ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A498
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΡ. 48/2022
(ΑΡ. ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ 24/22)
12 Δεκεμβρίου 2022
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
RAWLLING MANGA EKOLE
Εφεσείοντα/Αιτητή
ΚΑI
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση
-----------------------------
Δ. Παυλίδης, για Εφεσείοντα
Σ. Σταύρου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη.
------------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, υπήκοος Καμερούν, ήρθε στην Κύπρο παράνομα και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 23.11.2020. Από την επομένη, διέμενε σε Κέντρο Πρώτης Υποδοχής. Περί τις 10.1.2021 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση, προς αυτόν, καθεστώτος διεθνούς προστασίας, κοινώς ασύλου. Ακολούθως, στις 26.2.2021, αποχώρησε από τον, μέχρι τότε, τόπο διαμονής του, δηλώνοντας άλλη διεύθυνση για τον ίδιο σκοπό.
Σε κατοπινό χρόνο, ο εφεσείων, συνελήφθη από το ΤΑΕ Λευκωσίας για τη διάπραξη, μεταξύ της περιόδου 24.4.2021 και 5.7.2021, αριθμού ποινικών αδικημάτων, δέκα σύνολο. Στη συνέχεια προσήχθη ενώπιον δικαστηρίου αντιμετωπίζοντας ανάλογο αριθμό κατηγοριών. Συγκεκριμένα, αυτές αφορούσαν έξι κατηγορίες για κλοπή και τέσσερις κατηγορίες για διάρρηξη, διάρρηξη κατά τη διάρκεια της νύκτας και διάρρηξη κτηρίου και κλοπή. Ο εφεσείων, παραδέχθηκε σε όλες τις κατηγορίες ενοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 28 μηνών, η οποία μειώθηκε κατ' έφεση. Τελικώς, αποφυλακίστηκε στις 8.8.2022.
Στο μεταξύ, στις 5.8.2022, ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο εφεσίβλητος, ενόψει της επικείμενης αποφυλάκισης του εφεσείοντος, εξέδωσε, σε σχέση με αυτόν, διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν.6(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος). Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων, μετά την έκτιση της ποινής που του είχε, ως ανωτέρω, επιβληθεί, τέθηκε υπό κράτηση, στη βάση του προαναφερθέντος διατάγματος. Ο ίδιος, διαφωνώντας με αυτό, στις 12.8.2022, καταχώρισε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, (το Δικαστήριο), την υπόθεση αρ. ΔΚ 24/2022. Με τη σχετική αίτηση, επεδίωξε την ακύρωση του διατάγματος κράτησης του, βασικά, ως λανθασμένου κατά νόμο. Το Δικαστήριο, δεν έκαμε δεκτή τη θέση αυτή και απέρριψε την αίτηση του. Τούτο, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως, την 1.9.2022, η αίτηση του εφεσείοντος, για παραχώρηση προς αυτόν διεθνούς προστασίας, απερρίφθη. Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση, σχετικά, με προσφυγή ενώπιον του ίδιου, προαναφερθέντος, Διοικητικού Δικαστηρίου· η εκδίκαση της, προφανώς, εκκρεμεί. Ως εκ του γεγονότος τούτου, ο εφεσείων, εξακολουθεί να τελεί υπό το πιο πάνω καθεστώς. Συνακόλουθα, το διάταγμα κράτησης του διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ του Νόμου.
Από την απόφαση του Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι η αίτηση του εφεσείοντος, για ακύρωση του διατάγματος κράτησης, έτυχε προσεκτικής και ενδελεχούς εξέτασης. Η ευπαίδευτη Δικαστής που επελήφθη αυτής, διερεύνησε κάθε πτυχή της, με ιδιαίτερη έμφαση στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (2)(ε) του άρθρου 9ΣΤ. Κατέληξε, όπως έχει προαναφερθεί, στην απόρριψη της, επικυρώνοντας την απόφαση του εφεσίβλητου για έκδοση του, εν λόγω, διατάγματος κράτησης. Διαπίστωσε και η ίδια, ότι στη βάση των γεγονότων που περιέβαλλαν την περίπτωση του εφεσείοντος, η κράτηση του ήταν αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης. Διατύπωσε την κρίση της επί τούτου, ως εξής:
«Εν προκειμένω, λαμβάνοντας τη φύση και κυρίως τη συχνότητα τέλεσης των εν λόγω αδικημάτων από τον Αιτητή, κρίνω ότι ευλόγως και δικαιολογημένα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κράτησή του κρίνεται αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης, καθώς καταδεικνύουν τη ροπή του Αιτητή προς την τέλεση αδικημάτων. Υπό το φως των ενώπιόν μου δεδομένων, κρίνω ότι δικαιολογείται η κράτηση του Αιτητού δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε). Η έρευνα δε στην οποία έχουν προβεί οι Καθ' ων η αίτηση είναι επαρκής και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στην κρίση τους. Τα δεδομένα δε που λήφθηκαν υπόψη αφορούσαν ειδικά στον Αιτητή και τις προσωπικές του περιστάσεις.»
Ο εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης, ίδιου ουσιαστικά υπόβαθρου, εισηγείται ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις πρόνοιες του Νόμου, επί του οποίου βασίστηκε η έκδοση του διατάγματος κράτησης του και τη σχετική με αυτές νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (το ΔΕΕ). Στην αιτιολογία, εξηγείται πως, «Εν προκειμένω, δεν προκύπτει από την ατομική συμπεριφορά του Αιτητή πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας τη Κυπριακής Δημοκρατίας». Συναφώς, προς την πιο πάνω θέση γίνεται, επίσης, εισήγηση ότι το Δικαστήριο παραβλέποντας τη συχνότητα τέλεσης και τη φύση των αδικημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του, ούτε άσκησε δεόντως τη διακριτική εξουσία του. Εξ ου και η πρόσθετη αιτιολόγηση, ότι «Ο Αιτητής καταδικάστηκε για αδικήματα εναντίον προσώπου και πάντως όχι εναντίον της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας ή εναντίον του κοινωνικού συνόλου. Ο Αιτητής καταδικάστηκε για μικροκλοπές. Συνεπώς, ο αιτητής δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελεί για τέτοιου είδους αδικήματα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη». Πάντως, με τους λόγους έφεσης δεν τίθεται θέμα, ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα. Τα σχετικά γεγονότα, όπως αναφέρονται πιο πάνω, είναι κοινώς αποδεκτά. Ουσιαστικά, με τους τρεις λόγους έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο επικυρώνοντας την απόφαση του εφεσίβλητου, ενήργησε με την ίδια πλάνη περί το νόμο, κρίνοντας ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη.
Δεδομένης της αναθεωρητικής φύσης της παρούσας έφεσης, το θέμα που αποτέλεσε αντικείμενο της αίτησης πρωτόδικα, ήτοι η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντος, όντας αιτητής ασύλου, εξετάζεται εξ υπαρχής, υπό το φως των πιο πάνω λόγων έφεσης. Στο επίκεντρο τούτου, είναι το γεγονός πως ο εφεσείων με το εν λόγω διάταγμα στερείται της ελευθερίας του, κατά παράβαση του Άρθρου 11.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται σε αυτό, «Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας.». Στο βασικό αυτό δικαίωμα υπάρχουν εξαιρέσεις. Η παρούσα περίπτωση, φαίνεται να εντάσσεται στην πρόνοια του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος, όπου προβλέπεται ότι η κράτηση επιτρέπεται, εφόσον η περίπτωση αφορά αλλοδαπό, «καθ' ου εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπόν απελάσεως» του. Ανάλογες πρόνοιες υπάρχουν στο άρθρο 5.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η ΕΣΔΑ), κυρωθείσα από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον ομώνυμο Νόμο 39/1962. Πλέον σημαντικός, όμως, είναι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό το πρίσμα των προνοιών του οποίου κρίνεται η νομιμότητα των οικείων νομοθετημάτων στον υπό αναφορά τομέα. Στο άρθρο 6 αυτού, προνοείται, ειδικά, ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια». Ό,τι επικαλείται ο εφεσείων, ήτοι το δικαίωμα στην ελευθερία.
Το μεταναστευτικό ζήτημα έχει προσλάβει σοβαρές διαστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αποτελεί εξαίρεση, με δεδομένη τη συρροή στα εξωτερικά σύνορα της, υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι αιτούνται της παραχώρησης διεθνούς προστασίας, για τους λόγους που προβάλλει ο καθένας από αυτούς. Όπως εξηγήθηκε, ήδη, ο εφεσείων θεωρείται ότι είναι αιτητής, για το πιο πάνω καθεστώς. Η περίπτωση του, επομένως, διέπεται από τα νομοθετήματα που θεσπίστηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη ρύθμιση του προαναφερθέντος ζητήματος. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της Ένωσης, τα εφαρμόζει και η ίδια. Άμεσα σχετική επί του θέματος που εξετάζεται εδώ, είναι η Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, (η Οδηγία). Έχει μεταφερθεί στο δίκαιο της Δημοκρατίας, με τον τροποποιητικό Ν.105(Ι)/2016 και αποτελεί μέρος του βασικού Ν.6(Ι)/2000. Η παρούσα περίπτωση, όπως έχει προαναφερθεί, διέπεται, ειδικά, από τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του τελευταίου, αντίστοιχες του οποίου είναι οι πρόνοιες που απαντούν στο άρθρο 8 της Οδηγίας, οι οποίες έτυχαν ερμηνείας από το ΔΕΕ.
Δεδομένης, λοιπόν, της ιδιόμορφης κατάστασης ενός αιτητή ασύλου, ευρισκόμενου σε έδαφος που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία, γενικά, η περίπτωση του τυγχάνει αντιμετώπισης, στη βάση των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ, του Νόμου. Κατά πρώτο, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) αυτού, «Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή,.», εννοείται αιτητή ασύλου. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυνατό να κριθεί αναγκαίο, αυτός να τεθεί υπό κράτηση. Τούτες, προβλέπονται, εξαντλητικά, στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ. Εν προκειμένω, ενδιαφέρει η παράγραφος (ε), του εν λόγω άρθρου. Ολόκληρη η, σχετική, πρόνοια έχει ως εξής:
«9ΣΤ(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) ........................
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·»
Το Δικαστήριο, λόγω του αριθμού των θεμάτων που το απασχόλησαν, κατά την εξέταση της εφαρμογής της πιο πάνω πρόνοιας, αναφέρθηκε σε διάφορες, σχετικές επ΄ αυτών, αποφάσεις του ΔΕΕ. Με δεδομένους τους λόγους έφεσης, ξεχωρίζει, ως άμεσα σχετική, η αναφορά του στην υπόθεση C-601/2015, J. N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15.2.2016. Αφορούσε προδικαστικό ερώτημα, σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 8 παράγραφοι 2 και 3(ε) της Οδηγίας, εξεταζομένου υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης εκείνης. Το ΔΕΕ, στην απόφαση του, αφού καθόρισε την έννοια της «δημόσιας τάξης», διατύπωσε τους παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη, σε περίπτωση που εξετάζεται η επιβολή του μέτρου της κράτησης σε αιτητή ασύλου. Τα όσα, σχετικά, ανέφερε παρατίθενται στις σκέψεις 65 και 67 της απόφασής του, ως εξής:
"65. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, . .
67 Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ' αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).»
Προηγουμένως, το ΔΕΕ, στη σκέψη 53 της απόφασης του, αφού διαπίστωσε ότι το μέτρο κράτησης που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3(ε) της Οδηγίας, «ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση", δηλαδή την προστασία, μεταξύ άλλων, της δημόσιας τάξης, πρόσθεσε και το έξης, πολύ σημαντικό:
«53. . Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ' αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).»
Κατ΄ αρχάς, λοιπόν, σε συμφωνία οπωσδήποτε, με τη νομολογία, ανωτέρω, του ΔΕΕ, αναγνωρίζεται ότι δεν δικαιολογείται η καθιέρωση ενός κοινού κριτηρίου για το τι μπορεί να συνιστά απειλή κατά της δημόσιας τάξης ενός κράτους μέλους. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται με αναφορά στα δικά της περιστατικά και στη βάση αυτών, διαπιστώνεται κατά πόσο η συμπεριφορά του αιτητή, αποτελεί ενεστώσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης. Το Δικαστήριο, σαφώς, έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω, στα οποία παρέπεμψε με σχετική αναφορά. Αυτά, το οδήγησαν στην καταληκτική κρίση του, που διατυπώνεται στο απόσπασμα που καταγράφεται προηγουμένως. Εμφανώς, με αυτή λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που το ΔΕΕ παρέθεσε, ειδικά, στις σκέψεις 53, 65 και 67, ανωτέρω, στη βάση των οποίων άσκησε, δεόντως, τη διακριτική εξουσία του, ώστε να μη δικαιολογείται επέμβαση, επ' αυτής, του Εφετείου.
Η δικαιολογημένη διαπίστωση του Δικαστηρίου, με βάση τα γεγονότα, που αφορούσε στη συγκεκριμένη συμπεριφορά του εφεσείοντος, ήταν πως, ουσιαστικά, αυτός, κατά τη σύντομη παραμονή του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, συμπεριφέρθηκε, ως καθ' έξιν, παραβάτης του νόμου, με ροπή στη διάπραξη συγκεκριμένης φύσεως αδικήματα. Αυτά, ακριβώς, ως εκ της φύσεως τους, προκαλούν ανασφάλεια και φόβο, όπως τούτο γίνεται αντιληπτό από τον κοινό άνθρωπο, αυθεντικό εκφραστή των ενδόμυχων αντιλήψεων της κοινωνίας. Η, εν λόγω, παράνομη συμπεριφορά του εφεσείοντος, σαφώς, αποτελεί ενεστώσα απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, ώστε να δικαιολογείται η κράτηση του, ως μέτρο αναλογικό σε σχέση με την ανάγκη για προστασία από τη διασάλευση, ως ανωτέρω, της κοινωνικής τάξης, μέχρι την περάτωση της διαδικασίας για παραχώρηση προς αυτόν διεθνούς προστασίας. Τούτο, ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε δικαιολογίας πίσω από τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων, που μπορεί να επενεργεί για μετριασμό της ποινής, στο στάδιο που επιλαμβάνεται το ποινικό δικαστήριο. Επομένως, υπό τις περιστάσεις, η παρουσία του εφεσείοντα στο έδαφος της Δημοκρατίας, δικαιολογημένα κρίθηκε, ως αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, συνιστώσα, τοιουτοτρόπως, απειλή κατά της δημόσιας τάξης. Βέβαια, τονίζεται ότι, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, η διαδικασία εξέτασης της περίπτωσης του εφεσείοντος, για παραχώρηση σε αυτόν διεθνούς προστασίας, πρέπει να περατωθεί το συντομότερο δυνατό.
Σημειώνεται, τέλος, πως, η απόφαση του Δικαστηρίου, με αναφορά και στη νομολογία του ΔΕΕ, πραγματεύεται και άλλες πτυχές, που πρέπει να εξετάζονται, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσο δικαιολογείται η εφαρμογή του μέτρου κράτησης, ενός αιτητή ασύλου. Δεν χρειάζεται, όμως, να γίνει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτές, στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου του προαναφερθέντος περιορισμένου σκοπού των λόγων έφεσης. Καταλήγοντας, λοιπόν, διαπιστώνεται ότι η κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα που ηγέρθη και εξετάστηκε, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, είναι ορθή.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.500.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/γκ