ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A326
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 22/2016)
(Προσφυγή Αρ. 171/2013)
20 Ιουλίου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές.]
ΕΛΕΝΗ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Καμιά εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη. Στ. Μαξούτη (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για να ακούσει την απόφαση.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με πέντε λόγους έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της Εφεσείουσας κατά της απόφασης της Εφεσίβλητης, σε σχέση με έξι από τα επτά Ενδιαφερόμενα Μέρη, που είχαν προαχθεί στη θέση Γραμματειακού Επόπτη Β' της Εφεσίβλητης, Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Α.ΤΗ.Κ., αντί της ιδίας.
Σύμφωνα με τον Καν.10(5)(α) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 μέχρι 1990: «Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του». Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Καν.10(7): «Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους».
Υποψήφιοι για τις επτά θέσεις που είχε αποφασιστεί να πληρωθούν ήταν όσοι είχαν συμπληρώσει κατά την 5.6.2012 τριετή πραγματική υπηρεσία στην αμέσως κατώτερη θέση της επίδικης, δηλαδή στη θέση Επιθεωρητή Γραφείου / Ανώτερου Γραφέα, και πληρούσαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα της θέσης. Το σύνολο των υποψηφίων ανερχόταν στους ενενήντα επτά, μεταξύ των οποίων και η Εφεσείουσα.
Στην καταληκτική συνεδρία του Συμβουλίου Προσωπικού, ο Πρόεδρος και τα Μέλη του αποφάσισαν ως προς τη συμβουλή που θα έδιδαν στην Αρχή για την πλήρωση των επτά επίδικων θέσεων. Ο καθένας κατονόμασε τους υποψήφιους τους οποίους θεωρούσε καταλληλότερους. Ο Πρόεδρος πρότεινε επτά υποψήφιους. Ένα μέλος πρότεινε έξι υποψήφιους για τις έξι θέσεις και κατάλογο άλλων οκτώ υποψηφίων για την έβδομη θέση. Τρία άλλα μέλη, πρότειναν από κοινού επτά υποψήφιους, ενώ και το πέμπτο μέλος πρότεινε επτά συγκεκριμένους υποψηφίους. Προτάθηκαν 18 υποψήφιοι. Κάποιοι προτάθηκαν από πέραν του ενός. Η Εφεσείουσα δεν προτάθηκε από κάποιο.
Στο σχετικό πρακτικό προηγείται αναφορά για το τι έλαβε υπόψη του για να διαμορφώσει την κρίση του ο Πρόεδρος και κάθε Μέλος του Συμβουλίου. Πρόκειται για ουσιαστικά κοινό περιεχόμενο, ότι δηλαδή ο προτείνων είχε υπόψη του το σύνολο των κριτηρίων που καθιερώνει ο Καν.10(7), που επεξηγείται και το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου των υποψηφίων, περιλαμβανομένων των προσόντων τους. Για τα Μέλη αναγραφόταν, επίσης, ότι έλαβαν υπόψη και τους τομείς δραστηριότητας και έργα με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι και την εν γένει πείρα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην Α.Τ.Η.Κ.
Υπεισέρχεται στη συνέχεια το υποκειμενικό στοιχείο της ατομικής κρίσης του καθενός. Αν δεν υφίστατο χώρος για αυτό, τότε θα αναμενόταν πως όλοι θα επέλεγαν τους ίδιους υποψηφίους. Και δεν θα υπήρχε λόγος να συμβουλεύουν το Συμβούλιο της Αρχής, που θα μπορούσε από μόνο του να ανατρέξει στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων και να προαγάγει αυτούς που με τα στοιχεία των φακέλων θα έπρεπε να θεωρούνται οι καταλληλότεροι.
