ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A45
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
΄Εφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.25/2016
(Υποθ. Αρ. 45/2013)
1 Φεβρουαρίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
XXX ΖΑΧΑΡΙΟΓΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσίβλητης.
----------------------
Χρ.Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα
Κ.Παπαδοπούλου (κα), για Γεν.Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη
----------------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το παράπονο του Eφεσείοντα-αιτητή καταχωρώντας προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο ήταν η απόφαση της Eφεσίβλητης/καθ΄ης η αίτηση ημερ. 29.11.2012 για μετάθεση του από τη πρεσβεία στο Μουσκάτ στο Υπουργείο Εξωτερικών (Κέντρο).
Με εκτενή αιτιολογία η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής απέρριψε την προσφυγή θεωρώντας τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης ως μη βάσιμους.
Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε τέσσερα σημεία ως εξής:
Λόγος έφεσης 1: Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Eφεσείοντα ότι αναρμόδια το Υπουργείο Εξωτερικών συμμετείχε στη διαδικασία λήψης της απόφασης για μετάθεση του, ως αρχηγού Διπλωματικής Αποστολής.
Λόγος έφεσης 2: Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Eφεσείοντα ότι η πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών είναι αναιτιολόγητη, προϊόν ελλιπούς δέουσας έρευνας και πλάνης και ότι στηρίχθηκε σε εξωγενές κριτήριο.
Λόγος έφεσης 3: Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Eφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε ακρόαση και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Λόγος έφεσης 4: Εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό του Eφεσείοντα ότι πάσχει και η προσβαλλόμενη τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Για να γίνει δυνατή η εξέταση των λόγων έφεσης θα πρέπει να αναφερθούμε στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως καταγράφονται και στην εκκαλούμενη απόφαση.
Με απόφαση του Υπ2ουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 27.5.2010, ο Eφεσείων τοποθετήθηκε ως αρχηγός Διπλωματικής Αποστολής στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Μουσκάτ του Ομάν και διέμενε στην πρεσβευτική κατοικία της Δημοκρατίας. Στις 15.10.2012, ο Eφεσείων πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του για περίοδο τριών μηνών, για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων. Παραστάσεις που υποβλήθηκαν από τον Eφεσείοντα εναντίον της πιο πάνω απόφασης, απορρίφθηκαν με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 18.10.2012. Προσφυγή που ο Eφεσείων καταχώρησε εναντίον της διαθεσιμότητας, απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (xxx Ζαχαρίογλου v. ΕΔΥ, υπόθεση αρ. 44/2013, ημερομηνίας 14.10.2014), ECLI:CY:AD:2014:D774. Στις 22.10.2012 το Υπουργείο Εξωτερικών υπέβαλε ερώτημα στον Γενικό Εισαγγελέα, κατά πόσο ο Eφεσείων δικαιούτο να παραμείνει στην πρεσβευτική κατοικία στο Ομάν κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας του. Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε ότι κατά την γνώμη του, ο Eφεσείων δεν είχε δικαίωμα να διαμένει στην πρεσβευτική κατοικία, ενόσω βρισκόταν σε διαθεσιμότητα.
Ακολούθησε στις 12.11.2012, Πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο για προσωρινή μετάθεση του στο Κέντρο (Κύπρο) και στις 28.11.2012, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την μετάθεση του. Στις 29.11.2012, ο Εφεσείων πληροφορήθηκε με επιστολή του Αν. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ότι μετατίθεται προσωρινά από την Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Μουσκάτ, στο Κέντρο. Στις δε 15.10.2012, ημερομηνία κατά την οποία του κοινοποιήθηκε η επιστολή της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, αναχώρησε από την Πρεσβεία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επί των εγειρομένων (και δια της εφέσεως) θεμάτων, έκρινε ότι οι θέσεις και εισηγήσεις της πλευράς του Εφεσείοντα δεν ευσταθούσαν.
Ξεκινούμε με την εξέταση των δύο πρώτων λόγων έφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς. Ο μεν 1ος αφορά ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό πως αναρμόδια το Υπουργείο Εξωτερικών συμμετείχε στη διαδικασία λήψης της απόφασης για τη μετάθεση του Εφεσείοντα, ο οποίος ήταν αρχηγός διπλωματικής αποστολής. Στο 2ο λόγο εγείρεται θέμα εν γένει λανθασμένης αιτιολογίας και ελλιπούς έρευνας επί της πρότασης του Υπουργείου Εξωτερικών. Συνεπώς και οι δύο λόγοι άπτονται της πρότασης του Υπουργείου Εξωτερικών, από διαφορετική σκοπιά. Για το θέμα σχετικός είναι ο περί της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμος του 2006 (Ν. 25(I)/2006) και ειδικά το άρθρο 5(1) το οποίο ρητώς αναφέρει ότι η τοποθέτηση μέλους της Εξωτερικής Υπηρεσίας ως αρχηγού διπλωματικής αποστολής και η ανάθεση καθηκόντων σε αυτόν καθώς και η μετάθεση του διενεργείται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Σημαντικό για την εξέταση της υπόθεσης είναι και το ΄Αρθρο 3 του N.25(I)/2006 το οποίο έχει ως εξής:
«3(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου, για το χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων της Δημοκρατίας, παραμένει ιδιαίτερος κλάδος της δημόσιας υπηρεσίας, καλούμενος «Εξωτερική Υπηρεσία» της Δημοκρατίας, ο οποίος είχε συσταθεί δυνάμει του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . ...
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών, οποιαδήποτε άλλα θέματα, αναφορικά με το διορισμό και τους όρους υπηρεσίας των δημόσιων υπαλλήλων της Εξωτερικής Υπηρεσίας, διέπονται από τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου».
Σημαντικό είναι να έχουμε υπόψη και τους σχετικούς Κανονισμούς. Πρόκειται για τους περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ειδικοί ΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 2006 (ΚΔΠ109/2006). Στον Κανονισμό 3 των σχετικών Κανονισμών προνοείται:
«3. Για κάθε θέμα, για το οποίο δε γίνεται ρητή πρόνοια στους παρόντες Κανονισμούς, εφαρμόζονται οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 87 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και οι δυνάμει της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του εν λόγω άρθρου ισχύοντες Κανονισμοί ή διοικητικές πράξεις και οι Γενικές Διατάξεις και διοικητικές οδηγίες οι οποίες περιέχονται σε εγκυκλίους ή αλλού, καθώς και η υφιστάμενη πρακτική αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία και τους δημόσιους υπαλλήλους, όπως όλα αυτά εκάστοτε θα τροποποιούνται ή αντικαθίστανται».
Στο ΄Αρθρο δε 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90), προνοείται ότι:
«Οι μεταθέσεις των υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής δεόντως αιτιολογημένη».
Υπό το φως των πιο πάνω, δεν διαγιγνώσκουμε οποιονδήποτε κενό νόμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε πως στην εξεταζόμενη υπόθεση, νόμιμα η απόφαση για μετάθεση του Εφεσείοντα ελήφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από Πρόταση της αρμόδιας αρχής, δηλαδή του Υπουργείου Εξωτερικών. Στη βάση των πιο άρθρων και Κανονισμών, εκεί όπου δεν ρυθμίζονται τα θέματα από τον σχετικό Νόμο, εφαρμόζεται η Νομοθεσία της Δημόσιας Υπηρεσίας. Γι΄αυτό και η πρόταση του αρμόδιου Υπουργείου. ΄Αλλωστε, η αναγκαιότητα της ύπαρξης πρότασης του Υπουργείου Εξωτερικών είναι και θέμα λογικής. Πώς διαφορετικά θα λάμβανε γνώση ένα συλλογικό όργανο όπως το Υπουργικό Συμβούλιο για την ανάγκη να επιληφθεί για μια υπηρεσιακή ανάγκη που αφορά το Υπουργείο Εξωτερικών, ώστε να ενεργοποιηθεί το ΄Αρθρο 5 του Ν.25(Ι)/2006.
Ως προς δε την αιτιολογία της πρότασης του Υπουργού Εξωτερικών το Δικαστήριο αποφάσισε:
«Κατ' ακολουθία θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η Πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η Πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών, (Πρόταση με αρ. 1314/2012), φέρει ημερομηνία 12.11.2012, (ερυθρό 257) και αναφέρει τα εξής:
«2. Με βάση το δημόσιο συμφέρον και τις ανάγκες της Υπηρεσίας, η Υπουργός Εξωτερικών εισηγείται την προσωρινή μετάθεση του κ. xxx Ζαχαρίογλου, Πληρεξούσιου Υπουργού από, την Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Μουσκάτ, στο Κέντρο».
Όπως είναι νομολογημένο, οι μεταθέσεις τεκμαίρεται ότι διενεργούνται για εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας. Ο αιτητής φέρει το βάρος ανατροπής αυτού του τεκμηρίου (Βλ. Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274, Isaias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 490, xxx Πέτσα v. ΚΔ (1997) 4 ΑΑΔ 1723.
Όπως λέχθηκε στην απόφαση Βεληγκέκα v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Δ.Δ. 567, 575, οι μεταθέσεις αποτελούν ζήτημα που εμπίπτει εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας της διοίκησης και λειτουργεί τεκμήριο ότι διενεργούνται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Εξέταση των αναγκών της υπηρεσίας πάνω σε ευρεία βάση, θα αποστερούσε από την διοίκηση την ευελιξία η οποία είναι αναγκαία για να ανταποκρίνεται προς τις εναλλασσόμενες ανάγκες της υπηρεσίας.
Έχει επίσης νομολογηθεί ότι, το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι, εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της και ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας της Πρότασης της αρμόδιας αρχής, πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των μεταθέσεων και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της Πρότασης (Βλ. xxx Πέτσα (ανωτέρω).
Στην Πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών στην εξεταζόμενη υπόθεση, όπως έχει καταγραφεί ανωτέρω, γίνεται επίκληση του δημοσίου συμφέροντος και των αναγκών της Υπηρεσίας. Συνεπώς υπάρχει στο σώμα της απόφασης αιτιολογία και αυτή άπτεται του δημοσίου συμφέροντος και των υπηρεσιακών αναγκών. Όπως δε αναφέρεται στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου, "Δίκαιο των Πολιτικών Υπαλλήλων" 1954, σελ. 298:
«Εκτός της δυσμενούς μεταθέσεως .. πάσα άλλη μετάθεσις αποτελεί απλούν διοικητικόν μέτρον, το οποίο τεκμαίρεται, ότι λαμβάνεται προ το συμφέρον και τας ανάγκας της υπηρεσίας. Δια τούτο, κατά της σχετικής αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν χωρεί προσφυγή της ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας... Η κρίσις της διοικήσεως επί των λόγων οίτινες υπαγορεύουσι την μετάθεσιν δεν υπόκειται εις τον έλεγχον του ακυρωτικού δικαστού εκτός αν συντρέχει κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα».
Αλλά και από τα στοιχεία του φακέλου, που συμπληρώνουν την αιτιολογία παρέχεται έρεισμα έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Επρόκειτο για περίπτωση στην οποία η ύπαρξη του προβλήματος που ανέκυψε, άφηνε περιθώρια για την άσκηση κρίσεως από την αρμόδια αρχή σχετικά με την μετάθεση του αιτητή».
Βρίσκουμε ορθή την πρωτόδικη προσέγγιση και εύστοχη την αναφορά στη Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, οι συνθήκες της οποίας είναι παρόμοιες με την κρινόμενη.
Στη Λοϊζίδης αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η αναφορά μας στο υπάρχον υλικό ως επιτρεπτό έρεισμα για την εκδήλωση της επίδικης πράξης, μας οδηγεί στην εξέταση της άποψης του εφεσείοντα ότι η μετάθεση του αποτελούσε τιμωρητικό μέτρο που λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα. Κατά τη γνώμη μας, τίποτε δεν υπάρχει που να οδηγεί προς την κατεύθυνση μόνο της εξαγωγής συμπεράσματος είτε ότι η μετάθεση προοριζόταν να πλήξει τον εφεσείοντα ή ότι εν πάση περιπτώσει αυτή θα έπρεπε εξ αντικειμένου να θεωρηθεί ότι ενείχε τέτοιο αποτέλεσμα. Θα μπορούσε ίσως εύλογα να υποστηριχθεί, όπως εν προκειμένω υποστήριξε η Δημοκρατία, ότι από μόνη της η ύπαρξη του προβλήματος που ανέκυψε, άφηνε περιθώρια για την άσκηση κρίσης από την αρμόδια αρχή σχετικά με τη μετάθεση του εφεσείοντα. Προσθέτουμε συναφώς ότι δεδομένης της απουσίας σχετικής πρόνοιας, δυνάμει της οποίας να απαιτείτο εξειδίκευση της αιτιολογίας στο σώμα της πράξης, καθίσταται δυνατή η αναζήτηση αιτιολογίας από στοιχεία που ήδη βρίσκονταν στο σχετικό φάκελο: βλ. την απόφαση στις υποθέσεις xxx Πιπερίδη και Άλλων v. Δημοκρατίας (1995) 3. Α.Α.Δ. 21 όπως και τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185-190».
Όπως και εν προκειμένω ήταν απολύτως δυνατή η συμπλήρωση της αιτιολογίας με στοιχεία του φακέλου και η μετάθεση ήταν αποτέλεσμα των συνθηκών που αφορούσαν την ίδια την Υπηρεσία, αφού υπήρχε αντικειμενική αδυναμία του Εφεσείοντα να παραμείνει στην πρεσβεία. (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 589).
Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Επανέρχεται βεβαίως το θέμα της αιτιολογίας στο εφετήριο, αφού με τον 4ο λόγο πλήττεται η πρωτόδικη κρίση επί του ευρήματος ότι η τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν αιτιολογημένη. Ειδικά πλήττεται το γεγονός ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση απουσιάζει το ελάχιστο ίχνος αιτιολογίας - έστω και φραστική αναφορά - στο δημόσιο συμφέρον ή στις ανάγκες της Υπηρεσίας. Η πλευρά του Εφεσείοντα στάθηκε ιδιαίτερα στο ότι πρωτοδίκως συμπληρώθηκε η αιτιολογία της επίδικης απόφασης από στοιχεία του φακέλου, κάτι που ο ίδιος προβάλλει ως λανθασμένο. Επί του θέματος μπορεί να γίνει παραπομπή στον προηγούμενο απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση.
Ως προμετωπίδα των θέσεων του, ο κ.Χριστάκη προέβαλε έντονα τις Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3003, και Τζιακούρη ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3964, για την ανάγκη εξειδίκευσης της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, στην πράξη, χωρίς τη δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε.
Εκείνο που η Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1254 (στην οποία γίνεται παραπομπή στις ως άνω αποφάσεις, οι οποίες σημειωτέον ήταν πρωτόδικες) έχει αναφέρει είναι βασικά ότι η διοίκηση καθορίζει το δημόσιο συμφέρον μόνο στο πλαίσιο του Συντάγματος και των Νόμων και μόνο εφόσον και καθόσον είναι εξουσιοδοτημένη προς τούτο, κάτι που εδώ βεβαίως συντρέχει. Επίσης στη Στεφανίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367 ακριβώς αναφέρεται ότι είναι επιτρεπτή η αναφορά στα περιστατικά για την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος «έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο».
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω, αλλά ούτε και να περιοριστούμε, σε αυτό το πρίσμα θεώρησης ως προς την επίδικη πράξη για τον ακόλουθο λόγο:
Πρέπει να προσεχθεί ότι η αιτιολογία της προσωρινής μετάθεσης ήταν και «οι ανάγκες της Υπηρεσίας». Το δημόσιο συμφέρον φαίνεται να προστέθηκε συναρτώμενο με τις συνέπειες της διαθεσιμότητας. Οπότε και ως ανεξάρτητος πυλώνας «οι ανάγκες της Υπηρεσίας» για ένα πρόσωπο όπως τον Εφεσείοντα για τον οποίο ευθέως εφαρμόζεται το προαναφερθέν άρθρο 5, ισχύουν πλήρως ως αιτιολογία, τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε από το φάκελο. Σίγουρα δε τα γεγονότα που συνέθεταν την ανάγκη ως εκ της διαθεσιμότητας με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν «εξωγενή γεγονότα», ως η εισήγηση του κ.Χριστάκη.
Όπως έχει νομολογηθεί, η αρμόδια αρχή κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης μετάθεσης πρέπει να αποβλέπει πρώτιστα στην αποτελεσματικότητα και στην εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας. (Βλ. Καμμίτση ν. Δημοκρατίας (1987)3 Α.Α.Δ. 384).
Ο προβληθείς Κανονισμός 20(Ι) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Γενικών Κανονισμών του 1921, ΚΔΠ 98/21 (στον οποίο γίνεται αναφορά κατά πόσο ο επηρεαζόμενος υπάλληλος έλαβε γνώση της σκοπούμενης μετάθεσης και είχε τη δυνατότητα παραστάσεων) επίσης δεν μπορεί να τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής σε σχέση με ένα αρχηγό Διπλωματικής Υπηρεσίας του οποίου η υπηρεσία ευθέως διέπεται από το ΄Αρθρ.5 του Ν.25(Ι)/2006 και η μετάθεση είναι εγγενής των καθηκόντων του. Επίσης δεν μπορούν να αγνοηθούν οι άκρως ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν εξηγηθεί πιο πάνω. Δεν διαπιστώνεται καμιά αντίφαση στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ως συνέπεια των ανωτέρω και ο τέταρτος λόγος είναι απορριπτέος.
Ο 3ος λόγος έφεσης αφορά την αρνητική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη θέση του Εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης καθότι δεν ζητήθηκαν και δεν ακούστηκαν οι απόψεις του πριν την μετάθεση. Βέβαια πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε ήδη ασχοληθεί με πτυχές αυτού του παραπόνου, αλλά, θα το εξετάσουμε περαιτέρω και υπό το πρίσμα των ισχυρισμών που προβάλλονται ως προς τον 3ο λόγο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και αυτή τη θέση του Εφεσείοντα, εξηγώντας ότι δεν επρόκειτο για δυσμενή μετάθεση ή για πειθαρχικής φύσεως μέτρο, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το ΄Αρθρ.43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1991 (Ν.158(Ι)/1991) αλλά για μέτρο το οποίο εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον και τις υπηρεσιακές ανάγκες.
Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσον η μετάθεση μπορεί αντικειμενικά να κριθεί δυσμενής ή είναι τιμωρητικού χαρακτήρα.
Παρά το ότι ο Εφεσείων τελούσε υπό διαθεσιμότητα η μετάθεση δεν προήλθε ως τιμωρητικό μέτρο. ΄Αλλωστε, οι ίδιες οι περιβάλλουσες συνθήκες βοούν περί του αντιθέτου. Ο Εφεσείων ήταν ο επικεφαλής της Διπλωματικής Αποστολής στο Μουσκάτ και ως εκ τούτου διέμενε στην πρεσβευτική κατοικία της Δημοκρατίας. Θα ήταν λοιπόν ανακόλουθο της όλης κατάστασης που δημιουργήθηκε ως εκ της διαθεσιμότητας (η οποία εγκριθεί νόμιμη με την ως άνω δικαστική απόφαση) να παραμένει στη πρεσβευτική οικία, αφού η οικία και η διαμονή σ΄ αυτή συναρτάτο με την ιδιότητα και τα καθήκοντα που εκ των πραγμάτων ο Εφεσείων δεν μπορούσε να ασκήσει.
Όπως ισχύει στο Ν.1/90 (΄Αρθρο 85(3)), οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα υπαλλήλων που τίθενται σε διαθεσιμότητα αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Είναι κοινή θέση, στην ουσία των αντιστοίχων επιχειρημάτων και των δύο πλευρών, ότι ο Ν.1/90 ισχύει αναλογικά.
Όπως ελέχθη πιο πάνω, εκ του Υπουργείου Εξωτερικών ζητήθηκε γνωμάτευση για το εάν ο Εφεσείων δικαιούται να διαμένει στην πρεσβευτική οικία κατά το χρόνο της διαθεσιμότητας του. Προκύπτει επίσης καθαρά ότι η παραχώρηση της πρεσβευτικής κατοικίας είναι ωφέλημα το οποίο θα έπρεπε να ανασταλεί ως εκ της διαθεσιμότητας του.
Ακολούθησε η πρόταση του Υπουργού για μετάθεση στο Κέντρο ως απόρροια των πιο πάνω γεγονότων και το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των εξουσιών που παρέχει το εδάφιο (1) του ΄Αρθρου 5 του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας Νόμου 2006, αποφάσισε την προσωρινή του μετάθεση στο Κέντρο. Πράξη που συναρτάτο με την αναγκαιότητα να επιλυθεί το θέμα.
Με βάση τα πιο πάνω με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρηθεί τιμωρητική ή δυσμενής η μετάθεση του αφού επιπλέον μεταφερόταν στο Κέντρο, ως εκ των αναγκών που διαμορφώθηκαν. Η μετάθεση εξάλλου εκ της ίδιας της φύσης των καθηκόντων ενός διπλωμάτη ήταν αναμενόμενη αλλά και εγγενής με την ιδιότητα του. Επιπλέον ήταν και προσωρινού χαρακτήρα συνδεόμενη με το θέμα της διαθεσιμότητας του. Οπότε δεν τίθετο θέμα ακρόασης του πριν την απόφαση.
Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης εκ ποσού €2,500.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.