ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Αν. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Στ. Α. Σκορδής, για Σκορδής amp;amp;amp; Στεφάνου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ v. ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ, Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 139/2019, 20/1/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A19

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 139/2019)

 

20 Ιανουαρίου, 2022

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείων/Καθ΄ου η αίτηση,

 

ν.

           

          ΧΧΧ ΧΧΧ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ,

           

          Εφεσίβλητης/Αιτήτριας

           

----------------------

Αν. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης  Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Α. Σκορδής, για Σκορδής & Στεφάνου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

----------------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με απόφαση ημερ. 12.6.2019, η Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου έκρινε παράνομη την απόφαση του Πανεπιστημίου Κύπρου - Eφεσείοντα - Αντεφεσιβλήτου - καθ΄ου η αίτηση (εν τοις εφεξής «το Πανεπιστήμιο») για μη ανέλιξη της Eφεσίβλητης - Αντεφεσείουσας - αιτήτριας (στο εξής «η Eφεσίβλητη») στη βαθμίδα Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Κύπρου.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτουν στη μεγαλύτερη τους εμβέλεια κοινά και έχουν ως εξής:

 

Η Eφεσίβλητη προσελήφθηκε στις 2.1.1996 στη θέση Λέκτορα στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου.  Την 1.8.2006 η Eφεσίβλητη προήχθη στη θέση Επίκουρης Καθηγήτριας στο πιο πάνω Τμήμα. 

 

Στις 6.4.2011 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κύπρου διόρισε πενταμελή Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης με σκοπό να εξετάσει το φάκελο της Eφεσίβλητης για την καταλληλότητα της για ανέλιξη στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας (Κρίση Α΄).

 

Το Εκλεκτορικό Σώμα, αφού έλαβε γνώση της έκθεσης Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης (Κρίση Α΄) και αφού έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία του φακέλου, στις 12.04.2013 αποφάσισε κατά πλειοψηφία 4 υπέρ, 1 κατά (ο Κ.Κωνσταντίνου πρόεδρος της Επιτροπής έδωσε την αρνητική ψήφο) και 2 αποχές, την ανέλιξη της Eφεσίβλητης σε θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας και διαβίβασε την απόφαση του στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου για επικύρωση της θετικής απόφασής του για ανέλιξη της αιτήτριας. Στις 03.12.2014 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου αποφάσισε να μην επικυρώσει την θετική απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για ανέλιξη της αιτήτριας και στις 25.02.2015 το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου επικύρωσε απόφαση της Συγκλήτου.

 

Εναντίον της ως άνω απόφασης του Πανεπιστημίου η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή την οποία εντέλει απέσυρε. 

 

Αφού συμπληρώθηκαν τα επτά χρόνια υπηρεσίας της Eφεσίβλητης, στη θέση της Επίκουρου Καθηγήτριας, ενεργοποιήθηκε για δεύτερη φορά η διαδικασία που προνοείται στους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμούς του 1996 έως 2015 (Κ.Δ.Π. 36/1996, Κ.Δ.Π. 145/2001 και Κ.Δ.Π. 65/2015), (εν τοις εφεξής «ο Κανονισμός») για αξιολόγηση της Εφεσίβλητης και λήψη απόφασης από τον Εφεσείοντα κατά πόσο αυτή ανελίσσεται στην βαθμίδα της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας (διαδικασία Β΄ Κρίσης).

 

Πρέπει να λεχθεί πως με τον Καν.9(2) των Κανονισμών, σε περίπτωση που θα λαμβανόταν  απόφαση για μη ανέλιξη της εφεσίβλητης μετά το πέρας δύο διαδικασιών ανέλιξης στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, τότε θα τερματιζόταν η απασχόλησή της.

 

Κατόπιν συνεδριών που έλαβαν χώρα από τα αρμόδια συλλογικά όργανα, το Συμβούλιο της Σχολής σε συνεδρία του ημερομηνίας 16.9.2015 ενέκρινε την σύσταση της Ειδικής Επιτροπής για την αξιολόγηση της Εφεσίβλητης. Ωστόσο, κατά τις 16.2.2016 ο Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής υπέβαλε την παραίτηση του και ως εκ τούτου, η Σύγκλητος κατά τις 2.3.2016 αποφάσισε τη νέα σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής ενόψει της παραίτησης του Προέδρου.

 

Κατά τις 5.8.2016 η Εφεσίβλητη υπέβαλε αίτημα αναβολής της διαδικασίας ανέλιξης για λόγους υγείας, το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών.

 

Στις 7.6.2017 η Σύγκλητος του Εφεσείοντα ενέκρινε τη συμπλήρωση της Ειδικής Επιτροπής λόγω του ότι κάποια μέλη δεν αποδέχθηκαν να συμμετέχουν και στις 18.1.2018 με ηλεκτρονικό μήνυμα του Προέδρου της Ειδικής Επιτροπής, η Εφεσίβλητη κλήθηκε σε δημόσια διάλεξη και συνέντευξη ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής στις 27.1.2018 για τη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας (Κρίση Β΄).

 

Παράλληλα, η Ειδική Επιτροπή συνέταξε στις 27.1.2018 την έκθεσή της για την οποία ενημερώθηκε η Εφεσίβλητη από την Εφεσείουσα στις 6.2.2018, με την παράκληση όπως τυχόν παρατηρήσεις υποβληθούν εντός 15 ημερών. Η Εφεσίβλητη με επιστολή της ημερομηνίας 20.2.2018 υπέβαλε τα σχόλιά της.

 

Ακολούθως, το Εκλεκτορικό Σώμα σε συνεδρία του ημερομηνίας 14.3.2018, αφού μελέτησε την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, τις επιστολές των ανεξάρτητων κριτών καθώς επίσης, και τα σχόλια της Εφεσίβλητης, αποφάσισε τη μη ανέλιξη της Εφεσίβλητης στη βαθμίδα της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας.

 

Η Σύγκλητος σε συνεδρία της ημερομηνίας 2.5.2018 αποφάσισε με 18 ψήφους υπέρ, 1 εναντίον και 5 αποχές να εγκρίνει την εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη ανέλιξη της Εφεσίβλητης στη βαθμίδα της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας.

 

Στη συνέχεια, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών αποφάσισε σε συνεδρία της ημερομηνίας 27.6.2018 την υιοθέτηση της αιτιολογίας και απόφασης της Συγκλήτου ημερομηνίας 2.5.2018 για μη ανέλιξη της Εφεσίβλητης σε θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας. Την ίδια ημέρα αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης της Εφεσίβλητης ως προνοείται στον Κανονισμό 9(2) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996 έως 2015.  Τέλος, στις 2.7.2018, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών με επιστολή της ενημέρωσε την Εφεσίβλητη για την απόφασή της.

 

Η Προσφυγή

Η εφεσίβλητη επικαλείτο πολλαπλούς λόγους ακυρότητας, κυρίως σε θέματα που σχετίζονται με την κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσα συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής λόγω συμμετοχής του Καθηγητή Κωνσταντίνου, συναδέλφου της, από  το ίδιο Τμήμα, ο οποίος συμμετείχε με αρνητική ψήφο στην πρώτη φάση ανέλιξης της αιτήτριας, και ομοίως συμμετείχε στη Β΄ Κρίση στη νέα Ειδική Επιτροπή.  Επίσης λόγω πάσχουσας συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, εκ της συμμετοχής του ιδίου καθηγητή αλλά και του Πρύτανη, ο οποίος κατά τη μέρα ακριβώς της εμφάνισης της αιτήτριας ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής είχε καταχωρήσει εναντίον της καταγγελία για πειθαρχικό αδίκημα, προκατάληψη εκ μέρους μελών του Πανεπιστημίου, οι οποίοι συμμετείχαν στα όργανα της επίδικης απόφασης, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας των επίδικων προπαρασκευαστικών αποφάσεων και άλλων επιμέρους θεμάτων.

 

H πρωτόδικη απόφαση

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ευσταθούσαν οι λόγοι ακύρωσης με τους οποίους ετίθετο θέμα παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης και δη της αμεροληψίας.  Και αυτό αναφορικά κυρίως με τη συμμετοχή του Καθηγητή Κωνσταντίνου, τόσο στην Α΄ Κρίση όσο και στη Β΄ Κρίση.  Να σημειωθεί ότι η εφεσίβλητη είχε θέσει ζήτημα εξαίρεσης του Καθηγητή από την Β΄ Κρίση και το Εκλεκτορικό σώμα αποφάσισε ότι «δεν ετίθετο ζήτημα προκατάληψης ή κωλύματος συμμετοχής του».  Παραθέτουμε μέρος του σκεπτικού της ευπαιδεύτου Προέδρου:

 

«Σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Πανεπιστημίου Κύπρου για ανελίξεις ακαδημαϊκού προσωπικού (Οι περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμοί του 1996 έως 2015), ΚΔΠ 36/96, Μέρος IV, Κανονισμός 9(2), η διαδικασία αξιολόγησης Επίκουρου Καθηγητή, με την οποία αποφασίζεται η συνέχιση η μη της απασχόλησής του και μη ανέλιξής του στην βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, ενεργοποιείται μετά το πέρας τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας Επίκουρου Καθηγητή. Σε περίπτωση απόφασης για συνέχιση της υπηρεσίας του, αλλά μη ανέλιξής του, ο Επίκουρος Καθηγητής είναι υποχρεωμένος πριν την συμπλήρωση του έβδομου χρόνου υπηρεσίας να ζητήσει την ανέλιξή του. Διαφορετικά η διαδικασία αξιολόγησης εκ δευτέρου ενεργοποιείται από το Πανεπιστήμιο. Σε περίπτωση δεύτερης αποτυχίας του για ανέλιξη στην βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, η απασχόλησή του τερματίζεται.

 

 

Γίνεται επομένως αντιληπτό, βάσει του Κανονισμού 9(2) ανωτέρω, πως στην πρώτη αξιολόγηση του Επίκουρου Καθηγητή, υπάρχει διακριτική ευχέρεια επιλογής μεταξύ της συνέχισης της απασχόλησης ή τον τερματισμό της, ακόμα και στην περίπτωση που θα ληφθεί απόφαση για μη ανέλιξη του Επίκουρου Καθηγητή. Ενώ στην επόμενη και τελευταία αξιολόγηση, υπάρχει δέσμια αρμοδιότητα στα αρμόδια όργανα να τερματίσουν την απασχόληση του Επίκουρου Καθηγητή για τον οποίο αποφασίζεται εκ νέου η μη ανέλιξή του. Ο τερματισμός της απασχόλησης αποτελεί δυσμενέστατη συνέπεια της μη ανέλιξης σε δύο αξιολογικές κρίσεις. Ο τερματισμός της απασχόλησης είναι απόλυτα συναρτημένος και με τις δύο αποφάσεις για μη ανέλιξη και όχι μόνο με την δεύτερη και τελευταία αφού προαπαιτούμενο του τερματισμού της απασχόλησης βάσει του Κανονισμού, αποτελεί η λήψη απόφασης και στις δύο αξιολογήσεις, ότι ο Επίκουρος Καθηγητής δεν ανελίσσεται.

 

Όλα τα ανωτέρω, έχουν απόλυτη σχέση με την ήδη σχηματισθείσα άποψη του μέλους της Ειδικής Επιτροπής στην ίδια διαδικασία ανέλιξης ή τερματισμού της απασχόλησης της ίδιας της αιτήτριας, στην Κρίση Α΄, η οποία οδήγησε στην δεύτερη και τελευταία, αλλά ίδιου βαθμού κρισιμότητας αξιολόγηση, αφού ο Καθηγητής ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου υπήρξε Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής, η οποία αποφάσισε την μη ανέλιξη της αιτήτριας στην πρώτη αξιολόγησή της και σε αυτήν μάλιστα την απόφαση και ο ίδιος είχε ψηφίσει υπέρ της μη ανέλιξής της.

 

 

Θεωρώ πως η παραχώρηση δεύτερης ευκαιρίας στην αιτήτρια να ανελιχθεί ή όχι, με αποτέλεσμα στην δεύτερη περίπτωση να τερματιστεί η απασχόλησή της, θα έπρεπε, υπό τις περιστάσεις, όπου οι Κανονισμοί προβλέπουν για σύσταση νέου συλλογικού οργάνου, δηλαδή νέας Ειδικής Επιτροπής και όχι μόνιμα συγκροτημένου με τα ίδια μέλη οργάνου, να πραγματοποιηθεί με κρίση από Ειδική Επιτροπή συγκροτημένη από ακαδημαϊκούς οι οποίοι δεν είχαν εκφέρει κρίση για την ανέλιξή της στο παρελθόν στην διαδικασία αξιολόγησης στην ίδια βαθμίδα. Τούτο δε, ώστε να παρέχονται τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης, για αντικειμενικούς λόγους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να αποδεικνύεται από την αρνητική κρίση η ύπαρξη προκατάληψης, έχθρας ή μεροληψίας (υπόθ. αρ. 1289/2015, Σταθόπουλου ν. Τεχνολογικού Πανεπιστημίου, ημερομηνίας 27/6/2018). Πρόκειται για τους λόγους για τους οποίους και ο ίδιος ο Καθηγητής ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου αισθάνθηκε την ανάγκη να μη συμμετέχει ως μέλος της Ειδικής Επιτροπής και το εξέφρασε, αρχικά εισακουόμενος, χωρίς να γίνει σεβαστή στην συνέχεια η θέση του αυτή, (περί αντιδεοντολογικής συμμετοχής του), όταν του ζητήθηκε να συμμετάσχει ως πρόσθετο μέλος, μετά την παραίτηση των δύο εσωτερικών μελών.

 

Θα πρέπει να τονιστεί βέβαια, ότι ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι δύο αξιολογικές κρίσεις ήταν διακριτές μεταξύ τους, και αφορούσαν σε άλλες χρονικές περιόδους και είχε η κάθε μία τα δικά της δεδομένα, αυτές, παρόλα αυτά, δεν ήταν άσχετες μεταξύ τους. Είχαν και οι δύο απόλυτη σχέση με την τύχη της συνέχισης της απασχόλησης της αιτήτριας και τον τερματισμό αυτής. Δύο διαδοχικές μεταξύ τους απορριπτικές της ανέλιξης κρίσεις οδηγούσαν στον τερματισμό των υπηρεσιών κατά δέσμια αρμοδιότητα. Απαιτείτο ως εκ τούτου αυστηρή προσήλωση στις αρχές της αμεροληψίας, όπως και στις περιπτώσεις πειθαρχικών διαδικασιών, που οδηγούν σε διοικητικές ποινές, διακρινόμενες από τις διαδικασίες που ρυθμίζουν τα κοινά υπηρεσιακά ζητήματα των υπαλλήλων».

 

 

Θεωρήθηκε ακόμη πρωτοδίκως ότι η επίδικη απόφαση πάσχει και επειδή το ίδιο μέλος της Ειδικής Επιτροπής, Κωνσταντίνου, συμμετείχε στη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος, που θα επικύρωνε τη γνώμη της Ειδικής Επιτροπής ή όχι.  Αναφέρθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

«Για πρόσθετο λόγο έλλειψης αμεροληψίας θεωρώ πως η επίδικη απόφαση πάσχει. Το ίδιο μέλος της Ειδικής Επιτροπής, ο Καθηγητής ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου, συμμετείχε στην συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος, ως μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος, αυτού που θα επικύρωνε την γνώμη της Ειδικής Επιτροπής ή όχι. Ενώ δηλαδή η σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος πάσχει, για τους ίδιους λόγους που πάσχει με έλλειψη αμεροληψίας η συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής, της συμμετοχής δηλαδή του Καθηγητή ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου που είχε ήδη εκφέρει αρνητική άποψη και καταψήφισε την ανέλιξη της αιτήτριας, πρόσθετα, το μέλος της Ειδικής Επιτροπής, συμμετείχε, χωρίς να αποχωρήσει από την συνεδρία στην οποία το Εκλεκτορικό Σώμα εξέτασε την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής. Η τήρηση αποχής του εν λόγω μέλους, κ. Κωνσταντινίδη στην ψηφοφορία δεν θεωρώ πως είναι σημαίνουσα και δεν ανατρέπει την κατάληξή μου αυτή, καθότι ο κ. Κωνσταντινίδης αιτιολόγησε την αποχή στην ψηφοφορία και ούτως ή άλλως η αποχή του μέτρησε ως αρνητική ψήφος στην ανέλιξη της αιτήτριας, αφού απαιτείτο για την ανέλιξη θετική πλειοψηφία των παρόντων μελών".

 

Kαι παρακάτω τα ακόλουθα:

 

«Για τους ίδιους λόγους πάσχει και εν προκειμένω και η επίδικη απόφαση, αφού ο Καθηγητής ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου για τους ίδιους λόγους που όφειλε να μην περιληφθεί στα μέλη της Ειδικής Επιτροπής, όφειλε να αποχωρήσει από την συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος. Και όχι μόνο γι' αυτό. Από τη στιγμή που συμμετείχε ως τακτικό μέλος της Ειδικής Επιτροπής, όφειλε να αποχωρήσει κατά την συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος».

 

 

Επί της αποφάσεως καταχωρήθηκε έφεση και αντέφεση.

 

Θα καταγράψουμε εν πρώτοις τους λόγους έφεσης, αφού η αντέφεση παίρνει υπόσταση μόνο εάν επιτύχει η έφεση.

 

Οι λόγοι έφεσης 1-3 αφορούν το εσφαλμένο της πρωτόδικης κρίσης ως προς το βασικό πυρήνα της αιτιολογίας κατάταξης της απόφασης του Πανεπιστημίου ως άκυρης, δηλαδή ότι έπρεπε η νέα Ειδική Επιτροπή να αποτελείται  από ακαδημαϊκούς οι οποίοι δεν είχαν εκφέρει κρίση για την ανέλιξη του  υποψηφίου στο παρελθόν, ότι η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραγνώρισε και παραβίασε τους Κανονισμούς 4(2) και (3) της Κ.Δ.Π. 36/1996 (1ος λόγος), ότι οι δύο κρίσεις παρά ότι ήσαν διακριτές δεν ήσαν άσχετες μεταξύ τους και ως εκ τούτου απαιτείτο προσήλωση τις αρχές της αμεροληψίας (2ος λόγος) η κακή συγκρότηση η οποία οδήγησε σε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας (3ος λόγος).

 

Εξέταση των λόγων έφεσης 1-3

Αφού η εφεσίβλητη είχε την ιδιότητα της Επίκουρου Καθηγήτριας και θα αποφασίζετο η συνέχιση της απασχόλησης της ισχύει ο Κανονισμός 9(2) της ΚΔΠ36/96, ο οποίος έχει ως εξής:

«9(2) Με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας Επίκουρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενεργοποιείται η διαδικασία αξιολόγησης του, με την οποία αποφασίζεται η συνέχιση ή μη της απασχόλησης του ή η ανέλιξη του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησης του και μη ανέλιξης του, ο Επίκουρους Καθηγητής είναι υποχρεωμένος πριν τη συμπλήρωση του έβδομου χρόνου υπηρεσίας του να ζητήσει την ανέλιξη του διαφορετικά η διαδικασία αξιολόγησης ενεργοποιείται από το Πανεπιστήμιο. Σε περίπτωση δεύτερης αποτυχίας του για ανέλιξη του στη βαθμίδα του  Αναπληρωτή Καθηγητή, η απασχόληση του τερματίζεται.»

 

Στην Α΄ Κρίση - με τη συμπλήρωση των 4 χρόνων - η Εφεσίβλητη δεν αξιολογήθηκε θετικά και δεν ανελίχθηκε στη βαθμίδα Αναπληρωτή Καθηγητή.  Η περαιτέρω στασιμότητα της είχε ως αποτέλεσμα την Β΄ Κρίση - πριν τη συμπλήρωση του 7ου χρόνου - κατά την οποία, εάν δεν αξιολογείτο θετικά  (δεύτερη αποτυχία για ανέλιξη) η απασχόληση της ως Αν. Καθηγήτριας θα τερματίζεται.  Όπως και έγινε εν προκειμένω.

 

Ο πυρήνας της διαφοράς είναι η συμμετοχή τόσο στην Α΄ Κρίση όσο και στη Β΄ Κρίση του Καθηγητή Κωνσταντίνου «κατά παράνομο τρόπο, υπό την έννοια της παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας».

 

  Θα συμφωνήσουμε ότι στους Κανονισμούς αλλά και στο σχετικό Νόμο δεν υπάρχει διάταξη που απαγορεύει κάτι τέτοιο.

 

Με βάση τον Κανονισμό 9(5)(β) για τη συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής που αξιολογεί μια ανέλιξη σε θέση αναπληρωτή Καθηγητή εφαρμόζονται οι διατάξεις των Κανονισμών 4, 5 και 6  σύμφωνα με τις οποίες για κάθε εκλογή στη βαθμίδα Αναπληρωτή Καθηγητή, η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή η οποία αποτελείται «από τρεις εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που προέρχονται από πανεπιστήμια δύο τουλάχιστον ξένων χωρών  δύο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο ως Πρόεδρος της Επιτροπής».  (Κανονισμό 4(2)).

 

Με βάση δε τον Κανονισμό 4(3) η επιλογή των μελών της Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα έξι εν ενεργεία ή τουλάχιστον ομότιμων καθηγητών από πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα ονόματα τεσσάρων μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής.

 

Ο Κανονισμό 5 (1) και  (2) αφορά τη διαδικασία ετοιμασίας έκθεσης από την Επιτροπή στα χρονικά περιθώρια που ορίζονται και στην ετοιμασία τελικού καταλόγου υποψηφίων.  Στον Κανονισμό 5(3) αναφέρεται πως εντός 12 εβδομάδων από την ημερομηνία λήξεως της υποβολής αιτήσεων, ο Πρόεδρος της Επιτροπής καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους οι οποίοι περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο.  Με βάση δε τον Κανονισμό 5(4) ορίζεται ότι μέσα σε 15 ημέρες από τη συμπλήρωση των συνεντεύξεων, η Επιτροπή αποστέλλει στο Συμβούλιο της οικείας Σχολής, αρκούντως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη έκθεση εμπιστευτικής φύσεως.

 

Με βάση δε τον Κανονισμό 6 η εκλογή αποφασίζεται με βάση τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 22 του Νόμου, σύμφωνα δε με την επιφύλαξη του νοείται ότι ο Κοσμήτορας της οικείας Σχολής καλεί σε Συνεδρία το Εκλεκτορικό Σώμα μέσα σε 3 εβδομάδες από την υποβολή στο Συμβούλιο της οικείας Σχολής της τεκμηριωμένης ΄Εκθεσης της Επιτροπής και ότι σε περίπτωση που ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν είναι μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος, προσκαλείται για να παρουσιάσει την έκθεση της.

 

Το ΄Αρθρο 22 του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμος του 1989 (Ν.144/89) έχει ως εξής:

«22.—(1) Η εκλογή ή ανέλιξη ΅ελών του ακαδη΅αϊκού προσωπικού αποφασίζεται ΅ετά από την έκθεση ειδικής επιτροπής που συγκροτείται σύ΅φωνα ΅ε τους Κανονισ΅ούς. Η απόφαση λα΅βάνεται ΅ε ψηφοφορία στην οποία παίρνουν ΅έρος τα ΅έλη του ακαδη΅αϊκού προσωπικού του Τ΅ή΅ατος και του Συ΅βουλίου της οικείας Σχολής των υψηλότερων βαθ΅ίδων, στην περίπτωση ό΅ως θέσης Καθηγητή ψηφίζουν οι ισοβάθ΅ιοι. 

 

(2) Οι θέσεις Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή πληρούνται ΅ε προκήρυξη, ΅ετάκληση ή ανέλιξη, σύ΅φωνα ΅ε όρους και διαδικασίες που καθορίζονται στους Κανονισ΅ούς. 

 

(3) Η θέση Επίκουρου Καθηγητή πληρούται ΅ε προκήρυξη ή ανέλιξη, σύ΅φωνα ΅ε όρους και διαδικασίες που καθορίζονται στους Κανονισ΅ούς.   

 

(4) Η θέση Λέκτορα πληρούται ΅ε προκήρυξη. 

 

(5) Το Συ΅βούλιο έχει δικαίω΅α αναπο΅πής αποφάσεων σχετικά ΅ε την εκλογή και ανέλιξη του ακαδη΅αϊκού προσωπικού. 

 

(6) Αφού τηρηθούν οι διατάξεις του παρόντα Νό΅ου, οι διαδικασίες που αφορούν την εκλογή και ανέλιξη του ακαδη΅αϊκού προσωπικού προβλέπονται στους Κανονισ΅ούς». 

 

΄Εχοντας υπόψη το περιεχόμενο των προνοιών τόσο του Νόμου όσο και των Κανονισμών υπό το πρίσμα των εισηγήσεων των μερών προβαίνουμε στις εξής παρατηρήσεις και συμπεράσματα.

Είναι δεκτό ότι στο Νόμο και στους Κανονισμούς, ως ίσχυαν τον ουσιώδη χρόνο δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που θα επέβαλλε υποχρεωτικά μη συμμετοχή μέλους της πρώτης Επιτροπής, κατά την Α΄ Κρίση στην δεύτερη ειδική Επιτροπή κατά τη Β΄ Κρίση.  Ούτε στον Κώδικα Δεοντολογίας του Πανεπιστημίου υπάρχει τέτοια απαγόρευση.  Η δε αρχική τοποθέτηση του καθηγητή Κωνσταντίνου ως προς τη μη συμμετοχή του στην Επιτροπή λόγω της Α΄ Κρίσης δεν είχε θεμελιωθεί σε συγκεκριμένο κανόνα.

 

Η όλη δομή των σχετικών αναλυτικών ρυθμίσεων για το θέμα στο Νόμο και στους Κανονισμούς, ενώ περιέχουν ειδικές προδιαγραφές για τους συμμετέχοντες σε ειδικές επιτροπές, - ουδόλως και πουθενά - δεν αναφέρονται σε υποχρέωση αλλαγής της σύστασης της Επιτροπής της Β΄ Κρίσης από άλλα μέλη.  Ενώ εξαντλητικά δίδονται οι λεπτομέρειες των ιδιοτήτων των μελών και της διαδικασίας - ουδόλως και πουθενά - δεν τίθεται τέτοιος περιορισμός.  Θα ήταν λογικά αναμενόμενο να αναγράφετο τέτοια απαγόρευση, εάν όντως υπήρχε τέτοια ανάγκη για διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας. 

 

Η μη συμπερίληψη τέτοιας πρόνοιας και η μη ύπαρξη τέτοιας απαγόρευσης, ώστε η συμμετοχή στην Α΄ και Β΄ Κρίση να είναι επιτρεπτή, θα λέγαμε ερείδεται στη συνολική διαδικασία Κρίσεων που με βάση το Νόμο και τους Κανονισμούς, διατηρεί, πολλαπλά και σε διάφορους βαθμούς, εχέγγυα αμεροληψίας.

 

Πρόκειται για ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα που συναρτά τους Κανόνες λειτουργίας και ανέλιξης των μελών του μέσα από συγκεκριμένα κριτήρια ανάδειξης επιστημονικού έργου με αρκούντως διασφαλισμένα τα εχέγγυα του ανεξαρτήτου των κρίσεων, σε συνάρτηση με το χρόνο, κατά τον οποίο το επιστημονικό-ακαδημαϊκό έργο ενός ακαδημαϊκού κρίνεται.  Οι επιστημονικοί δε τομείς και οι αντίστοιχες αξιολογήσεις αναγκαστικά συσχετίζονται με τις οικείες σχολές και τα τμήματα.  Πρόκειται για διαδικασίες που αφορούν διάφορα επίπεδα αξιολόγησης.   Οι δε λειτουργοί που κρίνουν ή που κρίνονται κινούνται στον ακαδημαϊκό χώρο και σίγουρα η διαδοχική εναλλαγή επιτροπών επί διαδοχικών κρίσεων θα ήταν εκ των πραγμάτων ανέφικτη ή εξαιρετικά δυσχερής.  Αυτό εξάλλου, καταδεικνύεται στην κρινόμενη περίπτωση όπου υπήρξαν διάφορες αλλαγές και παραιτήσεις μελών.

 

Πέραν και εις επίρρωση των πιο πάνω, θα λέγαμε ότι ένας ακαδημαϊκός που τυγχάνει της Α΄ Κρίσης, δύναται στο διάστημα που θα μεσολαβήσει για τη Β΄ Κρίση «να παράξει επιστημονικό έργο», ώστε ακριβώς να τεθεί εκ ποδών η Α΄ Κρίση.  Υπό αυτή την έννοια αλλά και από την όλη φιλοσοφία των σχετικών διατάξεων προκύπτει η αυτονομία κρίσης και η ανάγκη όπως αποσυνδεθεί η Α΄ Κρίση με τη Β΄ με αυτοτελή και διακριτό τρόπο, αφού αφορά νέα στοιχεία και νέα έρευνα, ώστε ακριβώς να μην παρεισφρήσει - αντικειμενικά -θέμα παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, επειδή μέλος της επιτροπής μετείχε στην Α΄ και στη Β΄ Κρίση.  Κάτι τέτοιο δεν απαγορεύεται ούτε από το Νόμο ούτε από τον Κανονισμό ούτε από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης για αντικειμενική αμεροληψία.  Διαφορετικό βεβαίως θα ήταν το θέμα και η κατάληξη αν εξετάζετο η πράξη κάτω από τις αρχές της παραβίασης της υποκειμενικής αμεροληψίας.  (Βλ.  Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν.΄Εφ.125/17 κ.ά., ημερ. 26.4.2018). 

 

Θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν εσφαλμένη.  Η αναφορά δε στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ΄αριθμ.3720/06 ημερ. 14.12.2006 ακριβώς αφορούσε υποκειμενική αμεροληψία και δεν συναρτάτο με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Στη Κεντρική Τράπεζα ν. Κοντού κ.α. ΑΕ168/14, ημερ. 1.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:C292, υποδείξαμε τις διαφορές.  Επίσης η επίκληση από την Πρόεδρο άλλης απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου (Ιωάννου ν. Δημοκρατίας 35/16, ημερ. 28.5.2019) δεν κρίνεται επιτυχής καθότι αφορά άλλα δεδομένα. 

 

Εξέταση των λόγων έφεσης 4-6

Θεωρούμε επίσης εσφαλμένη την κρίση της ευπαίδευτου Προέδρου ότι η μετέπειτα συμμετοχή του Καθηγητή Κωνσταντίνου στη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος ως μέλος του Σώματος που επικύρωσε τη γνώμη της κριτικής επιτροπής καθιστά πάσχουσα τη διοικητική πράξη.  Το εύρημα αυτό, αντικείμενο των λόγων έφεσης 4-6,  αντίκειται στο ίδιο το ΄Αρθρο 22(1)  αφού η απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος λαμβάνεται με ψηφοφορία στην οποία παίρνουν μέρος «τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του τμήματος και του Συμβουλίου της οικείας Σχολής των υψηλότερων βαθμίδων».  ΄Επεται ότι η συμμετοχή του Καθηγητή Κωνσταντίνου ήταν νόμιμη, εδραζομένη ακριβώς στο πιο πάνω άρθρο. 

 

Θεωρούμε περαιτέρω ότι αν υιοθετείτο τέτοια πορεία ερμηνείας ή δικανικής κρίσης, στην πράξη και στην ουσία των πραγμάτων θα επηρεάζετο η δομή και η ομοιογένεια του ακαδημαϊκού ιδρύματος.  Τα μέλη του οικείου τμήματος ανώτερης βαθμίδας, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, συμμετέχουν στο εκλεκτορικό σώμα.  Η προσέγγιση της ευπαιδεύτου Προέδρου θα οδηγούσε σε εξαίρεση μελών η συμμετοχή των οποίων εκ του Νόμου επιβάλλεται σε συνάρτηση με το εκλεκτορικό σώμα.

 

Δεν μπορεί η δικανική κρίση να θέτει εκ ποδών πρόνοιες του Νόμου και του Κανονισμού χωρίς να κηρύσσεται ο Νόμος αντισυνταγματικός ή οι Κανονισμοί Ultra Vires

 

Στην Kyriakides v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1965) 3 C.L.R. 151, όπου ετέθη θέμα για παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης ο Τριανταφυλλίδης Δ, όπως ήταν τότε απορρίπτοντας τη θέση ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά: 

"It has not been alleged that any of the members, or even all the members, of the Council had any specific interest or bias in the outcome of the particular application of Applicant to the Council. Only the general professional interest, to guard against increased competition has been alleged. But if such an interest—assuming, and not presuming, that it exists—was held sufficient to disqualify members of a profession from being duly appointed to a body regulating entry into such profession, then the absurd corollary would follow that persons foreign to the science, legitimate interests and problems of the profession in question would have to be appointed to the said body and entrusted with the task of evaluating the professional knowledge of others, when they themselves knew less than those they would be called upon to examine. By sheer force of common sense such body would have to be composed of members of the profession concerned and not of outsiders.

 

As Marshall on Natural Justice (1959) states (p. 112): "It is clear that the policy of the State to permit the governing bodies of professional associations to regulate, control and discipline their own members is not a new one. It is firmly rooted in common sense since such professional associations are the only bodies which can bring to bear the skilled technical knowledge which will enable a right judgment to be pronounced on a skilled technician (or a man who should be so) when his behaviour or conduct is called into question". In my opinion, the learned writer's above view would, by proper analogy, hold good also in the circumstances of this Case and the Cases heard with it."

 

Και σε Ελεύθερη μετάφραση:

«Δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι κάποιο από τα μέλη ή ακόμα και όλα τα Μέλη του Συμβουλίου, είχαν οποιοδήποτε ειδικό συμφέρον ή μεροληψία για την έκβαση της συγκεκριμένης αίτησης του αιτητή στο Συμβούλιο. Μόνο όσο αφορά το γενικό επαγγελματικό συμφέρον για την προστασία έναντι του αυξημένου ανταγωνισμού έχει προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός. Αλλά εάν ένα τέτοιο συμφέρον - υποθέτοντας, και όχι συμπεραίνοντας, ότι υπάρχει - θεωρείτο επαρκές ώστε να αποκλείσει μέλη ενός επαγγέλματος από το να διοριστούν δεόντως σε ένα σώμα το οποίο ρυθμίζει την εισδοχή σε αυτό το επάγγελμα, τότε θα ακολουθούσε κατά συνέπεια το εξής παράλογο, ότι άτομα ξένα προς την επιστήμη, έννομα συμφέροντα και προβλήματα του εν λόγω επαγγέλματος θα ανατίθεντο στο εν λόγω σώμα επιφορτίζοντάς το με το καθήκον της αξιολόγησης των επαγγελματικών γνώσεων των άλλων, όταν οι ίδιοι γνωρίζουν λιγότερα επί του αντικειμένου από αυτούς που θα κληθούν να εξετάσουν. Με την απόλυτη δύναμη της κοινής λογικής, ένα τέτοιο σώμα θα έπρεπε να αποτελείται από μέλη του συγκεκριμένου επαγγέλματος και όχι από εξωτερικούς.

 

Όπως αναφέρει ο Marshall on Natural Justice (1959) (σελ. 112): «Είναι σαφές ότι η πολιτική του Κράτους να επιτρέπει στα διευθύνοντα σώματα των επαγγελματικών οργανώσεων/ενώσεων να ρυθμίζουν, να ελέγχουν καθώς και να πειθαρχούν τα μέλη τους δεν αποτελεί μία νέα πολιτική. Εδράζεται σταθερά στην κοινή λογική, καθώς τέτοιες επαγγελματικές οργανώσεις/ενώσεις είναι οι μόνοι φορείς που δύνανται να έχουν εξειδικευμένη τεχνική γνώση η οποία θα οδηγήσει στην προσφώνηση της σωστής απόφασης επί ενός ειδικευμένου τεχνικού (ή επί ατόμου που θα έπρεπε κανονικά να κατέχει τέτοια ειδίκευση) όταν η συμπεριφορά του ή η διεργασία του τίθεται υπό αμφισβήτηση». Κατά την άποψή μου, η πιο πάνω θέση του ευπαίδευτου συγγραφέα θα ήταν, κατά την κατάλληλη αναλογία, ορθή και στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης καθώς και των υποθέσεων που εκδικάστηκαν μαζί της.»

 

Ισχύουν τα λεχθέντα και εν προκειμένω.

 

Επίσης άκρως καθοδηγητική είναι η Δημητρίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου υποθ. αρ. 951/10, ημερ. 26.7.2013, όπου απασχόλησε τόσο ο ίδιος ο Νόμος όσο και παραπλήσιο εγειρόμενο θέμα.  Λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως επισημαίνεται στο Σύγγραμμα του Ε.Σπηλιωτόπουλου, στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω, δημιουργείται κώλυμα συμμετοχής, εκτός εάν, η γνώμη ζητήθηκε από την προϊστάμενη αρχή ή προβλέπεται σε σχετικές διατάξεις. Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει μια πρόνοια στο άρθρο 22(1) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο του 1989, Ν.144(Ι)/89, το οποίο προβλέπει:

 

«Η εκλογή ή ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού αποφασίζεται μετά από την έκθεση ειδικής επιτροπής που συγκροτείται σύμφωνα με τους κανονισμούς. Η απόφαση λαμβάνεται με ψηφοφορία στην οποία παίρνουν μέρος όλα τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού και του Συμβουλίου της οικείας σχολής των υψηλότερων βαθμίδων, στην περίπτωση όμως θέσης Καθηγητή ψηφίζουν οι ισόβαθμοι».

 

Από τα πρακτικά της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος, Παράρτημα Η, το οποίο τιτλοφορείται «ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ».

 

Δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο καταδειχθεί ότι η συμμετοχή του κ.Πολυκάρπου στο εν λόγω εκλεκτορικό σώμα ήταν με οποιονδήποτε τρόπο ενάντια στην κείμενη νομοθεσία και συγκεκριμένα στο άρθρο 22(1) του Νόμου, το οποίο έχω αναφέρει πιο πάνω. Από τη στιγμή που η συμμετοχή ήταν νόμιμη και η συγκεκριμένη διάταξη δεν έτυχε αμφισβήτησης, θεωρώ ότι ο αιτητής απέτυχε να στοιχειοθετήσει κακή σύνθεση και συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται".

 

(Βλ. επίσης PENTAFARMA - SOCIEDADE TECNICO - MEDICINAL SA v. Δημοκρατίας, (2009)4(Β) Α.Α.Δ. 1005 και 1.  Παπαλουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2010) 4(Α) Α.Α.Δ. 53).

 

Αφού η συγκρότηση του Εκλεκτορικού Σώματος καθορίζεται από τη νομοθεσία, υπάρχει εξαίρεση από την αρχή ότι δεν επιτρέπεται η συμμετοχή στο αποφασίζον όργανο μέλους που μετείχε σε γνωμοδοτικό. 

 

 

Μάλιστα, αν προσεχθεί ο προαναφερθείς Καν.6 των ως άνω Κανονισμών προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς, ότι τα μέλη της Επιτροπής, λαμβάνουν μέρος στο Εκλεκτορικό Σώμα στην εν λόγω Συνεδρία, αφού «η εκλογή αποφασίζεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Νόμου.  Νοείται ότι ο Κοσμήτορας της οικείας σχολής καλεί σε συνεδρία το εκλεκτορικό σώμα μέσα σε 3 εβδομάδες από την υποβολή στο Συμβούλιο της οικείας Σχολής της τεκμηριωμένης έκθεσης  της Επιτροπής και ότι σε περίπτωση που ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν είναι μέλος του εκλεκτορικού σώματος, προσκαλείται για να παρουσιάσει την έκθεση της».

 

Συνεπακόλουθα των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν με ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης η οποία και ακυρώνεται.  Εκ των πραγμάτων, ακυρώνεται και η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.

 

Παραμένει το θέμα της αντέφεσης.

 

Η αντέφεση

Εγείρονται τρεις λόγοι αντέφεσης.  Η εφεσίβλητη μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο για την παράλειψη του να εξετάσει το λόγο ακύρωσης για πλάνη περί το Νόμο και ειδικότερα ότι κακώς και εσφαλμένα ερμήνευσε ή εφάρμοσε το Πανεπιστήμιο τα κριτήρια του ΄Αρθρου 23 του Νόμου (1ος λόγος).  Όπως επίσης, ότι παρέλειψε να εξετάσει ότι υπήρξε παραβίαση ουσιώδους τύπου, ήτοι παράνομη διαδικασία, λόγω μη άσκησης από το Συμβούλιο «της ρητής και διακριτής στο Νόμο εξουσίας» και αρμοδιότητας του Συμβουλίου να προβαίνει «σε όλες τις απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις» και ή μη απόδειξη της δυνατότητας μεταβίβασης και ή ορθής άσκησης της εν λόγω εξουσίας (2ος λόγος).

 

Συμφωνούμε ότι δεν εξετάστηκαν αυτοί οι λόγοι ακυρότητας, ενώ είχαν εγερθεί ενόψει βεβαίως της κατάληξης πρωτοδίκως για το θέμα της αμεροληψίας της κρίσης. 

 

Εν αντιθέσει, ο τρίτος λόγος αντέφεσης ο οποίος αφορά τη μη ενασχόληση πρωτοδίκως,  του προβαλλόμενου από την εφεσίβλητη, ως λόγους ακύρωσης «για διάκριση με βάση το φύλο», δεν μπορεί να επιτύχει αφού δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα πρωτοδίκως.  Ειδικά, έχουμε εξετάσει την αγόρευση της εφεσίβλητης από την οποία διαφαίνεται ότι δεν προβλήθηκε αυτόνομα τέτοιο θέμα.

 

Επί των εγειρομένων στους λόγους αντέφεσης 1 και 2 θεμάτων, επειδή αφορούν ζητήματα που είχαν εγερθεί ως λόγοι ακύρωσης και δεν εξετάστηκαν, ως εκ της ακύρωσης της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η παραπομπή τους, για εξέταση από το Διοικητικό Δικαστήριο.  (Βλ. Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.ά. Ε.Δ.Δ. 177/2018 κ.α., ημερ. 10.4.2020,   Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου ΑΕ 95/2012, ημερ. 6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344 και Δήμος Γεροσκήπου ν. Primetel Public Co.Ltd  ΑΕ 42/2012, ημερ. 6.7.2018), ECLI:CY:AD:2018:C336.

 

Αναφορικά λοιπόν με την αντέφεση, ο λόγος αντέφεσης 3 αποτυγχάνει ενώ αναφορικά με τους λόγους αντέφεσης 1  και 2 παραπέμπονται στο Διοικητικό Δικαστήριο για εξέταση οι λόγοι ακυρώσεως που αναφέρονται.

 

Τα έξοδα της έφεσης εκ ποσού €2,000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης. Ουδεμία διαταγή για έξοδα ως προς την αντέφεση.

 

          Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

        Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ.

 

        Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο