ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1121
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χατζηβασιλείου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 1150
Ιωαννίδου Φαίδρα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 404
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 155/14, 17/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:C100
Λυσιώτου Λάμπρου Ασπασία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 937
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:C569
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 43/15)
16 Δεκεμβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
xxx ΓΙΩΡΓΑΛΛΗ,
Εφεσείοντα
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητων
__________
Ι. Μιχαήλ (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Λ. Ν. Χριστοδούλου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.
Ε. Τόλλα (κα) μαζί με Κ. Αμβροσίου (κα), για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος 4.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), απέρριψε διά απόφασης ημερομηνίας 25.2.15, την Προσφυγή 2001/12 («η Προσφυγή») που είχε καταχωρίσει ο Αιτητής («ο Εφεσείων») την 17.12.12 εναντίον απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») - και που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 5.10.12 - με την οποία προάχθηκαν τα τέσσερα Ενδιαφερόμενα Μέρη στη μόνιμη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β΄, Εξωτερικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Εξωτερικών από 15.9.12 («η προσβαλλόμενη απόφαση»).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή, αποδεχόμενο προδικαστική ένσταση των Εφεσίβλητων, πως ο Εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν διέθετε τα χρειαζούμενα προσόντα τού αφορώντος Σχεδίου Υπηρεσίας που ήταν η «. διετής τουλάχιστον ευδόκιμος υπηρεσία εις την θέσιν Γραμματέως Α΄ ή Προξένου» («το Σχέδιο Υπηρεσίας»).
Συναπάρτισε κοινή θέση των διαδίκων ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών («η αρμόδια αρχή»), είχε ζητήσει από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ») με επιστολή ημερομηνίας 30.7.12 «. την πλήρωση (10) κενών θέσεων Συμβούλου στην Εξωτερική Υπηρεσία της Δημοκρατίας .» («η πρόταση πλήρωσης»). Η ΕΔΥ την 3.8.12 αποφάσισε να επιληφθεί το θέμα πλήρωσης των κενών θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία κάτι που έκανε την 24.8.12 επιλέγοντας για προαγωγή τα Ενδιαφερόμενα Μέρη συν άλλα έξι πρόσωπα.
Αποτέλεσε κύρια θέση του Εφεσείοντα ότι υπήρξε παρανομία και εκπρόθεσμη αποστολή από την αρμόδια αρχή τής πρότασης πλήρωσης, κατά παράβασιν του Άρθρου 29(2) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 («ο Ν.1/90»). Συγχρόνως, θεωρεί πως αυθαιρέτως αποκλείστηκε από την προαγωγική διαδικασία διότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης πληρούσε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Ο Εφεσείων διατείνεται προσέτι πως αποκλείστηκε εξαιτίας της καθυστερημένης πρότασης πλήρωσης αλλά και της υποβολής της με τρόπο που να τον απέκλειε, αν και ήταν ο καταλληλότερος για προαγωγή από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Οι Εφεσίβλητοι επιχειρηματολόγησαν πως κατά το Σχέδιο Υπηρεσίας, απαραίτητο προσόν για προαγωγή ήταν η διετής τουλάχιστον ευδόκιμος υπηρεσία στη θέση του Γραμματέα Α΄ ή του Προξένου την 1.8.10. Η πρόταση πλήρωσης έγινε την 30.7.12 και έτσι ο Εφεσείων δεν είχε το προσόν της διετούς προϋπηρεσίας στην προηγούμενη θέση, στερούμενος συνακολούθως εννόμου συμφέροντος.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με υπόβαθρο τα γεγονότα αυτά - αλλά και κάποια άλλα που είχαν προσηκόντως τεθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και στα οποία αναφέρθηκε στην ρύμη του σκεπτικού του - αποφάνθηκε ότι προδήλως ο Εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον αφού κατά το Άρθρο 35(2), Ν.1/90 «. ουδείς δημόσιος υπάλληλος προάγεται σε άλλη θέση εκτός και εάν κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (2), κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. η πρόταση για την πλήρωση της θέσης. Η περαιτέρω πρόνοια της εν λόγω παραγράφου ότι τα προσόντα κατέχονται και κατά την ημερομηνία που λαμβάνεται η απόφαση είναι προσθετική και εφόσον εν πάση περιπτώσει δεν κατέχεται προσόν κατά την ημερομηνία πρότασης για την πλήρωση της θέσης, ελλείπει ούτως ή άλλως το έννομο συμφέρον» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν).
Αυτά ως προς τον πυρήνα του πρωτόδικου σκεπτικού.
Προχωρούμε στους τέσσερεις λόγους έφεσης.
Ο Εφεσείων προτάσσει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως αποφάσισε ότι τούτος δεν είχε έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση της επίδικης θέσης και ότι εξίσου λαθεμένως έκρινε ότι το «. παράπονο του αιτητή περί παρανόμου και εκπροθέσμου αποστολής από τον Γενικό Διευθυντή της πρότασης για την πλήρωση των θέσεων δεν ευσταθεί διότι θα έπρεπε ο αιτητής να απεδείκνυε ότι εν πάση περιπτώσει θα ωφελείτο από την έγκαιρη και εντός των τεσσάρων μηνών υποβολή της πρότασης για πλήρωση των θέσεων» (λόγοι έφεσης 1 και 3). Το ίδιο σφαλερώς, λέγει ο Εφεσείων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως η Προσφυγή είναι «. εν πάση περιπτώσει αλυσιτελής» (λόγος έφεσης 2) και απορριπτέα με έξοδα εναντίον του (λόγος έφεσης 4).
Θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης σωρευτικώς.
Τούτο δικαιολογείται από το περιεχόμενο και αντικείμενο τους.
Διεξήλθαμε των περιεκτικών αγορεύσεων των μερών.
Η πεμπτουσία του παραπόνου τού Εφεσείοντα σύγκειται στο ότι η κατά τον ίδιον ανατρεπτική προθεσμία που καθορίζει το Άρθρο 29(2), Ν.1/90, καθιστά εκπρόθεσμη (και κατ' επέκτασιν παράνομη) την υποβολή της πρότασης πλήρωσης, με παρεπόμενο η τελευταία να μην μπορεί «. να προσδιορίζει νόμιμα και επιτρεπτά τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις των υποψηφίων για προαγωγή και να καθορίζει την ουσιώδη πρώτη καταληκτική ημερομηνία κατοχής των απαιτούμενων προσόντων για προαγωγή στην επίδικη θέση». Κατ' ακολουθίαν - και κατά τον ίδιο συλλογισμό - επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του Εφεσείοντα αφού εάν η πρόταση πλήρωσης είχε υποβληθεί εντός της ταχθείσας νομοθετικώς προθεσμίας, δεν θα υπήρχε προσοντούχος υποψήφιος, και έτσι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν θα προάγονταν στην επίδικη θέση «. με την οποία απέκτησαν προβάδισμα έναντι του Εφεσείοντα λόγω δημιουργίας περαιτέρω αρχαιότητας, γεγονός που προφανώς και πρόδηλα επηρεάζει δυσμενώς τις διεκδικήσεις του . για ανέλιξη στη μετέπειτα σταδιοδρομία του». Εκτός τούτου, προτάσσει ο Εφεσείων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε, ως όφειλε, τον ισχυρισμό πως αν δεν αποστελλόταν η πρόταση πλήρωσης, ή εάν αυτή αγνοείτο από την ΕΔΥ ένεκα της εκπρόθεσμης αποστολής, η ΕΔΥ θα προχωρούσε στην πλήρωση των θέσεων διά της αυτεπάγγελτης εξουσίας που παρέχεται σε αυτή από το Άρθρο 29(3), Ν.1/90 «. και ο Εφεσείοντας θα θεωρείτο προσοντούχος αφού ο ουσιώδης χρόνος θα καθοριζόταν στη βάση της άσκησης της αυτεπάγγελτης εξουσίας από την Ε.Δ.Υ. και όχι στη βάση της παράνομης πρότασης για την πλήρωση των θέσεων». Έτσι, προτείνει ο Εφεσείων, δεν μπορεί να προβάλλεται η (παράνομη) πρόταση πλήρωσης (για την οποία ο Εφεσείων «. ήγειρε και εγείρει νομικό λόγο ακύρωσης της .»), ως θεμέλιο για προδικαστική απόρριψη της Προσφυγής «. και να αποφασίζεται ότι βάσει της παράνομης αυτής πρότασης ο Εφεσείοντας δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα κατά τον ουσιώδη χρόνο που καθορίστηκε στη βάση της παράνομης πρότασης και συνακόλουθα ότι δεν κατέχει το απαραίτητο έννομο συμφέρον, χωρίς να εξεταστεί προηγουμένως η νομιμότητα της πρότασης η οποία λήφθηκε υπόψιν για τον καθορισμό του ουσιώδους χρόνου κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τους υποψηφίους».
Δεν έχει δίκαιο ο Εφεσείων.
Ο Ν.1/90, ορίζει ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τής αρμόδιας αρχής προς το Άρθρο 29(2), Ν.1/90 - στο οποίο προβλέπεται πως «. η αρμόδια αρχή οφείλει να υποβάλλει πρόταση για πλήρωση μιας θέσης το βραδύτερο σε τέσσερις μήνες από την ημέρα που η θέση έχει δημιουργηθεί ή έχει κενωθεί» - η ΕΔΥ προβαίνει σε πλήρωση της θέσης χωρίς την πρόταση της αρμόδιας αρχής βάσει του Άρθρου 29(3), Ν.1/90 και δίχως να καθορίζει χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου η ΕΔΥ θα μπορούσε, από μόνη της, να ενεργήσει.
Κατά το Άρθρο 11(1) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, οι προθεσμίες «. που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές .».
Δεν αναπτύχθηκε ουσιαστικός αντίλογος επί τούτω από τον Εφεσείοντα.
Μήτε και τούτος εισηγήθηκε κάποια εναλλακτική γωνία θεώρησης.
Μολονότι η θέση ετέθη από τους Εφεσίβλητους και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Πρωτοδίκως και κατ' έφεσιν.
Κρίνουμε πως στην απουσία εν προκειμένω ρητής νομοθετικής ή νομολογιακής πρόβλεψης περί του αντιθέτου, δεν μπορεί να τίθεται ευλόγως ζήτημα ανατρεπτικής προθεσμίας στο Άρθρο 29(2), Ν.1/90, αλλά μονάχα ενδεικτικής (βλ. Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2012) 3 Α.Α.Δ. 59, 67, Χατζηδάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1121, 1125).
Ορθώς είναι που αποφάσισε την πτυχή αυτή το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Παρεμπιπτόντως - και για όση σημασία θα μπορούσε να έχει - ο Εφεσείων δεν πρότεινε ή αμφισβήτησε ποτέ το εύλογο του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ της συμπλήρωσης τής τετράμηνης νομοθετικής προθεσμίας και εκείνης που καθορίστηκε επέκεινα από την αρμόδια αρχή για πλήρωση των θέσεων, υπό τις περιστάσεις που περιεγράφηκαν. Αν γινόταν αυτό, η δικαστική σκέψη ίσως να κατευθυνόταν αλλού, όπως έγινε φερ' ειπείν στην Χατζηδημήτρη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1045/12, ημ. 23.4.15, ECLI:CY:AD:2015:D276, ή ακόμη και στην Λάμπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4(Β) Α.Α.Δ. 937, με την οποία (εξ αφορμής παραπομπής των δικηγόρων του Εφεσείοντα στην απαντητική τους αγόρευση), ενασχολήθηκε ειδικώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποιώντας την ωστόσο - και ευστόχως - από την προκειμένη και αυτό γιατί (ως υπογραμμίστηκε στην Πρωτόδικη Απόφαση) «. τα δικαιώματα της αιτήτριας είχαν επηρεαστεί λόγω της αρχαιότητας που είχε έναντι των συναδέλφων της με αποτέλεσμα να είχε έννομο συμφέρον διότι η καθυστέρηση στην πλήρωση θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄, ευνόησε υποψηφίους οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να ήταν υποψήφιοι εάν πληρούντο οι θέσεις κατά διαδικασία που άρχιζε εντός των τεσσάρων μηνών που προνοεί το άρθρο 29», καταλήγοντας πως:
«......................................
Οι πέντε θέσεις είχαν κενωθεί τον Ιούνιο του 2009, άλλες δύο τον Ιανουάριο του 2010, δύο επόμενες θέσεις τον Σεπτέμβριο του 2011 και η δέκατη τον Μάρτιο του 2012. Εάν η διαδικασία για πλήρωση εκάστης των θέσεων άρχιζε εντός του τετραμήνου, ο αιτητής σε καμιά περίπτωση δεν θα είχε συμπληρώσει τη διετή υπηρεσία στη θέση Γραμματέα Α΄, όπως πολύ ορθά αναφέρουν τόσο η Ε.Δ.Υ. όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη στη δική τους αγόρευση. Η προσφυγή επομένως του αιτητή είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελής. Ο αιτητής δεν μπορεί λοιπόν να αντλήσει βάσιμο επιχείρημα εκ της καθυστέρησης στην πλήρωση της θέσης. Ούτε και προβάλλει με την προσφυγή του την παράλειψη αυτή, ούτε και προσέβαλε ποτέ προηγουμένως την καθυστέρηση στην υποβολή της πρότασης, όπως είχε πράξει η αιτήτρια στη Λάμπρου -ανωτέρω-.
.....................................».
Περιπλέον, ο Εφεσείων δομώντας επί της αιτιολογίας (γ) του λόγου έφεσης 1, υπέβαλε ότι αν η πρόταση πλήρωσης υποβαλλόταν εμπρόθεσμα, τούτος θα ωφελείτο από την έγκαιρη και εντός των τεσσάρων μηνών υποβολή της πρότασης πλήρωσης καθότι «. δεν θα υπήρχε κανένας προσοντούχος υποψήφιος και κατά συνέπεια, ούτε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα θα προάγονταν στην επίδικη θέση με την οποία απέκτησαν προβάδισμα έναντι του Εφεσείοντα/Αιτητή λόγω δημιουργίας περαιτέρω αρχαιότητας, γεγονός που επηρεάζει δυσμενώς τις διεκδικήσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή για ανέλιξη στη μετέπειτα σταδιοδρομία του».
Αποκλίνουμε.
Η θέση του Εφεσείοντα αντιτίθεται προς το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας («το Σύνταγμα») δυνάμει του οποίου προσφυγή «. ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως διά της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον .».
Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα άσκησης λαϊκής ή δημοτικής αγωγής (actio popularis) - στην οποία και παραπέμπει κατ' ουσίαν η πρόταση του - για προάσπιση κοινών συμφερόντων και προς διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία. Το όποιο συμφέρον επηρεάζεται, πρέπει, ανάμεσα σε άλλα, να έχει και νομικό έρεισμα ως εκπορευόμενο από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος (βλ. Χατζηιωάννου και Άλλων ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου και Άλλων (2015) 3 Α.Α.Δ. 259, ECLI:CY:AD:2015:C388, 264-267, Γεωργίου και Άλλων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, 88).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σωστά και εντός των εξουσιών του, αποφάσισε προδικαστικώς - κρίνοντας πρώτα και τα περί του κατ' ισχυρισμόν παράνομου και εκπρόθεσμου αποστολής της πρότασης υποβολής (έχοντας υπόψιν και τις αντίστοιχες απόψεις των ευπαίδευτων δικηγόρων των διαδίκων στις γραπτές τους αγορεύσεις) - πως ο Εφεσείων στερείτο έννομου συμφέροντος λόγω του ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, ως οι πρόνοιες του Άρθρου 35(2)(β), Ν.1/90, αποτυπώνοντας, πιο συγκεκριμένα πως οι περί τούτου τοποθετήσεις του Εφεσείοντα (Αιτητή) ήσαν αβάσιμες αφού θα έπρεπε «.να απεδείκνυε ότι εν πάση περιπτώσει θα ωφελείτο από την έγκαιρη και εντός των τεσσάρων μηνών υποβολή της πρότασης για πλήρωση των θέσεων. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια ακόμη και αν ζητείτο η πλήρωση της θέσης κατά την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 29(2), ο αιτητής και πάλι θα αποκλειόταν διότι δεν θα είχε, εν πάση περιπτώσει, ολοκληρώσει τη διετή ευδόκιμο υπηρεσία στην προηγούμενη θέση. Μάλιστα η έγκαιρη υποβολή της πρότασης θα λειτουργούσε ακόμη πιο καίρια εναντίον του αιτητή διότι θα είχε ακόμη λιγότερη υπηρεσία».
Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε κατά ουσία και δικονομία άρτια, συνάδουσα με τη διαχρονική επί του σημείου σχετική νομολογία (βλ. Χριστοδούλου ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Α.Ε. 155/2014, ημ. 17.3.21, ECLI:CY:AD:2021:C100, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Μιχαηλίδη και Άλλων, Α.Ε. 115/13, ημ. 9.7.20, ECLI:CY:AD:2020:C238, Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 404, 410, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χατζηβασιλείου και Άλλων (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1150, 1154-1158).
Παρενθέτουμε, για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει πλέον, πως ο Εφεσείων δεν πρόσβαλε ευθέως με την έφεση τη νομιμότητα ή τη συνταγματικότητα του Σχεδίου Υπηρεσίας έτσι που να εντάξει την περίπτωση υπό πρίσμα άλλο από εκείνο που συζητήθηκε πρωτοδίκως - αλλά και στην έφεση - και κατ' επέκτασιν να στρέψει τη δικαστική προσοχή προς μια διάφορη οπτική των πραγμάτων (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κέκκου και Άλλων Ε.Δ.Δ. 148/20, ημ. 19.10.21).
Ως εκ της ως άνω κατάληξης δεν παρίσταται ανάγκη ενασχόλησης με άλλες πτυχές των λόγων έφεσης οι οποίες δεν αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο κρίσης μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα, έξοδα ύψους €2.500,00.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