ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γαβριήλ Aνδρέας Γιάννη κ.ά. ν. Γεώργιου Aγαπίου (1998) 1 ΑΑΔ 1868
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364
Zίττης Aρχιμίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 106(I)/2012 - Ο περί Στοιχημάτων Νόμος του 2012
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A87
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 163/2018)
4 Μαρτίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
ROYAL HIGHGATE PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
____________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, μαζί με Μαρία Μαλάη (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., και Γιώργος Τριλλίδης, για Πολάκης Σαρρής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Φίλιππος Καμένος, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
____________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Στις 12.10.2016, οι εφεσείοντες, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών, (οι εφεσείοντες), υπέβαλαν στην Εθνική Αρχή Στοιχημάτων, (η Αρχή), αίτηση για άδεια παροχής υπηρεσιών στοιχήματος, ήτοι άδεια αποδέκτη Κλάσης Α, για περίοδο δύο ετών. Αυτή υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 14 του περί Στοιχημάτων Νόμου του 2012, (Ν. 106(Ι)/2012), όπως τούτος έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»), και τους περί Στοιχημάτων - Αιτήσεων και Δηλώσεων Κανονισμούς του 2016.
Η αίτηση εξετάστηκε από την Αρχή και διαπιστώθηκε ότι ήταν ελλιπής. Οι εφεσείοντες κλήθηκαν να προσκομίσουν τα απαιτούμενα έγγραφα, προκειμένου αυτή να θεωρηθεί πλήρης και να μην απορριφθεί. Υπήρξε, για το σκοπό τούτο, ανταλλαγή αλληλογραφίας για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο μερών, με στόχο τη συμπλήρωσή της. Τελικά, εκδόθηκε προς όφελος των εφεσειόντων άδεια αποδέκτη Κλάσης Α, (η άδεια), για την περίοδο από 1.1.2017 έως 31.12.2018, υπό όρους, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις επιστολές της Αρχής με ημερομηνίες 30.12.2016 και 17.1.2017. Οι εν λόγω επιστολές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της άδειας. Σύμφωνα με τους τεθέντες όρους, απαιτείτο από τους εφεσείοντες, μεταξύ άλλων, όπως αυτοί προσκομίσουν, εντός τριών εβδομάδων: (α) Δήλωση προσωπικών στοιχείων των μετόχων των εταιρειών Intralot SA και Intralot Global Securities B.V., (β) στοιχεία σύνδεσης μηχανογραφημένου συστήματος με την Αρχή και (γ) τροποποιημένες οικονομικές καταστάσεις (ετήσιους λογαριασμούς) για το έτος 2015, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Νόμου.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν κάποια από τα έγγραφα που τούς είχαν ζητηθεί, όμως, δε συμμορφώθηκαν πλήρως, παρά τις επανειλημμένες γραπτές υποδείξεις, σχετικά, της Αρχής. Η πιο πάνω κατάσταση, προφανώς, δεν αφορούσε μόνο τους εφεσείοντες. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η Αρχή, στις 5.7.2017, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο χαρακτήρισε ως «γραπτή ειδοποίηση», να καλέσει όλους τους αποδέκτες, Κλάσεων Α και Β, περιλαμβανομένων των εφεσειόντων, όπως αυτοί, μέχρι τις 4.8.2017, υποβάλουν τις οικονομικές καταστάσεις τους για το έτος 2016. Συγχρόνως, τούς πληροφόρησε ότι, σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης, ως ανωτέρω, η άδειά τους μπορούσε, δυνάμει εξουσίας που παρέχεται από το άρθρο 68(4) του Νόμου, να ανακληθεί. Οι εφεσείοντες, και πάλι, δε συμμορφώθηκαν, οπότε η Αρχή, στις 29.11.2017, αφού ενημερώθηκε για τις απόψεις τους, αποφάσισε «την αναστολή της άδειας του αποδέκτη για περίοδο δύο (2) μηνών». Καθόρισε δε την 5.12.2017 ως ημερομηνία έναρξης της αναστολής και, στις 4.12.2017, πληροφόρησε, σχετικά, τους εφεσείοντες.
Στις 5.12.2017, οι εφεσείοντες καταχώρισαν στο Διοικητικό Δικαστήριο, κατά της πιο πάνω απόφασης, ημερομηνίας 29.11.2017, την προσφυγή αρ. 1678/2017, καθώς και μονομερή αίτηση για αναστολή της εφαρμογής της. Η τελευταία διαδικασία απορρίφθηκε στις 12.12.2017. ΄Οσον αφορά την προσφυγή, αυτή αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα από τους εφεσείοντες, με επιστολή τους ημερομηνίας 21.12.2017 προς το Διοικητικό Δικαστήριο, την οποία κοινοποίησαν στους εφεσίβλητους. Μετά τις 12.12.2017, οι εφεσείοντες συμμορφώθηκαν μερικώς με τους όρους της άδειάς τους, αποστέλλοντας στην Αρχή οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2015 έως 2016 και το μετοχολόγιο της εταιρείας Intralot SA.
Στις 22.12.2017, οι εφεσείοντες, μετά την απόσυρση της προαναφερθείσας προσφυγής, ζήτησαν από την Αρχή την ανάκληση της αναστολής της άδειάς τους, λόγω ζημιών που ισχυρίστηκαν ότι υφίσταντο. Την ίδια ημέρα, η Αρχή τούς ενημέρωσε ότι, εξαιτίας της μη πληρότητας των στοιχείων που αυτοί είχαν αποστείλει, συνέχιζε «να υφίσταται η αναστολή της άδειάς» τους, μέχρι την πλήρη συμμόρφωσή τους και, δη, με τον όρο που απαιτούσε την προσκόμιση των στοιχείων των κατόχων σημαντικού συμφέροντος. Στις 16.1.2018, οι εφεσείοντες απέστειλαν και άλλα στοιχεία στην Αρχή, ζητώντας, εκ νέου, την άρση της αναστολής της άδειάς τους, στη βάση που είχαν και προηγουμένως επικαλεστεί. Η απάντηση, σχετικά, της Αρχής δόθηκε στις 29.1.2018 και ήταν αρνητική. Πληροφορήθηκαν ότι παρέμενε ακόμη σε εκκρεμότητα η δήλωση προσωπικών στοιχείων ενός από τους μετόχους της εταιρείας Intralot SA. Με την εν λόγω επιστολή, η Αρχή ενημέρωσε, και πάλι, τους εφεσείοντες ότι συνέχιζε «να υφίσταται η αναστολή της άδειάς» τους, για τον ίδιο, ακριβώς, λόγο που τούς είχε γνωστοποιηθεί με την επιστολή της ημερομηνίας 22.12.2017.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, οι εφεσείοντες καταχώρισαν, στις 30.1.2018, την προσφυγή αρ. 143/2018, με την οποία ζητούσαν, πάλι, την ακύρωση της απόφασης της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017, καθώς, επίσης, των αποφάσεών της με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018. Προς το σκοπό αυτό, πρόβαλαν διάφορους λόγους, για τους οποίους θεωρούσαν ότι οι εν λόγω αποφάσεις ήταν παράνομες και στερούνταν οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και, ως εκ τούτου, έπρεπε να ακυρωθούν. Δε χρειάζεται να γίνει παράθεση των προβληθέντων λόγων ακύρωσης, αφού ό,τι εξετάστηκε, τελικώς, πρωτόδικα ήταν οι δύο από τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε η Αρχή. Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, ούτε αποφάσισε επί της δεύτερης προδικαστικής ένστασης, η οποία αφορούσε ισχυριζόμενη παραβίαση, από τους εφεσείοντες, του δόγματος της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Με την πρώτη προδικαστική ένσταση, υποστηρίχθηκε ότι η προσφυγή σε σχέση με την προσβολή της απόφασης ημερομηνίας 29.11.2017 έπρεπε να απορριφθεί, καθώς αυτή είχε, ήδη, προσβληθεί με την προσφυγή αρ. 1678/2017, η ανεπιφύλακτη απόσυρση της οποίας δημιούργησε δεδικασμένο. Στη βάση των ιδίων δεδομένων, η Αρχή ισχυρίστηκε, επιπρόσθετα, ότι η ανεπιφύλακτη απόσυρση της προσφυγής αρ. 1678/2017 σήμαινε, επίσης, την έμμεση αποδοχή της νομιμότητας της πράξης που είχε προσβληθεί με αυτήν. Τούτο στερούσε από τους εφεσείοντες το έννομο συμφέρον για καταχώριση νέας προσφυγής. Με την τρίτη προδικαστική ένσταση, τέθηκε, από μέρους της Αρχής, ότι καμιά από τις τρεις αποφάσεις που προσβλήθηκαν δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Συγκεκριμένα, η πρώτη απόφαση, της 29.11.2017, για αναστολή της άδειας των εφεσειόντων για διάστημα δύο μηνών, χαρακτηρίστηκε ως πράξη «υλική εκτελεστικής φύσεως ... διοικητικού καταναγκασμού». Οι άλλες δύο αποφάσεις, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, χαρακτηρίστηκαν ως βεβαιωτικές της απόφασης της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017. Το Δικαστήριο έκαμε δεκτές τις δύο, πιο πάνω, προδικαστικές ενστάσεις που εξέτασε, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, και απέρριψε την προσφυγή.
Με την παρούσα έφεση, ακριβώς, προσβάλλεται η ορθότητα της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, σε σχέση με όλες τις παρατεθείσες, ανωτέρω, πτυχές της. Οι λόγοι έφεσης στρέφονται: οι 1 και 2 κατά της αποδοχής της πρώτης προδικαστικής ένστασης και οι 3 και 4 κατά της αποδοχής της τρίτης προδικαστικής ένστασης. Έχοντας υπόψη το αντικείμενο καθεμιάς από αυτές, προέχει η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά στην πρώτη προδικαστική ένσταση. Η ευπαίδευτη Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου, που εξέτασε την υπόθεση, έκρινε, σε σχέση με αυτήν, ότι:-
«Η αιτούμενη θεραπεία της προσφυγής 1678/17, καθώς και η αιτούμενη θεραπεία (Α) της παρούσας, αφορούν την ίδια διοικητική πράξη και οι δύο προσφυγές καταχωρήθηκαν από τους ίδιους αιτητές. Καταλήγω πως δημιουργήθηκε δεσμευτικό απορριπτικό δεδικασμένο. Η παρούσα προσφυγή ως εκ τούτου απορρίπτεται ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα σε σχέση με την αιτούμενη θεραπεία (Α) με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης ημερομηνίας 29/11/2017 για την ανάκληση της άδειας των αιτητών για περίοδο δύο μηνών. Η απόφαση αυτή επικυρώνεται.»
Η πιο πάνω κρίση βασίστηκε στο άρθρο 59(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), καθώς και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ειδικά, ως προς τη δεύτερη πηγή δικαίου, το Δικαστήριο έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, σελίδες 614 έως 615, και στη διαπίστωση που γίνεται εκεί, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ότι «. οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη: Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.» Η Πρόεδρος, προς ενίσχυση της κρίσης της, ανωτέρω, υιοθέτησε και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868, στην οποία εξετάστηκε το υπό συζήτηση θέμα, με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία:- (σελίδα 1873)
«... η εγκατάλειψη αγωγής και η κατά συνέπεια απόρριψή της, γεννά δεδικασμένο. Το δεδικασμένο θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας. Αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται ως δεδικασμένο εφόσον τα επίδικα θέματα της πρώτης και δεύτερης αγωγής είναι ταυτόσημα. (Βλ. Buehler v. Chronos Richardson [1998] 2 All E.R. 960 (C.A.).)»
Η εικόνα συμπληρώνεται με την πρόνοια στο άρθρο 59(1) του Ν. 158(Ι)/1999 ότι:-
«59. - (1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.»
Η πιο πάνω νομική ανάλυση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Διαπιστώνεται δε από αυτή, με σαφήνεια, ότι η απόσυρση, από τους εφεσείοντες, χωρίς επιφύλαξη, της προσφυγής αρ. 1678/2017 και η απόρριψή της από το Δικαστήριο δημιούργησε δεδικασμένο σε βάρος τους. Επομένως, ορθώς αποφασίστηκε, κατ' ακολουθίαν, από το Δικαστήριο ότι η προσφυγή αρ. 143/2018 ήταν απορριπτέα, «ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα», σε σχέση με την απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017. Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, που αφορά στην προαναφερθείσα δεύτερη πτυχή της πρώτης προδικαστικής ένστασης.
Η απόφαση της Αρχής, ημερομηνίας 29.11.2017, εξετάστηκε από το Δικαστήριο και στο πλαίσιο της εξέτασης της τρίτης προδικαστικής ένστασης. Κρίθηκε ότι αυτή έφερε όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης και ότι οι δύο μεταγενέστερες αποφάσεις της Αρχής, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, ήταν βεβαιωτικές της εν λόγω απόφασης. Επί του προκειμένου, διαπιστώνεται ότι αποτελεί καθιερωμένη αρχή δικαίου ότι, για την ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος, απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι εκτελεστή, δηλαδή παράγει έννομα αποτελέσματα και υποχρεώσεις. Αντιθέτως, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, πράξεις οι οποίες είναι βεβαιωτικές δεν είναι εκτελεστές και δεν μπορούν να προσβληθούν. Βεβαιωτική δε είναι μια πράξη η οποία επιβεβαιώνει ή επαναλαμβάνει το περιεχόμενο προηγούμενης εκτελεστής πράξης, δηλώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την εμμονή της διοίκησης στην αρχική της θέση, (βλ. Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364 και Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394). Στην υπόθεση Marfin Popular Bank Publ. Co Ltd v. Υπ. Εμπορ. Βιομ. και Τουρισμού κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 851, στην οποία έγινε ανασκόπηση των εννοιών της εκτελεστής πράξης και της πράξης βεβαιωτικού χαρακτήρα, τονίστηκε ότι η αναθεώρηση απόφασης μετά την υποβολή νέων στοιχείων απολήγει σε νέα απόφαση κατόπιν δέουσας έρευνας.
Επί του ιδίου θέματος, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507, υιοθετώντας τα αναφερόμενα, σχετικά, στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινοπούλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», ΄Εκδοσις Τετάρτη, (1964), στη σελίδα 176, επεσήμανε τα εξής στη σελίδα 512:-
«Το τι αποτελεί νέα έρευνα, που θα καθιστούσε τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών ή πραγματικών στοιχείων. Το νέο υλικό κρίνεται αυστηρά, ούτως ώστε να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ' επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των ιδίων στοιχείων.»
Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει, ήδη, παρατεθεί. Από αυτό, διαφαίνεται, ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα, ο εκτελεστός χαρακτήρας της απόφασης της 29.11.2017. Η συγκεκριμένη απόφαση, με την οποία ανεστάλη για περίοδο δύο μηνών η άδεια αποδέκτη Κλάσης Α των εφεσειόντων, επέδρασε καταλυτικά στα έννομα συμφέροντά τους. Η δυνατότητα προσβολής της, όμως, με νέα προσφυγή εξουδετερώθηκε, για τους λόγους που έχουν προηγουμένως αναφερθεί κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.
΄Οσον αφορά τις δύο αποφάσεις της Αρχής που ακολούθησαν, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, σαφώς, αυτές ήταν βεβαιωτικές της προαναφερθείσας απόφασής της ημερομηνίας 29.11.2017. Τούτο προκύπτει, σαφέστατα, από το περιεχόμενό τους, στο οποίο έχει ήδη γίνει αναφορά, εξεταζόμενο, υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας. Τοιουτοτρόπως, υπάρχει πλήρης συμφωνία με το σκεπτικό, σχετικά, του Δικαστηρίου. Συνεπώς, οι αιτιάσεις των εφεσειόντων που αναπτύσσονται με τον τρίτο λόγο έφεσης δεν ευσταθούν και, επομένως, ο λόγος αυτός κρίνεται ανεδαφικός. Από τα προλεχθέντα, διαπιστώνεται ότι ανεδαφικός είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης, αφού αυτός, λανθασμένα, εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι οι αποφάσεις της Αρχής με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018 είναι, επίσης, εκτελεστές.