ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:C279
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 104/2015)
4 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Εφεσειόντων
ν.
1. ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ
2. ΣΤΕΛΛΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ
3. ΤΕΡΨΟΥΛΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
4. ΚΩΣΤΑ ΛΑΜΠΗΔΟΝΑ
5. ΜΑΡΙΑΣ ΤΣΟΥΚΚΑ
6. ΣΟΦΟΚΛΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
7. ΣΩΤΗΡΗ ΣΑΒΒΑ
8. ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ
9. ΝΙΚΗΣ ΚΑΝΔΡΗ
10. ΣΩΦΡΟΝΗ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ
Εφεσίβλητων
.......
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Α.Σ. Αγγελίδης μαζί με Μ. Μαλάη (κα), για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 10.8.15 το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την Αναθεωρητική του Δικαιοδοσία («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»),ακύρωσε - στην Προσφυγή 925/11(«η Προσφυγή») - την απόφαση των Εφεσειόντων να αρνηθούν αίτημα τους για ισότιμη μεταχείριση ώστε να αναβαθμιστούν στη θέση Υγειονομικού Λειτουργού, όπως έγινε με άλλους Υγειονομικούς Επιθεωρητές («η Πρωτόδικη Απόφαση»).
Πρώτα, δυο λόγια για το ιστορικό.
Τούτο, θα βοηθήσει στην κατανόηση όσων έπονται.
Οι Εφεσίβλητοι (Αιτητές) υπηρετούσαν στις Υγειονομικές Υπηρεσίες, Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, στη θέση Υγειονομικού Επιθεωρητή (Κλίμακες Α5 (2η βαθμίδα), Α7 και Α8(ι)), θέση στην οποία διορίστηκαν οι τέσσερεις από αυτούς την 1.12.08 και οι υπόλοιποι έξι την 2.4.09.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προνοούσε ως απαιτούμενο προσόν (και μεταξύ άλλων), πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε συγκεκριμένα θέματα ή δίπλωμα αναγνωρισμένης υγειονομικής Σχολής τριετούς τουλάχιστον φοίτησης. Οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι ήσαν κάτοχοι πανεπιστημιακού προσόντος, έλαβαν με τον διορισμό τους προσαυξήσεις.
Ύστερα από διεξαγωγή μελέτης διαχωρισμού των διαζευκτικών προσόντων της δομής θέσεων Υγειονομικού Επιθεωρητή - την οποία διεξήγαγε Κλιμάκιο Λειτουργών του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών(«ΤΔΔΠ»), με βάση τη γενική συμφωνία που είχε επιτευχθεί μεταξύ της επίσημης και της συνδικαλιστικής πλευράς στην Μικτή Επιτροπή Προσωπικού («ΜΕΠ») το 2002 για αναθεώρηση του ενιαίου κρατικού μισθολογίου και τη διεξαγωγή μελετών για 33 συνολικά κατηγορίες θέσεων (οικονομικού και τεχνικού κλάδου) που απαιτούσαν διαζευκτικά προσόντα, ώστε να εξαλειφθούν οι ανισότητες και να προσλαμβάνεται προσωπικό σε τρία «ξεκάθαρα επίπεδα» (απολυτήριο σχολής Μέσης Εκπαίδευσης/δίπλωμα αναγνωρισμένης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τριετούς τουλάχιστον φοίτησης/Πανεπιστημιακό Δίπλωμα) - προωθήθηκαν ορισμένες ρυθμίσεις που εγκρίθηκαν σε συνεδρία της ΜΕΠ ημερομηνίας 11.6.08.
Η μελέτη κατέδειξε πως ένεκα υπηρεσιακών αναγκών και διαφοροποίησης του ρόλου και του φάσματος των εργασιών των Υγειονομικών Υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα καθήκοντα θα έπρεπε να εκτελούνται από κατόχους πανεπιστημιακού διπλώματος. Έτσι, μελετήθηκε το θέμα αναβάθμισης των θέσεων με τους κατόχους τους, νοουμένου ότι τούτοι είχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα μέχρι την ημερομηνία επίτευξης της σχετικής συμφωνίας στην ΜΕΠ (11.6.08).
Υπήρξε αλληλογραφία με τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας- από την οποία ζητήθηκε μάλιστα και νομική γνωμάτευση - αναφορικώς προς τις προωθούμενες ρυθμίσεις που αφορούσαν σε πολλές κατηγορίες θέσεων. Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σε όλες τις περιπτώσεις ήταν ότι η προτεινόμενη ρύθμιση-μεταφορά, μετονομασία ή αναβάθμιση θέσης, είτε αυτή ήταν θέση πρώτου διορισμού είτε θέση προαγωγής - θα έπρεπε να εξετάζεται χωριστά κατά τα στοιχεία της θέσης. Ωστόσο, θεώρησε πως οι ρυθμίσεις ήσαν νομικώς επιτρεπτές.
Αφού εξασφαλίστηκε η θετική γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, το Υπουργείο Οικονομικών υπέβαλε πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση των σχετικών ρυθμίσεων. Ακολούθως, ψηφίστηκε σχετικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων, και την 17.7.09 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού του 2009 Νόμος53(ΙΙ)/09(«ο Ν. 53(ΙΙ)/09).
Στη συνέχεια, η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, ζήτησε τη μετονομασία και τη μεταφορά των δέκα υπό αναφοράν Υγειονομικών Επιθεωρητών (Κλίμακες Α5 (2η βαθμίδα), Α7 και Α8(i)) - οι οποίοι κατείχαν πανεπιστημιακό προσόν σε θέμα που προβλεπόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά είχαν διοριστεί μετά από την 11.6.08 - σε θέση Υγειονομικού Λειτουργού (Κλίμακες Α8, Α10 και Α11). Το ΤΔΔΠ απάντησε ότι το αίτημα της Διευθύντριας για μεταφορά των δέκα θέσεων Υγειονομικού Επιθεωρητή με τους κατόχους τους σε θέσεις Υγειονομικού Λειτουργού δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί γιατί η συμφωνία που έγινε στη ΜΕΠ την 11.6.08 προέβλεπε όπως μεταφερθούν μόνο οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν τη δεδομένη χρονική στιγμή επίτευξης της συμφωνίας.
Οι δικηγόροι των Εφεσίβλητων υπέβαλαν εκ μέρους των τελευταίων αίτημα για άρση της άνισης μεταχείρισης εις βάρος τους (ως συναφώς τη θεωρούσαν), αξιώνοντας παραλλήλως τη μεταφορά και μετονομασία των δέκα Υγειονομικών Επιθεωρητών (Κλίμακες Α5 (2η βαθμίδα), Α7 και Α8(i)) σε Υγειονομικούς Λειτουργούς (Κλίμακες Α8, Α10 και Α11), αναδρομικώς από την 17.7.09 (ημερομηνία δημοσίευσης του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού 2009, ο οποίος προέβλεπε την υλοποίηση των ρυθμίσεων της μελέτης διαχωρισμού διαζευκτικών προσόντων στη δομή των Υγειονομικών Επιθεωρητών). Με επιστολή του ημερομηνίας 17.5.11, κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Οικονομικών, το ΤΔΔΠ επανέλαβε εκ νέου τη θέση πως το αίτημα των Εφεσίβλητων δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, δεδομένου ότι η συμφωνία που έγινε στη ΜΕΠ την 11.6.08 αφορούσε μονάχα στους υπαλλήλους που υπηρετούσαν τη δεδομένη στιγμή και όχι σε άτομα που διορίστηκαν μεταγενέστερα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - απορρίπτοντας σειρά προδικαστικών ενστάσεων των Εφεσειόντων -κατέληξε ότι, εφόσον οι Εφεσίβλητοι κατά την ψήφιση του Ν.53(ΙΙ)/09 κατείχαν τη θέση Υγειονομικού Επιθεωρητή αλλά και πανεπιστημιακό προσόν την 11.6.08, δεν δικαιολογείτο η άνιση τους μεταχείριση, ως τη διαπίστωσε πως υφίστατο.
Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση.
Την προσβάλλουνμε έξι λόγους έφεσης.
Με κατά νουν τη φύση και περιεχόμενο των λόγων έφεσης (που παρουσιάζουν και κοινά μεταξύ τους στοιχεία),θα εξετάσουμε σωρευτικώς τους λόγους έφεσης 1 και 2 (μια ενότητα)και τους λόγους έφεσης 3-5 (άλλη ενότητα), ενώ τον λόγο έφεσης 6 θα τον εξετάσουμε ξεχωριστά.
Εν σχέσει προς τους λόγους έφεσης 1 και 2, οι Εφεσείοντες διατείνονται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη νομολογία (ήτοι την Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550),καθότι η μετονομασία της θέσης των Εφεσίβλητων μπορούσε να ικανοποιηθεί μόνο διά διεύρυνσης ή και τροποποίησης νομοθετικής πρόνοιας και όχι μέσω δικαστικής απόφασης. Λέγουν προσέτι οι Εφεσείοντες πως το τι κατά βάσιν επιζήτησαν οι Εφεσίβλητοι είναι εξέταση των διατάξεων του Ν.53(ΙΙ)/09 οι οποίες λόγω του περιεχομένου τους δεν μπορούν να συνθέσουν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας(«το Σύνταγμα»).
Δεν συμφωνούμε με τους Εφεσείοντες.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέσχε εμπεριστατωμένη και ορθή αιτιολογία για το συζητούμενο.
Είπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (με την περικοπή να είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο):
«..................................Οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστικά ότι η αλλαγή στις επίδικες θέσεις έγινε μέσω της ψήφισης σχετικού Νόμου και όχι μέσω οποιασδήποτε πράξης των καθ' ων η αίτηση, και ότι αυτό που έμμεσα προσβάλλεται είναι η ίδια η νομοθετική διάταξη του Προϋπολογισμού και όχι οποιαδήποτε πράξη της Διοίκησης. Συναφής είναι και η προβολή δεύτερης προδικαστικής ένστασης, ότι ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί πως οι ισχυρισμοί των αιτητών ευσταθούν, δεν θα επιφέρουν καμία ωφέλεια στους αιτητές και θα πρέπει να θεωρηθούν ως αλυσιτελείς και να οδηγήσουν στην απόρριψη της προσφυγής. Αυτό γιατί το αίτημα των αιτητών μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με νομοθετική επέκταση και στην δική τους περίπτωση και όχι μέσω δικαστικής απόφασης. Επικαλούνται δηλαδή την αρχή της Dias United Publishing Co. Ltd (1996) 3 Α.Α.Δ 550.
Οι ενστάσεις δεν ευσταθούν. Η πράξη που προσβάλλεται και η οποία σαφώς αποτελεί διοικητική πράξη, είναι η απόρριψη από τους καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 17.5.2011 του αιτήματος των αιτητών, όπως αυτό διατυπώθηκε με την επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 8.3.2011. Ο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμος, Ν.53(ΙΙ)/09) (εφεξής ο Νόμος) αποτέλεσε το έρεισμα για την μετονομασία των επίδικων θέσεων, ήτοι την πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Εξάλλου η οποιαδήποτε μεταφορά /μετονομασία προνοεί ο Νόμος δεν εκτελείται απευθείας, αλλά ανάγεται σε διοικητική ενέργεια κατ' εξουσιοδότηση του Νόμου με δέσμια, βεβαίως, επιλογή των υπαλλήλων που πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου. Συνεπώς μεσολάβησε διοικητική απόφαση η οποία επέφερε τις έννομες συνέπειες οι οποίες δεν επενεργούν αυτόματα δυνάμει του Νόμου, (βλ. Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ 2873, η οποία επικυρώθηκε με τη Δημοκρατίας ν. Αγαθαγγέλου κ.α. (1997) 3 Α.Α.Δ 198).
Επίδικο ζήτημα είναι η μη μισθολογική αναβάθμιση των αιτητών, όπως συνέβηκε με τους συναδέλφους τους, στη νέα κλίμακα Α8, Α10 και Α11 των Υγειονομικών Λειτουργών. Μέχρι την δημοσίευση του Νόμου, τόσο οι αιτητές όσο και οι 39 συνάδελφοι τους που μεταφέρθηκαν και αναβαθμίστηκαν μισθολογικά υπηρετούσαν στην ίδια θέση (Υγειονομικού Επιθεωρητή) και προσλήφθηκαν με το ίδιο Σχέδιο Υπηρεσίας, εκτελούσαν δε τα ίδια καθήκοντα. Συνεπώς, αν δεν υπήρχε η ερμηνεία των καθ' ων η αίτηση ότι όσοι από τους Υγειονομικούς Επιθεωρητές κατείχαν πανεπιστημιακό δίπλωμα και υπηρετούσαν την 11.6.08, ημερομηνία της προηγηθείσας συμφωνίας στην ΜΕΠ, δικαιούνταν μισθολογικής αναβάθμισης κατ' υλοποίηση της μεταφοράς και η διοικητική λήψη απόφασης, θα ήταν όλοι ισόβαθμοι και στην ίδια κλίμακα. (Βλ.Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1653/2009 κ.α., Θωμάς Κοσιάρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.8.2012).
Θεωρώ ότι το επικαλούμενο σκεπτικό της απόφασης Dias United Publishing Co. Ltd.v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, στην οποία υιοθετήθηκε αναφορά του Π. Δαγτόγλου, «Δικονομικό Δίκαιο», σελ. 98, παράγρ.127 ότι ο δικαστής «δεν μπορεί μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία", δεν βρίσκει εδώ εφαρμογή. Παρόλο που είναι ορθό ότι το Δικαστήριο εξετάζει ζητήματα αντισυνταγματικότητας μόνο όταν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας οδηγεί στην επίλυση της επίδικης διαφοράς (βλ. Ζαβρός ν. Υπουργείου Αμυνας κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ 380), αυτό που εδώ κρίνεται είναι η διοικητική εφαρμογή του Νόμου και στην περίπτωση που αυτή θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, τότε εναπόκειται στην διοίκηση να αναβαθμίσει τους αιτητές στις επτά κενές θέσεις που προέκυψαν στη βάση του Νόμου και στη νομοθετική εξουσία να ρυθμίσει/καλύψει τυχόν ανάγκες για νέες θέσεις με επόμενο Προϋπολογισμό, (Βλ. απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 1184/2001 (Τμήμα Στ')).
...................................».
Οι Εφεσίβλητοι ήσαν κάτοχοι πανεπιστημιακού προσόντος πριν από την ψήφιση της αφορώσας νομοθεσίας και κατείχαν τη θέση Υγειονομικού Επιθεωρητή, ως οι αναβαθμισθέντες.
Δεν έτυχαν ωστόσο της ίδιας μεταχείρισης όπως οι υπόλοιποι ομόβαθμοι τους Υγειονομικοί Επιθεωρητές οι οποίοι μετονομάστηκαν σε Υγειονομικούς Λειτουργούς (Κλίμακα Α8-Α10-Α11).
Οι χειρισμοί των Εφεσειόντων, ως εκφράστηκαν τελικώς διά απόρριψης του αιτήματος των Εφεσίβλητων για ίση μεταχείριση, επήλθε διοικητικώς, με παρεπόμενο τη διαφοροποίηση μεταξύ αυτών και των άλλων πτυχιούχων Υγειονομικών Επιθεωρητών που είχαν αναβαθμιστεί.
Η ανισότητα δεν επήλθε εκ του νόμου αλλά εκ της πλημμελούς εφαρμογής του από τους Εφεσείοντες.
Ο Ν.53(ΙΙ)/09 καθόρισε, ως ορθώς υπέδειξε ο κ. Αγγελίδης, γενικό και απρόσωπο κανόνα για αναβάθμιση υπαλλήλων τής υπό συζήτησιν κατηγορίας νοουμένου ότι κατείχαν πτυχίο πριν από την ψήφιση του περί ου ο λόγος νομοθετήματος.
Έτσι, το κοινό και ίσο κριτήριο, είναι η κατοχή του πτυχίου, μια απαίτηση που αναμενόταν πως θα εφαρμοζόταν ισότιμα για όσους το κατείχαν πριν από τη δημοσίευση, με τους Εφεσίβλητους να ικανοποιούν την παράμετρο αυτή.
Στην Αγαθαγγέλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2873, 2878-2879, οι αιτητές προσέφυγαν κατά επιστολής που τους ανακοίνωσε τη μεταφορά τους από την Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου υπηρετούσαν ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, στο Ταμείο Θήρας, το νομικό δηλαδή πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ίδρυσε ο Περί Ταμείου Θήρας Νόμος 158/90.
Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την πρωτοβάθμια/αναθεωρητική δικαιοδοσία του (Νικολαΐδης, Δ), ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, αποφάνθηκε ως εξής:
«..................................
Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Η πρώτη τους ένσταση αναφέρεται στο επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της εννοίας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, η μεταφορά των υπαλλήλων ή εργατών της Υπηρεσίας θήρας και Πανίδας του Υπουργείου Εσωτερικών σε ανάλογες θέσεις του Ταμείου Θήρας, αντίστοιχες προς τις θέσεις που κατείχαν στην Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας προβλέπεται από τα άρθρα 2 και 4 του νόμου 32(Ι)/95. Είναι η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι η μεταφορά έχει εκτελεστεί απ' ευθείας με τη νομοθετική ρύθμιση, χωρίς να απαιτηθεί η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. Με άλλα λόγια η μεταφορά των υπαλλήλων και εργατών της Υπηρεσίας Θήρας και Πανίδας του Υπουργείου Εσωτερικών σε ανάλογες θέσεις του Ταμείου Θήρας έγινε αυτόματα από την ημερομηνία που ο νόμος τέθηκε σε ισχύ. Ο νόμος 32(Ι)/95 δεν αναθέτει για το θέμα της μεταφοράς των υπαλλήλων οποιαδήποτε εξουσία ή διακριτική ευχέρεια στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ή σε οποιοδήποτε άλλο όργανο. Έτσι, καταλήγουν οι καθ' ων η αίτηση, η επιστολή ημερ. 7.6.1995 δεν αποτελεί διοικητική εκτελεστή απόφαση, γιατί ο Γενικός Διευθυντής δεν άσκησε οποιαδήποτε αρμοδιότητα ή εξουσία δυνάμει νόμου. Απλώς πληροφόρησε τους αιτητές για την υφιστάμενη κατάσταση, ότι δηλαδή ο νόμος τους μετέφερε από 1.6.1995 στο Ταμείο Θήρας.