Επί τούτου, αναφέρεται στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Δαμιανού (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 247, 252, ότι:
«. τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και ο Διευθυντής έχουν προσωπική γνώση της γενικής αξίας των υποψηφίων, ως εκ της ιδιότητας τους σαν ανώτεροι λειτουργοί της Αρχής. Η φράση που χρησιμοποιήθηκε: «ουσιαστικά καταλληλότεροι», δεν είναι κατ΄ανάγκην αναπαραγωγή αυτής που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό 10(7). Δηλώνει, νομίζουμε, την επιλογή του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή μεταξύ υποψηφίων που ισοβαθμούν στα στοιχεία που καταγράφονται στα χαρτιά. Αν δεν ήταν δυνατή σε τέτοια, ή παρόμοια περίπτωση, το Συμβούλιο Προσωπικού ή ο Διευθυντής να εκφράσουν την προτίμηση τους, αναφορικά με ισότιμους υποψηφίους, τότε θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής. Εδώ ακριβώς, νομίζουμε, πως υπεισέρχεται η ατομική κρίση, η οποία δυνατό να μην μπορεί να εκφραστεί με συγκεκριμένες λέξεις, ενόψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, διαπιστώνεται όμως από το πνεύμα του γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται και τις ιδιάζουσες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση».
Της καταληκτικής συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού είχαν προηγηθεί άλλες, κατά τις οποίες το Συμβούλιο Προσωπικού διαπίστωσε την κατοχή των ελάχιστων απαιτούμενων προσόντων από τους υποψηφίους, τους ταξινόμησε, όπως αναφέρεται, με βάση τα προσόντα του καθενός και την πορεία του στην υπηρεσία της Αρχής και τους αξιολόγησε. Τόσο η Εφεσείουσα όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη είχαν αξιολογηθεί ως εξαίρετοι κατά τα τρία προηγούμενα χρόνια και ήταν ανάμεσα στους 95 από τους 97 υποψήφιους που είχαν την ανώτατη δυνατή βαθμολογία.
Ακολούθησε η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή ο οποίος κατέγραψε ότι συμφώνησε με τον πίνακα υποψηφίων του Συμβουλίου Προσωπικού. Στη συνέχεια προχώρησε, όπως αναφέρει, σε διεξοδική μελέτη και σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του Καν.17 και όλα τα ενώπιον του στοιχεία και το περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου, περιλαμβανομένων των προσόντων ενός εκάστου. Κατέληξε να εισηγηθεί τους υποψήφιους που είχαν προαχθεί μέχρι και το 2000 και προτείνονταν από τουλάχιστον δύο Μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και τους υποψήφιους που είχαν προαχθεί μέχρι και το 2003 και προτείνονταν από τουλάχιστον τρία Μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού. Εισηγήθηκε εννέα υποψήφιους στους οποίους, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν περιλαμβανόταν η Εφεσείουσα.
Η Αρχή αφού μελέτησε την έκθεση του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων πρόκρινε ως καταλληλότερους δώδεκα υποψήφιους, από τους οποίους επέλεξε έξι και ακολούθως ακόμα ένα. Η Εφεσείουσα δεν ήταν ανάμεσα τους.
Στην απόφαση της Αρχής δεν γίνεται επιμέρους αναφορά στα προσόντα οιουδήποτε των υποψηφίων, ούτε και της Εφεσείουσας
ειδικά. Καταγραφόταν όμως ότι:
«Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και συγκεκριμένα τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των 97 υποψήφιων υπαλλήλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα φύλλα ποιότητας/προαγωγής τους και/ή οι υπηρεσιακές τους εκθέσεις και/ή τα έντυπα αξιολόγησής τους, προχώρησε σε αξιολόγηση και σε σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις Γραμματειακού Επόπτη Β΄.
Το Συμβούλιο σημείωσε ότι έχει ενώπιον του τις περιπτώσεις 97 υπαλλήλων από τους οποίους οι 95 έχουν βαθμολογία 5 κατά την τελευταία τριετία (που είναι η ανώτατη δυνατή) .
Επιπρόσθετα, το Συμβούλιο σημείωσε ότι κριτήρια επιλογής, με βάση τους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς, αποτελούν η επίδοση, η απόδοση και η ουσιαστική καταλληλότητα. Η αρχαιότητα και τα προσόντα δεν αποτελούν αυτοτελές κριτήριο, αλλά συνυπολογίζονται στην ουσιαστική καταλληλότητα, στην οποία μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν στοιχεία όπως η προσαρμοστικότητα, η αποτελεσματικότητα και η εφαρμογή νέων ιδεών.»
