ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C552
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΝΑΦΟΡA 3/2021)
Αναφορικά με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.
2 Δεκεμβρίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ειρ. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ μαζί με την Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Α.Σ. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον ΛΙΑΤΣΟ, Δ.
_ _ _ _ _ _
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την παρούσα Αναφορά επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2021» βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ΄Αρθρων 28.1, 54, 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Το ΄Αρθρο 2 του προαναφερθέντος Νόμου εισήξε, αμέσως μετά το ΄Αρθρο 17Α, του βασικού, περί Αστυνομίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/2004, νέο άρθρο, το ΄Αρθρο 17Β. Η συμβατότητα του εν λόγω ΄Αρθρου με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας Γνωμοδότησης.
Είναι επιβεβλημένη η παράθεση σε αυτό το στάδιο των ΄Αρθρων 17Α και 17Β, οι πρόνοιες των οποίων καλύπτουν το ζήτημα του διορισμού εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας:
«17Α. (1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Αρχηγός δύναται ύστερα από έγκριση του Υπουργού, να διορίζει ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας στη συνδυασμένη θέση Αστυφύλακα, Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β', όπως αυτή προβλέπεται στον εκάστοτε εν ισχύ κρατικό προϋπολογισμό, πρόσωπο, το οποίο κατέχει αναγνωρισμένο με βάση την κειμένη νομοθεσία πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή άλλο ισοδύναμο προσόν συναφές προς τα καθήκοντα της συνδυασμένης θέσης, όπως αυτά θα καθορίζονται κατά την προκήρυξή της:
Νοείται ότι:
(α) ο διορισμός προσώπου που είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή άλλου ισοδύναμου προσόντος, περιλαμβανομένης σε ισχύ επαγγελματικής άδειας χειριστή, ηλεκτρολόγου, μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων, ανάλογα με την περίπτωση, διενεργείται στο βαθμό του Λοχία,
(β) στις περιπτώσεις ειδικοτήτων, ο διορισμός προσώπου που είναι κατάλληλο και κατέχει αναγνωρισμένο με βάση την κειμένη νομοθεσία δίπλωμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, διενεργείται στο βαθμό του Αστυφύλακα,
(γ) σε περίπτωση που μέλος της Αστυνομίας που φέρει το βαθμό του Λοχία ή ανώτερο βαθμό διορίζεται ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας σε συνδυασμένη θέση, εντάσσεται στο βαθμό της συνδυασμένης θέσης που αντιστοιχεί στο βαθμό που κατείχε πριν το διορισμό του ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας. και
(δ) στις περιπτώσεις των ειδικοτήτων χειριστών πτητικών μέσων, μηχανικών πτητικών μέσων, ηλεκτρονικών μηχανικών πτητικών μέσων, κυβερνητών αστυνομικών ακάτων, ηλεκτρολόγων αστυνομικών ακάτων, ηλεκτρονικών αστυνομικών ακάτων, μηχανολόγων μηχανικών αστυνομικών ακάτων, οι υποψήφιοι για διορισμό πρέπει να μην έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστό (40ο) έτος της ηλικίας τους:
Νοείται περαιτέρω ότι έγκυρη και σε ισχύ επαγγελματική άδεια χειριστή, μηχανικού, ηλεκτρολόγου ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων θεωρείται μόνον η άδεια που έχει νόμιμα εκδοθεί ή ανανεωθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες πολιτικής αεροπορίας της χώρας έκδοσης, εφόσον η εν λόγω χώρα είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας και η εν λόγω άδεια τυγχάνει αναγνώρισης από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας της Δημοκρατίας.
(2)Για σκοπούς διορισμού δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:
(α) Πριν από την προκήρυξη της θέσης, ο Αρχηγός, με την έγκριση του Υπουργού, διορίζει Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, αποτελούμενη από ένα Βοηθό Αρχηγό, ως πρόεδρο, τρεις Ανώτερους Αξιωματικούς και ένα μέλος της δημόσιας υπηρεσίας που κατέχει θέση με μισθολογική κλίμακα Α13 ή ανώτερη, με εξειδικευμένες γνώσεις στον τομέα που πρόκειται να απασχοληθεί ο υποψήφιος για διορισμό: Νοείται ότι το μέλος της δημόσιας υπηρεσίας διορίζεται από τον Υπουργό μετά από συνεννόηση με την αρμοδία αρχή του διοριζόμενου μέλους.
(β) Ο Αρχηγός, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, προβαίνει σε προκήρυξη της θέσης με δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρονται τα απαιτούμενα προσόντα, οι προϋποθέσεις διορισμού και τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και η προθεσμία υποβολής αιτήσεων:
Νοείται ότι, σε περίπτωση κένωσης θέσης, λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της, η προκήρυξη της θέσης αυτής μπορεί να γίνει οποτεδήποτε μέσα σε χρονική περίοδο έξι μηνών πριν από την κένωσή της.
(γ) Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, αφού αξιολογήσει τις αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου, καλεί τους υποψηφίους που ικανοποιούν τα απαιτούμενα στην προκήρυξη προσόντα σε προφορική ή/και γραπτή εξέταση σε θέματα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.
(δ) Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής μετά την ολοκλήρωση της προφορικής και/ή γραπτής εξέτασης, ανάλογα με την περίπτωση, υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση για κάθε υποψήφιο στον Αρχηγό, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
(3) (α) Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας στους βαθμούς της συνδυασμένης θέσης Αστυφύλακα, Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄ διενεργείται από τον Αρχηγό με έγκριση του Υπουργού, εκτός αν με αιτιολογημένη απόφασή του θεωρήσει ότι αυτό είναι ακατάλληλο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του επόμενου βαθμού. Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄ διενεργείται από τον Υπουργό με σύσταση του Αρχηγού.
(β) Οι όροι και διαδικασία προαγωγής των εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας στους βαθμούς της συνδυασμένης θέσης Αστυφύλακα, Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄ και προαγωγής στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄ προβλέπονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Αρχηγού, οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»
17Β.-(1) Ανεξαρτήτως οιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου και τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Αρχηγός ύστερα από έγκριση του Υπουργού, διορίζει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας, το οποίο, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, κατέχει αναγνωρισμένη και σε ισχύ επαγγελματική άδεια χειριστή ή ηλεκτρολόγου ή μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων ή κατέχει πείρα συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.
(2) Ο δυνάμει του εδαφίου (1) διορισμός διενεργείται ως ακολούθως:
(α) Σε περίπτωση μέλους της Αστυνομίας το οποίο υπηρετεί για περίοδο πέντε (5) ετών στην Αστυνομία σε οποιοδήποτε βαθμό και κατέχει έγκυρη και σε ισχύ επαγγελματική άδεια χειριστή ή ηλεκτρολόγου ή μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων, διενεργείται στον αμέσως επόμενο βαθμό του βαθμού που κατείχε κατά τον χρόνο του διορισμού του ως εξειδικευμένου μέλους ή, εφόσον φέρει τον βαθμό του υπαστυνόμου ή ανώτερο βαθμό, διενεργείται στον βαθμό τον οποίο κατέχει κατά τον χρόνο του διορισμού του ως εξειδικευμένου μέλους, νοουμένου ότι υπηρετεί για περίοδο δύο (2) ετών η οποία προηγείται του διορισμού του στην μονάδα πτητικών μέσων της Αστυνομίας.
Νοείται ότι, έγκυρη και σε ισχύ θεωρείται μόνο η επαγγελματική άδεια χειριστή ή μηχανικού ή ηλεκτρολόγου ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων, η οποία έχει νομίμως εκδοθεί ή ανανεωθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες πολιτικής αεροπορίας του κράτους έκδοσης αυτής, νοουμένου ότι το εν λόγω κράτος είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας και η εν λόγω άδεια τυγχάνει αναγνώρισης από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας της Δημοκρατίας.
(β) σε περίπτωση μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει συμπληρώσει δέκα (10) έτη ως διασώστης ή χειριστής βαρούλκου πτητικών μέσων και έχει συμπληρώσει πέραν των οχτακοσίων (800) πτητικών ωρών σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας διενεργείται στον βαθμό του Αστυφύλακα. και
(γ) σε περίπτωση μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει συμπληρώσει δεκαεπτά (17) έτη ως διασώστης ή χειριστής βαρούλκου πτητικών μέσων και έχει συμπληρώσει πέραν των χιλίων διακοσίων (1 200) πτητικών ωρών σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας διενεργείται στον βαθμό του Λοχία.
(3)(α) Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει διοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, διενεργείται από τον Αρχηγό στους βαθμούς Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄, εκτός εάν με αιτιολογημένη απόφασή του θεωρεί ότι το υπό προαγωγή μέλος είναι ακατάλληλο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης του επόμενου βαθμού.
(β) Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει διοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄, διενεργείται από τον Υπουργό με σύσταση του Αρχηγού.
(γ) Οι όροι και η διαδικασία προαγωγής των εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας στους βαθμούς Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄ και προαγωγής στον βαθμό του Αστυνόμου Α΄ καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Αρχηγού, οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»
Είναι o πυρήνας των θέσεων του Εντιμου Γενικού Εισαγγελέα, ότι το νέο ΄Αρθρο 17Β είναι ασύμβατο με το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος, καθότι, με τον υπό αναφορά Νόμο, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας με τον περιορισμό των ατόμων που δύνανται όπως διοριστούν σε εξειδικευμένες θέσεις του Αστυνομικού Σώματος, σε συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων και τον αποκλεισμό άλλων, οι οποίοι κατέχουν τα προσόντα όπως διαγωνιστούν για διορισμό, αποστερώντας από τα πρόσωπα αυτά το δικαίωμα να τύχουν ίσων ευκαιριών προς διορισμό.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, εισηγείται ότι το όλο ζήτημα αφορά «πολιτική διαφορά» και ουδόλως παρατηρείται εκ του Νόμου ευνοϊκή μεταχείριση μιας κατηγορίας υπηρετούντων στην Αστυνομία.
Όπως επισημάνθηκε στην Αναφορά 5/1993, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ, 167, 173 - 174:
".... Το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος προσδιορίζει ως αποκλειστικό αντικείμενο κάθε Αναφοράς τη συνταγματικότητα του νόμου ή της απόφασης ή ορισμένης διάταξης αυτών η οποία αναφέρεται για τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αποφάσεων, ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζεται εξ αντικειμένου στη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύγκρουση μεταξύ των προνοιών του ελεγχόμενου νόμου ή αποφάσεως και των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντιπαραβολή των διατάξεων του κρινόμενου νόμου προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη στη θέσπιση του νόμου, δεν ελέγχονται ούτε αποτελούν μέσο διαπίστωσης ή ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Η σκοπιμότητα και η σοφία των προνοιών του νόμου εκφεύγουν του συνταγματικού ελέγχου....".
Στη Γνωμάτευση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3 ΑΑΔ 1931, γίνεται αναφορά στο μηχανισμό που δημιουργείται από το ΄Αρθρο 140, προς την κατεύθυνση προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Προληπτικός, δικαστικός, έλεγχος, που αποβλέπει στην εκ των προτέρων αποτροπή κάθε παρέκκλισης από το Σύνταγμα.
Στην πιο πάνω Γνωμάτευση, επιβεβαιώνεται ότι η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της Πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας. Ο νομοθέτης είναι «ο κατ΄ εξοχήν κριτής των δικαιϊκών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου». Η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, περιορίζει, ανάλογα, και «... το πεδίο για δικαστική παρέμβαση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ΄ αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος.».
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος «Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.»
Όπως υποδείχθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (μεταξύ άλλων Apostolides and Others v. R. (1982) 3 CLR 928, Papadopoulou v. R. (1984) 3 CLR 332, Pavlou v. Returning Officer and Others (1987) 3 CLR 252) και επαναλαμβάνεται στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (ανωτέρω), σελ. 1938:
« ... το άρθρο 28 εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας. Ταυτίζεται η ισότητα με την ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων ή υποκειμένων του δικαίου. Ίση μεταχείριση οφείλεται από τον νομοθέτη σε όλα τα άτομα τα οποία βρίσκονται ουσιαστικά στην ίδια θέση ή κατάσταση. Το μέτρο της ισότητας είναι η ομοιογένεια μεταξύ των πραγμάτων ή της κατάστασης ή θέσης των ατόμων που επηρεάζονται από την νομοθεσία. Κριτήριο για τον προσδιορισμό της ομοιογένειας είναι η ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική υπόσταση ή την ποσοτική αρίθμηση των υποκειμένων του δικαίου. Το άρθρο 28 αποκλείει τόσο διακρίσεις μεταξύ ομοιογενών όσο και την εξομοίωση ανομοιογενών αντικειμένων. Η ομοιογένεια καθορίζεται με βάση τη φύση των πραγμάτων ή την αντικειμενική κατάσταση των προσώπων σε συνάρτηση με την λειτουργική σημασία τους στο κοινωνικό σύνολο.
.......................................................
Η ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων ή της θέσης ή της κατάστασης ατόμων για σκοπούς ίσης μεταχείρισης δεν προσδιορίζεται μικροσκοπικά ή σχολαστικά αλλά με γνώμονα την ουσιαστική συνάφεια μεταξύ τους. Όταν η ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων, της θέσεως ή των περιστάσεων ατόμων είναι τόσο μεγάλη ώστε να συνθέτουν ομάδα ατόμων ή υποκειμένων με βάση κοινό παρονομαστή ομοιογένειας ο νομοθέτης έχει την διακριτική ευχέρεια να ταξινομήσει τα πράγματα ή τα υποκείμενα του δικαίου σε ξεχωριστή κατηγορία και να προβεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις διάφορες από εκείνες που ισχύουν για άλλες συγγενικές αλλά όχι ομοιογενείς κατηγορίες προσώπων ή πραγμάτων. Τόσο η συμπερίληψη πραγμάτων ή ατόμων σε ομοιογενή κατηγορία όσο και οι διακρίσεις που γίνονται στα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις ατόμων πρέπει να έχουν, όπως ορίζει η νομολογία, (Βλ. μεταξύ άλλων Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294 και Apostolides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 233) λογικό έρεισμα το οποίο να πηγάζει από την ομοιότητα ή διαφορές μεταξύ των πραγμάτων ή των φορέων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.»
Ένα νομοθέτημα μπορεί να κάνει εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ ατόμων ή τάξεων ατόμων, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τις εγγενείς διαφορετικές περιστάσεις που τις καλύπτουν. Η αρχή της ισότητας όμως, ρητά επιτάσσει την αποφυγή αυθαίρετων διακρίσεων.
Κατά τη γνώμη μας, η υπό κρίση νομοθετική διάταξη δεν έχει αντικειμενικό έρεισμα και δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση εις βάρος προσώπων, τα οποία δυνατόν να διεκδικούν διορισμούς στις ίδιες θέσεις. Ο διαχωρισμός ο οποίος γίνεται, οδηγεί σε άνιση μεταχείριση από το νομοθέτη, αφού προκαλείται, ως αποτέλεσμα των προνοιών του υπό αναφορά Νόμου, ήτοι του ΄Αρθρου 17Β, μια παράλληλη διαδικασία διορισμού εξειδικευμένων μελών του αστυνομικού σώματος, η οποία στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην ευνοϊκότερη μεταχείριση υφιστάμενων μελών της Αστυνομίας.
Η νέα αυτή πρόνοια, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από το ΄Αρθρο 17Α, που καλύπτουν υποψηφίους εκτός του αστυνομικού σώματος, δεν απαιτεί προκήρυξη των θέσεων, ούτε και συμμετοχή των υποψηφίων σε οποιαδήποτε ανταγωνιστική διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δημιουργείται εκ του Νόμου υποχρέωση διορισμού όλων εκείνων των μελών της Αστυνομίας που κατέχουν τα αναφερόμενα στο ΄Αρθρο 17Β προσόντα, εις βάρος τυχόν καταλληλότερων υποψηφίων, που δεν είναι μέλη της Αστυνομίας, παραγνωρίζοντας αξιοκρατικά και άλλα αντικειμενικά κριτήρια. ΄Αλλωστε, είναι χαρακτηριστική και η διαφορά στη φρασεολογία διά της οποίας απονέμεται η εξουσία διορισμού στα δύο άρθρα (΄Αρθρο 17Α «. δύναται να διορίζει» και 17Β «διορίζει»).
Η διαπίστωσή μας ότι ο υπό Αναφορά Νόμος είναι αντισυνταγματικός, αφού παραβιάζει τη γενική αρχή της ισότητας που διακηρύττει το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος, εξ αιτίας της, αυθαίρετα, άνισης μεταχείρισης μεταξύ υπηρετούντων και μη υπηρετούντων στην Αστυνομία προσώπων, προς διεκδίκηση των υπό συζήτηση εξειδικευμένων θέσεων, καθιστά αχρείαστη την επέκτασή μας σε άλλα ζητήματα.
Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος αντίκειται προς τις διατάξεις του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό κρίνεται, καθ΄ ολοκληρία, ως αντισυνταγματικός.
Η Γνωμάτευσή μας κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΦ.