ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Ειρήνη Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-06-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, Aναφορά Αρ. 10/2021, 6/6/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D224

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

(Aναφορά Αρ. 10/2021)

6 Ιουνίου, 2022

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

 ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

 ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής

ν.

 

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

 

Καθ΄ ης η Αίτηση.

____________________

 

Γνωμάτευση κατά πόσον «Ο περί Mεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2021» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 26, 30.1, 58, 61, 80.2, 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.

 

 

Ειρήνη Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

____________________

   ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η Γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παναγή, Π.

____________________

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

 

 

  ΠΑΝΑΓΗ, Π.:-  Ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2021 (στο εξής «ο Νόμος»), ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 8 Ιουλίου 2021 και  επαναβεβαιώθηκε, μετά από αναπομπή του στη Βουλή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για επανεξέταση.

 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με την Αναφορά αυτή, ζητά τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος, είναι αντίθετος και ασύμφωνος προς τα Άρθρα 26, 30, 58, 61, 80.2 και, κατ' επέκταση προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση σκοπός του Νόμου είναι η τροποποίηση του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965) (στο εξής «ο βασικός Νόμος»), ώστε να παραταθεί η στοχευμένη αναστολή της διαδικασίας εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2021, λόγω των συνεχιζόμενων και εντεινόμενων οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων που έχει επιφέρει η έξαρση της πανδημίας COVID-19

 

Είναι η θέση του Γενικού Εισαγγελέα, εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι η Βουλή κατά παράβαση του  Άρθρου 26 του Συντάγματος, παρεμβαίνει στο δικαίωμα των συμβαλλομένων, ενυπόθηκου δανειστή και ενυπόθηκου οφειλέτη, να επιλέξουν και να διαμορφώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο της μεταξύ τους σύμβασης, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Εισηγείται ότι ο Νόμος, με την περαιτέρω επέκταση της αναστολής της διαδικασίας εκποίησης, μετατρέπει την προσωρινή αναστολή, σε μόνιμη, παραβιάζοντας έτσι τα συμβατικά δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστή.  Προβάλλεται, επίσης, το επιχείρημα ότι η αδυναμία αποπληρωμής «των δανειζόμενων», δεν σχετίζεται με την πανδημία COVID-19, καθότι από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν  στη Βουλή, κάτι τέτοιο δεν δύναται να τεκμηριωθεί και, συνακόλουθα,  λανθασμένα αναφέρεται η πανδημία στην Αιτιολογική Έκθεση ως  λόγος θέσπισης του υπό αναφορά Νόμου.

 

Όσον αφορά την παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, βασική θέση του Γενικού Εισαγγελέα, είναι ότι ο Νόμος  παρεμποδίζει και/ή περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης των συμβαλλόμενων μερών (τόσο του ενυπόθηκου δανειστή όσο και του οφειλέτη), να προσφύγουν  στη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIA του βασικού Nόμου, δυνάμει της σύμβασης δανείου και/ή της σύμβασης υποθήκης για σκοπούς είσπραξης χρέους. 

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται, επίσης, ότι η  Βουλή εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της, καθότι ο Νόμος περιλαμβάνει στοιχεία διοικητικής ενέργειας και ανατρέπει την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας από τα αρμόδια, βάσει του Συντάγματος, όργανα.  Συγκεκριμένα, ο Νόμος προσκρούει στα Άρθρο 58 και 61 του Συντάγματος[1].   Επιπλέον, σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 44Ζ(1)(β) του βασικού Νόμου, ο Υπουργός Οικονομικών εκδίδει διατάγματα για τη ρύθμιση τυχόν λεπτομερειών που αφορούν τη λειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού και του διαδικτυακού τόπου. Με βάση την εξουσία αυτή, ο Υπουργός εξέδωσε την 1η Νοεμβρίου 2019, το περί Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου μέσω Ηλεκτρονικού Συστήματος Πλειστηριασμού Διάταγμα του 2019 (Κ.Δ.Π. 346/2019), το οποίο η Βουλή ουσιαστικά καταργεί. Η διαμόρφωση δε της οικονομικής πολιτικής, αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, κατόπιν διαβούλευσης με τους επόπτες και τους αρμόδιους φορείς και δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Βουλής.  Υπό το φως των πιο πάνω, θίγεται η συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Υποστηρίζεται, επίσης, από τον Γενικό Εισαγγελέα, ότι ο Νόμος προσκρούει στο Άρθρο 80.2 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο καμία πρόταση νόμου που συνεπάγεται αύξηση των εξόδων που προβλέπονται από τον Προϋπολογισμό δεν δύναται να υποβληθεί από βουλευτή. Βασική εισήγηση του είναι ότι με την  αναστολή της διαδικασίας εκποίησης ακινήτων, καθίσταται αδύνατη η ρευστοποίηση της εξασφάλισης, με αποτέλεσμα την αύξηση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, καθώς και της επιβάρυνσης της  πιστοληπτικής αξιολόγησης της Δημοκρατίας.  Αυτό γιατί η επέκταση της αναστολής των εκποιήσεων μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2021, έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση του εργαλείου των εκποιήσεων και δύναται να επιφέρει πρόσθετους κινδύνους για τις τράπεζες, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και τη πιστοληπτική αξιολόγηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία συνεπάγονται δυνητική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

 

Στην αντιπέρα όχθη υποστηρίζεται από τον κ. Α. Αγγελίδη, εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η Βουλή, ως η Νομοθετική εξουσία κατά το Σύνταγμα, ψήφισε τον υπό αναφορά Νόμο, ορθά και νόμιμα, χωρίς να παραβιάζεται οποιαδήποτε συνταγματική επιταγή.  Υποδεικνύει ότι ο Νόμος αναστέλλει προσωρινά, για περιορισμένη χρονική περίοδο, την εφαρμογή του Μέρους VIA του βασικού Νόμου και δεν επηρεάζει μόνιμα κεκτημένα δικαιώματα των συμβαλλομένων ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης του Άρθρου 26 του Συντάγματος. Όσον αφορά το Άρθρο 30 του  Συντάγματος, παραπέμπει στα όσα σχετικά σημειώθηκαν επί τούτου στην Αναφορά 1/20, ημερ. 5.10.2021, καταλήγοντας ότι η τρίμηνη χρονική διάρκεια της αναστολής είναι η απολύτως αναγκαία  και δεν πλήττει  μόνιμα τη δραστικότητα του δικαιώματος προσφυγής στο Δικαστήριο.  Ο ισχυρισμός δε, περί παραβίασης του Άρθρου 80.2, δεν στοιχειοθετείται με μαρτυρία, ενώ για την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των Άρθρων 58 και 61 του Συντάγματος,  απαντά με παραπομπή στην Αναφορά 2/17, ημερ. 5.2.2018, ότι «η κάθε εξουσία εντός των αρμοδιοτήτων της, έχει και ανάλογο εύρος κινήσεων υπό την προϋπόθεση ότι δεν επεμβαίνει αναρμοδίως ή υφαρπάζει εξουσίες που δεν της αναλογούν.Είναι.εγγενής και έμφυτη η δυνατότητα κατάργησης νομοθεσίας την οποία η ίδια η Βουλή ψήφισε.».  Εν προκειμένω, η Βουλή ανέστειλε προσωρινά την εφαρμογή του Μέρους VΙΑ του βασικού Νόμου, που η ίδια η Νομοθετική εξουσία θέσπισε.

 

Το αντικείμενο του Άρθρου 140.1 του Συντάγματος περιορίζεται στην αντιπαραβολή των προνοιών του εκάστοτε αναφερόμενου νόμου, προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και, όπου ισχύει, και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Κεκτημένου (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (2014) 3 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2014:C828).

 

Θα συζητήσουμε τις θέσεις που προβλήθηκαν εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας αρχίζοντας με την εισήγηση ότι ο Νόμος αντίκειται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος.  Θεωρούμε ότι η εισήγηση απαντάται από τα λεχθέντα στην Αναφορά 1/2019, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 3.6.2021, στην οποία απασχόλησε παρόμοιο ζήτημα. Ο υπό αναφορά Νόμος στην υπόθεση εκείνη, δηλαδή, ο περί της Αναστολής των Διαδικασιών Εκποίησης Ενυπόθηκων Ακινήτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2019, επέφερε την αναστολή, για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, της διαδικασίας εκποίησης ακινήτων που συνιστούσαν κύρια κατοικία, δηλαδή του δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή να προβεί σε διαδικασία εκποίησης ακινήτου που εμπίπτει στην κατηγορία της κύριας κατοικίας.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε, σχετικά, τα ακόλουθα:

 

«Το Άρθρο 26 κατοχυρώνει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως. Το άρθρο 3 του Νόμου δεν επηρεάζει οποιοδήποτε κεκτημένο συμβατικό δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη, αλλά αναστέλλει ένα δικαίωμα για συγκεκριμένο τρόπο εκποίησης μιας υποθήκης, που προστέθηκε με τον προαναφερόμενο Νόμο 142(Ι) του 2014. Επομένως, τα όσα παρατηρήθηκαν στην Αναφορά 1/2014, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (2014) 3 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2014:C828, δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Δεν υπάρχει, επομένως, ούτε παραβίαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος.»

 

 

Εν προκειμένω, η σχετική πρόνοια του υπό αναφορά Νόμου επιφέρει την παράταση της αναστολής της διαδικασίας εκποίησης ακινήτων για περιορισμένη χρονική περίοδο, η οποία ουδόλως επηρεάζει κεκτημένα δικαιώματα των συμβαλλομένων.

 

Το Άρθρο 30 επίσης δεν παραβιάζεται από το Νόμο.  Στην πρόσφατη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/2020, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 5.10.2021, υποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

«Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς οι οποίοι όμως δεν θα πρέπει να «περιορίζουν ή μειώνουν την πρόσβαση.με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που η ουσία του δικαιώματος να καταστρέφεται», (βλ. Α. Λοΐζου, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 182). Οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να προσλάβουν τη μορφή αναστολής της διαδικασίας, τιθέμενης από τον νομοθέτη, νοουμένου ότι η διάρκεια της δεν είναι τέτοια που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος. Αναστολή σημαντικής χρονικής διάρκειας μπορεί να συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της πρόσβασης στο δικαστήριο, επειδή το δικαίωμα σε πρόσβαση περιλαμβάνει όχι μόνο δικαίωμα έναρξης δικαστικής διαδικασίας αλλά και δικαίωμα σε επίλυση της διαφοράς, κάτι που εμποδίζεται όταν η αναστολή είναι σημαντικής χρονικής διάρκειας (βλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου  Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Kutić v. Croatia, Application no. 48778/99, 1st March 2002, στην οποία η νομοθετική ρύθμιση με την οποία οι σχετικές δικαστικές διαδικασίες είχαν ανασταλεί πέραν των 6 ετών, κρίθηκε ότι παραβίαζε το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ).

 

Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι η αναστολή διάρκειας τριών περίπου μηνών δεν ήταν τέτοιας χρονικής διάρκειας που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.»

 

 Δεν καταφαίνεται από το ενώπιον μας υλικό ότι η διάρκεια της περιόδου της αναστολής στην προκειμένη περίπτωση, η οποία, εν πάση περιπτώσει, έχει εκπνεύσει, από μόνη της ή σωρευτικά με τις προηγούμενες περιόδους αναστολής, πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος της πρόσβασης σε Δικαστήριο.

 

Αναφορικά με το ζήτημα κατά πόσο με τον Νόμο καταστρατηγούνται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τα Άρθρα 58 και 61 του Συντάγματος, καθοδηγητική επί του θέματος  είναι η  Αναφορά αρ. 8/2016, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 2.5.2017, στην οποία επισημάνθηκαν, σχετικά,  τα ακόλουθα:

 

«Στο Άρθρο 54 προνοείται ότι εξαιρουμένης της Εκτελεστικής Εξουσίας, η οποία ρητώς διαφυλάσσεται υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει των Άρθρων 47, 48 και 49 του Συντάγματος, το Υπουργικό Συμβούλιο ασκεί εκτελεστική εξουσία επί παντός θέματος πλην εκείνων που δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος υπάγονται στην αρμοδιότητα των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Η Εκτελεστική Εξουσία, η οποία ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα εξής θέματα: ...... και «την έκδοσιν κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων, ως οι νόμοι ορίζουσιν» (Άρθρο 54(ζ)).

 

[..]

 

Στην υπόθεση Μιχαήλ Θεοδοσίου Λίμιτεδ ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 ΑΑΔ, 25 επιβεβαιώθηκε, από το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι ανάκληση διοικητικής πράξης με Νόμο είναι αντίθετη με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον υπό εξέταση Νόμο, ουσιαστικά εξουδετερώθηκε διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο ήταν κανονιστικό και εκτελεστικό του υφιστάμενου Νόμου και εκδόθηκε σύμφωνα με τον υφιστάμενο Νόμο, πράγμα που επίσης παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος, όπως ήδη εξηγήσαμε.»

 

 

Ο Υπουργός Οικονομικών ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 44Ζ του Ν.9/1965, εξέδωσε το περί Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου μέσω Ηλεκτρονικού Συστήματος Πλειστηριασμού Διάταγμα του 2019 (Κ.Δ.Π. 346/2019), το οποίο, όπως υποδηλώνεται από τον τίτλο του, ρυθμίζει τη διαδικασία για την πώληση ενυπόθηκου ακινήτου μέσω ηλεκτρονικού συστήματος πλειστηριασμού. Δηλαδή, είναι υποβοηθητικό της πώλησης αντικείμενο της αναστολής μέχρι την 31 Οκτωβρίου 2021, όταν αυτή διενεργείται ηλεκτρονικά. Ως εκ τούτου, ο Νόμος δεν καταργεί ούτε εξουδετερώνει το διάταγμα, παρά μόνο αναστέλλει, εκ των πραγμάτων, τη λειτουργία του για το χρονικό διάστημα που αναστέλλεται η διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων δυνάμει του Νόμου. Ούτε παρεμβαίνει, εν προκειμένω ο Νόμος, στην άσκηση εκτελεστικής εξουσίας η οποία αντλείται από το Σύνταγμα, για να μπορεί να γίνεται λόγος για καταστρατήγηση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, δεδομένου ότι ο Υπουργός Οικονομικών αντλεί την εξουσία του για το συγκεκριμένο θέμα από το Ν.9/1965. Ο Νόμος δεν λειτουργεί, επίσης, κατά τρόπο επεμβατικό, διαμορφώνοντας ή ανατρέποντας την  οικονομική πολιτική της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία έχει την ευρύτερη ευθύνη για την δημοσιονομική και οικονομική πολιτική του κράτους.

Προσεγγίζοντας την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την υποβολή από βουλευτή πρότασης νόμου, συνεπαγόμενης αύξησης των δαπανών του προϋπολογισμού, δεν παραβλέπουμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία στις 15.06.2018 υπέγραψε κατάλογο δεσμεύσεων, ο οποίος αποτελεί μέρος της απόφασης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στα πλαίσια έγκρισης της κρατικής στήριξης, για εκκαθάριση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας.  Μέρος αυτών των δεσμεύσεων, αποτελούν οι αλλαγές του πλαισίου εκποιήσεων, έτσι ώστε να επιτρέψουν την ανάκτηση της κρατικής βοήθειας που παραχωρήθηκε από το κράτος στα πλαίσια της πιο πάνω συμφωνίας.   Έχουμε υπόψη, επίσης ότι, «Οι σκοποί του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος είναι αλληλένδετοι με τις δημοσιονομικές διατάξεις, για τις οποίες γίνεται πρόνοια στο ΜΕΡΟΣ ΧΙ του Συντάγματος», (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2001) 3 ΑΑΔ 519).

 

Η εισήγηση, επομένως, του Γενικού Εισαγγελέα δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι ο Νόμος «συνεπάγεται» αύξηση του προϋπολογισμού, όρος ο οποίος, όπως έχει νομολογιακά ερμηνευθεί ενέχει την έννοια του αναπόφευκτου της αύξησης των δαπανών που προβλέπει ο προϋπολογισμός.  Επί της σημασίας του όρου «συνεπάγεται», λέχθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 3 ΑΑΔ 462:

 

«Το Άρθρο 80.2 έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, το Άρθρο 80.2 απαγορεύει προτάσεις νόμου (από βουλευτές), οι οποίες καθιστούν αναπόφευκτη την αύξηση των δαπανών που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Αυτή είναι η ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο «συνεπάγεται», στο πλαίσιο του Άρθρου 80.2. 

[..]

Από την απόφαση στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1993) 3 Α.Α.Δ. 16, προκύπτει ότι νόμος, ο οποίος επαυξάνει τις χρηματικές υποχρεώσεις του κράτους προς τους πολίτες, συνεπάγεται αναπόφευκτα αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού, εφόσο, για την αντιμετώπισή τους, χρειάζονται πρόσθετες πιστώσεις».

 

 

Σχετική είναι, επίσης, η γνωμάτευση στην Αναφορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (1999) 3 ΑΑΔ 859 στην οποία γίνεται λόγος για πρόταση νόμου η οποία επάγεται «άμεσα ή αναπόδραστα» την αύξηση των προβλεπόμενων, από τον προϋπολογισμό δαπανών. 

 

Οι όροι που χρησιμοποιεί ο Γενικός Εισαγγελέας, συζητώντας το ζήτημα στη γραπτή του αγόρευση, ότι η επέκταση της αναστολής μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2021 «δύναται» να επιφέρει πρόσθετους κίνδυνους για τις τράπεζες και ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων των ζημιών των δανείων της πρώην Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας, που έχουν μεταφερθεί στην Ελληνική Τράπεζα και εμπίπτουν στο Σχέδιο Εγγυήσεων, με συνεπακόλουθη σημαντική αύξηση των απαιτήσεων αποζημίωσης της Ελληνικής Τράπεζας από την Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, καθιστώντας «πιθανή» την ενεργοποίηση της εγγύησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφόσον - κατά την εισήγηση - αδρανοποιεί πλήρως το εργαλείο των εκποιήσεων, δεν παραπέμπουν σε αναπόφευκτη αύξηση των δαπανών που προβλέπει ο προϋπολογισμός, είτε στο άμεσο μέλλον είτε σε κατοπινό χρόνο. Σημειώνεται δε ότι ο Νόμος, δεν προβλέπει την επιβάρυνση του προϋπολογισμού με πρόσθετες δαπάνες στο άμεσο μέλλον, γεγονός που αποδέχεται ο Γενικός Εισαγγελέας.  Καταλήγοντας, δεν διαπιστώνεται από το ενώπιον μας υλικό ότι ο Νόμος, ο οποίος είναι σύντομης, προσωρινής χρονικής διάρκειας και περιορισμένης εμβέλειας ως προς την εφαρμογή του, θα έχει τις συνέπειες που εισηγείται ο Γενικός Εισαγγελέας, με συνεπαγόμενη αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού με την έννοια που προδιαγράφει η νομολογία.

 

Συνακόλουθα, γνωματεύουμε ότι ο Νόμος δεν είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τα Άρθρα 26, 30, 58, 61 και 80.2 και, κατ' επέκταση, προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος, ούτε προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και, συνεπώς, δύναται να εκδοθεί.

 

Η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 



[1] Το Άρθρο 58 του Συντάγματος της Δημοκρατίας προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«1. Έκαστος υπουργός προΐσταται του υπουργείου αυτού.

2. Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της ρητώς διαφυλασσομένης διά του Συντάγματος υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων ιδία εκατέρου ή από κοινού και υπέρ του Υπουργικού Συμβουλίου, η υφ' έκαστου υπουργού ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει τα κάτωθι θέματα:

(α) την εκτέλεσιν των νόμων των σχετικών προς τας αρμοδιότητας του υπουργείου αυτού και την διοίκησιν πάντων των εμπιπτόντων κατά τα γενικώς κρατούντα εις την αρμοδιότητα του υπουργείου αυτού των ζητημάτων και υποθέσεων,(β) την σύνταξιν διαταγμάτων ή κανονισμών αφορώντων εις το υπουργείον αυτού προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον, (γ) την έκδοσιν διαταγών και γενικών οδηγιών προς εκτέλεσιν οιουδήποτε νόμου αφορώντος εις το υπουργείον αυτού και προς εκτέλεσιν οιουδήποτε διατάγματος ή κανονισμού ερειδομένων επί τοιούτου νόμου και

(δ) την προπαρασκευήν προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον του τμήματος του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας του αναφερομένου εις το υπουργείον αυτού.»

 

«1. Έκαστος υπουργός προΐσταται του υπουργείου αυτού.

2. Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της ρητώς διαφυλασσομένης διά του Συντάγματος υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων ιδία εκατέρου ή από κοινού και υπέρ του Υπουργικού Συμβουλίου, η

υφ' έκαστου υπουργού ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει τα κάτωθι θέματα:

(α) την εκτέλεσιν των νόμων των σχετικών προς τας αρμοδιότητας του υπουργείου αυτού και την διοίκησιν πάντων των εμπιπτόντων κατά τα γενικώς κρατούντα εις την αρμοδιότητα του υπουργείου αυτού των ζητημάτων και υποθέσεων,

(β) την σύνταξιν διαταγμάτων ή κανονισμών αφορώντων εις το υπουργείον αυτού προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον,

(γ) την έκδοσιν διαταγών και γενικών οδηγιών προς εκτέλεσιν οιουδήποτε νόμου αφορώντος εις το υπουργείον αυτού και προς εκτέλεσιν οιουδήποτε διατάγματος ή κανονισμού ερειδομένων επί τοιούτου νόμου και

(δ) την προπαρασκευήν προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον του τμήματος του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας του αναφερομένου εις το υπουργείον αυτού.»

Το Άρθρο 61 του Συντάγματος της Δημοκρατίας προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικός Συνελεύσεις.»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο