ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Α.Σ. Αγγελίδης με Μ. Μαλάη (κα), για την Εφεσείουσα στην Α.Ε.93/2014 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε.104/2014. Κ. Κυριακίδης για Αλ. Λυκούργου (κα), για την Εφεσίβλητη στην Α.Ε.93/2014 και Εφεσείουσα στην Α.Ε.104/2014. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-02-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΟΔΕΣΤΟΥ κ.α. v. ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 93/2014 amp;amp; 104/2014, 1/2/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C43

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 93/2014 & 104/2014)

 

 

1 Φεβρουαρίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 93/2014)

 

 

 

χχχ ΔΑΜΑΛΟΥ-ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Ε/Μ,

 

και

 

 

χχχ ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

 

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια,

 

και

 

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ης η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 104/2014)

 

 

χχχ ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

και

 

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητοι/Καθ'ων η Αίτηση.

 

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης με Μ. Μαλάη (κα), για την Εφεσείουσα στην Α.Ε.93/2014 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε.104/2014.

 

Κ. Κυριακίδης για Αλ. Λυκούργου (κα), για την Εφεσίβλητη στην Α.Ε.93/2014 και Εφεσείουσα στην Α.Ε.104/2014.

 

Ουδεμία εμφάνιση για την Καθ'ης η Αίτηση στην Α.Ε. 93/2014 και Εφεσίβλητη στην Α.Ε.104/2014.

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή  Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της Α.Ε. 93/2014 και της Α.Ε. 104/2014 αποτελεί η ακυρωτική Απόφαση στην Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2010, ημερ. 8/7/2014, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής ΑΤΗΚ), με την οποία προήχθη στη θέση Διευθυντή Α΄ (Οικονομικό Προσωπικό), η χχχ Δάμαλου - Χατζηγεωργίου, αντί της χχχ Μοδέστου.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε βάσιμο το λόγο ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο υποστηρίχθηκε ότι ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής κατά πλάνη περί τις αρμοδιότητες του, αυθαίρετα και παράνομα, δεν σύστησε κάποια εκ των δύο υποψηφίων αλλά, αντίθετα, θεώρησε και τις δύο ισάξιες και ικανές να ασκήσουν τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, εισηγούμενος τόσο την Αιτήτρια όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Κρίθηκε ότι η ορθή ερμηνεία του Κανονισμού 10(5) επέβαλλε όπως οι εισηγήσεις του Διευθυντή να περιέχουν το στοιχείο της επιλογής ή της προτίμησης και της εισήγησης ή σύστασης ενός συγκεκριμένου υποψηφίου ως του καταλληλότερου. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, ο Διευθυντής με το να κρίνει ως ισάξιες τις δύο υποψήφιες δεν είχε ουσιαστικά ασκήσει το συμβουλευτικό του ρόλο και, κατ' επέκταση, δεν ανταπεξήλθε στο καθήκον που εναποτίθετο σε αυτόν από τον πιο πάνω Κανονισμό.

 

Παρά την επιτυχία του πιο πάνω λόγου ακύρωσης, που καθόριζε και την τύχη της προσφυγής, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και κάποιους από τους λόγους ακύρωσης, τους οποίους απέρριψε ως αβάσιμους. Οι εν λόγω λόγοι ακύρωσης αφορούσαν στην κατ' ισχυρισμό αναιτιολόγητη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και πλάνη του Προέδρου του Συμβουλίου Προσωπικού ως προς τις αρμοδιότητες του και τον κατ' ισχυρισμό παραγκωνισμό πρόσθετου προσόντος και πείρας της Αιτήτριας. Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο, ιδιαίτερα ενόψει της επιτυχίας ενός εκ των λόγων ακύρωσης, να μην ασχοληθεί με την ουσία τους.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και της επιτυχίας του λόγου ακύρωσης που αφορούσε στην εσφαλμένη στάση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, η προσφυγή που είχε ασκήσει η Μοδέστου έγινε αποδεκτή και ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση της προαγωγής της Δάμαλου.

 

Μέσω της Αναθεωρητικής Έφεσης 93/2014 η Δάμαλου προσβάλλει το ακυρωτικό μέρος της πρωτόδικης Απόφασης. Ενώ, μέσω της Αναθεωρητικής Έφεσης 104/2014 η Μοδέστου, η οποία είναι η επιτυχούσα διάδικος, αμφισβητεί την ορθότητα του μέρους της πρωτόδικης Απόφασης που αφορά στην απόρριψη των λόγων ακυρότητας που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

 

Για να γίνουν κατανοητά τα ζητήματα που προκύπτουν κρίνεται σκόπιμο όπως καταγραφούν τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη Απόφαση.

 

Η υπό εξέταση περίπτωση αφορά στην προαγωγή στη θέση Διευθυντή Α΄ (Οικονομικό Προσωπικό), η οποία εμπίπτει στο Ανώτατο Προσωπικό και η οποία είχε κενωθεί λόγω προαγωγής του κατόχου της.

 

 

 

Η διαδικασία προαγωγής του προσωπικού της ΑΤΗΚ διέπεται από τους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82, όπως τροποποιήθηκε) - (εφεξής Κανονισμοί).

 

Τα κριτήρια προαγωγής καθορίζονται στον Κανονισμό 10(7) ο οποίος προβλέπει τα εξής:

 

«Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.»

 

Τα ειδικά προσόντα της επίδικης θέσης καθορίζονται στον Κανονισμό (8)(1)(Α)(β) που καθορίζει τα εξής:

 

«Το Ανώτατον Οικονομικόν Προσωπικόν δέον να έχει Πανεπιστημιακόν τίτλον εις τα Οικονομικά ή ισοδύναμον Πανεπιστημιακόν τίτλον αναγνωριζόμενον υπό της Αρχής ή των Επαγγελματικών Τίτλων CHARTERED ACCOUNTANT ή Certified Accountant ή Cost and Works Accountant».

 

 

Το ζήτημα της προαγωγής απασχόλησε το Συμβούλιο της Αρχής κατά τη συνεδρίαση του ημερ. 7/1/2010.

 

Ενώπιον του Συμβουλίου τέθηκε η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή με βάση τον Κανονισμό 10(5).

 

 

Το Συμβούλιο Προσωπικού, κατόπιν εξέτασης των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων όλων των υποψηφίων σε συνδυασμό με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, διαπίστωσε ότι μόνο τρεις υποψήφιοι κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Κανονισμού 8(1)(Α)(β). Αυτοί ήταν η Μοδέστου και το Ενδιαφερόμενο Μέρος Δάμαλου, οι οποίες κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχαν τις θέσεις του Διευθυντή Β΄ (Οικονομικό Προσωπικό) και ένας άλλος υποψήφιος.

 

Το Συμβούλιο Προσωπικού, αφού διεξήλθε του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων, προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των τριών υποψηφίων διατυπώνοντας στο τέλος τρεις διαφορετικές απόψεις.

 

Ο Πρόεδρος έκρινε ότι η Μοδέστου και η Δάμαλου υπερτερούσαν του τρίτου υποψηφίου και ήταν ουσιαστικά καταλληλότερες και εισηγήθηκε την προαγωγή μίας εκ των δύο.

 

Τέσσερα μέλη που αποτελούσαν και την άποψη της πλειοψηφίας, έκριναν ότι η Δάμαλου ήταν ουσιαστικά καταλληλότερη και συμβούλευσαν την Αρχή να προχωρήσει στην προαγωγή της, ενώ ένα μέλος πρότεινε ως καταλληλότερη τη Μοδέστου.

 

Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής στην εισήγηση του, αφού σημείωσε ότι η Μοδέστου και η Δάμαλου υπερείχαν του τρίτου υποψηφίου, κατέληξε ότι αυτές ήταν ισάξιες, πλήρως ικανές να ασκήσουν τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, εισηγούμενος στο Συμβούλιο της Αρχής να καλέσει και τους τρεις σε συνέντευξη με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 10(7).

