ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A153
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 56/2018)
(Προσφυγή αρ. 1597/2014)
14 Απριλίου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
Εφεσειόντων/Καθ΄ων η Αίτηση,
ν.
X. ΚΟΥΚΚΟΥΛΗ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή.
____________________
Δ.Μ. Εργατούδη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσίβλητο.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία έγινε αποδεχτή η προσφυγή του Εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η απόφαση των Εφεσειόντων να απορρίψουν την αίτηση του για πρόωρη συνταξιοδότηση του ως αγρότης, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013.
Το Πρόγραμμα αποτελείται από τέσσερις ’ξονες Προτεραιότητας, με τον πρώτο να αφορά στη «Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας». Το Μέτρο 1.3: «Πρόωρη Συνταξιοδότηση Αγροτών», στοχεύει στην ηλικιακή ανανέωση των ατόμων που ασχολούνται στον τομέα της γεωργίας, προωθεί την εθελοντική αποχώρηση των μεγαλύτερων σε ηλικία γεωργών και την αντικατάσταση τους από νεότερους με την ταυτόχρονη ανασυγκρότηση των γεωργικών τους εκμεταλλεύσεων. Επιλέξιμη δράση είναι η πρόωρη συνταξιοδότηση γεωργών.
Δικαιούχοι αιτητές είναι αγρότες ηλικίας 55 μέχρι 65 ετών που δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και που θα παραχωρήσουν την εκμετάλλευση τους σε νεότερο γεωργό ηλικίας 20 μέχρι 49 ετών. Αναλαμβάνουν την υποχρέωση μεταβίβασης ή παραχώρησης με πώληση ή ενοικίαση, για το διάστημα που συμμετέχουν στο Πρόγραμμα, τη γεωργική τους εκμετάλλευση στο νεότερο αγρότη της πιο πάνω ηλικίας, τον «διάδοχο», οφείλουν δε να διακόψουν οριστικά κάθε άσκηση γεωργικής δραστηριότητας. Κατ΄εξαίρεση μπορούν να συνεχίσουν να καλλιεργούν μικρό τμήμα της εκμετάλλευσης τους, όχι μεγαλύτερο από 5 δεκάρια ξηρικής ή 1.5 δεκάρια αρδευόμενης έκτασης, αποκλειστικά για αυτοκατανάλωση. Προνοείται ακόμα ότι: «Το μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στις επιλέξιμες μειονεκτικές περιοχές να είναι τουλάχιστον 30 δεκ. ξηρικής ή 10 δεκ. αρδευόμενης έκτασης ή ανάλογο συνδυασμό.»
Ο Εφεσίβλητος υπόβαλε την αίτηση του την 18.12.2008 δηλώνοντας ως «διάδοχο» του τον γιο του, ο οποίος με ξεχωριστή αίτηση συμμετείχε στο Μέτρο 1.2: «Ενίσχυση Πρώτης Εγκατάστασης Νέων Γεωργών».
Η αίτηση του Εφεσίβλητου απορρίφθηκε από τον Τομέα Εξουσιοδότησης Πληρωμών του Τμήματος Γεωργίας την 17.12.2010. Ένσταση του για επανεξέταση απορρίφθηκε από την Επιτροπή Ενστάσεων την 11.3.2011, οπόταν, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιτυγχάνοντας την 8.8.2014 την ακύρωση της απόφασης (Υπόθ. Αρ.838/2011) λόγω πάσχουσας σύνθεσης και λειτουργίας της Επιτροπής. Η Επιτροπή επανεξέτασε την ένσταση του την 15.10.2014 την οποία και πάλι απόρριψε, στη βάση ότι δεν πληρείτο το κριτήριο συμμετοχής σε σχέση το μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που παραχωρούνταν, που έπρεπε, εφόσον επρόκειτο για επιλέξιμη μειονεκτική περιοχή, να ήταν τουλάχιστον 30 δεκάρια ξηρικής ή 10 δεκάρια αρδευόμενης έκτασης ή ανάλογος συνδυασμός.
Στο Έντυπο Αίτησης που υπόβαλε ο Εφεσίβλητος, στο «Μέρος ΙΙ: Φύλλο Δήλωσης Κτηματολογικών Τεμαχίων», είχε καταγράψει δύο τεμάχια, το 253 και το 260 εκτάσεων 7,693 και 12,85 δεκάριων αντίστοιχα. Ο Εφεσίβλητος δεν είχε προσκομίσει οποιοδήποτε δικαιολογητικό/βεβαίωση άρδευσης τους, οπόταν θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι τα δύο τεμάχια αφορούσαν ξηρική γη συνολικής έκτασης 20,543 δεκάριων, δηλαδή μικρότερη από τα 30 δεκάρια που απαιτούνται από τα κριτήρια συμμετοχής. Πέραν τούτου, το τεμάχιο 260, που ήταν τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας, δεν θα μπορούσε να προσμετρήσει, αφού ο Εφεσίβλητος δεν είχε προσκομίσει νόμιμα δικαιολογητικά μεταβίβασης των δικαιωμάτων του σε αυτό προς το «διάδοχο». Σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση μίσθωσης, ο δικαιούχος Εφεσίβλητος δεν είχε το δικαίωμα να εκχωρεί ή υποεκμισθώνει το τεμάχιο ή οποιοδήποτε μέρος του, χωρίς την άδεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, που δεν είχε δοθεί. Ως αποτέλεσμα η Επιτροπή κατέληξε ότι η έκταση που νόμιμα παραχώρησε στον «διάδοχο» ήταν μόλις 7,693 δεκάρια ξηρικής γης σε επιλέξιμη μειονεκτική περιοχή, που δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια συμμετοχής στο Πρόγραμμα.
Ο Εφεσίβλητος προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, που αποφάνθηκε ότι πιθανολογείτο «πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο» και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής «για σκοπούς επανεξέτασης» (Παπαϊωάννου κ.ά. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 713, 723-4).
Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πιθανή πλάνη αφορούσε τρία σημεία για τα οποία προέκυπτε απουσία δέουσας έρευνας. Την νόμιμη παραχώρηση του ενός από τα δύο τεμάχια που αναφέρονταν στο Έντυπο Αίτησης, δηλαδή του τεμαχίου 260, στο «διάδοχο», τη μη συμπερίληψη τρίτου τεμαχίου, του 237, στο Έντυπο της Αίτησης και κατά πόσο τα τεμάχια που παραχωρούνταν ήταν ξηρικά ή αρδευόμενα.
Επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσίβλητος είχε επισυνάψει στην αίτηση του κατά την υποβολή της χειρόγραφο έγγραφο το οποίο τιτλοφόρησε «Διαχειριστήριο έγγραφο», στο οποίο αναφερόταν ότι παραχωρούσε στον γιο του το δικαίωμα σε τρία τεμάχια γης «για γεωργικούς σκοπούς για περίοδο δέκα χρόνων και ανανέωσιν». Πέραν των δύο τεμαχίων, 253 και 260, που καταγράφονταν στο Έντυπο Αίτησης, αναφερόταν και τρίτο τεμάχιο, το 237, εκτάσεως 25 δεκάριων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι δεν καταγραφόταν ο λόγος γιατί το τεμάχιο 237 δεν είχε περιληφθεί στην αίτηση, κατά πόσο επρόκειτο για ξηρική ή αρδευόμενη γη και πως δεν είχε επιβεβαιωθεί η έκταση του. Τίποτα, σημείωσε, δεν προέκυπτε από το διοικητικό φάκελο. Καταλόγισε συναφώς στους διοικούντες ότι δεν έστρεψαν την προσοχή τους στο ζήτημα, ώστε να καλέσουν τον Εφεσίβλητο για διευκρινίσεις σε σχέση με την παράλειψη να δηλώσει όλες τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και να αντιληφθεί την τυχόν πλάνη του κατά τη συμπλήρωση του Εντύπου της Αίτησης σημειώνοντας ότι ο διάλογος με τον διοικούμενο, που ούτως ή άλλως επιβαλλόταν στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, αφού επρόκειτο για άτομο που ασχολείτο με γεωργικές ασχολίες από νεαρή ηλικία, θα εξυπηρετούσε όχι μόνο τον Εφεσίβλητο αλλά και τη διοίκηση. Οι λόγοι για την μη συμπερίληψη του τεμαχίου 237 στην αίτηση παρέμειναν, σημείωσε, άγνωστοι στο Δικαστήριο.
Επεσήμανε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στο διοικητικό φάκελο είχε καταχωριστεί έγγραφο τιτλοφορούμενο «Εξουσιοδότηση Διαχείρισης Αγροτεμαχίων», ημερ.5.12.2009, στο οποίο αναγράφονταν το τεμάχιο 237 και το τεμάχιο 253, με το πρώτο διαγραμμένο με μονογραφή του Εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε ερωτηματικά σε σχέση με την συμπερίληψη, αλλά και τη διαγραφή του, καταλήγοντας ότι «απαιτούντο στα πλαίσια της δέουσας έρευνας διευκρινίσεις, ή αιτιολογία, που δεν είναι γνωστή στο Δικαστήριο».
Σημείωσε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι όταν το 2010 απορρίφθηκε η αίτηση του Εφεσίβλητου, αυτό έγινε στη βάση μόνο του λόγου ότι δεν είχε παρουσιάσει έγκριση για το τεμάχιο 260 από το Υπουργικό Συμβούλιο και επομένως ο Εφεσίβλητος υπόβαλε ένσταση μόνο σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Αναφερόταν στη σχετική επιστολή ημερ.17.12.2010 ότι: «Λόγοι απόρριψης: δεν έχετε προσκομίσει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά που να δικαιολογούν την μεταβίβαση της εκμετάλλευσης στον διάδοχο και συγκεκριμένα εκκρεμεί η λήψη απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για εκμίσθωση του τεμαχίου 260 στον Γ. Κουκκουλή.». Ο Εφεσίβλητος στην ένσταση που υπέβαλε ζήτησε παράταση χρόνου για να παρουσιάσει τα σχετικά έγγραφα όταν το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποφάσιζε επί σχετικής αιτήσεως που είχε υποβάλει. Αν του είχαν αναφέρει εξαρχής, σημειώνει, ότι υπήρχε ζήτημα μη κάλυψης των απαιτούμενων εκτάσεων, ίσως να είχε τότε την ευκαιρία, με την ένσταση του, να ζητήσει τροποποίηση του εντύπου της αίτησης του έγκαιρα με την προσθήκη ή αντικατάσταση του τεμαχίου 237, που ενώ το δήλωνε και αυτό στο «Διαχειριστήριο έγγραφο» που κατατέθηκε μαζί με την αίτηση του κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν το συμπεριέλαβε στην ίδια την αίτηση. Και για τον λόγο αυτό, χρειαζόταν καλύτερη έρευνα που θα αφορούσε και τις απόψεις του Εφεσίβλητου.
Κατέληξε ότι η αίτηση του Εφεσίβλητου είχε απορριφθεί «χωρίς δέουσα έρευνα με ορατό το ενδεχόμενο να υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα, πιθανολογείται δηλαδή πλάνη σε σχέση με ουσιώδη ζητήματα που αφορούν ακριβώς τον λόγο απόρριψης, αυτόν της έκτασης της γεωργικής εκμετάλλευσης που μεταβιβάστηκε». Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1 ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη. Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προσβάλλονται επιμέρους πτυχές της κατάληξης.
Η ουσία του λόγου έφεσης 2 προκύπτει από την αιτιολογία του. Είναι γεγονός ότι η επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ηλικίας του Εφεσίβλητου προκάλεσε σύγχυση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι αν η εκμετάλλευση του τεμαχίου 237 δεν παραχωρείτο στο γιο του Εφεσίβλητου, παρέμενε αδιευκρίνιστο τι θα γινόταν, αφού ο Εφεσίβλητος δεν θα δικαιούτο να το καλλιεργεί κατ' εξαίρεση για αυτοκατανάλωση λόγω της μεγάλης έκτασης του. Επομένως, θα έπρεπε και για αυτό το λόγο να γίνει περαιτέρω έρευνα, γιατί αν ο Εφεσίβλητος θα συνέχιζε να το καλλιεργεί η αίτηση του «θα έπρεπε να απορριφθεί» για αυτό το λόγο. Η ουσία του λόγου έφεσης 2 είναι ότι δεν υπήρχε λόγος ελέγχου της εξαίρεσης του Μέτρου για καλλιέργεια για αυτοκατανάλωση, αφού η αίτηση του Εφεσίβλητου δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Προγράμματος.
Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται η επιμέρους κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διοίκηση δεν προχώρησε σε διάλογο με τον Εφεσίβλητο και στην αναζήτηση διευκρινίσεων για την ελλιπή έκταση των τεμαχίων που παρουσίαζε η αίτηση του, στη βάση ότι, όπως προέκυπτε από το διοικητικό φάκελο, αρμόδιος λειτουργός του Επαρχιακού Γεωργικού Γραφείου Λευκωσίας είχε τη 12.7.2010 τηλεφωνική επικοινωνία με τον Εφεσίβλητο κατά την οποία τον ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να εξασφαλίσει σύμβαση μίσθωσης τουρκοκυπριακού κλήρου στο όνομα του «διαδόχου» του σε σχέση με το τεμάχιο 260, ενώ την 6.9.2010 με επιστολή του Προϊστάμενου Κλάδου Εξουσιοδότησης Πληρωμών ο Εφεσίβλητος ενημερώθηκε ότι η αίτηση του παρουσίαζε ελλείψεις και ζητήθηκε η συγκεκριμένη σύμβαση μίσθωσης τουρκοκυπριακού κλήρου για το συγκεκριμένο τεμάχιο.
Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και πεπλανημένη η κρίση ότι η διοίκηση θα έπρεπε να προβεί σε διερεύνηση κατά πόσο το τεμάχιο 253, στο οποίο καλλιεργείτο κριθάρι, αφορούσε ξηρική ή αρδευόμενη γη. Και αυτό γιατί ο Εφεσίβλητος στο Μέρος ΙΙ του Εντύπου Αίτησης που υπόβαλε είχε δηλώσει για τα τεμάχια 253 και 260 «ΟΧΙ αρδευόμενα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι:
«δεν έγινε έρευνα κατά πόσο τα δηλωμένα στην αίτηση τεμάχια ήταν όντως ξηρική γη ή αρδευόμενα, ειδικότερα το τεμάχιο 253 (7.693 Δεκαρίων) στο οποίο καλλιεργείτο κριθάρι ως καταγράφηκε στο Έντυπο. Έρευνα και ως προς το ζήτημα αυτό ίσως αποκάλυπτε λάθη ή παρατυπίες, οι οποίες αν διευκρινίζονταν να ήταν προς όφελος του αιτητή. Η αιτιολογία πως τα τεμάχια δηλώθηκαν ως ξηρική γη και όχι αρδευόμενη βάσει έκδοσης άδειας δικαιώματος άρδευσης, δεν ικανοποιεί το Δικαστήριο χωρίς αναφορά σε σχετική απαίτηση του Προγράμματος - Μέτρο 1.3, όπως η άρδευση γίνεται μόνο δυνάμει εκδοθείσας αδείας από το κράτος και όχι με άλλο νόμιμο τρόπο. Είναι δε εύλογη η παρατήρηση του δικηγόρου του αιτητή, ότι το κριθάρι είναι καλλιέργεια και χρήζει αιτιολογίας πως κρίθηκε μη αρδευόμενο ή/και ξηρικό».
Με το λόγο έφεσης 5 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και πεπλανημένη η κρίση ότι η διοίκηση θα έπρεπε να προβεί σε δέουσα έρευνα ως προς την απαίτηση έγκρισης για το τεμάχιο 260. Από το διοικητικό φάκελο προέκυπτε ότι η σχετική έρευνα είχε διεξαχθεί και το αρμόδιο όργανο, δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν είχε λάβει την τελική του απόφαση κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται, ο Εφεσίβλητος είχε δηλώσει πρόθεση μεταβίβασης του τουρκοκυπριακού τεμαχίου 260 στο διάδοχο του, αλλά θα έπρεπε ταυτόχρονα ο διάδοχος να προβεί σε όλες τις δέουσες ενέργειες για να εξασφαλίσει, πριν την έγκριση της αίτησης του και σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα που είχαν τεθεί από τη Μονάδα Εφαρμογής, τη μίσθωση του συγκεκριμένου τεμαχίου από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενέργειες στις οποίες δεν προέβηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επί του προκειμένου αναφέρει ότι:
«δεν έγινε η δέουσα έρευνα και ως προς την απαίτηση έγκρισης για το τεμάχιο 260, που καθυστερούσε να δοθεί για 4 και πλέον έτη, αφού βάσει της σύμβασης μίσθωσης του τεμαχίου, (Κυανά 1-10), ο όρος Μισθωτής «περιλαμβάνει και τους κληρονόμους, εκτελεστές διαθήκης, διαχειριστές και νόμιμους εκδοχείς αυτού ..», ο δε αιτητής είχε καταθέσει «Διαχειριστήριο έγγραφο» δυνάμει του οποίου παραχωρείτο η διαχείριση του τεμαχίου «για γεωργικούς σκοπούς» στον γιο του ήδη από το 2006 και «για περίοδο 10 χρόνων». Επ' αυτού δεν φαίνεται να υπήρξε κανένας προβληματισμός από τη διοίκηση, παρά το γεγονός ότι η αναμονή της έγκρισης αποτέλεσε την αιτία της αρχικής απόρριψης το 2010. Η αίτηση δε για έγκριση της μεταβίβασης της μίσθωσης εκκρεμούσε, όπως προανέφερα, από το 2006. Τα πιο πάνω αναφέρονται σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ρητά στο Μέτρο 1.3 (αλλά και στον Κανονισμό (ΕΚ) 1698/2005) γίνεται μόνο αναφορά σε μεταβίβαση «γεωργικής εκμετάλλευσης» και όχι μίσθωση ή μεταβίβαση ακινήτου».
Με το λόγο έφεσης 6 ουσιαστικά καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτό που έπραξε ήταν να υποκαταστήσει τις αποφάσεις της διοίκησης και να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων. Επισημαίνεται ότι ο Εφεσίβλητος ουδέποτε ήγειρε ζήτημα στις ενστάσεις του σε σχέση με το τεμάχιο 237 ώστε να το συμπεριλάβει στην αίτηση του και η Επιτροπή ουδέποτε εξέτασε θέμα σε σχέση με αυτό.
Ο λόγος έφεσης 5 ευσταθεί. Σε σχέση με την αίτηση του Εφεσίβλητου, η έρευνα σκοπό είχε να αποκαλύψει κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε την απαραίτητη άδεια για να μεταβιβάσει την γεωργική εκμετάλλευση του τεμαχίου 260 στο «διάδοχο» του. Προέκυπτε αβίαστα ότι δεν είχε τέτοια άδεια και οι λόγοι γιατί δεν την είχε και ποιος μπορεί να ευθυνόταν γιατί δεν του είχε παραχωρηθεί, δεν μετέβαλλαν το γεγονός ότι η έκταση του τεμαχίου 260 δεν μπορούσε να συνυπολογιστεί στην έκταση που ο Εφεσίβλητος νόμιμα παραχωρούσε στο «διάδοχο» του.
Ο λόγος έφεσης 4 επίσης ευσταθεί. Ο Εφεσίβλητος στο Έντυπο Αίτησης που υπόβαλε είχε δηλώσει για τα τεμάχια 253 και 260 «ΟΧΙ αρδευόμενα» και δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί η δήλωση ότι στο 253 καλλιεργείτο κριθάρι, δημιουργούσε ανάγκη «αιτιολογίας πως κρίθηκε μη αρδευόμενο ή/και ξηρικό». Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του δικηγόρου του Εφεσίβλητου, ο οποίος στην ενώπιον μας αγόρευση του ανάφερε ότι: «Αν δεν υπήρχε ενώπιον των Εφεσειόντων η αίτηση το στοιχείο ότι στο τεμάχιο 253 ο Εφεσίβλητος /Αιτητής καλλιεργούσε κριθάρι τότε ενδεχομένως να ήταν αρκετό για τους Εφεσείοντες/Καθ' ων η αίτηση να στηριχθούν στα όσα ο Εφεσίβλητος δήλωσε στην αίτηση του». Διερωτόμαστε ωστόσο σε ποια βάση το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η καλλιέργεια κριθαριού έθετε σε αμφιβολία ότι η έκταση ήταν ξηρική. Αν δεν ήταν ζήτημα δικαστικής γνώσης, που προφανώς δεν ήταν, στο ίδιο το Πρόγραμμα, στο «Καθεστώς 2.3.7» υπάρχει στην ενότητα «(α) Φυτική Παραγωγή» αναφορά σε «Σιτηρά και άλλες ξηρικές καλλιέργειες». Επομένως, η αναφορά σε καλλιέργεια κριθαριού, αν βοηθούσε σε οτιδήποτε, συνηγορούσε υπέρ του ότι επρόκειτο για ξηρική έκταση.