Περαιτέρω, καταγράφονταν στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου της Αρχής επί μέρους κρίσεις για κάθε υποψήφιο. Για τα έξι Ενδιαφερόμενα Μέρη που η έφεση αφορά και την Εφεσείουσα αναφερόταν ότι:
«Ο υποψήφιος Γ.Γ. κρίνεται ως αξιόπιστος και συνεργάσιμος υπάλληλος με υποδειγματική συμπεριφορά, ο οποίος διακρίνεται για τις γνώσεις του στη διοίκηση, την οργάνωση, τη στρατηγική και τα λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Διεκπεραιώνει έγκαιρα ότι του ανατίθεται και με τις ικανότητές του αυτές είναι κεντρικός συντονιστής σειράς συστημάτων για τη Διεύθυνσή του.
Ο υποψήφιος Γ.Κ. κρίνεται ως εχέμυθος, ευσυνείδητος, πρόθυμος και αξιόπιστος υπάλληλος, ο οποίος διακρίνεται για το θετικό κλίμα και το ομαδικό πνεύμα που δημιουργεί, για το ότι εστιάζει στην εξυπηρέτηση του πελάτη παρέχοντας ορθές και ολοκληρωμένες πληροφορίες και για το ότι εμπλουτίζει συνεχώς τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ατομικές του ικανότητες.
Ο υποψήφιος Ι.Τ. κρίνεται ως τυπικός, συνεπής και ευσυνείδητος υπάλληλος, του οποίου η εμπειρία αποδεικνύεται πολύτιμη στην καθοδήγηση των συναδέλφων του. Ως ομαδάρχης της πολύ σημαντικής ομάδας εισπράξεων κατέχει σε μεγάλο βαθμό τα απαιτούμενα της θέσης αυτής, που είναι η άριστη γνώση συστημάτων/διαδικασιών, η ορθή οργάνωση και προγραμματισμός, η υπευθυνότητα και οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις τόσο με εσωτερικούς όσο και με εξωτερικούς συνεργάτες.
Ο υποψήφιος Γ.Ι. κρίνεται ως ευσυνείδητος και εργατικός υπάλληλος με ζήλο για την υπηρεσία, ο οποίος διακρίνεται για τη γνώση των συστημάτων που χειρίζεται, τη συνεργασία με εσωτερικούς και εξωτερικούς συνεργάτες, την εμπειρία του, την αξιοπιστία και παραγωγικότητα στα αποτελέσματά του και τις οργανωτικές και διοικητικές του ικανότητες.
Ο υποψήφιος Σ.Ζ. κρίνεται ως μεθοδικός και συνεργάσιμος υπάλληλος, ο οποίος διακρίνεται για τη θεωρητική και πρακτική του κατάρτιση, την ανεπτυγμένη κρίση και αντίληψη και την πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα που επιδεικνύει. Κρίνεται ως ιδιαίτερα αξιόπιστο άτομο με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης των πράξεών του.
Ο υποψήφιος Α.Μ. κρίνεται ως οξυδερκής, συνεπής και εργατικός υπάλληλος με πρωτοβουλίες, ο οποίος διακρίνεται για την επαγγελματική του συμπεριφορά, την αξιοποίηση του ευρέως πεδίου γνώσεων που διαθέτει και την ακρίβεια και αξιοπιστία στα αποτελέσματα. Η συνεισφορά του κρίνεται ως καθοριστική και πολύτιμη.
O υποψήφιος Κ.Π. [το Ενδιαφερόμενο Μέρος η προαγωγή του οποίου ακυρώθηκε στην 1947/2012] κρίνεται ως αποφασιστικός, επιμελής και πρόθυμος υπάλληλος με πρωτοβουλία, ο οποίος διακρίνεται για την κρίση και αντίληψη του, την ποιότητα και τον επαγγελματισμό των αποτελεσμάτων του. Έχει πλήρη συναίσθηση της ευθύνης των πράξεων του και εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη.
Η υποψήφια Ε.Λ. [η Εφεσείουσα] κρίνεται ως πρόθυμη και αποφασιστική υπάλληλος, η οποία διακρίνεται για την επαγγελματική της κατάρτιση και τις διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την εισήγηση της Εφεσίβλητης ότι το Συμβούλιο Προσωπικού δεν είχε υποχρέωση να αναφερθεί ή σχολιάσει υποψήφιους που δεν συμπεριέλαβε στην κρίση του ως καταλληλότερους. Επικαλέστηκε την Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318, 1333, όπου, με παραπομπές σε προγενέστερη νομολογία (Ioannides and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 628, 635-6 και Piperi and Others v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1306, 1311-2), επαναλήφθηκε ότι δεν ήταν ανάγκη η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να αναφέρεται ονομαστικά στον κάθε υποψήφιο και πως ίσχυε το τεκμήριο της κανονικότητας έτσι που, στην απουσία μαρτυρίας ή ένδειξης για το αντίθετο, να γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή, που είχε ενώπιον της όλους τους φακέλους και κατάλογο των υποψηφίων που είχαν τα προσόντα, είχε λάβει υπόψη της και συγκρίνει όλους τους υποψήφιους.
Κατά το λόγο έφεσης 1, αυτή η επιμέρους κρίση ήταν εσφαλμένη. Η Μιλτιάδους, επιχειρηματολογεί η Εφεσείουσα, δεν ήταν σχετική, γιατί αφορούσε το όργανο τελικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας, όπως ήταν η Ε.Δ.Υ., ενώ στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος αφορούσε το Συμβούλιο Προσωπικού που ήταν συμβουλευτικό όργανο.
Η επισήμανση στη διάκριση του ρόλου των δύο οργάνων είναι ορθή. Όπως αναφέρεται στην Α.ΤΗ.Κ ν. Στασοπούλου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 157, 165: «Η αρμοδιότητα εξακολουθεί να παραμένει στην Α.ΤΗ.Κ. και για την άσκησή της λαμβάνεται υπόψη η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, που υπό τις συνθήκες δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα συμβουλευτικό όργανο, που έχει δημιουργηθεί για να υποβοηθά την ορθή άσκηση της αρμοδιότητας προαγωγών . ».
Η ουσία της εισήγησης της Εφεσείουσας είναι ότι στην περίπτωση συμβουλευτικού οργάνου, για να επιτελείται ο σκοπός του, η σύγκριση πρέπει να εμφαίνεται και δεν αρκεί να τεκμαίρεται, γιατί το όργανο που θα λάβει την τελική απόφαση, στην προκειμένη περίπτωση η Αρχή, δεν θα μπορούσε να λάβει συμβουλή από τεκμαιρόμενη σύγκριση, αλλά μόνο από πραγματική και εκτιθέμενη.
Η επιμέρους θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Υποστηρίζεται ευθέως από νομολογία. Στην Τούμπας κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (2009) 4(Β) Α.Α.Δ. 1054, 1063, ειδικά για το Συμβούλιο Προσωπικού της Α.ΤΗ.Κ. αναφέρθηκε ότι: «δεν είχε υποχρέωση να αναφερθεί ή να σχολιάσει ειδικότερα υποψήφιους που δεν συμπεριέλαβε στους κατά την κρίση του καταλληλότερους».
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο λόγος έφεσης 1 εξαντλείται, ωστόσο με την αιτιολογία του δίδεται προέκταση σε σχέση με την απουσία από τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού αιτιολογίας για τις προτιμήσεις, γιατί ελλείπει ουσιαστική σύγκριση των υποψηφίων και αντί αυτού γίνονται γενικοί και αόριστοι χαρακτηρισμοί των υποψηφίων.
Εφόσον δεν υπάρχει υποχρέωση σχολιασμού υποψηφίων που δεν περιλαμβάνονται στους κατά την κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού καταλληλότερους, η όποια υποχρέωση περιορίζεται σε αυτούς που το Συμβούλιο Προσωπικού προτείνει και επομένως δεν επιβάλλεται να εμφαίνεται οιαδήποτε σύγκριση με εκείνους που δεν προτάθηκαν, όπως στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσείουσα.
Στην Ανδρέου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4(Α) Α.Α.Δ. 353, όπου εγέρθηκε ζήτημα ότι το Συμβούλιο Προσωπικού δεν συμβούλεψε απλώς, αλλά προέβη σε σύσταση, αναφέρθηκε (σελ.359-60) ότι, βάσει του Καν.10(5) της Κ.Δ.Π.91/1989, η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δε δεσμεύει με οποιοδήποτε τρόπο την Αρχή, η οποία προβαίνει σε δική της κρίση. Στη δε Χ''Ιωάννου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. κ.ά. (1993) 4(Α) Α.Α.Δ. 661, 670, επισημάνθηκε ότι ο σκοπός του Συμβουλίου Προσωπικού, ως συμβουλευτική επιτροπή, είναι να υποβοηθά την Αρχή στο έργο της και σε κάθε περίπτωση, η συμβουλή του δεν είναι καθ' οιονδήποτε τρόπο δεσμευτική για την Αρχή (Διαμαντίδης v. Α.Η.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 278, 282 και Χριστοδουλίδου v. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 40, 43). Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.
Η Αρχή διενεργεί τη δική της έρευνα και μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσο θα πρέπει να ακολουθήσει τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ή την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και να ενεργήσει στη βάση τους ή να τους δώσει περιορισμένη ή και καθόλου σημασία. Ό,τι έχει σημασία είναι η απόφαση της ιδίας της Αρχής και η αιτιολόγηση της. Εάν υπήρχε σφάλμα ή παράλειψη, είτε στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ή και στην εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, αλλά η Αρχή, στη βάση της δικής της έρευνας, ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια και έχει αιτιολογήσει την απόφαση της, αυτή είναι άτρωτη. Εάν πάλι βασίστηκε στην εσφαλμένη συμβουλή ή και εισήγηση, πάσχει η ίδια η απόφαση της Αρχής και είναι ακυρώσιμη. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Στη θέση της Εφεσείουσας ότι δεν είχαν αναφερθεί τα πρόσθετα προσόντα της που δεν προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε ότι: «εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να προσδώσει στα προσόντα των υποψηφίων την ανάλογη βαρύτητα». Κατά το λόγο έφεσης 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε τη θέση της. Η Εφεσείουσα δεν είχε, αναφέρει η ίδια, αμφισβητήσει ότι το ζήτημα αφορούσε αρμοδιότητα της Αρχής. Το παράπονο της ήταν ότι η Αρχή δεν αναφέρθηκε σε αυτά. Όφειλε, εισηγείται, να αξιολογήσει κατ' αρχάς εάν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και αν ήταν, να τους αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα.
Η ουσία της υπόθεσης της Εφεσείουσας αφορούσε στην απουσία κρίσης από την Αρχή κατά πόσο τα πρόσθετα προσόντα που είχε και που δεν προβλέπονταν, ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και αν ήταν, κατά πόσο είχαν τέτοια βαρύτητα και σημασία ώστε να αντισταθμίσουν ουσιαστικά την αρχαιότητα των Ενδιαφερομένων Μερών έναντι της και να οδηγήσουν στο να επιλεγεί η ίδια ως καταλληλότερη και να προαχθεί. Σημειώνεται ότι όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη προηγούνταν σε αρχαιότητα της Αιτήτριας. Ήταν σε σειρά αρχαιότητας τα υπ' αρ.2, 3, 5, 6, 7, 10 και 12, ενώ η Εφεσείουσα ήταν το 38.
Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι: «Στην παρούσα υπόθεση, η Αιτήτρια υστερεί όλων των Ενδιαφερομένων Μερών σε αρχαιότητα. Η τυχόν κατοχή πρόσθετων προσόντων που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν είναι ικανή να ανατρέψει την υπεροχή των Ενδιαφερομένων Μερών». Το περαιτέρω παράπονο της Εφεσείουσας, όπως εκφράζεται με το λόγο έφεσης 3, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε το ζήτημα πρωτογενώς υποκαθιστώντας την ελλείπουσα κρίση της Διοίκησης.
Κατ' αρχάς σημειώνουμε ότι η Εφεσείουσα είχε πράγματι πρόσθετα προσόντα όπως, όμως, και όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Η σημασία των προσόντων που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε προβλέπονται ως πλεονέκτημα, εξηγείται στην Πούρος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ.374, στην οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γίνεται μια εκτενής αναφορά στη νομολογία (σελ.392-5) και καταλήγει η Ολομέλεια ότι (σελ.395):
«. τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής( και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Θα πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμίσουμε ότι, στην περίπτωση προαγωγών στην Α.ΤΗ.Κ., ούτε τα προσόντα, αλλά ούτε και η αρχαιότητα συνιστούν ξεχωριστά κριτήρια, αλλά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση του κριτηρίου της ουσιαστικής καταλληλότητας (Α.ΤΗ.Κ. ν. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170, 180). Oύτε και εφαρμόζεται αναλογικά η νομολογία η οποία διαμορφώθηκε για τους δημόσιους υπαλλήλους, στην περίπτωση των οποίων η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια (Ανδρέου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4(Α) Α.Α.Δ.353, 361). Είναι επομένως στα πλαίσια εξέτασης της ουσιαστικής καταλληλότητας που θα έπρεπε να συνυπολογιστούν τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων, όπως και η αρχαιότητα τους.
Ο δικαστικός έλεγχος εξαντλείται στη διαπίστωση ότι η Αρχή δεν παραγνώρισε τα προσόντα της Εφεσείουσας, αλλά τα έλαβε υπόψη στα πλαίσια εξέτασης του κριτηρίου της ουσιαστικής καταλληλότητας. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αναθεωρεί την ίδια την κρίση της διοίκησης, αλλά την τήρηση των προϋποθέσεων της νομότυπης και δίκαιης άσκησης της. Δεν θα μπορούσε να κρίνει, υποκαθιστώντας την Αρχή, ότι το Α' προσόν που έχει η Εφεσείουσα, την καθιστά ουσιαστικά καταλληλότερη από άλλο υποψήφιο που δεν το διαθέτει, αλλά διαθέτει κάποιο άλλο προσόν ή είναι αρχαιότερος της κατά Β' χρονική περίοδο με την αντίστοιχη εμπειρία, αλλά όχι σε σχέση με άλλο υποψήφιο που της υπερέχει σε αρχαιότητα κατά Γ' χρονική περίοδο και έχει διαφορετικά πρόσθετα προσόντα. Εφόσον η Αρχή, προτού καταλήξει στην απόφαση της ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε τα πρόσθετα προσόντα της Εφεσείουσας, η απόφαση της δεν επιδέχεται επέμβασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Αυτή ήταν στην ουσία της η πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται. Καθίσταται, επομένως, αναποτελεσματικός και απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3, παρά την ομολογουμένως ατυχή διατύπωση της ουσίας της πρωτόδικης κρίσης.
Με το λόγο έφεσης 4, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει δύο θέσεις που ήγειρε με την προσφυγή της. Ότι η Αρχή έδωσε βαρύτητα στα καθήκοντα που ασκούσαν κάποια από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και ότι έπασχε η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.
Ούτε και αυτός ο λόγος μπορεί να επιτύχει. Δεν δόθηκε βαρύτητα σε επιμέρους καθήκοντα, αλλά εξετάστηκε η καταλληλότητα των υποψηφίων όπως είχε αναδειχτεί μέσα από την εργασία και τα καθήκοντα που είχε ο κάθε ένας. Δεν αφορούσαν οι κρίσεις καθήκοντα που τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ευκαιριακά εκτελούσαν ή που τους είχαν ανατεθεί από τους προϊστάμενους τους (Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, 857 και Παπαδοπούλου ν. Ρ.Ι.Κ. (2009) 3 Α.Α.Δ.362, 366-7).
Σε σχέση με την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, είναι πρόδηλο ότι αυτός συνδύασε την αρχαιότητα και τις προτιμήσεις του Προέδρου και των Μελών του Συμβουλίου Προσωπικού. Για τους νεότερους εισηγήθηκε εκείνους που προτείνονταν από τουλάχιστον τρείς, ενώ για τους αρχαιότερους αρκούσαν δύο προτάσεις. Η εισήγηση του δεν εμπεριείχε δική του κρίση, απλά μετέφερε τις κρίσεις του Συμβουλίου Προσωπικού, εμποτίζοντας τις με το στοιχείο της αρχαιότητας. Εφόσον όμως η Αρχή προέβηκε η ίδια σε κρίσεις για όλους τους υποψηφίους, περιλαμβανομένης και της Εφεσείουσας, για την οποία δεν αναφέρεται οτιδήποτε ειδικά από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή, η εισήγηση του δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα σε βλάβη της Εφεσείουσας.
Όπως προειπώθηκε, η προσφυγή της Εφεσείουσας αφορούσε στην προαγωγή των επτά Ενδιαφερόμενων Μερών. Το ίδιο και η προσφυγή 1947/2012, άλλου αποτυχόντα για τη θέση υποψηφίου. Για λόγους που καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, ενώ συνεκδικάζονταν αποσυνενώθηκαν και στην πορεία εκδόθηκαν ξεχωριστές αποφάσεις, την ίδια ημέρα. Πρώτη απαγγέλθηκε η απόφαση στη 1947/2012. Με εκείνη την απόφαση ακυρώθηκε η προαγωγή ενός από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και η προσφυγή απορρίφθηκε σε σχέση με τα υπόλοιπα. Επιδικάστηκαν υπέρ του προσφεύγοντα €1.300 πλέον Φ.Π.Α. έξοδα.
Μετά από ακυρωτική απόφαση σε μία προσφυγή, άλλη προσφυγή, με την οποία προσβάλλεται η ίδια πράξη, καθίσταται χωρίς αντικείμενο και απαράδεκτη, λόγω του δεδικασμένου, εκτός αν υπάρχει λόγος έκδοσης νέας ακυρωτικής απόφασης για τους σκοπούς του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Η απόφαση ακύρωσης δεσμεύει όλους, ενεργεί erga omnes. (Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318, 1324).
Σε αυτή τη βάση, κρίθηκε ότι η προσφυγή της Εφεσείουσας είχε καταστεί άνευ αντικειμένου στην έκταση που στρεφόταν εναντίον του Ενδιαφερόμενου Μέρους του οποίου η προαγωγή ακυρώθηκε. Η κρίση αυτή προσβάλλεται με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης 5. Έτσι, αφότου απορρίφθηκε, όπως και η 1947/2012 για τους υπόλοιπους, επιδικάστηκαν τα έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας. Είναι γι' αυτό που παραπονείται η Εφεσείουσα με το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης 5.
Εφόσον η προαγωγή του συγκεκριμένου Ενδιαφερόμενου Μέρους είχε ακυρωθεί, κανένα σκοπό δεν θα εξυπηρετούσε η τυχόν έκδοση νέας ακυρωτικής απόφασης για την προαγωγή του ίδιου προσώπου.
Σε σχέση με τα έξοδα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η 1947/2012 κρίθηκε στη βάση ότι το Συμβούλιο Προσωπικού στη συμβουλή του και ο Γενικός Διευθυντής στην εισήγηση του δεν εξήγησαν γιατί το συγκεκριμένο Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν καταλληλότερο για προαγωγή έναντι του προσφεύγοντα που ήταν αρχαιότερος του (αρ.12 και 8 αντίστοιχα). Η Εφεσείουσα δεν ήταν αρχαιότερη του (αρ.12 και 38 αντίστοιχα). Επομένως, στην περίπτωση που η προαγωγή του συγκεκριμένου Ενδιαφερόμενου Μέρους δεν είχε ακυρωθεί στην 1947/2012, στη βάση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης, δεν θα ακυρωνόταν στην προσφυγή της Εφεσείουσας. Η προσφυγή της Εφεσείουσας θα απορριπτόταν εξολοκλήρου. Επομένως απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 5.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 μειωμένα έξοδα της έφεσης υπέρ της Εφεσίβλητης, που δεν εκπροσωπήθηκε κατά την ημερομηνία της ακρόασης της έφεσης και εναντίον της Εφεσείουσας, πλέον το σχετικό Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.