 

Το Συμβούλιο της Αρχής αποδεχόμενο την εισήγηση διενήργησε προσωπικές συνεντεύξεις, μετά το πέρας των οποίων η πλειοψηφία των μελών του αξιολόγησαν τη Μοδέστου ως σχεδόν εξαίρετη και τη Δάμαλου ως εξαίρετη.

 

Κατά το τελικό στάδιο το Συμβούλιο της Αρχής, αφού έλαβε υπόψη τις εντυπώσεις στις συνεντεύξεις, τους προσωπικούς φακέλους και τις εισηγήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, κατέληξε ομόφωνα στην προαγωγή της Δάμαλου.

 

Αναθεωρητική Έφεση 93/2014

 

Στο πλαίσιο του μοναδικού Λόγου Έφεσης που εγείρεται στην πιο πάνω Αναθεωρητική Έφεση, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι παραβιάστηκε «τύπος τεταγμένος περί την έκδοση» νόμιμης πράξης με τη συγκεκριμένη εισήγηση του Διευθυντή. Όπως, συναφώς, προβάλλεται το γεγονός ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή εισήγηση με έκφραση προτίμησης υπέρ ενός και μόνο υποψηφίου και η αντίληψη ότι δεν άσκησε ο Διευθυντής την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 10(5) υποχρέωση του για «σύσταση», εσφαλμένα οδήγησε στο να κριθεί η τελική απόφαση της Καθ'ης η Αίτηση ως πάσχουσα.

 

Προς υποστήριξη των πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα/χχχ Δάμαλου, ανέφερε ότι η εκ του Κανονισμού υποχρέωση για «εισήγηση» είναι θέμα ελεύθερης εκτίμησης του Διευθυντή για το πώς θα υποβάλει την άποψη του και/ή πώς θα διατυπώσει εισήγηση του. Εσφαλμένα δε, όπως υποστηρίχθηκε, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τον Κανονισμό 10(5), ήτοι ότι σύμφωνα με αυτόν η εισήγηση του Διευθυντή θα έπρεπε να περιείχε το στοιχείο της προτίμησης ως η γνωστή κατά τη νομολογία «σύσταση», δυνάμει άλλων νομοθεσιών.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της συνηγόρου της Εφεσίβλητης Μοδέστου, η οποία υποστήριξε ότι η διαδικασία προαγωγής, όπως αυτή ορίζετο στο Νόμο, επέβαλλε στον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή, στον οποίο ανατίθεται το καθήκον της υποβολής εισηγήσεων, δηλαδή συστάσεων, να συγκρίνει τους εκάστοτε υποψηφίους και να υποδείξει όσους κρίνει καταλληλότερους για προαγωγή αναλόγως του αριθμού των κενών θέσεων.

 

Επίκεντρο στις εκατέρωθεν θέσεις και εισηγήσεις υπήρξε η ερμηνεία του Κανονισμού 10(5) ο οποίος προνοεί τα εξής:

 

«(5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.»

 

 

Εν πρώτοις, όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η πιο πάνω πρόνοια επιβάλλει στην ΑΤΗΚ «προ πάσης προαγωγής» να λαμβάνει τις εισηγήσεις του Διευθυντή ο οποίος, ως ο κατ' εξοχήν γνώστης των δεδομένων και της γενικής αξίας των υποψηφίων, καθώς και των απαιτήσεων της υπό πλήρωση θέσης, καλείται εντός αυτού του πλαισίου να ασκήσει το βοηθητικό και/ή καθοδηγητικό του ρόλο.