Ο λόγος έφεσης 3 δεν ευσταθεί. Τα όσα δε αναφέρονται στην αιτιολογία του λόγου επιβεβαιώνουν ότι οι επαφές με τον Εφεσίβλητο περιορίστηκαν στο ζήτημα του τεμαχίου 260. Η διερεύνηση του ζητήματος της μεταβίβασης της γεωργικής εκμετάλλευσης του τεμαχίου 260 θα μπορούσε να έχει σημασία μόνο στην περίπτωση που εφόσον η έκταση του προσμετρούσε, οι προϋποθέσεις του Προγράμματος θα ικανοποιούνταν. Θα ήταν ότι πιο παράδοξο να διαπιστωνόταν ότι η έκταση του τεμαχίου 260 προσμετρούσε, αλλά οι προϋποθέσεις του Προγράμματος και πάλι δεν ικανοποιούνταν. Εφόσον η διοίκηση θεωρούσε ότι η αίτηση περιλάμβανε μόνο τα τεμάχια 253 και 260, συνολικής ξηρικής έκτασης 20,543 δεκάριων, η όποια διερεύνηση θα ήταν περιττή.
Αυτό που είχε σημασία ήταν κατά πόσο το τεμάχιο 237 περιλαμβανόταν στις εκτάσεις την γεωργική εκμετάλλευση των οποίων ο Εφεσίβλητος μεταβίβαζε στον «διάδοχο». Εάν ναι τότε η συνολική έκταση υπερέβαινε τα 30 δεκάρια, έστω και χωρίς να υπολογίζεται η έκταση του τεμαχίου 260 ακόμα και με δεδομένο ότι ήταν όλες οι εκτάσεις ξηρικές. Εάν όχι, το τεμάχιο 253 δεν ήταν αρκετό ακόμα και αν ήταν αρδευόμενο. Δεν ήταν ζήτημα διαπίστωσης ποια θα ήταν η τύχη του τεμαχίου 237 αν η γεωργική του εκμετάλλευση δεν μεταβιβαζόταν στον «διάδοχο», κατά πόσο δηλαδή ο Εφεσίβλητος θα συνέχιζε να το καλλιεργεί. Αρκούσε για την απόρριψη της αίτησης του το ότι δεν μεταβίβαζε την γεωργική του εκμετάλλευση στον «διάδοχο». Επομένως και ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει.
Περιλαμβανόταν, λοιπόν, το τεμάχιο 237 στις εκτάσεις την γεωργική εκμετάλλευση των οποίων ο Εφεσίβλητος μεταβίβαζε στον «διάδοχο» ή όχι; Οι Εφεσείοντες εξέλαβαν πως όχι.
Η αίτηση, η οποία στην όψη της ήταν απορριπτέα, εμπεριείχε στοιχεία που επέβαλλαν περαιτέρω διερεύνηση. Το τεμάχιο 237, η συμπερίληψη του οποίου θα ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Προγράμματος αναφέρθηκε σε επιπρόσθετο έγγραφο το «Διαχειριστήριο έγγραφο» που επισυνάφθηκε στην αίτηση με την υποβολή της το 2008. Το 2009 διαγράφηκε από άλλο έγγραφο την «Εξουσιοδότηση Διαχείρισης Αγροτεμαχίων», ενώ το 2010, έγιναν διευκρινιστικές επαφές με τον Εφεσίβλητο, που σημασία μπορούσαν να έχουν μόνο εφόσον το τεμάχιο 237 θεωρείτο ότι περιλαμβανόταν στην αίτηση. Με την διαγραφή το 2009 του τεμαχίου 237 από την «Εξουσιοδότηση Διαχείρισης Αγροτεμαχίων», θα αναμενόταν η απόσυρση της αίτησης, αφού καθίστατο προδήλως απαράδεχτη. Όμως αυτό δεν έγινε. Έτσι, παρά το ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε συμπληρώσει κατά τρόπο επιμελή το Έντυπο Αίτησης του, οι περιστάσεις καθιστούσαν αναγκαία την διερεύνηση από τη διοίκηση κατά πόσο το τεμάχιο 237 περιλαμβανόταν στις εκτάσεις την γεωργική εκμετάλλευση των οποίων ο Εφεσίβλητος μεταβίβαζε στον «διάδοχο».
Στην Ελαιουργία Πεττεμερίδη Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 199, 211, με αναφορά στο τεκμήριο υπέρ της ορθότητας της πραγματικής διαπίστωσης από τη διοίκηση, μνημονεύεται απόσπασμα από το σύγγραμμα του Μ. Στασινόπούλου - "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", 1951, 305 ότι:
«Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώση να καταστήση πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήση παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο δικαστής, ευρισκόμενος εν αμφιβολία, δεν κλίνει προς το τεκμήριον, αλλά τρέπεται προς μίαν των δύο οδών: ή δηλαδή α) διατάσσει αποδείξεις ή β) ακυροί την πράξιν, ίνα η Διοίκησις διαπίστωση τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπον μη καταλείποντα αμφιβολίας. Η ακύρωσις όμως δεν επέρχεται διότι τεκμαίρεται πλάνη της Διοικήσεως (τότε η πράξις θα ηκυρούτο άνευ ετέρου λόγω της πλάνης), αλλά διότι κρίνεται αναγκαίον όπως απαλλαγή η πράξις της υπόνοιας της πλάνης, χωρίς να απαγορεύηται η επανάληψις αυτής υπό το αυτό περιεχόμενον. Τοιαύτη επανάληψις θα εσήμαινεν ότι η Διοίκησις αποδεικνύει ήδη το μη πεπλανημένον της διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών.»
Δεν έγινε καμιά έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο το τεμάχιο 237 περιλαμβανόταν στις εκτάσεις την γεωργική εκμετάλλευση των οποίων ο Εφεσίβλητος μεταβίβαζε στον «διάδοχο». Αν πραγματικά περιλαμβανόταν, θα υπήρχε πλάνη. Η πιθανότητα να περιλαμβανόταν, αναδεικνύει την πιθανότητα πλάνης. Η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, για να διευκρινιστεί το πραγματικό γεγονός, προξενεί έλλειψη γνώσης ουσιώδους γεγονότος και συνιστά λόγο ακυρώσεως λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. (Ανδριανή Φλουρέντζου Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ.716/1996, ημερ.15.4.1998). Και δεν έχει σημασία ότι ο Εφεσίβλητος, με τον τρόπο που συμπλήρωσε την αίτηση του μπορεί να συνέτεινε στην πιθανότητα πρόκλησης της πλάνης (Κυρμίτση ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1900, 1907-8).
Στην πιο πάνω έκταση συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση. Οι λόγοι έφεσης 1 και 6 απορρίπτονται.
Η έφεση επιτυγχάνει ως προς τους λόγους έφεσης 2, 4 και 5 και αποτυγχάνει ως προς τους λόγους έφεσης 1,3 και 6. Η πρωτόδικη απόφαση παραμένει ισχυρή.
Η άνευ ουσίας επιτυχία των λόγων έφεσης 2, 4 και 5, χωρίς να ανατρέπεται η πρωτόδικη απόφαση, η ουσιαστική δηλαδή αποτυχία του σκοπού της έφεσης, μας οδηγεί στο να επιδικάσουμε τα έξοδα της έφεσης υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας, μειωμένα όμως σε 1500 πλέον το Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.