ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A184
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 159/21)
(Προσφυγή αρ. 682/2017)
(Αναφορικά με τη Νομική Αρωγή 1/2022)
11 Μαΐου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ]
XXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ν.
XXX ΠΙΕΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου/Καθ΄ου η Αίτηση.
____________________
Αίτηση για Νομική Αρωγή Αρ.1/2022, ημερ.1.2.2022
____________________
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Μ. Καλογήρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. για την Καθ΄ης η Αίτηση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος ζητά νομική αρωγή προκειμένου να έχει νομική συμβουλή για το χειρισμό της αναθεωρητικής έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και για βοήθεια στη σύνταξη του γραπτού του περιγράμματος και ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του.
Ο Εφεσίβλητος είχε καταχωρίσει την Προσφυγή Αρ.682/2017 προσβάλλοντας την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την πρόσληψη της Εφεσείουσας, Σ.Μ., στη θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, θέση την οποία διεκδικούσε και ο ίδιος. Την πρόσληψη αυτή είχε προσβάλει και κάποια Α.Σ., με την Προσφυγή Αρ.370/2017, που εκδικάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο και είχε ως αποτέλεσμα η πρόσληψη να ακυρωθεί. Ασκήθηκαν δύο εφέσεις, οι Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ.83/2020 και 85/2020 από τη Δημοκρατία και τη Σ.Μ. αντίστοιχα.
Όπως αναφέρει ο Εφεσίβλητος, μετά την απόφαση στην Προσφυγή Αρ.370/2017 η Δημοκρατία και η Σ.Μ. ζήτησαν όπως η προσφυγή του Εφεσείοντα κριθεί ως άνευ αντικειμένου. Αυτό έγινε με τα περιγράμματα αγορεύσεων που καταχώρισαν. Ο Εφεσίβλητος έφερε, αναφέρει, ένσταση. Αυτό που έγινε ήταν να προβάλει τη δική του θέση στο ζήτημα στο περίγραμμα απαντητικής αγόρευσης που καταχώρισε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τα μέρη την 19.10.2021 (διευκρινήσεις) και επιφύλαξε την απόφαση του. Στη συνέχεια, ο Εφεσίβλητος, με επιστολή του ημερ.19.11.2021, ζήτησε από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως η επιφυλαχθείσα απόφαση εκδοθεί μετά την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ.83/2020. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάλεσε τα μέρη ενώπιον του την 9.12.2021 «για επανάνοιγμα» και, αφού άκουσε τις θέσεις τους, αποφάσισε ότι το επανάνοιγμα ήταν δικαιολογημένο και όρισε την προσφυγή για προγραμματισμό την 18.2.2022, σε αναμονή της έκδοσης απόφασης στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ.83/2020 και 85/2020 Είναι αυτή η Ενδιάμεση Απόφαση που προσβάλλεται ως εσφαλμένη με την Αναθεωρητική Έφεση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.
Μετά την καταχώριση της παρούσας Αίτησης για νομική αρωγή, υπήρξε εξέλιξη, αφού την 5.4.2022 εκδόθηκε απόφαση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ.83/2020 και 85/2020 και η πρωτόδικη απόφαση ακύρωσης της πρόσληψης της Σ.Μ. επικυρώθηκε. Η εξέλιξη αυτή δεν έχει προκαλέσει διαφοροποίηση στη θέση του Εφεσίβλητου, που επέμενε στην προώθηση της Αίτησης του, την οποία, καθηκόντως, εξετάζουμε.
Σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν.165(Ι)/2002, παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή στις διαδικασίες που αναφέρονται στα Άρθρα 3, 4, 5, 6, 6Α, 6Β, 6Γ, 6Δ και 6Ε, στην έκταση και υπό τους όρους που διαλαμβάνονται, δηλαδή σε ποινικές και πολιτικές διαδικασίες για τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξειδικεύονται και σε διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Ο Νόμος δεν καλύπτει την περίπτωση του Εφεσίβλητου. Η νομολογία στην οποία μας έχει παραπέμψει ο Γενικός Εισαγγελέας, μέσω του Σημειώματος που έχει καταχωρίσει, είναι καθοριστική στο ζήτημα, ενώ η επιχειρηματολογία του Εφεσίβλητου, με την οποία μας κάλεσε να αποκλίνουμε από αυτή, βρίσκουμε ότι δεν έχει έρεισμα.
Πρόκειται για τη Μαραγκός (2004) 3 Α.Α.Δ. 569, όπου αναφέρθηκε ότι:
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με αποφάσεις της ημερομηνίας 22.5.01 και 3.9.01, αρνήθηκε να διορίσει τον αιτητή στις θέσεις Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικής Κίνησης και Ελεγκτή Μεταφορών με το αιτιολογικό πως δεν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ούτε είχε απαλλαγεί από αυτές, όπως απαιτεί ως προϋπόθεση για διορισμό, το άρθρο 31(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).
Η προσφυγή του αιτητή κατά του κύρους αυτών των αποφάσεων απορρίφθηκε και ασκήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3279. Ο αιτητής, ο οποίος ως τώρα εκπροσωπείτο από δικηγόρο, υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή για τα περαιτέρω και, κατά τις πρόνοιες του Κανονισμού 5(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού (Αρ. 1) του 2003 ακούσαμε και τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με το κατά πόσο η περίπτωση καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου.
Ο αιτητής θεώρησε πως η αίτησή του πρέπει να κριθεί παραδεκτή αφού θέτει ζήτημα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με την αναφερθείσα προϋπόθεση του άρθρου 31(β) του Ν. 1/90. Είναι ορθή η αντίθετη άποψη του Γενικού Εισαγγελέα. Ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος του 2002 [Ν. 165(Ι)/02] στον οποίο βεβαίως εδράζεται και το αίτημα, παρέχει τη δυνατότητα χορήγησης νομικής αρωγής σε ποινικές διαδικασίες, σε πολιτικές διαδικασίες για τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξειδικεύονται και σε διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και εκδήλως η περίπτωση δεν είναι δυνατό να ενταχθεί σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω. Ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά στις πολιτικές διαδικασίες, η απόφαση της Ολομέλειας στην xxx Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 1 A.A.Δ. 1897, είναι ευθέως σχετική. Αφορούσε και εκείνη σε διαδικασία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (εκεί προς ακύρωση απόλυσης αστυφύλακα) και εξετάστηκε αν αυτή ήταν δυνατό να ταξινομηθεί ως «πολιτική». Η απάντηση, με αναφορά και στην Case of Neigel v. France ECHR, No. 32, 1997-II 399, ήταν αρνητική. Ομοίως και εν προκειμένω. Όπως και στην περίπτωση του ελέγχου της απόλυσης, ο έλεγχος της άρνησης διορισμού στη δημόσια υπηρεσία στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ως καθαρά δημοσίου δικαίου, δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική διαδικασία.»
Τα όσα αναφέρθηκαν στη Μαραγκός του 2004, επαναλήφθηκαν στη Μαραγκός (2006) 3 Α.Α.Δ. 669, ενώ στη Νίκολας, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ.35/2014, ημερ.15.1.2015, επιβεβαιώθηκε ότι η νομολογία είναι επί του προκειμένου ευθυγραμμισμένη. Αναφέρθηκε ότι: «Ο Νόμος καθορίζει με σαφήνεια το σύνολο των περιπτώσεων για τις οποίες είναι δυνατή η παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής.» και επαναλήφθηκε πως: «ο έλεγχος της άρνησης διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία, ως καθαρά δημοσίου δικαίου, δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική διαδικασία για την οποία προβλέπεται δυνατότητα χορήγησης νομικής αρωγής.».
Ο Εφεσίβλητος υποστήριξε διαζευκτικά ότι ο Ν.165(Ι)/2002 είναι αντισυνταγματικός, η απόφανση όμως σε τέτοιο ζήτημα δεν θα μπορούσε να έχει θετικές συνέπειες όσον αφορά το αίτημα του. Όταν ένα νομοθέτημα κρίνεται αντισυνταγματικό δεν εφαρμόζεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί αντί αυτού να εφαρμοστεί κάποια άλλη πρόνοια που, αν υπήρχε στο νόμο, θα τον καθιστούσε συνταγματικό. Ούτε θα μπορούσε να τύχει ο Εφεσίβλητος μεταχείρισης ως εάν η περίπτωση του να καλυπτόταν από το νόμο.
Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να διευρύνει νομοθετική διάταξη, έτσι ώστε να προκύψει νομοθετική πρόνοια που να καλύπτει περιπτώσεις όπως του Εφεσίβλητου (Dias United Publ. Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, 556-7, Βρούντου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, 82-4 και Τσιάκκα κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 510, 512-4). Έτσι, ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας του Ν.165(Ι)/2002 είναι αλυσιτελής και ως τέτοιος δεν μπορεί να εξεταστεί.
Τέλος, ο Εφεσίβλητος προώθησε την Αίτηση του με παραπομπή σε συνταγματικές διατάξεις που, κατά την εισήγηση του, θα παραβιαστούν αν δεν την εγκρίνουμε. Αναφέρθηκε στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, επικαλούμενος ότι δεν θα έχει ίση προστασία και μεταχείριση σε σχέση με την αντίδικο του, που έχει τη συνδρομή δικηγόρου. Αναφέρθηκε ακόμα στο Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος[1] και στο Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,[2] που διασυνδέει την παροχή νομικής αρωγής με την εξασφάλιση αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Ότι δηλαδή προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα και το Χάρτη δικαίωμα σε νομική αρωγή, έστω και αν η περίπτωση του δεν καλύπτεται από τη σχετική νομοθεσία.
Οι περιστάσεις της υπόθεσης στα πλαίσια της οποίας υποβάλλεται το αίτημα του Εφεσείοντα για νομική αρωγή είναι τέτοιες, που δεν απαιτείται να εξεταστούν τα θέματα που εγείρονται σε βάθος.[3] Η παροχή νομικής αρωγής στον Εφεσίβλητο δεν θα δικαιολογείτο και θα απορρίπταμε το σχετικό αίτημα σε κάθε περίπτωση.
Αρκεί η περαιτέρω αναφορά στη Νίκολας, όπου μνημονεύεται η Marangos v. Cyprus (Application no.12846/05) ημερ.4.12.2008, όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποφάνθηκε ότι εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης να υιοθετήσει τα μέτρα εκείνα που θα εξασφαλίζουν στους διαδίκους τα δικαιώματα τους. Κατά πόσο η παροχή νομικής αρωγής είναι αναγκαία για να έχει ο διάδικος δίκαια δίκη, πρέπει να καθορίζεται στη βάση των γεγονότων και των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, πιο είναι το διακύβευμα για το διάδικο, της πολυπλοκότητας του σχετικού νόμου και διαδικασίας και της ικανότητας του διαδίκου να αντιπροσωπεύσει τον εαυτό του αποτελεσματικά. Και δεν είναι επιβεβλημένο για το κράτος να εξασφαλίσει, δημοσία δαπάνη, πλήρη ισότητα των όπλων, νοουμένου ότι η κάθε πλευρά έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση της χωρίς να τίθεται σε μειονεκτική θέση.[4]
Καταλήγουμε ότι θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, σπατάλη του δημόσιου χρήματος, εάν εγκρινόταν η παροχή δωρεάν νομικής αρωγής στον Εφεσείοντα σε σχέση με την Αναθεωρητική Έφεση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, όπου αντικείμενο είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να επανανοίξει την προσφυγή του Εφεσίβλητου και να την ορίσει για προγραμματισμό, ουσιαστικά να την αφήσει σε εκκρεμοδικία μέχρις ότου αποφασιστούν οι Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ.83/2020 και 85/2020, οι οποίες έχουν τώρα ήδη αποφασιστεί.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Έκαστος έχει το δικαίωμα: (δ) να έχη συνήγορον της ιδίας αυτού εκλογής και να έχη δωρεάν νομικήν αρωγήν, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή τούτο και όπως ο νόμος ορίζει.
[2] Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου
Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.
Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.
Σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
[3] Βλ. «Εγχειρίδιο σχετικά με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη», Έκδ. Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Συμβούλιο της Ευρώπης, 2016, 3.Ευεργέτημα της πενίας, σελ.65-83,
https://www.echr.coe.int/Documents/Handbook_access_justice_ELL.pdf.
[4] «34. Article 6 § 1 leaves to the State a free choice of the means to be used in guaranteeing litigants the above rights. The institution of a legal aid scheme constitutes one of those means but there are others, such as for example simplifying the applicable procedure (see Airey, cited above, § 26, and McVicar v. the United Kingdom, no. 46311/99, § 50, ECHR 2002-III).
35. The question whether the provision of legal aid is necessary for a fair hearing must be determined on the basis of the particular facts and circumstances of each case and will depend, inter alia, upon the importance of what is at stake for the applicant in the proceedings, the complexity of the relevant law and procedure and the applicant's capacity to represent him or herself effectively (see Airey, § 26; McVicar; §§ 48 and 50; P.C. and S. v. the United Kingdom, no. 56547/00, § 91, ECHR 2002-VI; and also Munro, cited above).
36. Moreover, it is not incumbent on the State to seek through the use of public funds to ensure total equality of arms between the assisted person and the opposing party, as long as each side is afforded a reasonable opportunity to present his or her case under conditions that do not place him or her at a substantial disadvantage vis-à-vis the adversary (see De Haes and Gijsels, § 53, and also McVicar, §§ 51 and 62, both cited above).
37. The Court must examine the facts of the present case with reference to the above criteria.».