ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D397
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 132/2015)
20 Οκτωβρίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΚΟΥΡΡΗ,
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΙΚΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
3. ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΝΙΚΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
Εφεσίβλητων.
Θ. Χατζηλούκα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Ευαγγέλου (κα) για Δειλινός & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Έφεση ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης στην Προσφυγή υπ' αρ. 6379/2013, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία επικύρωσε στις 26/7/2013 την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών που αφορούσε τη Δήλωση Πολιτικής για τη Δημοτική Περιοχή Αγίας Νάπας και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 23/8/2013, σύμφωνα με την οποία το ακίνητο των Εφεσιβλήτων ενετάχθη στην Πολεοδομική Ζώνη Αα1, ενώ προηγουμένως ήταν ενταγμένο στην Πολεοδομική Ζώνη Γ.
Η παράθεση, εν συντομία, του ιστορικού της υπόθεσης όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα βοηθήσει στην κατανόηση όσων εγείρονται μέσω του μοναδικού Λόγου Έφεσης που προβάλλεται στην παρούσα υπόθεση.
Μέχρι το 2004 το ακίνητο των Εφεσιβλήτων ενέπιπτε στη Γεωργική Ζώνη Γ, γεγονός που τους έδινε τη δυνατότητα να ανεγείρουν σε αυτό μεμονωμένη διώροφη κατοικία με μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος 8.30 μέτρων. Όμως, στις 10/9/2004 με τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας το ακίνητο εντάχθηκε στη Ζώνη Δημοσίων Χρήσεων Αα1 με συνέπεια να μην υπάρχει πλέον η δυνατότητα για ανέγερση κατοικίας εντός αυτού.
Οι Εφεσίβλητοι προσέβαλαν την αλλαγή της Ζώνης με ενστάσεις, οι οποίες απερρίφθησαν, με αποτέλεσμα κατά την έγκριση του Τοπικού Σχεδίου το 2008 τα δεδομένα του ακινήτου να παραμείνουν ως είχαν διαμορφωθεί κατά τη δημοσίευση του Σχεδίου το 2004.
Η νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε το πιο πάνω Τοπικό Σχέδιο προσβλήθηκε επιτυχώς από τους Εφεσιβλήτους με προσφυγές, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η ακύρωση του με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 5/10/2011, λόγω κακής σύνθεσης των οργάνων που είχαν εμπλακεί στη διαδικασία εκπόνησής του.
Μετά την επιτυχή κατάληξη των προσφυγών των Εφεσιβλήτων ο Υπουργός Εσωτερικών προχώρησε σε δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 14/10/2011, της υπ' αρ. 850 Γνωστοποίησης, σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός εκπόνησε για τη Δημοτική Περιοχή Αγίας Νάπας Δήλωση Πολιτικής βάσει της οποίας το πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου παρέμενε ως είχε καθοριστεί στο Τοπικό Σχέδιο του 2004.
Κατά των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής η Εφεσίβλητη αρ. 1, ασκώντας το δικαίωμα που της παρέχεται με βάση τις πρόνοιες του ’ρθρου 18Α(9) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, N. 90/1972, ως έχει τροποποιηθεί, υπέβαλε ένσταση. Μέσω αυτής αξίωνε αποζημιώσεις στη βάση του ότι με την αλλαγή του συντελεστή δόμησης που συνεπάγετο η ένταξη του ακινήτου στη Ζώνη Αα1 δεν μπορούσε να υλοποιήσει την πρόθεση της για ανέγερση κατοικίας εντός αυτού.
Η Ένσταση εξετάστηκε από τριμελή Επιτροπή Μελέτης των Ενστάσεων (ΕΜΕ), η οποία υπέβαλε εισήγηση στον Υπουργό Εσωτερικών για απόρριψη της με το αιτιολογικό ότι «η ιδιοκτησία βρίσκεται εντός της καθορισμένης περιοχής του καθορισμένου αθλητικού κέντρου της Δήλωσης Πολιτικής Αγίας Νάπας» και ότι «το αίτημα για αποζημίωση για αγορά ακινήτου κρίνεται ως άνευ αντικειμένου».
Ο Υπουργός Εσωτερικών υιοθέτησε τις απόψεις της Επιτροπής και ακολούθως υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο την Πρόταση με αρ. 873/2013 για έγκριση της Δήλωσης Πολιτικής, μαζί με τις τροποποιήσεις που υποδεικνύονταν σε συνημμένο έγγραφο. Η εν λόγω Πρόταση έτυχε επικύρωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 26/7/2013 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 23/8/2013.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ακύρωση στις 5/10/2011 από το Ανώτατο Δικαστήριο του Τοπικού Σχεδίου για τη Δημοτική Περιοχή Αγίας Νάπας, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 2004 και εγκρίθηκε το 2008, επέβαλλε επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του 2004. Όπως τονίσθηκε στην πρωτόδικη Απόφαση, η υποχρέωση επανεξέτασης δεν μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω της εκπόνησης και δημοσίευσης Δήλωσης Πολιτικής, όπως τελικά έγινε, και ότι δεν ήταν δυνατή η πλήρωση του κενού που δημιούργησε η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου με τη Δήλωση Πολιτικής. Με παραπομπή στις πρόνοιες του ’ρθρου 18Α(1) το οποίο, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον ουσιώδη χρόνο προέβλεπε για την κατά περίπτωση δυνατότητα ή υποχρέωση εκπόνησης Δήλωσης Πολιτικής από τον Υπουργό σε οποιαδήποτε περιοχή «για την οποία δεν έχει τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο», έκρινε ότι, με δεδομένο ότι στην υπό εξέταση περίπτωση είχε τεθεί σε ισχύ το Τοπικό Σχέδιο του 2004 και, συνεπώς, προϋπήρχε η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου, δεν υπήρχε περιθώριο πλήρωσης του κενού που δημιούργησε η μεταγενέστερη δικαστική ακύρωση του με Δήλωση Πολιτικής κατ' επίκληση της πιο πάνω πρόνοιας. Ήταν δε η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η μόνη οδός για τη διοίκηση ήταν η τροχιοδρόμηση νέας διαδικασίας με τήρηση των δικαστικών υποδείξεων αναφορικά με τη σύνθεση των συλλογικών οργάνων η οποία είχε κριθεί ως πάσχουσα και η νομότυπη έκδοση νέου Τοπικού Σχεδίου σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην απόφαση Φάνη Α. Γεωργιάδη (πιο πάνω)».
Βασικό έρεισμα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε η απόφαση στην υπόθεση Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2412/2006, ημερ. 16/7/2009. Στην εν λόγω υπόθεση, οι αιτήτριες, συνιδιοκτήτριες ενός τεμαχίου γης στην Πόλη Χρυσοχούς, είχαν υποβάλει το 1998 αίτηση για πολεοδομική άδεια προς κατασκευή πίστας για μικρά αυτοκίνητα (go karts) και συναφείς εγκαταστάσεις. Ενώ εκκρεμούσε η αίτηση τους, το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς, το οποίο ίσχυε από το 1995, τροποποιήθηκε, αρχικά το 2000 και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε το 2003 με συμπερίληψη σε αυτό προνοιών σε σχέση με αναπτύξεις ειδικού τύπου, τις οποίες πρόνοιες η προτεινόμενη από τις αιτήτριες ανάπτυξη δεν ικανοποιούσε. Ωστόσο, στη συνέχεια, το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20/5/2003, με αποτέλεσμα να εκπονηθεί Δήλωση Πολιτικής για τη δημοτική περιοχή της Πόλης Χρυσοχούς με ισχύ από 24/10/2003, η οποία περιείχε παρόμοιες πρόνοιες, όπως το αναθεωρημένο το 2003 Τοπικό Σχέδιο, τις οποίες η προτεινόμενη ανάπτυξη και πάλι δεν ικανοποιούσε. Η Πολεοδομική Αρχή με βάση τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής απέρριψε την αίτηση των αιτητριών ως μη συνάδουσα με αυτές.
Στην υπόθεση εκείνη αποτέλεσε θέση των αιτητριών ότι η Δήλωση Πολιτικής ήταν παράνομη και άκυρη διότι, αντί μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να γίνει επανεξέταση και έγκριση νέου Τοπικού Σχεδίου, ακολουθήθηκε η διαδικασία εκπόνησης και δημοσίευσης Δήλωσης Πολιτικής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη θέση των αιτητριών ανέφερε:
«Η εξαφάνιση και κατάργηση του Τοπικού Σχεδίου δεν σήμαινε βεβαίως ότι ο Υπουργός μπορούσε πλέον να ενεργήσει κατά το δοκούν εφαρμόζοντας Δήλωση Πολιτικής διότι προϋπήρξε, ως πραγματικό γεγονός, η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου, έστω και αν αυτό ακυρώθηκε. Δήλωση Πολιτικής, θα μπορούσε να είχε εκπονηθεί για περιοχή περιλαμβανομένου και Δήμου, για την οποία δεν είχε προηγουμένως εκπονηθεί οποιοδήποτε Τοπικό Σχέδιο. Και δεν αποτελεί δικαιολογία, ως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων στη σελ. 6 της αγόρευσης τους στην παρ. 1.8.3, ότι ο Υπουργός «.. δεν μπορούσε να αφήσει εκτεθειμένη και χωρίς κατάλληλη πολεοδομική ρύθμιση μια ταχέως αναπτυσσόμενη περιοχή, όπως η Πόλη Χρυσοχούς.». Ο ορθός τρόπος πολεοδομικής ρύθμισης θα ήταν βέβαια με την εκπόνηση νέου Τοπικού Σχεδίου διορθώνοντας το πρόβλημα το οποίο είχε δημιουργηθεί στη συγκρότηση του Κοινού Συμβουλίου. Αναφέρεται στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. Τόμος ΙΙ σελ. 202 παρ. 570, ότι «Όταν η ακύρωση έγινε λόγω αναρμοδιότητας ή παράβασης ουσιώδους τύπου ... κατά περίπτωση μπορεί ή οφείλει επίσης η διοίκηση να εκδώσει νέα πράξη με το ίδιο περιεχόμενο από το αρμόδιο όργανο ... Εάν το όργανο το οποίο είχε εκδώσει την πράξη που ακυρώθηκε δεν υπάρχει πλέον, συνίσταται και πάλι για την έκδοση της νέας πράξης ...».
Με αυτό τον τρόπο θα λαμβανόταν υπόψη η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και θα εξεταζόταν η αίτηση των αιτητριών στη βάση της υφισταμένης τότε νομικής και πραγματικής κατάστασης. Θα έπρεπε να συγκροτείτο ορθά το Κοινό Συμβούλιο και να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα. Η έκδοση Δήλωσης Πολιτικής ήταν ένα μέτρο που δεν μπορεί να υποστηρικτεί παρά μόνο στη βάση μιας διαφοροποιημένης νόμιμης κατάστασης, αγνοώντας, λανθασμένα, το γεγονός ότι είχε ως πραγματικό γεγονός, εκπονηθεί ήδη για την περιοχή Τοπικό Σχέδιο.»
Με ένα Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα προβάλλει ότι η διοικητική ενέργεια της έκδοσης και δημοσίευσης της επίδικης Δήλωσης Πολιτικής, η οποία ήταν η προσβαλλόμενη στην προσφυγή Απόφαση, ρητώς εξουσιοδοτείτο από τις πρόνοιες του ’ρθρου 18Α του Ν. 90/1972, ως είχε τροποποιηθεί με τον τροποποιητικό Νόμο 20(Ι)/2013 και ο οποίος είχε θεσπιστεί πριν τη λήψη της επίδικης Απόφασης. Ως εκ τούτου, η Εφεσείουσα, βασικά, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την εν λόγω ρητή νομοθετική διάταξη και, συνεπακόλουθα, την επίδραση που αυτή μπορούσε να έχει στην υπό κρίση περίπτωση.
Το ερώτημα που εγείρεται, εν προκειμένω, είναι κατά πόσο το κενό που δημιούργησε η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5/10/2011 με την ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου για την περιοχή, μπορούσε να καλυφθεί από τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας.
Εν πρώτοις, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Νόμος 20(Ι)/2013 ο οποίος τροποποίησε το ’ρθρο 18Α του Ν. 90/1972 θεσπίσθηκε στις 12/4/2013, ήτοι πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης Απόφασης. Υπενθυμίζεται ότι η έκδοση της επίδικης Δήλωσης Πολιτικής έλαβε χώρα στις 23/8/2013 με τη δημοσίευση της εκείνη την ημερομηνία στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Οι πρόνοιες του ’ρθρου 18Α του Ν. 90/1972, πριν την τροποποίηση του Ν. 90/1972 είχαν ως εξής:
«18Α.(1) Ο Υπουργός δύναται, και οφείλει αν αυτό απαιτηθεί από το Υπουργικό Συ΅βούλιο, να εκπονήσει ∆ήλωση Πολιτικής αναφορικά ΅ε την οποία θα εξετάζονται αιτήσεις για πολεοδο΅ική άδεια για ανάπτυξη, σε οποιαδήποτε περιοχή για την οποία δεν έχει ακό΅η τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής ΅ε σκοπό τη ΅εθοδική ανάπτυξη προς το συ΅φέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρέτησης και της γενικής ευη΅ερίας:
Νοείται ότι όταν τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής αναφορικά ΅ε οποιαδήποτε τέτοια περιοχή, το Τοπικό Σχέδιο ή το Σχέδιο Περιοχής υπερισχύει της ∆ήλωσης Πολιτικής.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Οι πρόνοιες του ’ρθρου 18Α του Ν. 90/1972, μετά την τροποποίηση που προέκυψε ως αναφέρθηκε ανωτέρω, διαμορφώθηκαν ως ακολούθως:
«18Α.(1) Ο Υπουργός δύναται, και οφείλει αν αυτό απαιτηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, να εκπονήσει ∆ήλωση Πολιτικής αναφορικά με την οποία θα εξετάζονται αιτήσεις για πολεοδομική άδεια για ανάπτυξη, σε οποιαδήποτε περιοχή για την οποία δεν βρίσκεται σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής με σκοπό τη μεθοδική ανάπτυξη προς το συμφέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρέτησης και της γενικής ευημερίας:
Νοείται ότι όταν τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής αναφορικά με οποιαδήποτε τέτοια περιοχή, το Τοπικό Σχέδιο ή το Σχέδιο Περιοχής υπερισχύει της ∆ήλωσης Πολιτικής.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Όπως προκύπτει, ως αποτέλεσμα της τροποποίησης που επέφερε ο Νόμος 20(Ι)/2013, η φράση «δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ» αντικαταστάθηκε με τη φράση «δεν βρίσκεται σε ισχύ».
Όπως υποστηρίχθηκε από μέρους της Εφεσείουσας, η τροποποίηση στο ’ρθρο 18Α του Νόμου επήλθε για να αποφεύγεται, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης που αφορά σε Τοπικό Σχέδιο, η αναγκαιότητα, στο πλαίσιο του καθήκοντος της Διοίκησης για επανεξέταση και συμμόρφωση προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση, νομότυπης εκπόνησης νέου Τοπικού Σχεδίου, κάτι το οποίο θα συνεπαγόταν αρκετό χρόνο. Και τούτο με τη δυνατότητα του Υπουργού να προχωρεί στην εκπόνηση Δήλωσης Πολιτικής.
Το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι κατά πόσο στις 23/8/2011, ημερομηνία της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ευρίσκετο σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο εν τη εννοία του ’ρθρου 18Α του Νόμου. Για τους λόγους που εξηγούμε κατωτέρω, η απάντηση είναι αρνητική.
Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι σαφές ότι είχε τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο το οποίο, όμως, ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου ημερ. 20/5/2013. Αν δεν μεσολαβούσε η τροποποίηση του ’ρθρου 18Α, η δυνατότητα του Υπουργού για εκπόνηση Δήλωσης Πολιτικής «σε οποιαδήποτε περιοχή για την οποία δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ» δεν θα υφίστατο για τον απλούστατο λόγο ότι είχε προϋπάρξει, ως πραγματικό γεγονός, η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου έστω και αν αυτό είχε μεταγενέστερα ακυρωθεί.
Μετά την τροποποίηση, ωστόσο, του ’ρθρου 18Α η κατάσταση διαφοροποιείται. Η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου με την απόφαση του Ανωτάτου είχε ως συνέπεια την κατάργηση και την εξαφάνιση της επίδικης πράξης από την έννομη τάξη. Είναι σαφές ότι η ακυρωτική απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης, και μάλιστα εξ υπαρχής και αναδρομικά.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973:
«Με ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίζεται εξ υπαρχής και εξαλείφονται ολοκληρωτικά τα αποτελέσματα που έχουν παραχθεί από αυτή και κάθε συνέπειά της.»
Με δεδομένο, επομένως, ότι η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου είχε ως συνέπεια η διοικητική πράξη της έκδοσης και δημοσίευσης του να μην υφίσταται πλέον στο νομικό κόσμο, το κενό που δημιουργήθηκε, ως εκ της ακύρωσης, μπορούσε να καλυφθεί από τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Με άλλα λόγια, η εξέλιξη που προέκυψε ένεκα της ακυρωτικής απόφασης κατέστησε την υπό κρίση περίπτωση ως περίπτωση όπου δεν ευρίσκετο πλέον σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο για την περιοχή, με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται η δυνατότητα του Υπουργού να εκπονήσει, όπως και έπραξε, σχετική Δήλωση Πολιτικής.
Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, ως θα έπρεπε, τη σχετική νομοθετική πρόνοια που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά την προηγούμενη που είχε εν τω μεταξύ τροποποιηθεί, με αποτέλεσμα να αχθεί σε λανθασμένα, με κάθε σεβασμό, συμπεράσματα και, τελικώς, σε εσφαλμένη κρίση.
Ενόψει των πιο πάνω η Έφεση γίνεται αποδεκτή και επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται, συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα.
Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσιβλήτων συνολικά έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, ύψους 4.000.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ, Δ.
i
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.