 

Όσον δε αφορά την ερμηνεία του Κανονισμού 10(5), το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι θα πρέπει οι εισηγήσεις του Διευθυντή να περιέχουν το στοιχείο της επιλογής ή της προτίμησης και της εισήγησης ή σύστασης ενός συγκεκριμένου υποψηφίου ως του καταλληλότερου, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει στη συνέχεια η ΑΤΗΚ, έχοντας υπόψη της όλα τα δεδομένα, να ασκήσει την αποφασιστική της αρμοδιότητα.

Η φύση της σύστασης προσδιορίστηκε μέσα από τη Νομολογία ως γνώμη αναφορικά με το ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για τη συγκεκριμένη θέση.

Όπως κρίθηκε στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η σύσταση περιέχει «τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον               κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτύπωναν οι φάκελοι». Όπως δε υπογραμμίστηκε, «ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού                     προκύπτει και ο ρόλος του». Τονίστηκε, ακόμη, ότι ο ρόλος του                   Προϊσταμένου είναι: «Να επισημαίνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος,                ταιριάζει καλύτερα σ΄ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.»

Έχοντας κατά νουν όλα τα πιο πάνω, η ερμηνεία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στον Κανονισμό 10(5) η οποία, ας σημειωθεί, είναι και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη σχετική επί του θέματος Νομολογία, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Αφ' ης στιγμής εναποτίθεται στη βάση νόμου ή κανονισμού η ευθύνη σε Προϊστάμενο Τμήματος να διερευνήσει κάθε σχετικό στοιχείο και να συστήσει, προτείνει, συμβουλεύσει ή εισηγηθεί ποιος ή ποιοι είναι ο καταλληλότερος ή οι καταλληλότεροι για να διοριστούν ή να προαχθούν σε κάποια θέση, ο Προϊστάμενος οφείλει να περιοριστεί σε ένα ή περισσότερους υποψηφίους όσος είναι ο αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων, διότι η ευθύνη του είναι να διατυπώσει την άποψη του ως προς το ποιος ή ποιοι είναι ο πλέον κατάλληλος ή οι πλέον κατάλληλοι για τη θέση ή τις θέσεις. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το ζητούμενο σε τέτοια περίπτωση δεν είναι ποιοι υποψήφιοι είναι κατάλληλοι, αλλά το ποιος ή ποιοι είναι πλέον κατάλληλοι για τις ανάγκες της συγκεκριμένης θέσης ή όπου ο αριθμός των θέσεων είναι μεγαλύτερος, των συγκεκριμένων θέσεων (Μιχαηλίδης κ.ά. v. ATHK (CYTA) Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 483/2011 κ.ά., ημερ. 5/9/2013 και Συμεού κ.ά. v. ATHK, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 118/2011 κ.ά.,  ημερ. 5/9/2014). Σε συμφωνία δε με τα όσα υποστήριξε η κα Λυκούργου, η εισήγηση ή σύσταση για σκοπούς της διαδικασίας προαγωγής έχει νόημα μόνο αν είναι συγκεκριμένη και μόνο αν οι συστηθέντες είναι όσοι και οι προς πλήρωση θέσεις. Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι το άτομο στο οποίο ο νομοθέτης έχει εναποθέσει το καθήκον να εισηγηθεί και να συστήσει τον καταλληλότερο για προαγωγή υποψήφιο έχει παραλείψει και/ή αποφύγει να απαντήσει στο κρίσιμο αυτό ερώτημα.

 

