε καταβληθεί στους δύο εκπαιδευτές. Αυτό επεσυνέβη για πρώτη φορά τον μήνα Ιούλιο του 2013.
Με την προσφυγή της η Εφεσίβλητη, ως Αιτήτρια, προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση της Γενικής Λογίστριας πετυχαίνοντας την ακύρωσή της. Συγκεκριμένα, κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση της Γενικής Λογίστριας λήφθηκε χωρίς να εξεταστεί το υπόβαθρο της εντολής ή της συνεννόησης της Εφεσίβλητης με το αρμόδιο Υπουργείο για τη συνέχιση της απασχόλησης των δύο εκπαιδευτών στο ΑΞΙΚ, ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί η εφαρμογή των προγραμμάτων σπουδών του Ινστιτούτου και χωρίς επίσης να οριοθετηθεί η ευθύνη της στην όποια δήθεν «παράτυπη» απασχόληση των εκπαιδευτών.
Στις σελίδες 8-10 της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα πιο κάτω:
«Καθίσταται σαφές, από τα ενώπιον μου γεγονότα, ότι η Γενική Λογίστρια ενεργώντας εντός των προνοιών και παραμέτρων του Νόμου 112(Ι)/2002 ενήργησε μηχανιστικά και ως εκ του αποτελέσματος: θεώρησε δηλαδή την πληρωμή ως διενεργηθείσα κατ' εξουσιοδότηση της αιτήτριας ως έλλειμμα (άρθρο 19(1 )(5) και 8 του Νόμου) και ως μη εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα της αιτήτριας και καθ' υπέρβαση της εξουσίας της. Αγνοούν οι καθ' ων η αίτηση και/ή η καθ' ης η αίτηση 1 ότι η αιτήτρια ενήργησε κατόπιν διαβουλεύσεων με το αρμόδιο Υπουργείο, Υπουργείο Εργασίας, που ήταν πλήρως ενήμερο εξ υπαρχής για τις ενέργειες της και κατά δεύτερον, ότι οι εκ πρώτης όψεως ευθύνες της αιτήτριας, όπως τις χαρακτήρισε η καθ' ης η αίτηση 1, απομονώθηκαν χωρίς να εξεταστεί το υπόβαθρο της εντολής ή εξουσιοδότησης της ή συνεννόησης της με το αρμόδιο Υπουργείο ώστε να καταλογιστεί η ευθύνη στην ίδια. Ο Νόμος 112(Ι)/2002 είναι ειδικός, όμως στην περίπτωση της αιτήτριας συνέτρεχαν άλλοι παράγοντες που δεν επέτρεπαν απλή λογιστική αποτίμηση του σφάλματος-ελλείμματος, ως πληρωμή μη εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα της αιτήτριας και καθ' υπέρβαση της εξουσίας της. Κατά τεκμήριο και de jure θεωρήθηκε ότι η περίπτωση της ενέπιπτε στις πρόνοιες του 112(Ι)/2002 ενώ τα γεγονότα δεν έθεταν τέτοιο υπόβαθρο. Παρέμεινε η εξέταση του ζητήματος στη μηχανιστική της αντίκριση, ενώ η περίπτωση απαιτούσε περαιτέρω εξέταση και απόφανση επί του ζητήματος, κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90:
«70.-(1) Ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται έναντι της Δημοκρατίας για κάθε απώλεια ή ζημιά που προξενείται από την αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή παράλειψη του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και μπορεί να επιβαρυνθεί για ολόκληρο ή μέρος της απώλειας ή ζημιάς που προξενήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο, αν το αποφασίσει ο Υπουργός Οικονομικών, αφού λάβει τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Γενικού Ελεγκτή.
(2) Ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται επίσης έναντι της Δημοκρατίας για τις αποζημιώσεις τις οποίες η Δημοκρατία κατέβαλε σε τρίτους για αλόγιστες, απερίσκεπτες ή επικίνδυνες πράξεις ή παραλείψεις του υπαλλήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(3) Η αξίωση της Δημοκρατίας για αποζημίωση απέναντι στους υπαλλήλους στις περιπτώσεις των πιο πάνω εδαφίων παραγράφεται σε τρία χρόνια. Στις περιπτώσεις του εδαφίου (1) η τριετία αρχίζει αφότου επήλθε η ζημιά και στις περιπτώσεις του εδαφίου (2) αφότου το Δημόσιο κατέβαλε την αποζημίωση».
Διαδικασία που όφειλαν στην περίπτωση της αιτήτριας να ακολουθήσουν οι καθ΄ ων η αίτηση, ώστε να οριοθετήσουν την ευθύνη της και να αποφασιστεί αν οι ενέργειες της συνιστούσαν αλόγιστες, απερίσκεπτες ή επικίνδυνες πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της.
Το σύνολο των πιο πάνω γεγονότων καταδεικνύει, θεωρώ, ότι η Γενική Λογίστρια εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση δεν ακολούθησε την οδό της χρηστής διοίκησης με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της, ως διοικητικό όργανο προς διοικούμενο, να πάσχει λόγω έλλειψης ακριβώς των στοιχείων της αρχής της χρηστής διοίκησης, έτσι ώστε να πλήττεται η αμεροληψία της κατά τη λήψη και έκδοση της επίδικης διοικητικής απόφασης (Δημοκρατία κ.α. ν. Ιερωνυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286, 292).
Περαιτέρω, η όλη ανωτέρω θολή κατάσταση που δημιουργήθηκε αναφορικά με τις διοικητικές ενέργειες και ευθύνη της αιτήτριας, όπως και οι όποιες αμφιβολίες επήλθαν, οδηγούν, θεωρώ, σε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης η οποία αποβλέπει στη διασφάλιση της σύμμετρης λειτουργίας των διοικητικών οργάνων και τον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας. Βαλανίδης ν. Γενικού Λογιστή (2007) 3 Α.Α.Δ. 261, 266, Tamassos Tobacco Suppliers & Co v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 60 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 175.
Εν όψει των ανωτέρω κρίνω ότι η ληφθείσα απόφαση έχει ληφθεί κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου, άρθρα 50 και 51 του Ν. 158(Ι)/99:
«50. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να ενεργούν σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα, ώστε κατά των αρχών της την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις.
51.-(1) Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο.»
Ακόμα, σε περίπτωση που θα δεχόμουν ότι η Γενική Λογίστρια, κατά την άσκηση των εξουσιών της, ενήργησε συννόμως και πάλι διακρίνεται ότι οδηγήθηκε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, μη λαμβάνοντας υπόψη τις περιβάλλουσες συνθήκες και τις προηγηθείσες συνεννοήσεις της αιτήτριας με τα αρμόδια Υπουργεία σε ανεπιεική και άδικη λύση, αντίθετη με το περί δικαίου αίσθημα.
Η αίτηση επιτυγχάνει. Επιδικάζονται €1.400 έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν επιβάλλεται, υπέρ της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται».
Με την έφεση τους, οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Γενική Λογίστρια θα έπρεπε, πριν τη λήψη της απόφασής της, να προβεί σε περαιτέρω και πλήρη εξέταση του ζητήματος κάτω από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 70 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/90) και να οριοθετήσει την ευθύνη της Εφεσίβλητης και στην ουσία να μην εφαρμόσει το Ν.112(Ι)/2002 ως ειδικό Νόμο (πρώτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γενική Λογίστρια εξέτασε μηχανιστικά τα δεδομένα της υπόθεσης κατ΄εφαρμογή του Νόμου 112(Ι)/2002 και ότι η απόφαση της είναι πάσχουσα λόγω παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και αμεροληψίας (δεύτερος λόγος έφεσης).
Και οι δύο πιο πάνω λόγοι, εν πολλοίς, συμπλέκονται και ως εκ τούτου θα εξετασθούν μαζί.
Είναι αναγκαίο να παρατεθούν τα σχετικά ΄Αρθρα που στηρίζουν τη θέση των Εφεσειόντων, με αφετηρία πως η απασχόληση των δύο εκτάκτων εκπαιδευτών έγινε παράνομα και συνεπώς παρίσταται ανάγκη ανάκτησης της δαπάνης.
Πρόκειται για τα ΄Αρθρα 8 και 19 του Ν.112(Ι)/2002 τα οποία έχουν ως εξής:
«8. Καμία πράξη εξουσιοδότησης δαπανών δεν υπογράφεται από Ελέγχοντες Λειτουργούς εκτός αν υπάρχει ανάλογη πίστωση και γίνεται μέσα στα όρια προβλεπόμενων κονδυλίων του οικείου Προϋπολογισμού ή του ποσού που έχει εκχωρηθεί με τμηματική πίστωση.»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
19.—(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου σε ισχύ, κάθε έλλειμμα δημόσιων χρημάτων, αξιών ή υλικού που διαπιστώνεται με την καθορισμένη διαδικασία, αναπληρώνεται από το Δημόσιο Υπόλογο, ως αποτέλεσμα των οδηγιών ή ενεργειών του οποίου προέκυψε το έλλειμμα αυτό.
(2) Κάθε έλλειμμα υλικού καταλογίζεται στον υπεύθυνο Δημόσιο Υπόλογο σε χρήμα με βάση την τρέχουσα τιμή κατά τον καταλογισμό. Η τιμή αυτή προσδιορίζεται από τον οικείο Υπουργό ή Προϊστάμενο της Ανεξάρτητης Υπηρεσίας σε συνεννόηση με το Γενικό Λογιστή.
(3) Απαγορεύεται η ανάμιξη ξένων χρημάτων στη διαχείριση του Δημόσιου Υπόλογου.
(4) Οι Δημόσιοι Υπόλογοι οφείλουν να τηρούν τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών κατά την αποστολή και παραλαβή δημόσιων χρημάτων, αξιών και υλικών.
(5) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ως έλλειμμα λογίζεται και κάθε πληρωμή που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δημόσιου Υπόλογου που γίνεται με υπέρβαση της εξουσίας που του χορηγήθηκε.»
(Σημειώνεται ότι ο Νόμος 112(Ι)/2002 καταργήθηκε με τον Νόμο 38(Ι)/2014, Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4337, 28.3.2014).
Γίνεται δε συσχετισμός των πιο πάνω ΄Αρθρων, από τους Εφεσείοντες με το ΄Αρθρο 9 του περί Διαδικασίας Πρόσληψης Εργοδοτουμένων Καθορισμένης Διάρκειας στη Δημόσια Υπηρεσία και για άλλα Συναφή Θέματα Νόμου του 2011 (Ν.25(Ι)/2011) στο οποίο αναφέρεται:
«Πρόσληψη εργοδοτουμένου καθορισμένης διάρκειας, η οποία διενεργείται κατά παράβαση της διαδικασίας που καθορίζεται στον παρόντα Νόμο είναι παράνομη και οι παραβάτες καθίστανται προσωπικά υπεύθυνοι για κάθε δαπάνη ή χρηματικό ποσό που καταβάλλεται συνεπεία τέτοιας προσλήψεως».
Όπως διαφαίνεται από το πιο πάνω εκτενές απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής εξετάζοντας την υπόθεση δεν παρέμεινε μόνο στην εφαρμογή ή μη του Νόμου 112(Ι)/2002 ή του Νόμου 1/90, αλλά εφάρμοσε γενικότερες αρχές του Διοικητικού Δικαίου καταλήγοντας σε ορισμένα θεμελιώδη συμπεράσματα.
Πρώτον ότι στην κρινόμενη περίπτωση δεν έγινε η δέουσα έρευνα από τη διοίκηση. Αυτό προκύπτει από τη φράση που χαρακτηριστικά χρησιμοποίησε το Δικαστήριο ότι η διοίκηση λειτούργησε μηχανιστικά στην εφαρμογή του Ν.112(Ι)/02. Οφείλουμε να πούμε ότι ακόμη και αν έπρεπε να συσχετίσουμε την παρούσα υπόθεση με το ΄Αρθρο 70 του Ν.1/90[1], αλλά και ανεξάρτητα από αυτό, η δέουσα έρευνα προκύπτει ως αναγκαιότητα αφού πρόκειται για δυσμενή πράξη έναντι της Εφεσίβλητης η οποία μάλιστα επιφέρει σοβαρή κύρωση. Η πληρωμή που έγινε στους δύο εκπαιδευτές θα έπρεπε να εξετασθεί όχι ως έλλειμα με μαθηματική αποτίμηση, αλλά οι περιστάσεις εν προκειμένω επέβαλλαν μία αξιολόγηση ενεργειών ή παραλείψεων, διεργασιών και δεδομένων που προέκυψαν σε ένα ευρύ χρονικό πλαίσιο με πολλούς εμπλεκομένους στη βάση της ανάγκης που διαπιστώθηκε ότι έπρεπε να εξευρεθεί τρόπος οι δύο αυτοί εκπαιδευτές να συνεχίσουν να εκτελούν τα καθήκοντα τους μέχρι τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχαν, άνευ ετέρου, απλά, ακλόνητα δεδομένα ελλείμματος ως μαθηματική αποτίμηση. Aντίθετα. H κύρωση που επιβλήθηκε στην Εφεσίβλητη προϋπέθετε στην πράξη στοιχειοθέτηση υπαιτιότητας, η οποία θα προέκυπτε μόνο μέσα από εύλογη έρευνα.
Δεν θα συμφωνήσουμε με τον απλουστευμένο τρόπο αντίκρισης του θέματος από την πλευρά των Εφεσειόντων ως προς την αναγκαιότητα «αποκοπής του μισθού» ως σχεδόν αυτοδίκαιη τιμωρία, αφού ακριβώς η όλη εξέλιξη των γεγονότων οδήγησε στην επιβολή σοβαρής κύρωσης της Εφεσίβλητης χωρίς να ανιχνευθούν και να αξιολογηθούν τα σημεία αφενός της κατά πάντα χρόνο γνώσεως αλλά και της συμφωνίας του αρμόδιου Υπουργείου για το πρόβλημα και αφετέρου των πολλαπλών διεργασιών που λάμβαναν χώρα από όλους τους φορείς για επίλυση του προβλήματος.
Με όλο το σεβασμό, διερωτάται κανείς για ποιο σκοπό λάμβαναν χώρα τόσες διεργασίες, διαπραγματεύσεις και ανταλλαγή αλληλογραφίας, στις οποίες η Εφεσίβλητη υπήρξε απλώς ένα μέρος ενός ευρύτερου παζλ, εάν οι Εφεσείοντες θεωρούσαν την πράξη παράνομη, με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά να την καταλογίσουν στην Εφεσίβλητη αποκλειστικά.
Θα ήταν απλό, ευθύς εξ αρχής, να αναφερόταν στην Εφεσίβλητη ότι υπάρχει παρανομία και καμία διεργασία περί του αντιθέτου δεν έπρεπε να λάβει χώρα. Αυτό δεν έγινε. Αντιθέτως, ούτε από την ίδια την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα προέκυψε τέτοια κατεύθυνση, αλλά ούτε και αποκλεισμός της ανάγκης να γίνει έρευνα. Στην εν λόγω επιστολή είναι το αντίθετο που υποδεικνύεται. (βλ. και πιο κάτω).
Το τελευταίο αυτό θέμα μας οδηγεί και στο δεύτερο θεμελιώδες συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης, ζητήματα που επανέρχονται με το δεύτερο λόγο έφεσης.
Είναι σημαντικό να τεθούν κάποια σημεία που προκύπτουν από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου (τεκμ.1).
Είναι χαρακτηριστικό πως η Γενική Λογίστρια στην επιστολή της προς την Εφεσίβλητη ημερ.10.5.2013 αναφέρει τα ακόλουθα: «Το ότι το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν πλήρως ενήμερο για το πρόβλημα που υπήρχε και οι ενέργειες της Διευθύντριας του ΑΞΙΚ έγιναν σε συνεννόηση με το Υπουργείο αποτελεί εξήγηση για τις ενέργειες της Λειτουργού που έδωσε την εξουσιοδότηση όμως ..». (Συνεχίζει ότι παρά ταύτα υπάρχει ευθύνη).
Η γνώση και η συνεννόηση με το Υπουργείο αφαιρεί από την ενέργεια αφενός οποιαδήποτε κακοβουλία ή αλλότριο κίνητρο και αφετέρου δεν μπορεί κάποιος να ομιλεί για υπαιτιότητα της Λειτουργού που θα οδηγούσε σε κύρωση ως να επρόκειτο για απλή διαπίστωση ελλείμματος.
Πέραν αυτού, εφόσον οι ενέργειες της, με ομολογία των ίδιων των Εφεσειόντων, έγιναν σε συνεννόηση με το Υπουργείο, η στοχοποίηση της Εφεσίβλητης στα πλαίσια του συγκεκριμένου Νόμου με τον τρόπο που συνετελέσθη πλήττει καίρια και κύρια την αρχή της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης, αφού η διοίκηση κυριαρχικά και απομονώνοντας το αποτέλεσμα από ένα σύνολο προηγηθέντων ενεργειών και εμπλεκομένων προσώπων έκρινε - χωρίς μάλιστα τη δέουσα έρευνα όπως εξηγήθηκε - την Εφεσίβλητη «ένοχη» επιβάλλοντας μια σημαντική κύρωση. Πέραν αυτού, διαφαίνεται πως δεν προσμετρήθηκαν όλα τα σχετικά στοιχεία χωρίς ορθή και πλήρη ενημέρωση της Εφεσίβλητης για τις κατηγορίες εναντίον της και χωρίς αυτή να ακουστεί δεόντως κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. Για τους πιο πάνω λόγους ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως υπήρξε παραβίαση των ΄Αρθρων 50 και 51 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99.
Είναι αποκαλυπτικό το απόσπασμα από την απαντητική επιστολή της ίδιας της Εφεσίβλητης προς τη Γενική Λογίστρια, ημερ. 24.5.2013:
«Διερωτώμαι πώς οι ενέργειες μου που έγιναν καλή τη πίστει, με μοναδικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την εύρυθμη λειτουργία του Ινστιτούτου για εκτέλεση των καθηκόντων μου, μετά από σειρά ενεργειών που έκανα για να προλάβω τη δεινή θέση στην οποία βρέθηκε το Ινστιτούτο και το δημόσιο ευρύτερα με τη χρόνια εκκρεμότητα στην πλήρωση των κενών θέσεων στους εγκεκριμένους Προϋπολογισμούς του ΑΞΙΚ για κάλυψη μόνιμων αναγκών και σε συνέχεια των ενεργειών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με το οποίο το ζήτημα προωθήθηκε σε συνεννόηση και συνεργασία, παρουσιάζονται από εσάς υπό τη μορφή του αδικήματος και καταδικάζομαι ερήμην».
΄Αλλωστε, παρά την αντίθετη εισήγηση που έγινε από την πλευρά των Εφεσειόντων ότι η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα συνηγορούσε στην επίδικη απόφαση, θεωρούμε ότι αυτό δεν ισχύει. Δέον να προσεχθεί αυτό που αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας σε επιστολή του 1.8.2012:
«Άλλο είναι το θέμα εάν, για τη ζημιά η οποία προκλήθηκε στο Δημόσιο, είναι ενδεχόμενο να υπέχουν υποχρέωση αποζημίωσης οι εν παραλείψει τελούντες δημόσιοι λειτουργοί. Συμφωνώ, εν πάση περιπτώσει, μαζί σας ότι θα πρέπει να διεξαχθεί διοικητική έρευνα για τη διαπίστωση των τυχόν ευθυνών και εάν διαπιστωθεί απ' αυτή ότι συγκεκριμένοι λειτουργοί φέρουν ευθύνη, να μελετηθεί το ενδεχόμενο πειθαρχικής δίωξής τους.»
Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε.
Επίσης στη βάση του διοικητικού φακέλου διάφορα σημειώματα και έγγραφα προερχόμενα από το Υπουργείο Εργασίας καταδεικνύουν κοινή προσπάθεια του Υπουργείου με την Εφεσίβλητη σε συμφωνημένο πλαίσιο ενεργειών για διευθέτηση του προβλήματος, καθώς «το ΑΞΙΚ θα έμενε εκτεθειμένο λόγω των εκπαιδευτικών αναγκών του με αποτέλεσμα την απασχόληση των δύο εκπαιδευτών του». (σελ.82 Δοικ.φακέλου - τεκμ.1).
Επίσης σε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας ημερ. 5.9.2012 προς τη Γενική Λογίστρια σημειώνονται και τα ακόλουθα:
«4. Ακολούθησε μεγάλος κύκλος διαβουλεύσεων στον οποίο ενεπλάκησαν το ΑΞΙΚ, το ΤΔΔΠ, το Γενικό Λογιστήριο, η Γενική Διεύθυνση του ΥΕΚΑ και η Νομική Υπηρεσία, ο οποίος δυστυχώς λόγω της ιδιορρυθμίας του θέματος πήρε μεγάλο χρονικό διάστημα να ολοκληρωθεί. Στο διάστημα αυτό οι δυο εκπαιδευτές Μαγειρικής συνέχισαν να απασχολούνται στο ΑΞΙΚ, δεδομένου ότι βρισκόμασταν στο μέσο του ακαδημαϊκού έτους και η διακοπή των μαθημάτων θα δημιουργούσε προβλήματα στο ΑΞΙΚ και με την ελπίδα ότι θα βρισκόταν μια λύση με την οποία θα καλύπτετο το κενό που είχε δημιουργηθεί.»
(σελ.59 του Διοικ.φακ. - τεκμ.1)
Όλα τα πιο πάνω ενισχύουν το συμπέρασμα της ευπαιδεύτου πρωτόδικης Δικαστού για παραβίαση της αρχής της εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης.
Η διοίκηση οφείλει να μη δρα αντιφατικά και σίγουρα δεν μπορεί με βάση δικές της ενέργειες ή παραλείψεις να πράττει εν τέλει κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου (εδώ της Εφεσίβλητης).
Στο Σύγγραμμα Π.Δ.Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η αναθεωρημένη έκδοση, 2012 στις σελ.175-176 αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή αποτελεί την υποκειμενική όψη της ασφάλειας του δικαίου που μαζί με την απονομή εξατομικευμένης δικαιοσύνης συνιστά ουσιαστικό συστατικό στοιχείο τής αρχής του κράτους δικαίου και διαθέτει κατά τούτο συνταγματικό έρεισμα. `Ως συνταγματική αρχή η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη έρχεται συχνά σε σύγκρουση με άλλα τυπικά συστατικά στοιχεία της αρχής του κράτους δικαίου, όπως ιδίως τις αρχές της νομιμότητας της διοικήσεως και της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος»
Και παρακάτω στη σελ.176:
«Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως».
Συνεπακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.000 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει υπέρ της Εφεσίβλητης. Εντός του φακέλου είναι καταχωρημένο σημείωμα αντέφεσης της Εφεσίβλητης ως προς την ανάγκη να εξεταστούν όλοι οι λόγοι προσφυγής της. Εφόσον η έφεση αποτυγχάνει δεν υπάρχει ανάγκη εξέτασης της και ομοίως απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ.
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
[1]70.-(1) Ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται έναντι της Δημοκρατίας για κάθε απώλεια ή ζημιά που προξενείται από την αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή παράλειψη του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και μπορεί να επιβαρυνθεί για ολόκληρο ή μέρος της απώλειας ή ζημιάς που προξενήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο, αν το αποφασίσει o Υπουργός Οικονομικών, αφού λάβει τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Γενικού Ελεγκτή.
(2) Ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται επίσης έναντι της Δημοκρατίας για τις αποζημιώσεις τις οποίες η Δημοκρατία κατέβαλε σε τρίτους για αλόγιστες, απερίσκεπτες ή επικίνδυνες πράξεις ή παραλείψεις του υπαλλήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(3) Η αξίωση της Δημοκρατίας για αποζημίωση απέναντι στους υπαλλήλους στις περιπτώσεις των πιο πάνω εδαφίων παραγράφεται σε τρία χρόνια. Στις περιπτώσεις του εδαφίου (1) η τριετία αρχίζει αφότου επήλθε η ζημιά και στις περιπτώσεις του εδαφίου (2) αφότου το Δημόσιο κατέβαλε την αποζημίωση.»