Δε με βρίσκει σύμφωνο η πιο πάνω θέση. Η επιστολή ημερ. 7.6.1995 συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί με την επιστολή αυτή συντελείται η μεταφορά των αιτητών στο Ταμείο Θήρας. Το άρθρο 5Α του νόμου 158/90 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του νόμου 32(Ι)/95 πράγματι προβλέπει ότι οι υπάλληλοι ή οι εργάτες της Υπηρεσίας Θήρας μεταφέρονται από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου σε ανάλογες θέσεις του Ταμείου Θήρας, όμως η νομοθετική πρόνοια από μόνη της δεν μπορούσε να ενεργήσει και να τους τοποθετήσει (μεταφέρει) στο Ταμείο Θήρας. Οι υπάλληλοι συνέχιζαν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι μέχρι της 7.6.1995 (ημερομηνία της υπό εξέταση επιστολής), παρά το γεγονός ότι ο νόμος είχε τεθεί σε ισχύ την 1.6.1995. Βέβαια δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι στην επιστολή αναφέρεται ότι οι υπάλληλοι μεταφέρονται στο Ταμείο Θήρας από την 1.6.1995 αλλά το γεγονός αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση. Οι αιτητές παρά τις πρόνοιες του νόμου, αν δεν λάμβαναν τη συγκεκριμένη επιστολή δεν θα έπαυαν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Η νομοθετική πρόνοια παρέσχε την εξουσιοδότηση αλλά η πράξη συντελέστηκε με την επιστολή.
...................................».
Η περί ης ο λόγος απόφαση επικυρώθηκε στην Δημοκρατία ν. Αγαθαγγέλου και Άλλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 198, 201, όπου η Ολομέλεια - παρόλο που οι εφεσείοντες εγκατέλειψαν στην έφεση το θέμα της ύπαρξης εκτελεστής διοικητικής πράξης αναθεωρήσιμης κατά το Αρθρο 146 του Συντάγματος - επεξήγησε (με αναφορά στην πρωτόδικη κρίση), ότι όντως η επίδικη πράξη «.συντελέστηκε, δεσμίως μεν, αλλά με εκτελεστή πράξη της διοίκησης.».
Περαιτέρω, στην Iεζεκιήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1342/08, ημ. 18.9.08, το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την πρωτοβάθμια/αναθεωρητική δικαιοδοσία του (Νικολάτος, Δ) -με επίκληση την Αγαθαγγέλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2873, 2878-2879 και Δημοκρατία ν. Αγαθαγγέλου και Άλλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 198, 201(επί του ζητήματος της δέσμιας άσκησης αρμοδιότητας διοικητικού οργάνου και της εκτελεστότητας τής προκύπτουσας διοικητικής πράξης) - έκρινε και αυτά:
«..................................
Θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση έχουμε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια η οποία συμπληρώθηκε με την απόφαση του Επάρχου Πάφου (την προσβαλλόμενη απόφαση) να θεωρήσει ότι ο αιτητής αυτοδίκαια και σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, έπαυσε να είναι ο Κοινοτάρχης του χωριού Παναγιά εφόσον είχε παύσει να είναι εκλογέας Παναγιάς επειδή η Διευθύντρια τον διέγραψε εξαιτίας του ότι δεν είχε τη συνήθη διαμονή του εκεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Επάρχου Πάφου είναι μεν απόφαση που λήφθηκε «δεσμίως», δηλαδή προς εφαρμογή των προνοιών του Νόμου αλλά κατά την κρίση μου και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αυθεντίες συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη με την οποία συμπληρώθηκε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια. Ως εκ τούτου απορρίπτονται και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις.
...................................».
Η απόφαση επικυρώθηκε στην Δημοκρατία ν. Ιεζεκιήλ (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 706, 713, με την Ολομέλεια να καταγράφει και τούτα:
«..................................
Συμφωνούμε με την προσέγγιση και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. [.] Όπως ορθά είχε αναφερθεί και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωάννης Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2873, την οποία επικαλέστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο:
"Η καθ' ύλην αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου για έκδοση διοικητικών πράξεων για τη ρύθμιση των υπαγομένων σ' αυτή θεμάτων μπορεί να διακριθεί σε δύο είδη. Τη διακριτική ευχέρεια ή εξουσία και τη δέσμια αρμοδιότητα. Δέσμια αρμοδιότητα υπάρχει όταν το διοικητικό όργανο εφ' όσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το νόμο πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις εφαρμογής του, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που να περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση προκαθοριζόμενη από τους κανόνες του νόμου (Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Έκδοση 1977, παραγρ. 148, σελ. 145)."
Περαιτέρω, χρήσιμη αναφορά στο υπό εξέταση εδώ θέμα μπορεί να γίνει και στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Chrikar Trading Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 541.
...................................».
Κάτι τελευταίο.
Οι Εφεσείοντες υπέδειξαν κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μας πως η απόφαση Κοσιάρης και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1653/09, ημ. 31.8.12 - στην οποία παρέπεμψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναπτύσσοντας το σκεπτικό του ως το παραθέσαμε ανωτέρω, ανατράπηκε μεταγενέστερα στην Δημοκρατία ν. Κοσιάρη και Άλλου, Α.Ε. 193/12, ημ. 10.1.18, ECLI:CY:AD:2018:C1, και έτσι το γεγονός θα πρέπει εκ των πραγμάτων να οδηγήσει σε ανατροπή του αφορώντος πρωτόδικου σκεπτικού.
Δεν συγκλίνουμε με τη θέση των Εφεσειόντων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βάσισε το σκεπτικό του στον πρωτόδικο λόγο της Κοσιάρης και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1653/09, ημ. 31.8.12, αλλά πολύ προσεκτικά και εύστοχα προέβη σε διαφοροποίηση της γενικότερης αρχής που αναπτύχθηκε στην Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,προβαίνοντας ακριβώς στην ίδια διαφοροποίηση που έκανε η Ολομέλεια στην Δημοκρατία ν. Κοσιάρη και Άλλου, Α.Ε. 193/12, ημ. 10.1.18, ECLI:CY:AD:2018:C1 - με την Ολομέλεια να υπογραμμίζει ότι σε εκείνη περίπτωση (σε αντίθεση με την κείμενη) η «. πρωταρχική θεραπεία περί αποκλεισμού των εφεσιβλήτων από τις νέες θέσεις προϋπόθετε διοικητική απόφαση που εδώ δεν παρήχθηκε .» και πως οι εφεσείοντες (εκεί) «. ενήργησαν στην βάση νομοθετικής επιταγής .» - μιλώντας για μεσολάβηση διοικητικής απόφασης η οποία επέφερε τις αφορώσες έννομες συνέπειες στα πράγματα.
Δεν παρέχεται λόγος για εφετειακή παρέμβαση.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Προχωρούμε με τους λόγους έφεσης 3-5.
Συνιστά άποψη των Εφεσειόντων ότι η απόφαση ημερομηνίας 17.5.11 δήλωνε, απλώς, την επιμονή της Διοίκησης στα όσα αναφέρθηκαν στην επιστολή του ΤΔΔΠ προς την Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (ημερομηνίας 21.12.09) και έτσι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική διότι δεν λήφθηκαν υπόψιν νέα στοιχεία, ούτε και απέρρευσε εκ νέας έρευνας (λόγος έφεσης 3). Εκτός τούτου, η Προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα επειδή η απόρριψη του αιτήματος για μετονομασία των θέσεων των Υγειονομικών Επιθεωρητών σε θέσεις Υγειονομικού Λειτουργού «. έλαβε χώρα αρκετά πριν καταχωρηθεί η Προσφυγή .» (λόγος έφεσης 4). Τέλος, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να κρίνει πως το αίτημα των Εφεσίβλητων προς τον Υπουργό Οικονομικών μπορούσε να θεωρηθεί ως αίτημα αναφοράς προς την αρμόδια ιεραρχικώς ανώτερη αρχή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, γιατί το Άρθρο 29 του Συντάγματος δεν πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο που να λειτουργεί ως γενεσιουργός διαδικασία εκτελεστής διοικητικής πράξης «. εκεί που υπάρχει επιβεβαιωτική απόφαση άλλης η οποία δεν προσβλήθηκε» (λόγος έφεσης 5).
Δεν συμφωνούμε με τους Εφεσείοντες.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ενασχολήθηκε υποδειγματικώς με τις πτυχές αυτές, δίχως οι Εφεσείοντες να κατορθώσουν εν προκειμένω να παρουσιάσουν οπτική διάφορη από εκείνη που ξεδίπλωσαν πρωτοδίκως και να υποδείξουν, με συγκεκριμένη αναφορά στα γεγονότα και στη νομολογία, πού είναι που λάθεψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η επιστολή ημερομηνίας 21.12.09, ως το Παράρτημα VIIστην Ένσταση, απευθύνεται κατά εσωτερική διαδικασία την οποία δεν γνώριζαν οι Εφεσίβλητοι και ούτε είχαν σε τούτη οποιαδήποτε συμμετοχή, προς τη Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Δημόσιας Υγείας (και όχι προς τους Εφεσίβλητους).
Δεν προκύπτει ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν γνώση της επιστολής αυτής.
Απεναντίας.
Στο Παράρτημα VI/Ένσταση εντοπίζεται επιστολή ημερομηνίας 8.3.11 που απέστειλαν οι Εφεσίβλητοι προς τον Υπουργό Οικονομικών με την οποία ζητούσαν παρέμβαση του ως αρμόδιου οργάνου για άρση «.της άδικης και άνισης μεταχείρισης .», ζητώντας αποκατάσταση, ως ζήτημα ίσης μεταχείρισης, με τους υπόλοιπους Υγειονομικούς Λειτουργούς (που κατείχαν πανεπιστημιακά προσόντα), προτού ψηφιστεί ο προϋπολογισμός, με τους εν λόγω Υγειονομικούς Λειτουργούς να αναβαθμίζονται μόνο αυτοί.
Το διάβημα των Εφεσίβλητων, ως ευστόχως παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνιστούσε κατ' ουσίαν νέο αίτημα ή αναφορά προς ένα άλλο αρμόδιο όργανο, για πρώτη φορά, με επίκληση το Άρθρο 29 του Συντάγματος, και όχι προς το όργανο που εξέδωσε την απόφαση ημερομηνίας 21.12.09 (που ήταν ο Διευθυντής του ΤΔΔΠ) αλλά προς το ιεραρχικώς ανώτερο αυτού όργανο, και δη τον Υπουργό Οικονομικών ο οποίος είχε και την τελική αρμοδιότητα.
Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν την Προσφυγή εμπρόθεσμα κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος εναντίον συγκεκριμένης τελικής και βλαπτικής στα δικαιώματα τους απόφασης του αρμόδιου Υπουργού, ο οποίος την εξωτερίκευσε για πρώτη φορά με την επιστολή του ημερομηνίας 17.5.11.
Δεν υπάρχει κατιτί άλλο να προστεθεί.
Οι λόγοι έφεσης 3-5 απορρίπτονται.
Το ίδιο και ο λόγος έφεσης 6.
Εξηγούμε.
Με τον λόγο έφεσης 6 οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι η μη μεταφορά των Εφεσίβλητων στις θέσεις Υγειονομικού Λειτουργού λανθασμένως θεωρήθηκε πως συνιστά δυσμενή μεταχείριση σε βάρος των Εφεσίβλητων. Αυτό, γιατί, οι θέσεις των Εφεσίβλητων δεν μπορούσαν να μετονομαστούν αφού η δέσμευση που αναλήφθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και η σχετική συμφωνία που επιτεύχθηκε «. κατόπιν της σύμφωνης γνώμης της ΜΕΠ αφορούσε μόνο τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν στις 11.6.2008 που έγινε η συμφωνία και όχι τους υπαλλήλους που διορίστηκαν μεταγενέστερα .» (όπως τους Εφεσίβλητους).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σχετικώς και αυτά:
«.....................................
Ο λόγος που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση ανάγεται στο περιεχόμενο της συμφωνίας στην ΜΕΠ και φαίνεται να είχε προβληματίσει κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου τόσο την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού όσο και τον αρμόδιο Υπουργό (βλ. επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερομηνίας 19.6.2007 προς την κα Α. Παπαδοπούλου, Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού, (μέρος Παραρτήματος V της ένστασης)).Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα που μιλά αφ' εαυτού:
«Το Υπουργείο Οικονομικών δε συμφωνεί όπως η ημερομηνία κατοχής των απαιτούμενων ακαδημαϊκών προσόντων για σκοπούς αναβάθμισης θέσεων με τους κατόχους τους καθοριστεί η ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου, αλλά παραμείνουν στο Νομοσχέδιο οι καθορισθείσες ημερομηνίες που είναι αυτές των Συμφωνιών της ΜΕΠ για κάθε περίπτωση.
Ωστόσο, συμφωνούμε όπως όλες οι περιπτώσεις υπαλλήλων που απέκτησαν ή θα αποκτήσουν στο μεταξύ, τα εν λόγω προσόντα, δηλαδή από τις ήδη καθορισθείσες στο Νομοσχέδιο ημερομηνίες για κάθε κατηγορία θέσεων μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου θα μελετηθούν και θα ρυθμιστούν κατάλληλα με επόμενο Προϋπολογισμό».
Ωστόσο, μετά την παρέλευση δυο και πλέον χρόνων από την εφαρμογή του Νόμου και παρά την θεωρητική μεταφορά των θέσεων των αιτητών οι οποίοι ήταν και αυτοί πτυχιούχοι, όπως και οι 39 συνάδελφοι τους που όντως μεταφέρθηκαν στις νέες θέσεις, οι αιτητές εξακολουθούν να παραμένουν στην κλίμακα που κατείχαν ως Υγειονομικοί Επιθεωρητές, παρόλο που εφτά από τις νέες θέσεις παρέμειναν κενές. Θεωρώ ότι αυτό συνιστά δυσμενή και άνιση μεταχείριση σε βάρος των αιτητών.
Ούτε το περιεχόμενο της συνδικαλιστικής συμφωνίας στην ΜΕΠ που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση μπορεί να αποτελέσει εύλογα δικαιολογημένο και αντικειμενικό κριτήριο για παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας, αφού δεν μπορεί να τίθεται πιο ψηλά από το Νόμο βάσει της ιεράρχησης των πηγών δικαίου, (βλ. Δημοκρατία ν. Αντωνιάδη (2009) 3 Α.Α.Δ 298). Η οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων και κράτους δεν μπορεί να τροποποιεί, καταργεί ή αλλοιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα σε οποιαδήποτε νομική σχέση δημοσίου δικαίου, εκτός αν αποτελέσει μέρος Κανονισμών ή έχει αποκτήσει νομοθετική ισχύ, (βλ., μεταξύ άλλων, Νίκος Χαραλάμπους, «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου», 2η Έκδοση, σελ. 69 και τις εκεί αναφερόμενες αποφάσεις). Επί του προκειμένου, δεν συμφωνώ με τη θέση των καθ' ων η αίτηση ότι η διαφοροποίηση που προνοούσε η συμφωνία στην ΜΕΠ, υποστηρίζεται δυνάμει των πιο πάνω προνοιών του Παρατήματος του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.
.................................».
Η θέση είναι ορθή.
Η όποια συμφωνία μεταξύ συντεχνίας και κράτους, τουλάχιστον υπό τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης, δεν μπορεί να αποκτήσει νομοθετική ισχύ. Μήτε και να αρθεί υπεράνω του Συντάγματος, αφού αποκτά δεσμευτικότητα και ισχύ μόνο αν μετατραπεί σε νόμο ή κανονισμό (Mavrommatis and Others v. The Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1006, 1022).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, για όλους τους λόγους που μνημόνευσε έπειτα από διεξοδική ανάλυση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σωστά εντοπίστηκε παραβίαση της οφειλόμενης από τη Διοίκηση ίσης μεταχείρισης όμοιων περιπτώσεων μεταξύ μονίμων δημόσιων υπαλλήλων που δεν ήταν ευλόγως δικαιολογημένη με αντικειμενικά κριτήρια. Η αρχή της χρηστής διοίκησης εξυπακούει ότι τα διοικητικά όργανα θα συμπεριφέρονται ορθά και αμερόληπτα προς τους διοικούμενους. Δεν λειτούργησαν έτσι οι Εφεσίβλητοι στην προκειμένη περίπτωση, με συνεπακόλουθο η επίδικη, επιλεκτική κρίση τους, να αντιστρατευθεί τις αρχές της χρηστής διοίκησης και να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση των Εφεσίβλητων για τους λόγους που ανέπτυξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο(Δημοκρατία ν. Μονογιού (2006) 3 Α.Α.Δ. 133, 139).
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €2.500,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