ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A541
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 38/19
(Υποθ. Αρ. 1873/12)
30 Νοεμβρίου, 2021
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσειόντων
v.
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητων
.....
Γ. Τριανταφυλλίδης μαζί με τις κ.κ. Ν. Παρτασίδου και Ρ. Πασιουρτίδου, για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.
Γ. Βαλιαντής μαζί με Χρ. Παρασκευά (κα), για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Σάντης, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.1.19 στην Προσφυγή 1873/12 («η Πρωτόδικη Απόφαση»). Με την Πρωτόδικη Απόφαση το Διοικητικό Δικαστήριο («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») ακύρωσε την απόφαση των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες» ή «η Αρχή») ημερομηνίας 30.10.12 («η προσβαλλόμενη απόφαση») να επιβάλουν στους Εφεσίβλητους/Αιτητές («οι Εφεσίβλητοι») διοικητικό πρόστιμο €4.000,00, για παραβίαση του Κανονισμού 21(6) των Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών ΚΔΠ 10/00 («ΚΔΠ 10/00»).
Για το πώς κατέληξαν τα πράγματα στην επιβολή του προστίμου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε και τα εξής (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο):
«......................................
Με επιστολή τους ημερομηνίας 20/3/2012, οι καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές για την απόφαση τους να επανεξετάσουν και να προωθήσουν την υπό αναφορά υπόθεση. Στην εν λόγω επιστολή τους, κάλεσαν τους αιτητές, εάν επιθυμούσαν να υποβάλουν οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή/ και παραστάσεις ή και τις θέσεις τους αναφορικά με τις πιθανές παραβάσεις, να τις υποβάλουν υποχρεωτικά γραπτώς, το αργότερο εντός σαράντα πέντε ημερών από τη λήψη της εν λόγω επιστολής. Το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής ημερομηνίας 20/3/2012 προς τους αιτητές παρατίθεται:
Ύστερα από οδηγίες της Αρχής θα ήθελα να σας πληροφορήσω, ότι όσον αφορά την πιο πάνω υπόθεση της οποίας η ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχής υπό την προηγούμενη της σύνθεση δεν είχε ολοκληρωθεί, η Αρχή με προηγούμενη απόφασή της αποφάσισε την επανεξέτασή της και στη συνεδρία της ημερομηνίας 7.3.2012 αποφάσισε όπως αυτή προωθηθεί.
Ως εκ τούτου, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου εξετάζει αυτεπάγγελτα τις από μέρους του οργανισμού σας πιθανές παραβάσεις των κανονισμών 21(1) και 21(6) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Περαιτέρω λεπτομέρειες για τις υπό διερεύνηση πιθανές παραβάσεις που διατυπώνονται εναντίον σας, εκτίθενται στο συνημμένο Πίνακα Α' με ημερομ. 7.3.2012.
Εάν επιθυμείτε να υποβάλετε οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις και/ή τις θέσεις σας αναφορικά με τις ως άνω πιθανές παραβάσεις, καλείσθε όπως τις υποβάλετε υποχρεωτικά γραπτώς στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, το αργότερο εντός σαράντα πέντε (45) ημερών, από τη λήψη της παρούσας επιστολής.
Σε περίπτωση που επιθυμείτε να επιθεωρήσετε, προς τον πιο πάνω σκοπό, το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, παρακαλείστε όπως ενημερώσετε άμεσα την Αρχή και εν πάση περιπτώσει, εντός επτά (7) ημερών από την ημερομηνία λήψης της παρούσας επιστολής, για να καθοριστεί η ημερομηνία και η ώρα της επιθεώρησης.
Εάν η Αρχή δεν λάβει οποιαδήποτε απάντηση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, δύναται να προχωρήσει στη λήψη απόφασης χωρίς την απάντησή σας.
Σε περίπτωση, που η Αρχή, μετά την εξέταση όλων των δεδομένων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένου και του γραπτού υπομνήματος σας, καταλήξει σε εύρημα παράβασης, τότε θα κληθείτε, όπως αποστείλετε γραπτώς τις θέσεις σας για σκοπούς μετριασμού της κύρωσης.
..............................................
«ΠΙΝΑΚΑΣ A'
ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ «ΑΝΤΕΝΝΑ»
Ημερομηνία μετάδοσης: 8 Φεβρουάριου, 2010
1. Στις 8.2.2010, μεταξύ των ωρών 14:30 και 16:30, μεταδόθηκε το πρόγραμμα «Next top model» χωρίς ο οργανισμός να λάβει μέτρα ώστε το πρόγραμμα να ευρίσκεται στο ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, κατά παράβαση του κανονισμού 21(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π 10/2000).
Θέμα του εν λόγω προγράμματος ήταν η φωτογράφηση των νεαρών μοντέλων που συμμετείχαν ως διαγωνιζόμενες στο πρόγραμμα, για το αντρικό περιοδικό ΝΙΤΡΟ. Στο πλαίσιο του εν λόγω επεισοδίου, μεταδόθηκαν πλάνα από τη συνάντηση των νεαρών μοντέλων με τον αρχισυντάκτη του αντρικού περιοδικού NITRO, κου. Κωστόπουλου, ο οποίος τους έδωσε κάποιες συμβουλές για τη φωτογράφηση με εσώρουχα που ετοίμαζαν για την έκδοση του εν λόγω περιοδικού για το μήνα Φεβρουάριο. Ο κ. Κωστόπουλος συζήτησε με τις κοπέλες το θέμα της γυμνής φωτογράφησης και τους έδειξε φωτογραφίες από διάσημα μοντέλα στο εξωτερικό που πόζαραν για το φακό γυμνές. Μέσω της συζήτησης του με τα κορίτσια, εξάλλου, ο κ. Κωστόπουλος τις ενθάρρυνε να προχωρήσουν χωρίς επιφυλάξεις σε γυμνές φωτογραφήσεις, λέγοντας τους — μεταξύ άλλων — τα ακόλουθα:
- Ξέρετε ότι οι πιο γνωστές μοντέλες στον πλανήτη, τα μεγαλύτερα μοντέλα έχουν κάνει γυμνά, γυμνά, γυμνά; Εντελώς γυμνά - το ξέρετε;
- Αυτή ποια είναι (δείχνοντας γυμνή φωτογραφία της κας. ΧΧΧΧ Μπρούνι); Η κα του Πρωθυπουργού της Γαλλίας!
- Δεν φοβήθηκε ούτε κι' αυτή, έτσι...(μιλώντας για το διάσημο μοντέλο ΧΧΧΧ και δείχνοντας τους γυμνή της φωτογραφία).
Κατά τη διάρκεια του προγράμματος μεταδόθηκαν επανειλημμένα πλάνα από τις φωτογραφήσεις των διαγωνιζόμενων κοριτσιών για το αντρικό περιοδικό NITRO, στο οποίο πόζαραν σε προκλητικές στάσεις, είτε ημίγυμνες είτε με εσώρουχα. Οι φωτογραφίες αυτές προβλήθηκαν συνοπτικά στην αρχή του προγράμματος, εκτεταμένα και λεπτομερώς κατά την παρουσίαση της διαδικασίας της φωτογράφησης, κατά τη διάρκεια σχολιασμού των φωτογραφιών των κοριτσιών από τον κ. Κωστόπουλο και στο τέλος, όταν κρίθηκαν και βαθμολογήθηκαν τα διαγωνιζόμενα μοντέλα από την κριτική επιτροπή, με βάση τις συγκεκριμένες φωτογραφίες τους.
2. Στις 8.2.2010, μεταξύ των ωρών 14:30 και 16:30 (οικογενειακή ζώνη), μεταδόθηκε το πρόγραμμα «Next top model» το περιεχόμενο του οποίου ήταν ακατάλληλο για ανηλίκους, χωρίς ο οργανισμός να εξασφαλίσει ότι το πρόγραμμα που μεταδόθηκε εντός της οικογενειακής ζώνης είναι κατάλληλο για όλο το κοινό, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών κάτω των δεκαπέντε ετών, κατά παράβαση του κανονισμού 21(6) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π 10/2000).
Ισχύουν τα γεγονότα του υποστοιχείου 1.
7 Μαρτίου, 2012.»
.........................................
Αφού επιθεώρησαν τον διοικητικό φάκελο, οι αιτητές υπέβαλαν με επιστολή τους ημερομηνίας 29/3/2012 τις θέσεις τους και ανέφεραν ότι υιοθετούν το περιεχόμενο των παραστάσεων που υπέβαλαν στο παρελθόν με τις τότε επιστολές τους, ημερομηνίας 29/6/2010 και 23/6/2010 σε σχέση με την υπόθεση που εκκρεμούσε. Περαιτέρω αναφέρθηκαν και στο δικαίωμα διεξαγωγής πλήρους δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας, ως ακολούθως: «(.) 3. Τέλος επιθυμούμε να τονίσουμε ότι η παρούσα επιστολή, αποστέλλεται άνευ βλάβης του δικαιώματος του σταθμού να ζητά τη διεξαγωγή πλήρους - δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας, στα πλαίσια του δικαιώματος ακρόασης και των αρχών της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος του να έχει απαντήσεις επί των ερωτημάτων που προκύπτουν από την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού και από το μαρτυρικό υλικό».
.....................................».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματευόμενο τα επίδικα θέματα ως περιορίστηκαν στην εκτύλιξη της υπόθεσης, αποφάσισε πως η διαδικασία που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 42(6), ΚΔΠ 10/00 διασφαλίζει τις διαδικαστικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης αφού παρέχει δικαίωμα στον καθ' ου η καταγγελία (εδώ τους Εφεσίβλητους) να ακουστεί κατά την ακρόαση προφορικώς ή και γραπτώς εάν το επιθυμεί και ότι ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να ερμηνευθεί ώστε να δίδει μοναδική εξουσία στους Εφεσείοντες να αποφασίζουν τον αποκλεισμό προφορικής ακρόασης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση «. πάσχει υπό τις ως άνω περιστάσεις, λόγω παράβασης του Κανονισμού 42(6). Η Αρχή εφάρμοσε πεπλανημένα τον εν λόγω Κανονισμό, στερώντας κατά την εφαρμογή του στην υπόθεση, την δυνατότητα προφορικής ακρόασης, κάτι που ίσχυε κατά πάγιο τρόπο για όλες τις υποθέσεις για το παρόν και το μέλλον. Η απόφαση αυτή γενικής εφαρμογής επέδρασε καταλυτικά στην επίδικη απόφαση, αφού οι αιτητές στερήθηκαν το δικαίωμα να ακουστούν προφορικά, χωρίς αιτιολογία που να αφορά τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, με την οποία να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος του Δικαστηρίου κατά πόσον ήταν εύλογα επιτρεπτός ο αποκλεισμός της προσωπικής ακρόασης .».
Με τους λόγους έφεσης (13 εν συνόλω), οι Εφεσείοντες προσβάλλουν κατ' ουσίαν την ερμηνευτική του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση προς την ισχύ και εφαρμογή του Κανονισμού 42(6), ΚΔΠ 10/00.
Πιο συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες υποβάλλουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα αποφάσισε ότι «. η διαδικασία ενώπιον της Αρχής ρυθμίζεται με τον Κανονισμό 42(6) κατά τρόπο που να δίδει δικαίωμα στον σταθμό να ακουστεί προφορικά αν το επιθυμεί στην ακρόαση της υπόθεσης» (λόγος έφεσης 1) και πως ο περί ου ο λόγος κανονισμός «. προβλέπει τη δυνατότητα και/ή το δικαίωμα κλήσης και σε προσωπική ακρόαση, δηλαδή με την φυσική παρουσία των προσώπων του καθ' ου η κατηγορία σταθμού στην ακρόαση .» (λόγος έφεσης 2), ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. ερμήνευσε εσφαλμένα τον Κανονισμό 42(6)(β) σε αντίθεση με το σαφές λεκτικό του, θεωρώντας εσφαλμένα ότι το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ και τα εχέγγυα δίκαιης δίκης, επιβάλλουν να δίδεται δικαίωμα σε προφορική ακρόαση ενώπιον διοικητικού οργάνου και παρέβλεψε πλήρως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε διαδικασία ενώπιον διοικητικού οργάνου και όχι δικαστηρίου στην οποία εφαρμόζονται οι αρχές που καθιερώθηκαν τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 και Sigma Radio Television Ltd κατά Κύπρου, ημερ. 21 Ιουλίου 2011, αιτήσεις υπ' αριθμό 32181/04 και 35122/06» (λόγος έφεσης 3) και πως (παρομοίως) ερμήνευσε και εφάρμοσε σφαλερώς τις αποφάσεις αυτές παραλείποντας «. να ακολουθήσει τη δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρώντας εσφαλμένα ότι αυτό που κρίθηκε τόσο από την Ολομέλεια του Ανωτάτου δικαστηρίου όσο και από το ίδιο το ΕΔΑΔ ήταν ότι η διαδικασία ενώπιον της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου δεν παραβίαζε το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ επειδή παρεχόταν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης προφορικά και/ή γραπτώς (λόγος έφεσης 4), ότι λαθεμένως έκρινε πως «. η προφορική ακρόαση είναι συνυφασμένη σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ με το δικαίωμα σε δημόσια διαδικασία εχέγγυο της δίκαιης δίκης» (λόγος έφεσης 5), ότι ενώ αναγνώρισε «. "πως το δικαίωμα σε προφορική ακρόαση θα πρέπει να παρέχεται σε δικαστήριο σε ποινικές αλλά και ενίοτε και σε αστικής φύσεως διαφορές, εκτός στις περιπτώσεις εκείνες που επιτρέπεται στη διοίκηση να αποφασίσει πως η προφορική ακρόαση δεν είναι σκόπιμη στη συγκεκριμένη υπόθεση, για λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογία μιας τέτοιας απόφασης (λόγω λχ της επιδίωξης ταχύτητας και αποτελεσματικότητας στην διεκπεραίωση των υποθέσεων αλλά και σε διαδικασίες για τις οποίες λόγω του εξόχως τεχνικού χαρακτήρα τους ή των επίδικων θεμάτων δεν απαιτείται προφορική ακρόαση, όπως λ.χ όταν πρόκειται για νομικά ζητήματα [...] αλλά όχι στις περιπτώσεις όπου αμφισβητούνται πραγματικά γεγονότα ή αξιοπιστία του μάρτυρα"» διαπίστωσε «. ότι η φύση της κατηγορίας κατά του σταθμού δεν αφορούσε τεχνικά ζητήματα ούτε αμιγώς νομικά» (λόγος έφεσης 6), πως το ίδιο κακώς, αποφάσισε ότι «. "οι Κανονισμοί (καν. 42(6) της ΚΔΠ 10/2000) προέβλεπαν διαζευκτικά το δικαίωμα σε γραπτή και/ή προφορική ακρόαση" και ότι "η απαίτηση των καθ΄ ων η αίτηση να καταργήσει τη δυνατότητα για προφορική ακρόαση διά παντώς των υποθέσεων που εκκρεμούσαν αλλά και για το μέλλον" . αποτελεί παράβαση του Κανονισμού 42(6) ο οποίος προβλέπει διαζευκτικά και την προφορική ακρόαση ως δικαίωμα του υπό κατηγορία σταθμού και όχι ως αποκλειστική ευχέρεια της Αρχής κατά την απόλυτη κρίση της» (λόγος έφεσης 7), πως είναι λανθασμένο και το εύρημα του για παράβαση τού «. άρθρου 6(1)της ΕΣΔΑ από το γεγονός ότι η εφεσείουσα κάλεσε τους αιτητές να ακουστούν υποχρεωτικά γραπτώς χωρίς να τους παρέχει την ευκαιρία να ακουστούν προφορικά στην ακρόαση .» (λόγος έφεσης 8), όπως και για το ότι «. "ελλείπει η δέουσα έρευνα για τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και της φύσης της και ότι ελλείπει η αιτιολογία για την απόρριψη αιτήματος όπως εφαρμοστεί ο Κανονισμός με την παραχώρηση δικαιώματος προφορικής ακρόασης, απόρριψη η οποία εμφιλοχώρησε πριν την «εκδίκαση» της υπόθεσης ." και αποφάσισε εσφαλμένα ότι η αιτιολογία μιας τέτοιας ενδιάμεσης απόφασης επιβάλλετο να δοθεί πριν την ακρόαση των εφεσιβλήτων» (λόγος έφεσης 9). Εξίσου λαθεμένο είναι και το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «. πάσχει λόγω παράβασης του Κανονισμού 42(6) τον οποίο η εφεσείουσα εφάρμοσε πεπλανημένα .» (λόγος έφεσης 11), όπως και οι προσεγγίσεις του περί δίκαιης δίκης, με αυτό να παρερμηνεύει «. τα αποφασισθέντα από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Sigma Radio Television Ltd .» (λόγοι έφεσης 12 και 13).
Στις αγορεύσεις (και με χαρακτηριστική ευθύτητα), οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των Εφεσειόντων δήλωσαν ότι παρά τον μεγάλο αριθμό των λόγων έφεσης, ένα και μοναδικό είναι το ζήτημα που χρήζει απόφανσης «. και αυτό αφορά στην ερμηνεία του Κανονισμού 42(6)(β) της ΚΔΠ 10/00 .», τονίζοντας τούτοι συνάμα πως «. εάν το παρόν Δικαστήριο καταλήξει ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον επίμαχο Κανονισμό είναι εσφαλμένη, αναπόφευκτα επιτυγχάνουν και όλοι οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, αφού τα υπόλοιπα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχθηκαν στην εσφαλμένη ερμηνεία που δόθηκε στον Καν.42(6)(β), η οποία και αποτέλεσε το εσφαλμένο βάθρο για την εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο».
Οι Εφεσίβλητοι, μολονότι συμπλέουν (όπως και εμείς) με τα περί του δυνητικώς καταλυτικού ρόλου που θα μπορούσε να έχει στην τύχη της έφεσης ο περιορισμός των εγειρόμενων ζητημάτων - κάτι που ως εκ της στάσης των Εφεσίβλητων καθιστά άνευ πρακτικής αξίας την εξέταση τού προδικαστικού θέματος που έθεσαν για απόρριψη της έφεσης στη βάση ότι η αιτιολογία των λόγων έφεσης δεν συνάδει προς την ανάπτυξη τους στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειόντων αφού αναφέρεται εκεί πως «. ένα και μοναδικό είναι το ζήτημα που καλείται να αποφασίσει το παρόν Δικαστήριο και αυτό αφορά στην ερμηνεία του Κανονισμού 42(6)(β) της ΚΔΠ 10/2000» - αντιτείνουν διά επτά λόγων αντέφεσης πως εσφαλμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του λόγου ακύρωσης που προέβαλαν οι Εφεσίβλητοι για το ότι, φερόμενα, έπασχε η σύνθεση και η λειτουργία των Εφεσειόντων σε βαθμό παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, αλλά και για το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αντίθετη προς θεμελιώδη ανθρώπινα, συνταγματικά και άλλα νομοθετικά δικαιώματα των Εφεσίβλητων κατά παράβαση και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης, όπως ούτε για το ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας και η υποχρέωση των Εφεσειόντων για παροχή δέουσας αιτιολογίας (λόγοι αντέφεσης 1, 4, 5 και 7 αντιστοίχως), πως οι Εφεσείοντες λειτούργησαν υπό το καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης (λόγος αντέφεσης 2), ότι η Πρωτόδικη Απόφαση πάσχει εξαιτίας μη απόφανσης επί του ζητήματος της έλλειψης δέουσας έρευνας εκ πλευράς Εφεσειόντων (λόγος αντέφεσης 3) και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τοποθετήθηκε επί των δικαιωμάτων των Εφεσίβλητων, παραβιάζοντας έτσι και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης (λόγος αντέφεσης 6).
Ως εκ της σημασίας που ενέχει στα πράγματα ο Κανονισμός 42(6), ΚΔΠ10/00 μεταφέρουμε το περιεχόμενο του για να καταστεί ευχερέστερη η παρακολούθηση του σκεπτικού μας:
«.....................................
«(6) Η διαδικασία ενώπιον της Αρχής διεξάγεται όπως καθορίζεται πιο κάτω:
(α) αποστέλλεται αντίγραφο της πιθανής παράβασης ή του παραπόνου στο σταθμό εναντίον του οποίου γίνεται η καταγγελία·
(β) καλείται ο καθ' ου η καταγγελία να υποβάλει τις παραστάσεις του είτε προσωπικώς είτε εγγράφως·
(γ) η Αρχή έχει εξουσία:
(i) να καλέσει μάρτυρες και να απαιτήσει την προσέλευσή τους, όπως και την προσέλευσης του καθ' ου η καταγγελία, καθώς και του παραπονούμενου·
(ii) να αποδεχτεί οποιαδήποτε μαρτυρία γραπτή ή προφορική, έστω κι αν αυτή δε θα γινόταν δεκτή σε πολιτική ή ποινική διαδικασία·
(iii) να απαιτήσει προσαγωγή κάθε εγγράφου ή άλλου τεκμηρίου που σχετίζεται με την υπόθεση.»
.....................................».
Συνθέτει αναντίλεκτη πραγματική βάση ότι με επιστολή τους ημερομηνίας 17.10.10, οι Εφεσείοντες ενημέρωσαν τους Εφεσίβλητους πως αποφάσισαν να αλλάξουν την ενώπιον τους διαδικασία για να μην επιτρέπεται πλέον η διεξαγωγή προφορικής ακρόασης παρά μόνον η υποβολή γραπτών υπομνημάτων. Με επιστολή τους ημερομηνίας 8.3.12, οι Εφεσίβλητοι εξέθεσαν τις απόψεις τους περί του προτασσόμενου δικαιώματος τους για δίκη σε δημόσια συνεδρία και στις 29.3.12 ζήτησαν από τους Εφεσείοντες όπως αυτό γίνει δεκτό για να έχουν τη δυνατότητα εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων. Το αίτημα απορρίφθηκε, με τους Εφεσείοντες να επικαλούνται προηγούμενη γενική απόφαση τους σύμφωνα με την οποία προέκριναν κατάργηση της προφορικής ακροαματικής διαδικασίας και αντικατάσταση της διά γραπτών παραστάσεων. Οι Εφεσίβλητοι διαφώνησαν και με νέα επιστολή ημερομηνίας 5.7.12 αξίωσαν ξανά όπως κληθούν να παραστούν σε πλήρη ακροαματική διαδικασία, κάτι που δεν έγινε.
Εν προκειμένω, η διαδικασία που ακολούθησαν οι Εφεσείοντες ρυθμίζεται ειδικώς από τον Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο 7(Ι)/98 («ο Ν.7(Ι)/98») και την ΚΔΠ 10/00. Το Άρθρο 51, Ν.7(Ι)/98 προβλέπει ότι για την καλύτερη εφαρμογή του, η Αρχή εκδίδει κανονισμούς με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά τον Κανονισμό 42(6)(γ)(ii), ΚΔΠ 10/00, η Αρχή έχει εξουσία σε ενώπιον της διαδικασία να αποδεχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία, γραπτή ή προφορική, έστω κι αν αυτή δεν θα γινόταν δεκτή σε πολιτική ή ποινική διαδικασία. Από το Άρθρο 43(4), Ν.158(Ι)/99 δεν προκύπτει πως απαραιτήτως η ακρόαση του ενδιαφερομένου πρέπει να γίνεται προφορικώς (ή γραπτώς). Στον Κανονισμό 42(6)(β), ΚΔΠ 10/00, εμπεριέχεται ειδική πρόβλεψη - ρυθμιστική της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής - που προβλέπει ρητώς ότι ο καθ' ου η καταγγελία καλείται να υποβάλει παραστάσεις προσωπικώς ή εγγράφως. Με άλλα λόγια, ο καθ' ου η καταγγελία, δοθείσης της επιλογής (νομοθετικώς ορισμένης ως είναι), έχει (στην κανονική πορεία των πραγμάτων) δικαίωμα να διαλέξει τη μέθοδο ενάσκησης των παρεχόμενων σε αυτόν επιλογών αναλόγως των υπερασπιστικών αναγκών. Τούτη η συλλογιστική, την οποία ευστόχως ανέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί παρά να αφορά - κατά τα γεγονότα που συναπαρτίζουν την περίπτωση - στο ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα προφορικής παρουσίασης της υπεράσπισης τους ενώπιον της Αρχής. Η γενική ρύθμιση στο Άρθρο 43(4) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99 («Ν.158(Ι)/99») - σύμφωνα με το οποίο η «. ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο» - καίτοι με τη δική της σημασία, κάθε άλλο παρά αμβλύνει το υπό συζήτησιν δικαίωμα των Εφεσίβλητων.
Παρεμβάλλουμε, ότι οι Εφεσείοντες, στην ικανή τους αγόρευση, παρέπεμψαν στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 357/11, ημερομηνίας 8.2.11, όπου σε υπόθεση που αφορούσε σε ακύρωση απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Ελληνικής Δημοκρατίας για επιβολή προστίμου σε βάρος του προσφεύγοντος, ο τελευταίος ήγειρε θέμα επηρεασμού των δικαιωμάτων του επειδή κλήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να αναπτύξει τις απόψεις του μόνον εγγράφως. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος να εμφανιστεί προσωπικώς και να παράσχει τις όποιες προφορικές εξηγήσεις επιθυμούσε. Ως αιτιολογία για τη στάση αυτή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προτάχθηκε πως σύμφωνα με τις διατάξεις του αφορώντος νόμου, δεν καθοριζόταν το μέσο παροχής των εξηγήσεων και ότι η επιλογή που δόθηκε στον προσφεύγοντα προνοείτο από την υπό αναφοράν διαδικασία, χωρίς όμως μνεία, όπως στην ενεστώσα περίπτωση με αναφορά στο συνδυασμένο περιεχόμενο του Κανονισμού 42(6)(β), ΚΔΠ 10/00 και του Άρθρου 51, Ν.7(Ι)/98, σε κάποια επιφύλαξη για αντίθετη προσέγγιση σε περίπτωση που νόμος ήθελεν προβλέψει διαφορετικώς.
Καμιά από τις άλλες νομολογιακές αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψαν οι Εφεσείοντες, δεν υποστηρίζουν την ερμηνεία που αυτοί επιχείρησαν να προσδώσουν στην αφορώσα διάταξη.
Για παράδειγμα, η Jussila v. Finland [2006] ECHR 996, διακρίνεται από την παρούσα αφού εκεί ο εφαρμοζόμενος εθνικός νόμος παρείχε τη δυνατότητα στον διοικούμενο να αιτηθεί προφορικής ακρόασης, με το αρμόδιο όργανο να αποφασίζει διά αιτιολογημένης απόφασης αν η υπό εξέτασιν υπόθεση μπορούσε να διεξαχθεί δίχως προφορική ακρόαση.
Εδώ, οι Εφεσείοντες, ως αποφάσισαν και καθόρισαν διά γενικής απόφασης την κατάργηση, βασικώς, του δικαιώματος της προφορικής ακρόασης σε όλες τις ενώπιον τους παρόμοιες περιπτώσεις) αποστέρησε - διά ανεπαρκούς μάλιστα αιτιολογίας - τους Εφεσίβλητους από τη δυνατότητα να παρουσιάσουν την υπόθεση τους προφορικώς.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σωστά είναι που αντιμετώπισε το θέμα, λέγοντας:
«......................................
Λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη στην συγκεκριμένη υπόθεση την απαίτηση των αιτητών να ακουστούν προφορικά, δικαίωμα το οποίο επιφύλαξαν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συναχθεί ότι παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους ούτε καν σιωπηρά. Πρόσθετα θεωρούμε πως σύμφωνα και με την νομολογία του ΕΔΑΔ, ακόμα και αν δεν αντιδρούσαν ως αντέδρασαν οι αιτητές, επειδή θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία το σχετικό αίτημα, λόγω της καθολικότητας της απόφασης που επέβαλλε μόνο τις γραπτές παραστάσεις για όλες τις υποθέσεις, μία τέτοια παράλειψή τους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παραίτηση από το δικαίωμα.
.....................................
Ο Κανονισμός 42(6) ποτέ δεν καταργήθηκε. Ίσχυσε και προέβλεπε το δικαίωμα προσωπικής ακρόασης ενώπιον του διοικητικού οργάνου. Η γενική απόφαση της Αρχής, υπό το βάρος των καθυστερήσεων που είχαν προκύψει με καθυστέρηση στην λήψη αποφάσεων για 307 υποθέσεις το έτος 2010, όπως καλούνται πλέον οι εκπρόσωποι των υπό κατηγορία σταθμών να ακούγονται μόνο γραπτώς, αποτέλεσε προπαρασκευαστική απόφαση στην επίδικη εδώ τελική απόφαση καταδίκης και επιβολή της διοικητικής κύρωσης των €4.000. Ακόμα και αν το δημόσιο συμφέρον το έτος 2010 επέβαλλε την μη περαιτέρω καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των 307 εκκρεμουσών υποθέσεων, η απόφαση τότε δεν περιορίστηκε στις περιστάσεις εκείνες (που δεν βλέπουμε στον διοικητικό φάκελο να αναλύθηκαν ιδιαίτερα για έκαστη υπόθεση ως επιβαλλόταν), αλλά αφορούσε γενική απόφαση και για το μέλλον. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι τότε δεν περιλαμβανόταν στις 307 υποθέσεις η επίδικη υπόθεση αρ. 40/2010(1). Στο πρακτικό της μεταγενέστερης απόφασης της Αρχής, Αρ. 17/2011 αναφέρεται πως επηρεάζονταν από την καθυστέρηση που προέκυψε λόγω της αλλαγής της σύνθεσης του οργάνου συνολικά 209 υποθέσεις, μεταξύ αυτών και η υπ' αρ. 40/2010(1), των οποίων η διαδικασία είχε ξεκινήσει πριν τη λήψη της πιο πάνω απόφασης το 2010. Χωρίς καμία έρευνα για την φύση της κάθε μίας υπόθεσης, από τις 209, αν αφορούσε καθαρά τεχνικά ή νομικά ζητήματα ή και την σοβαρότητά της για την φήμη και πελατεία των αιτητών ή αντίθετα αν απαιτείτο αξιολόγηση μαρτυρίας, αποφασίστηκε συλλήβδην και πάλιν για όλες τις υποθέσεις, (όπως και στο παρελθόν το 2010) ότι πλέον θα καλούνταν οι κατηγορούμενοι σταθμοί να ακουστούν μόνο γραπτώς. Χωρίς αιτιολογία. Με υιοθέτηση παλαιότερης απόφασης, στα πλαίσια της πεπλανημένης εντύπωσης πως αποτελούσε αρμοδιότητα της Αρχής να αποφασίζει τον τρόπο με τον οποίο θα ασκούσαν το δικαίωμα ακροάσεώς τους οι αιτητές. Ακόμα και όταν δε οι αιτητές εξέφρασαν την διαφωνία τους, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματά τους να παρίστανται στην ακρόαση και να αντεξετάζουν τους μάρτυρες, αλλά και να προσκομίζουν μαρτυρία, η Αρχή αρκέστηκε να παραπέμψει στην προηγούμενη απόφασή της, χωρίς και πάλι ειδική αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος. Ειδικότερα, τους απάντησαν γενικά, με αιτιολογία που αφορούσε κατά την άποψή τους όλες τις υποθέσεις, ότι « η εν λόγω διαδικασία, κατά την άποψη της Αρχής, λαμβάνει ορθά, σφαιρικά και εξισορροπημένα υπόψη όλα τα αναγκαία και ουσιώδη δεδομένα, συμπεριλαμβανομένου, τόσο της διασφάλισης σε απολύτως ικανοποιητικά πλαίσια και βαθμό του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των ενδιαφερόμενων οργανισμών, όσο και την υποχρέωση της Αρχής, στα πλαίσια του δημοσίου συμφέροντος, όπως λαμβάνονται έγκαιρα, επίκαιρα και άνευ καθυστέρησης οι όποιες αποφάσεις.»
Θα πρέπει να αναφέρουμε πως η αιτιολογία μιας τέτοιας ενδιάμεσης απόφασης επιβάλλεται να δοθεί πριν την ακρόαση των αιτητών, κατά το στάδιο που αυτοί επέμειναν στην κλήση τους σε προφορική ακρόαση και όχι στο στάδιο της καταδικαστικής απόφασης, όπου αιτιολογήθηκε η καταδίκη τους με αναφορά και στην επάρκεια του τρόπου του ακούστηκαν προς διασφάλιση της δίκαιης δίκης. Ελλείπει η δέουσα έρευνα για τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και την φύσης της. Ελλείπει η αιτιολογία για την απόρριψη αιτήματος όπως εφαρμοστεί ο Κανονισμός με παραχώρηση δικαιώματος προφορικής ακρόασης, απόρριψη η οποία εμφιλοχώρησε πριν την «εκδίκαση» της υπόθεσης. Τέλος η αιτιολογία που δόθηκε στην καταδικαστική απόφαση περί του ότι διασφαλίστηκε η δίκαιη δίκη, θεωρούμε πως και αυτή είναι πεπλανημένη, αφού γίνεται επίκληση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί της δυνατότητας να ακουστεί ο διοικούμενος μόνο γραπτώς πριν την λήψη δυσμενών αποφάσεων από τα διοικητικά όργανα, χωρίς αναφορά στις εξαιρέσεις, όπου δηλαδή ρυθμίζεται το ζήτημα νομοθετικά. Περαιτέρω γίνεται στην αιτιολογία επίκληση της απόφασης του ΕΔΑΔ Sigma Radio TV Ltd v. Cyprus (ανωτέρω), πεπλανημένα. Εκεί αυτό που τόνισε το ΕΔΑΔ, σε συμφωνία με την πάγια νομολογία του, ήταν ότι διασφαλίζετο εκεί η δίκαιη δίκη, λόγω του ότι οι κατηγορούμενοι σταθμοί είχαν την ευκαιρία να ακουστούν είτε προφορικά είτε γραπτώς, κατ' επιλογή τους, βάσει των Κανονισμών αλλά και της εκεί εφαρμογής τους. Η απόφαση του ΕΔΑΔ ανωτέρω αφορούσε διαδικασίες όπως εξελίσσονταν παγίως στο παρελθόν, με την κλήση των σταθμών σε προφορική ή και γραπτή ακρόαση.
.....................................».
Περιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και συνέλαβε ορθώς το νόημα της απόφασης Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus [2011] ECHR 1179, απολήγοντας πως στις διαδικασίες ενώπιον της Αρχής (και ειδικότερα στην επίμαχη περίπτωση), παρεχόταν το δικαίωμα ακρόασης προφορικώς ή και γραπτώς, ερμηνεύοντας τον Κανονισμό 42(6)(β), ΚΔΠ 10/00 έχοντας κατά νουν - και αυτό συνάγεται από το σύνολο του σκεπτικού του - το πλήρες φάσμα των διαλαμβανόμενων στην ΚΔΠ 10/00, προβαίνοντας σε μακροσκοπική ερμηνεία της διάζευξης «είτε» και αποδίδοντας σε αυτή μια διασταλτική ερμηνεία ώστε η διάζευξη «είτε» να διαβάζεται και συζευκτικώς («και») ή και σε διάζευξη μεταξύ τους («και/ή»), κατά όμοια προσέγγιση με εκείνη του ΕΔΑΔ στην Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus [2011] ECHR 1179, όπου ειπώθηκαν και τούτα (διατηρούμε τις εμφάσεις):
«149. The Court notes the presence of a number of procedural guarantees in the proceedings before the CRTA. For example, the station in question is provided with details of the probable violation or the complaint made against it and is given the opportunity to make written and/or oral submissions during the hearing of the case (Regulation 42). Such submissions may also be made with regard to the imposition of a fine (see paragraph 9 above). Further, the CRTA is required to give a reasoned decision (Regulation 42).
.................................................................................................................................
162. In connection with the manner in which the decisions were arrived at, the Court observes, as it noted above (see paragraph 149), that a number of uncontested procedural guarantees were available to the applicant in the proceedings before the CRTA: the applicant was given details of the probable violation or the complaint made against it and the decisions were arrived at after a hearing had been held. The applicant was able to make written submissions and/or oral submissions during the hearing of the cases although it chose not to do so in some of the proceedings (see Annex). Further, it was open to the applicant to make a wide range of complaints in the context of the judicial review proceedings before the CRTA. It is noted in this respect that the applicant's allegations as to shortcomings in the proceedings before the CRTA, including those concerning objective partiality and the breach of the principles of natural justice, were subject to review by the Supreme Court.
.....................................».
Προσθέτουμε, πως μια διάζευξη μπορεί, αναλόγως του περιεχομένου και της φιλοσοφίας ενός νομοθετήματος ή κανονισμού, να ερμηνευθεί και ως σύζευξη, ή με τρόπο που να μην αποκλείει η μια την άλλη (βλ. DeSylva v. Ballentine, 351 US 570, 573 [1956]).
Στην Green v. Premier Glynrhonwy Slate Company, Limited [1928] 1 K.B. 561, 568, ο Λόρδος Δικαστής Scrutton είπε και αυτά επί του σημείου:
«..................................... (.) you do sometimes read 'or' as 'and' in a statute ... But you do not do it unless you are obliged, because 'or' does not generally mean 'and' and 'and' does not generally mean 'or'. As Lord Halsbury L.C. observed in Mersey Docks % Harbour Board v. Handerson (1883) 13 AC 595 (603) the reading of 'or' as 'and' is not to be resorted to "unless some other part of the same statute or clear intention of it requires that to be done».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια σωστή, αναλογικώς σταθμισμένη, και λελογισμένη ερμηνεία των υπό αναφοράν διατάξεων, με γνώμονα τη διασφάλιση τής δικαιότητας της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής και την προστασία των δικαιωμάτων των Εφεσίβλητων δίδοντας προς τούτο ερμηνεία που να συνάδει με τη λογική τάξη των πραγμάτων και να αποφεύγει τα όποια παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα (βλ. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού ν. Σουρουλά, Π.Ε. 310/14, ημ. 25.11.21, ECLI:CY:AD:2021:A476).
Απορρίπτουμε όλες τις θέσεις των Εφεσειόντων.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η Πρωτόδικη Απόφαση υπήρξε άρτια από πάσης απόψεως.
Η έφεση απορρίπτεται.
Ως εκ του αποτελέσματος και των όσων το περιβάλλουν και στοιχειοθετούν, δεν υπάρχει ανάγκη ενασχόλησης με την αντέφεση.
Η αντέφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3.000,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει), ενώ δεν επιδικάζονται έξοδα στην αντέφεση.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