Όπως προέκυψε στην προκείμενη περίπτωση, ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, αφού χαρακτήρισε αρχικά και τους τρεις υποψηφίους ως καθόλα άριστους, υπέδειξε στη συνέχεια ως καταλληλότερες τη Δάμαλου και τη Μοδέστου λόγω της ευρύτερης πείρας τους στο αντικείμενο της επίδικης θέσης και προέβη σε αξιολόγηση τους με βάση τα υπηρεσιακά δεδομένα. Αφού κατέληξε στην άποψη ότι η Δάμαλου και η Μοδέστου ήταν «ισάξιες και πλήρως ικανές να ασκήσουν τα καθήκοντα του Διευθυντή Α (Οικονομικό Προσωπικό)», εισηγήθηκε να κληθούν και οι τρεις υποψήφιοι σε συνέντευξη ενώπιον της ΑΤΗΚ.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα, η στάση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή να κρίνει ως ισάξιες τόσο τη Δάμαλου όσο και τη Μοδέστου και επιπλέον να προτείνει και την κλήση σε συνέντευξη και των τριών υποψηφίων, δηλ. ακόμη και του τρίτου μη διάδικου μέρους που, κατά την άποψη του, υστερούσε σε πείρα, ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε ως συνέπεια αυτός να μην ασκήσει ουσιαστικά το συμβουλευτικό του ρόλο και, κατ' επέκταση, το καθήκον που εναποτίθετο σε αυτόν με βάση τον Κανονισμό 10(5).

 

Η σημασία αλλά, κυρίως, η αναγκαιότητα της έκφρασης προτίμησης                υπέρ ενός συγκεκριμένου υποψηφίου, ακόμη και εκεί όπου αυτοί παρουσιάζονται ως ισότιμοι, τονίσθηκε και στην υπόθεση ΑΤΗΚ v. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247 - στην οποία παρέπεμψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - όπως αναδύεται από το πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Αν δεν ήταν δυνατή σε τέτοια, ή παρόμοια περίπτωση, το Συμβούλιο Προσωπικού ή ο Διευθυντής να εκφράσουν την προτίμηση τους, αναφορικά με ισότιμους υποψηφίους, τότε θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής.»

 

Στη βάση όλων όσων έχουν πιο πάνω αναφερθεί, η παράλειψη του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή στην υποβολή συγκεκριμένης εισήγησης δια της υπόδειξης μίας εκ των διαδίκων ως της καταλληλότερης για την προαγωγή θέση, ορθά κρίθηκε παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος που θεσμοθετεί ο Κανονισμός 10(5) και ως τέτοια παραβίαση τύπου τεταγμένου περί την έκδοση της τελικής διοικητικής απόφασης για την επίδικη προαγωγή που οδηγεί στην ακύρωση της.

 

 Τα πιο πάνω οδηγούν στην απόρριψη του μοναδικού Λόγου Έφεσης και, συνεπακόλουθα, της Α.Ε. 93/2014.

 

Αναθεωρητική Έφεση 104/2014

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε όταν απέρριψε το λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην κατ' ισχυρισμό παράνομη και αναιτιολόγητη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού με το σκεπτικό ότι αφού δεν απαιτείτο αιτιολογία και δεν υπήρχε, αυτή δεν υπόκειτο σε δικαστικό έλεγχο.

 

Η πλευρά της Εφεσείουσας προς υποστήριξη του πιο πάνω Λόγου Έφεσης ανέφερε ότι τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού στο πλαίσιο της σύστασης τους επανέλαβαν τον Κανονισμό 10(7) φραστικά, αόριστα και αυθαίρετα χωρίς σαφή αιτιολόγηση της προτίμησης τους για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Δάμαλου η οποία να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η άποψη της πλειοψηφίας, η οποία εκφράστηκε από τέσσερα μέλη, διατυπώθηκε στα πρακτικά ως ακολούθως:

 

«Τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού κκ Α. Ριρής, Γ. Σουρουλλάς,                Μ. Καρατζιάς και Τ. Παρτζίλη προχωρώντας σε αξιολόγηση και σύγκριση των τριών (3) υποψηφίων μεταξύ τους και λαμβάνοντας και πάλιν υπόψη στο σύνολό τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την ΚΔΠ. 163/90-13.7.90, τους τομείς δραστηριότητας και έργα με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι και την εν γένει πείρα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην ΑΤΗΚ, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας (Έκθεση Προόδου/Προαγωγής) (ΦΠ/Π) και τα Έντυπα Αξιολόγησης, καθώς και το υπόλοιπο περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου, περιλαμβανομένων των προσόντων ενός εκάστου, αποφάσισαν να συμβουλεύσουν την Αρχή να προχωρήσει στη πλήρωση της μιας (1) κενής θέσης Διευθυντή Α΄ (Οικονομικό Προσωπικό) προάγοντας την πιο κάτω υποψήφια την οποίαν θεωρούν ουσιαστικά καταλληλότερη.

                                                                                                                                                                                                                                               

 

Α/Α

Όνομα

Αρ. Υπ.

Αύξ. Αρ. στο

Συνημμένο 3

1

χχχ Δάμαλου

Χατζηγεωργίου

   3χχ1

       Β2

 

 

......................»                                                                                                                                 

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι στην πιο πάνω συμβουλή δεν προστίθετο οτιδήποτε πέραν των στοιχείων που το Συμβούλιο Προσωπικού έλαβε υπόψη και ότι επρόκειτο «για απλή επανάληψη, καταγεγραμμένων δεδομένων, χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση» η οποία, ως τέτοια, ουδόλως συνιστούσε αιτιολογία εντός της εννοίας του Νόμου.

Ενώ λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εντόπισε ότι δεν παρείχετο, εν προκειμένω, αιτιολογία, απέρριψε το σχετικό λόγο ακύρωσης.

Ο σχετικός Κανονισμός 10(7) καθιστά την κρίση για προαγωγή συναρτώμενη προς την «υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους».

 

Ό,τι προκύπτει από το ίδιο το πρακτικό είναι η απλή αναπαραγωγή από τα μέλη των κριτηρίων του Κανονισμού 10(7), χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση ως προς το λόγο της προτίμησης του κάθε μέλους για την υποψήφια που αυτό επέλεξε. Το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε δεν προσφέρει οποιοδήποτε συγκριτικό στοιχείο σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους που δεν συστήθηκαν.

 

Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι απλή καταγραφή των προτιμήσεων ενός συλλογικού οργάνου δεν συνιστά αιτιολόγηση. Για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα αυτή πρέπει να αποκαλύπτει τους λόγους για τις επιλογές που γίνονται, κάτι που προϋποθέτει σύγκριση των υποψηφίων και ανάλογη δικαιολογία για την επιλογή. Χωρίς δε τον προσδιορισμό των λόγων αυτών δεν είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος (Αντωνίου v. ΑΗΚ (1993)                       4 Α.Α.Δ. 764 και Αγγελίδης κ.ά. v. ΑΗΚ, Υποθέσεις Αρ. 1209/2007 κ.ά., ημερ. 23/3/2010).

 

Επιπλέον, κάθε σύσταση πρέπει να ελέγχεται δικαστικά όσον αφορά την αντιστοιχία της με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρήθηκε από μέρους της Εφεσείουσας, εξαίρεση από το δικαστικό έλεγχο των συστάσεων που είναι επιγραμματικές ή συνίστανται σε απλή ανάπλαση των στοιχείων του φακέλου ή απλή επίκληση νομοθετικών διατάξεων, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της αρχής που επιβάλλει τον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο όχι μόνο στην εκάστοτε προσβληθείσα εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά και σε κάθε πράξη προπαρασκευαστική αυτής.

 

Από τη στιγμή που τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού σύστησαν το Ενδιαφερόμενο Μέρος Δάμαλου παραθέτοντας στο πρακτικό το σκεπτικό τους, όφειλαν να εξηγήσουν τη σύσταση τους μέσω αιτιολογημένης σύγκρισης των υποψηφίων και ανάλογη δικαιολογία για την επιλογή.

 

Στην προκείμενη περίπτωση σαφώς και ελλείπει η αιτιολόγηση της επιλογής που έγινε, με αποτέλεσμα η σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού να καθίσταται παράνομη οδηγώντας την επίδικη Απόφαση προαγωγής σε ακύρωση.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 1 επιτυγχάνει.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 2 η Εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην κατ' ισχυρισμό αυθαίρετη και παράνομη στάση του Προέδρου του Συμβουλίου Προσωπικού να συστήσει και τις δύο υποψήφιες αντί μία, εφόσον η διαδικασία αφορούσε μόνο μια κενή θέση.

 

Προς υποστήριξη της θέσης της η Εφεσείουσα παρέπεμψε στην υπόθεση Λωράν Ιερωνυμίδης v. ΑΤΗΚ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 5/2008 κ.ά., ημερ. 22/7/2010.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ανέφερε τα εξής:

 

«Ο ισχυρισμός για πλάνη του Προέδρου ως προς τις αρμοδιότητες του δεν ευσταθεί. Σε αντίθεση με την περίπτωση της εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, που εξετάστηκε πιο πάνω, η περίπτωση μιας άποψης εκφρασθείσας μέσα στα πλαίσια των διεργασιών του Συμβουλίου Προσωπικού, είναι διαφορετική. Το Συμβούλιο Προσωπικού αποτελεί συλλογικό όργανο και ως εκ τούτου η άποψη του Προέδρου ότι και οι δύο υποψήφιες ήταν κατάλληλες καθώς και η πρόταση του προς την Αρχή να προχωρήσει με προαγωγή μίας εξ αυτών, δεν συνιστούσε άποψη του συλλογικού οργάνου αλλά άποψη ενός μειοψηφήσαντος μέλους του.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Η υπόθεση Λωράν Ιερωνυμίδης (ανωτέρω), την οποία επικαλέστηκε η Εφεσείουσα, διαφοροποιείται από την προκείμενη περίπτωση εφόσον εκείνη αφορούσε την αποχή του Προέδρου, η οποία δεν επέδρασε στο αποτέλεσμα της απόφασης του συλλογικού οργάνου.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

Με το Λόγο Έφεσης 3 η Εφεσείουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε κρίση επί της ουσίας αναφορικά με τον τρόπο που πιστώθηκε στην κάθε υποψήφια το απαραίτητο προσόν εφόσον, κατά τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας, αυτό δεν προκύπτει από το πρακτικό των Εφεσίβλητων.

 

Προς υποστήριξη του πιο πάνω Λόγου Έφεσης η πλευρά της Εφεσείουσας παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Το μεταπτυχιακό δίπλωμα (Master) της αιτήτριας, λήφθηκε επίσης υπόψη και συνυπολογίστηκε σε όλα τα στάδια. Στην απουσία όμως, βασικού πανεπιστημιακού τίτλου, το μεταπτυχιακό της αιτήτριας, δεν μπορούσε να προσδώσει προβάδισμα ως πρόσθετο προσόν, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε B.Sc. in Economics and Accountancy

 

 

Ήταν η θέση της ότι από το πρακτικό που τήρησαν οι Εφεσίβλητοι δεν φαίνεται με ποιο τρόπο έκριναν και τις δύο διάδικους (Ενδιαφερόμενο Μέρος και Εφεσείουσα) ως προσοντούχες και ότι, συνεπώς, το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προέκυπτε και ούτε ήταν δυνατό να προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης Απόφασης.

Επιπλέον προβλήθηκε ότι το πρόσθετο προσόν της Εφεσείουσας, απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, παραγνωρίστηκε και δεν ήταν αρκετή η λεκτική και μόνο αναφορά σε αυτό.

 

Η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα προσόντα της Εφεσείουσας λήφθηκαν υπόψη σε όλα τα στάδια της διαδικασίας είναι ορθή. Όπως προκύπτει από το ίδιο το πρακτικό, οι Εφεσίβλητοι δεν παραγνώρισαν το μεταπτυχιακό της Εφεσείουσας (MBA) το οποίο, όπως σημείωσαν, αποκτήθηκε το 1996 και ενώ η Εφεσείουσα βρισκόταν στην υπηρεσία της ΑΤΗΚ.

 

Ενώπιον των Εφεσιβλήτων βρίσκονταν τα προσόντα των δύο διαδίκων για τα οποία γίνεται ρητή αναφορά στο πρακτικό της επίδικης Απόφασης και από το οποίο προέκυπτε ότι τόσο το Ενδιαφερόμενο Μέρος όσο και η Εφεσείουσα είχαν από ένα ακαδημαϊκό προσόν, BSc το Ενδιαφερόμενο Μέρος και MBA η Εφεσείουσα, όσο και από ένα επαγγελματικό προσόν, Fellow of the Association of the Chartered Association of Certified Accountants η Εφεσείουσα και Associate Member of the Institute of Chartered Accountants in England and Wales το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Ενόψει τούτου, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι το μεταπτυχιακό της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να προσδώσει σε αυτήν προβάδισμα. Όπως τονίστηκε στη Ρούσου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 478, ECLI:CY:AD:2014:C796, 485, δεν επιτρέπεται η μετατροπή προσόντος από βασικό προσόν σε πλεονέκτημα. Δεν ετίθετο, επομένως, στην προκείμενη περίπτωση θέμα ύπαρξης πρόσθετου προσόντος, για να εγείρεται ζήτημα εξέτασης και καταγραφής του από άποψης σχετικότητας με τα καθήκοντα της θέσης ώστε να είναι δυνατή στη συνέχεια η αξιολόγηση και ο καθορισμός της βαρύτητάς του.

Ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 4 η Εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και για τον λόγο της κατ' ισχυρισμό παραγνώρισης της αρχαιότητας και πείρας της Εφεσείουσας στα οποία κριτήρια αυτή υπερείχε του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

 

Στο πλαίσιο του πάνω Λόγου υποστηρίχθηκε ότι η Εφεσείουσα υπερείχε του Ενδιαφερόμενου Μέρους και σε αρχαιότητα κατά επτά μήνες στην ημερομηνία διορισμού, αλλά και σε πραγματική πείρα απόλυτα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, όπως προέκυπτε από διάφορες εργασίες που εκτέλεσε στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της οι οποίες, κατά την εισήγηση της, αποδείκνυαν τις διευθυντικές, οργανωτικές και ηγετικές της ικανότητες.

 

Όπως προέκυψε από τα υπηρεσιακά στοιχεία των διαδίκων, αυτές κατείχαν την προηγούμενη της επίδικης θέση του Διευθυντή από 1/8/2003. Όμως, η Εφεσείουσα υπερείχε στην ημερομηνία πρόσληψης, εφόσον αυτή προσελήφθη στις 15/11/1984, ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος στις 10/6/1985.

 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της πείρας, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, ότι η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο δεν αποτελούν νόμιμο κριτήριο για την προτίμηση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του γιατί αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση υποψηφίων. Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ' εντολή των ανωτέρων τους (Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145 και Αντωνίου, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Μ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 411).

 

Περαιτέρω, με δεδομένο ότι τόσο η Εφεσείουσα όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχαν προαχθεί στην προηγούμενη της επίδικης θέση του Υποδιευθυντή/Διευθυντή Β΄ την ίδια ημερομηνία, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για αξιόλογη διαφορά στην πείρα.

 

Είναι νομολογημένη αρχή πως για να είναι αποφασιστικής σημασίας  η πείρα πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης ενώ πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα (Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112 και Μεστάνα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213). 

 

Στη βάση των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

 

 

 

Ως αποτέλεσμα των όσων έχουν πιο πάνω εκτεθεί η Αναθεωρητική Έφεση 93/2014 απορρίπτεται ενώ η Αναθεωρητική Έφεση 104/2014 επιτυγχάνει μερικώς.

Όσον αφορά τα έξοδα, στην Α.Ε.93/2014 επιδικάζονται €3.000 σε βάρος της Εφεσείουσας. Στην Α.Ε.104/2014, ενόψει της μερικής επιτυχίας, επιδικάζονται €1.500 υπέρ της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

 

                                             Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                               

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                     

 

                                                Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο