ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σωκράτους, Δώρα Σάντης, Νικόλας Ε. Παπαγεωργίου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα Α. Σ. Αγγελίδης, για τον εφεσίβλητο 1/Αιτητή στην υπόθεση αρ. 101/12 Kaμιά εμφάνιση, για το ΕΜ xxx Βασιλείου CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ v. ΔΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ κ.α., Aναθεωρητική Έφεση αρ. 11/2015, 1/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:C488

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Aναθεωρητική Έφεση αρ. 11/2015)

 

1η Νοεμβρίου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,

 Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση,

 

v.

 

1.   ΔΡΟΣ xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

2.   xxx ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ

Εφεσιβλήτων/Αιτητών.

---------------------

Ε. Παπαγεωργίου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον εφεσίβλητο 1/Αιτητή στην υπόθεση αρ. 101/12

 

Ν. Θεοδώρου μαζί με την κα Α. Πρωτοπαπά για Πεκρής & Θεοδώρου ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο 2/Αιτητή στην υπόθεση αρ. 115/12

 

Kaμιά εμφάνιση, για το ΕΜ xxx Βασιλείου

 

--------------------

 

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

 

--------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Με απόφαση της ημερ. 3/11/2011 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εν τοις εφεξής η «ΕΔΥ») προήγαγε το xxx Βασιλείου (εν τοις εφεξής ΕΜ) στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Kλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα Ορθοπεδικής από την 1η Δεκεμβρίου 2011.

 

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκαν οι προσφυγές αρ. 101/12 και 115/12 με αιτητές τους Δρα xxx Χριστοδούλου και Δρα xxx Μιλτιάδους, αντίστοιχα (νυν εφεσιβλήτων).  Αμφότερες οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πρωτόδικο Δικαστήριο) ο οποίος με απόφαση του ημερ. 19 Δεκεμβρίου 2014, ακύρωσε την προαγωγή του ΕΜ.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης πλήττεται με έξι λόγους έφεσης.  Οι πρώτοι τρεις, προσβάλλουν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κρίση η οποία ήταν καθοριστική για την τύχη των προσφυγών.

 

Με τους υπόλοιπους λόγους (4-6) γίνεται ενασχόληση με τα προσόντα και ειδικότητα των εφεσιβλήτων τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης της ΕΔΥ.

 

Τα γεγονότα όπως αυτά αδιαμφισβήτητα προκύπτουν από την απόφαση, βοηθούν στην κατανόηση των προς εξέταση θεμάτων και λόγων έφεσης.

 

Για πλήρωση της επίδικης θέσης, η οποία είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής (όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11/6/2010) υπέβαλαν αίτηση, 4 άτομα μεταξύ των οποίων οι εφεσίβλητοι και το ΕΜ.  Οι αιτήσεις τους, διαβιβάστηκαν από την ΕΔΥ στη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία αποφάσισε στις 5/11/2010, ότι οι υποψήφιοι θα υποβάλλονταν μόνο σε προφορική εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 17/12/10.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε το ΕΜ «Εξαίρετο» τον εφεσίβλητο Μιλτιάδους «Σχεδόν Εξαίρετο» και τον εφεσίβλητο Χριστοδούλου «Παρα πολύ καλό».  Η αξιολόγηση αυτή συμπεριλήφθηκε σε αιτιολογημένη έκθεση της, ξεχωριστή για τον κάθε υποψήφιο, στην οποία σημειώθηκαν επίσης τα προσόντα των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων καθώς και η επαγγελματική τους πείρα.

 

Στη συνέχεια επιλήφθηκε του θέματος η ΕΔΥ, η οποία στη βάση της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και των πορισμάτων της, αποφάσισε να καλέσει τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (εν τοις εφεξής ο Διευθυντής) και ενός Ανώτερου Λειτουργού με ειδικότητα στην Ορθοπεδική, προς υποβοήθηση  της, κατά την προφορική εξέταση.

 

Η προφορική εξέταση διεξήχθηκε στις 2 και 3/11/2011, μετά την ολοκλήρωση της οποίας, αφού η ΕΔΥ διαβουλεύθηκε με τον Προϊστάμενο του Τμήματος ο οποίος επίσης ήταν παρών στη διαδικασία, αξιολόγησε τους υποψηφίους, ως ήταν η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής και σύστησε για προαγωγή το ΕΜ.

 

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή και του Προϊσταμένου Τμήματος, η ΕΔΥ προέβη σε αιτιολογημένη αξιολόγηση και αφού, όπως σημειώνει στο πρακτικό της, έλαβε υπόψη την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα, την πείρα, το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων και φακέλων και την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, επέλεξε το ΕΜ ως καταλληλότερο για προαγωγή.

 

Με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης οι οποίοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι, προσβάλλεται, όπως ανωτέρω σημειώθηκε, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, θέμα το οποίο το Δικαστήριο εξέτασε πρώτο, το οποίο σημείωσε ότι προέχει ως θέμα δημόσιας τάξεως.

 

Από τα ενώπιον του στοιχεία και έγγραφα διαπίστωσε πως σε δύο συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 5/11/2010 και 17/12/2010, η οποία ήταν τριμελής, έλαβαν μέρος οι Δρ. xxx Καϊσής (Αναπληρωτής Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών) ως Πρόεδρος και οι Δρ. xxx Αντωνιάδης (Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος Πρώτων Βοηθειών) και Δρ. xxx Παπαγιάννης (Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος Ορθοπεδικής) ως μέλη.  Ο Δρ. Παπαγιάννης ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο (2010) άμεσα προϊστάμενος και αξιολογών λειτουργός του ΕΜ στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στο οποίο το ΕΜ εργαζόταν από το 2002.  Δεδομένου ότι κανένας άλλος από τους άμεσα προϊστάμενους των εφεσιβλήτων συμμετείχε ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το πρωτόδικο Δικαστήριο καλείτο να απαντήσει στο ερώτημα «αφενός, κατά πόσον η σχέση του Δρα Παπαγιάννη και του ΕΜ συνιστούσε υπό τις περιστάσεις «ιδιάζουσα σχέση» και αφετέρου κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του συγκεκριμένου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τρόπο που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητο της».

 

Αφού παρέθεσε σχετική επί του θέματος νομολογία, κατέληξε ως ακολούθως:  «Στην παρούσα περίπτωση το θέμα δεν είναι υποκειμενικό και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους δεν απαιτείται, τεκμηρίωση μεροληπτικής στάσης ή ευνοϊκής αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου μέρους από το Δρα Παπαγιάννη. Το ζητούμενο είναι αν η ιδιάζουσα αυτή σχέση, κάτω από τις συνθήκες που προεκτέθηκαν δημιουργεί αμφιβολίες σε κάποιον ουδέτερο αντικειμενικό παρατηρητή για το αμερόληπτο της κρίσης του διοικητικού οργάνου, κλονίζει με άλλα λόγια το τεκμήριο αμεροληψίας των διοικητικών πράξεων (βλ. Georghios Michael Kallouris and the Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (An Independent Body) (1964) CLR 312, Δημοκρατία v. Χατζηχάννα (2003) 3 AAΔ 554, Δημοκρατία vAντωνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 326 και Νικολάου v. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2012) 3 ΑΑΔ 357)

 

Η συμμετοχή του άμεσα προϊσταμένου του ενδιαφερόμενου μέρους ως μέλους της τριμελούς, όπως λειτούργησε στην παρούσα διαδικασία Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία διεξήγαγε τις συνεντεύξεις και αξιολόγησε τους διαδίκους, βαθμολογώντας στο υπέρτατο επίπεδο του εξαίρετου τον Βασιλείου και σε κατώτερο επίπεδο τους αιτητές, αλλά και η εμπλοκή του στη συνέχεια στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ, όπου το επίπεδο αξιολόγησης των διαδίκων παρέμεινε αναλλοίωτο, δημιουργεί αμφιβολίες που κλονίζουν το τεκμήριο της αμεροληψίας των διοικητικών ενεργειών και εν τέλει της επίδικης απόφασης.

 

Το κώλυμα συμμετοχής θα μπορούσε να ξεπεραστεί με την εφαρμογή κάποιας παραπλήσιας διαδικασίας ή με αναζήτηση άλλου κατάλληλου λειτουργού, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν.

 

Αυτή η διάσταση δεν απασχόλησε την αρμόδια αρχή ή την ΕΔΥ, με αποτέλεσμα η συμμετοχή του Δρα Παπαγιάννη λόγω της στενής επαγγελματικής του σχέσης με το ενδιαφερόμενο μέρος να συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδικης απόφασης.»

 

Υποστηρίζοντας τους λόγους έφεσης η συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ότι ο Παπαγιάννης ήταν άμεσα προϊστάμενος του ΕΜ αυτό, δεν στοιχειοθετεί από μόνο του «ιδιάζουσα σχέση».  Σε αντίθετη περίπτωση, εισηγήθηκε, αυτό θα σήμαινε ότι ουδέποτε μπορεί να μετάσχει σε Συμβουλευτική Επιτροπή ο προϊστάμενος οποιουδήποτε υποψηφίου, ή ακόμα ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου, ο οποίος σύμφωνα με τη νομοθεσία (Άρθρο 2 του Ν. 1/90) είναι ο Προϊστάμενος του Υπουργείου του.  Περαιτέρω, συνεχίζει η εισήγηση, με το ίδιο σκεπτικό, θα δημιουργείτο κώλυμα στον εκάστοτε προϊστάμενο να παρευρίσκεται ενώπιον της ΕΔΥ για να εκτελεί εκ του νόμου καθήκον και να προβαίνει σε συστάσεις.

 

Επικαλέστηκε, προς υποστήριξη του επιχειρήματος της ότι η επαγγελματική σχέση δεν έχει την έννοια της ιδιάζουσας σχέσης, την ΑΕ 19/2011 (απόφαση Ολομέλειας) Κεντρική Tράπεζα της Κύπρου ν. Τσικουρή κ.α. ημερ. 22/12/16.  Αντίθετη ήταν η θέση του κ. Αγγελίδη, ο οποίος σε απάντηση της θέσης της κας Παπαγεωργίου, προέταξε την απόφαση Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Κοντού κ.α Α.Ε. 168/2014, ημερ. 1/7/21, ECLI:CY:AD:2021:C292, η οποία όπως υπέδειξε, ενισχύει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και των προταθέντων επιχειρημάτων τους, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεσιν.

 

Επίκεντρο των εισηγήσεων των εφεσιβλήτων το οποίο ενστερνίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελεί το γεγονός της σχέσης του ΕΜ με τον Δρα Παπαγιάννη, μέλος της τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος συμμετείχε σε δύο συνεδριάσεις της και ήταν προϊστάμενος του ΕΜ, ο οποίος βαθμολογήθηκε ως «εξαίρετος», βαθμολογία την οποία υιοθέτησε και η ΕΔΥ ενώ οι εφεσίβλητοι ακολούθησαν με αξιολόγηση εμφανώς κατώτερη του «εξαίρετου».

 

Το ερώτημα το οποίο τίθεται, σχετίζεται με ζήτημα αμερόληπτης  κρίσης του συλλογικού οργάνου επειδή μέλος του έχει ιδιάζουσα σχέση ή συμφέρον για την έκβαση της απόφασης, με τρόπο ώστε να μην προσδίδει τα εχέγγυα της αμεροληψίας.

 

Η αρχή της αμεροληψίας της διοίκησης έχει ιδιαίτερη σημασία κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της.  Η αρχή αυτή εκδηλώνεται σε τρεις τομείς, σε ένα εκ των οποίων ανήκουν τα κωλύματα διενέργειας ορισμένων πράξεων ή συμμετοχής σε συλλογικά όργανα (Π.Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 6η Έκδοση σελ. 180).  Στο ίδιο σύγγραμμα υπογραμμίζεται, στη σελ. 446 πως:

 

«Η συμμετοχή κωλυόμενου μέλους αποτελεί κατά την ορθότερη γνώμη λόγο ακυρώσεως της συλλογικής πράξεως ανεξαρτήτως της αριθμητικής σπουδαιότητας της ψήφου του κατά τον υπολογισμό της πλειοψηφίας.  Η ψυχολογική επίδραση του κωλυόμενου επί των άλλων μελών δεν μπορεί να μετρηθεί, η δε συμμετοχή κωλυόμενου δημιουργεί την βλαπτική εντύπωση μεταξύ των ιδιωτών μιας μεροληπτικής διοικήσεως».

 

Σημαντική επί του θέματος η απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Π. Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ 769, απόσπασμα της οποίας παραθέτουμε:

«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία, πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί, για μια περίπτωση όπου υπάρχει ειδικός δεσμός ή συγγένεια που αφορά τα πρόσωπα που είναι αναμεμειγμένα σ' αυτή τη διαδικασία ή στο αποτέλεσμά της. (ΒλChristou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Yiannoulla Louca and Another v. The Republic and Others (1989) 3 Α.Α.Δ. 672.

 

Η αρχή αυτή διατυπώθηκε από τη Συμβούλιο της Επικράτειας της Ελλάδας στην υπόθεση 1187/ 1950 (Τόμος 1950(α) σελ. 991) και υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Kallouris v. The Republic of Cyprus (1964) C.L.R. 313. Το Συμβούλιο της Επικράτειας διατύπωσε την αρχή αυτή ως ακολούθως:

"Τα όργανα, των οποίων απαιτείται κατά νόμον η σύμπραξις δια την παραγωγήν διοικητικής τινος πράξεως, δέον όπως παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως. Ο κανών ούτος δεν αποτελεί το περιεχόμενον ηθικού μόνον αιτήματος της Πολιτείας δικαίου, αλλά συνιστά και νομικήν επιταγήν, ής η παράβασις επάγει ακυρότητα, όταν δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέσις προς τα πρόσωπα, εις ά αφορά η κρινομένη υπόθεσις, ή συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργούσι τεκμήρια επηρεασμού του οργάνου, κλονίζοντα την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως αυτού."

 

Η γενική αυτή αρχή αποτελεί πλέον τη θεσμοθετημένη διάταξη του άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, το οποίο προνοεί:

 

«42(2)  Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της.»

 

Ιδιάζουσα σχέση είναι εκείνη η σχέση η οποία εκ των πραγμάτων παρουσιάζεται στα μάτια ενός καλόπιστου τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή να περιέχει στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν ή προδιαθέτουν μεροληπτική στάση.  Ως τέτοια, κρίθηκε η σχέση Γενικού Διευθυντή με ιδιαιτέρα γραμματέα του ή με το σύζυγο της ιδιαιτέρας του ή προϊσταμένου ο οποίος είχε βαπτίσει το παιδί ενδιαφερόμενου μέρους, όπως αποκαλύπτεται στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Σολωμού (ανωτέρω), Ερνεστίνα Σισμάνη και Άλλων ν. Γεώργιου Θεοδώρου και Άλλων (2007) 3 ΑΑΔ 420.

 

Η απόφαση Γιαννάκης Τσικουρής κα ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υποθ. Αρ. 925/2008 και 1152/2008 ημερ. 12/1/2011, στο λόγο της οποίας βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει ανατραπεί από την Ολομέλεια, με την απόφαση της Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ανωτέρω) στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Δεν θα συμφωνήσουμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία στηρίζει στη Σολωμού (ανωτέρω) ως προς την ερμηνεία της ιδιάζουσας σχέσης.  Τα γεγονότα της Σολωμού διαφοροποιούνται από την υπό κρίση περίπτωση.  Στη Σολωμού επρόκειτο για σχέση γενικού διευθυντή με την ιδιαιτέρα του, για να θεωρήσουμε ότι δημιουργήθηκε ιδιαίτερος δεσμός.  Στα λεχθέντα της υπό κρίση περίπτωσης εφαρμογής τυγχάνει, θεωρούμε ο λόγος της  Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429, 434:

 

«Εν πάση όμως περιπτώσει οι δύο αξιωματικοί ενεργούσαν υπό την υπηρεσιακή τους ιδιότητα, εκτελώντας τα επαγγελματικά τους καθήκοντα και όχι υπό την προσωπική τους ιδιότητα και δεν τίθεται ζήτημα δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης ή συμφέροντος, σε τέτοιες περιπτώσεις.  Συμφωνούμε, επομένως, με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν εγείρεται θέμα δημιουργίας τεκμηρίου προκατάληψης του προαναφερόμενου μέλους του συλλογικού οργάνου, έτσι ώστε να κλονίζεται η πεποίθηση του διοικουμένου στο αδιάβλητο της κρίσης του, και κατ' επέκταση να προκαλείται ακυρότητα της απόφασης, του συλλογικού οργάνου.»

 

Άλλωστε στην υπό κρίση περίπτωση το εν λόγω πρόσωπο ενεργούσε ως μέλος της επιτροπής υπό την υπηρεσιακή της ιδιότητα ως Διευθύντρια του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού και άμεσα προϊστάμενη όχι μόνο του ΕΜ αλλά και πολλών άλλων υπαλλήλων της Τράπεζας.  Παραμένει δε ως ουδέτερο γεγονός ότι άλλοι άμεσα προϊστάμενοι των διαδίκων δεν συμμετείχαν ως μέλη της Υπεπιτροπής.»

 

Η απόφαση της Ολομέλειας στην ΑΕ 168/2014 ημερ. 1/7/21, ECLI:CY:AD:2021:C292, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Κοντού κ.α., στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης υποδεικνύεται ότι αντικρούει την Τσικουρής (ανωτέρω), δεν έχει αυτή τη δυναμική.  Αντίθετα, επικαλείται την Τσικουρής εφαρμόζοντας την στα δικά της δεδομένα.

 

Στην τελευταία απόφαση Koντού (ανωτέρω), τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τα οποία προήχθηκαν, ήσαν η μια ιδιαιτέρα γραμματέας και ο άλλος, υφιστάμενος του μέλους, το οποίο συμμετείχε στην Επιτροπή.  Αποφασίστηκε πως για μεν την πρώτη υφίστατο ιδιάζουσα σχέση, για δε το δεύτερο πως όχι, τονίζοντας πως:

 

«Θα πρέπει να υπομνησθεί πως πρόκειται για ζήτημα αντικειμενικής αμεροληψίας και ανεξαρτήτως του καθήκοντος αποκάλυψης - όπως αυτό προκύπτει και ευθέως με το άρθρο 42(2) ανωτέρω, εκείνο που έχει σημασία είναι η ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης.  Δεν βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη Σολωμού.  Αντιθέτως, την εφάρμοσε ορθά και αναλογικά στην κρινόμενη περίπτωση, διαφοροποιώντας μάλιστα, τις έννοιες της ιδιαιτέρας γραμματέως μ' αυτή του απλού υπαλλήλου.»

 

Θεωρούμε πως η απλή επαγγελματική σχέση, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, η οποία δεν επεκτείνεται πέραν αυτής, δεν μπορεί από μόνη της, να δημιουργήσει στοιχεία μεροληψίας χωρίς επαρκή τεκμηρίωση.  Όπως έχει αναφερθεί, το θέμα της προκατάληψης θα πρέπει να στοιχειοθετείται με επάρκεια και δεν τεκμαίρεται, πόσο μάλλον τεκμηριώνεται με μόνη την ύπαρξη μιας επαγγελματικής σχέσης (Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 13η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 138, υποσημείωση 30).  Περαιτέρω στην απόφαση Christou v. Republic (1980) 3 CLR 437, δεν κρίθηκε να υπήρχε μεροληψία λόγω του γεγονότος ότι στη συνήθη άσκηση καθηκόντων του ένας λειτουργός συνέταξε δυσμενείς υπηρεσιακές εκθέσεις για υφιστάμενο του.  Το γεγονός πως δεν μετείχαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή, οι άμεσα προϊστάμενοι των εφεσιβλήτων, παραμένει όπως λέχθηκε στην Τσικκουρής, στοιχείο αδιάφορο.

 

Η παρούσα διακρίνεται από τις περιπτώσεις στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 ΑΑΔ 554, την οποία επίσης επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθόσον εκεί όχι μόνον υπήρχε αντιδικία του προϊστάμενου-μέλους κ. Παπαρίδη με το ΕΜ, αλλά η Συμβουλευτική Επιτροπή στην οποία μετείχε, θα αποφάσιζε για τα προσόντα του εκεί αιτητή κ. Χατζηχάννα, τα οποία αποτελούσαν ζήτημα που θα αποφασιζόταν στην προσφυγή που εκκρεμούσε, σε σχέση με την προαγωγή του κ. Παπαρίδη στη θέση του Διευθυντή Διοίκησης.  Ενδεχόμενη δε επιτυχία του εφεσίβλητου στην προσφυγή εκείνη θα επηρέαζε και την προαγωγή του κ. Παπαρίδη στη θέση του Διευθυντή Διοίκησης, υπό την οποία ιδιότητα συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Αποδοκιμασίας έτυχε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Καραγιώργης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1669, η ανάμειξη μέλους συλλογικού οργάνου, το οποίο είχε μακρά ανάμιξη σε δικαστική διαδικασία εναντίον του ΕΜ και υπήρχε σε εκκρεμότητα προσφυγή.

 

Παρόμοιας αντιμετώπισης έτυχε η συμμετοχή μέλους σε Συμβουλευτική Επιτροπή αφού ο Διευθυντής του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής που συμμετείχε, σε αυτή, είχε συνεχή δικαστική αντιπαράθεση με τον εφεσίβλητο, γεγονός το οποίο του αφαιρούσε την αμερόληπτη κρίση (Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Α. Αντωνίου, (2012) 3 ΑΑΔ 326 (απόφαση Ολομέλειας).

 

Θεωρούμε πως η κρινόμενη διακρίνεται ουσιωδώς από τις ανωτέρω εκτεθείσες περιπτώσεις, όπως ανωτέρω εξηγήσαμε.  Προτού εγκαταλείψουμε τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης αξίζει η ενασχόληση με την εισήγηση της συνηγόρου της εφεσείουσας ότι δεν διαμαρτυρήθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ούτε αντέδρασαν στην παρουσία του Δρ. Παπαγιάννη.  Αυτό, δεν μπορούσαν να το κάνουν, απαντά ο κ. Αγγελίδης, διότι ήταν το αδύνατο μέρος μπροστά σε μια Επιτροπή η οποία θα τα έκρινε.

 

Κρίνουμε πως θα μπορούσαν οι εφεσίβλητοι να ενστούν ή έστω να προβούν σε κάποια μνεία για τούτο το θέμα.  Η ένσταση του υποκείμενου στην κρίση της Επιτροπής, προσώπου, αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση του (Δαγτόγλου, ανωτέρω) και όπως τέθηκε νομολογιακά (Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655), «.όπως υποδείχθηκε και στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2007) 3 Α.Α.Δ. 116, ένας αιτητής θα πρέπει, εφόσον επιθυμεί να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό περί προκατάληψης, να τον θέσει ενώπιον του διοικητικού οργάνου με την πρώτη ευκαιρία, ώστε αυτό να τον εξετάσει, η δε διαδικασία να προχωρά απρόσκοπτα. Δεν είναι νοητό να εγείρεται τέτοιο ζήτημα μετά την έκβαση της όλης διαδικασίας και την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου και ιδιαίτερα ενώπιον του αναθεωρητικού Δικαστηρίου.» 

 

Συνεπώς, έχοντας κρίνει ότι η υπαλληλική σχέση μεταξύ προϊσταμένου και υπαλλήλου, δεν δημιουργεί άμεσα και χωρίς οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, ιδιάζουσα σχέση ή συμφέρον η οποία να οδηγεί σε προκατάληψη, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με όλο το σεβασμό,  δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Οι λόγοι έφεσης 1-3 επιτυγχάνουν.

 

Οι λόγοι έφεσης 4 μέχρι 6 πλήττουν τη διαπίστωση και κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέδωσε πλάνη στην ΕΔΥ στον τρόπο αξιολόγησης/αντιμετώπισης των προσόντων του εφεσίβλητου xxx Μιλτιάδους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε επισταμένως και ανέλυσε διεξοδικά το εγερθέν ζήτημα καταγράφοντας τα προσόντα των υποψηφίων όπως αυτά περιλήφθηκαν στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αργότερα της ΕΔΥ.

 

Το παράπονο του εφεσίβλητου Μιλτιάδους για τούτο το ζήτημα ήταν πως χωρίς δέουσα έρευνα και κατά πλάνη δεν συμπεριλήφθηκε ως επιπρόσθετη εκπαίδευση, η μετεκπαίδευση του στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών, η οποία διήρκησε από τις 6.11.1997 μέχρι τις 5.11.1998, διάστημα που εσφαλμένα κατά την άποψη του συγχωνεύθηκε στον χρόνο απόκτησης της ειδικότητας.

 

Η καθ' ης η αίτηση/εφεσείουσα απάντησε σε αυτή τη θέση, ότι η εν λόγω μετεκπαίδευση αποτελούσε μέρος της επιβαλλόμενης εκπαίδευσης για τη συμπλήρωση της ειδικότητας στην ορθοπεδική, ότι ο αιτητής/εφεσίβλητος δεν είχε προσκομίσει οποιαδήποτε αναγνώριση αυτής της εξειδίκευσης από το Ιατρικό Συμβούλιο και ότι εν πάση περιπτώσει τη συγκεκριμένη εξειδίκευση κατείχε και το ΕΜ.

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως:

 

«Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα πρακτικά της ΕΔΥ που υιοθέτησε τα ευρήματα της πρώτης, δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε ενασχόληση με τη συγκεκριμένη πτυχή. Οι εξηγήσεις που δίδονται στις αγορεύσεις των δικηγόρων, συνιστούν εκ των υστέρων επιχειρηματολογία που δεν μπορεί να συμπληρώσει το κενό που εντοπίζεται, εφόσον τα σχετικά σχόλια θα έπρεπε να καταγράφονται από τα αρμόδια όργανα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης (βλ. Δημοκρατία v. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).

 

Στην αίτηση (Γεν. 6) που υποβλήθηκε από τον αιτητή, σημειώνεται στη στήλη Εκπαίδευση/ Προσόντα η μετεκπαίδευση Παιδοορθοπεδικής στο Νοσοκομείο Παίδων "Αγλαΐα Κυριακούˮ από 11/1997 μέχρι 11/1998 και επισυνάπτεται βεβαίωση του Διευθυντή της Β΄ Ορθοπεδικής Κλινικής του πιο πάνω νοσοκομείου ότι ο αιτητής, κατά το πιο πάνω διάστημα παρακολούθησε τις σχετικές εργασίες και το εκπαιδευτικό έργο και συμμετείχε ενεργά σε όλες τις δραστηριότητες της κλινικής (εφημερίες, χειρουργεία και εξωτερικά ιατρεία). Επισυνάπτεται επίσης λίστα με τα χειρουργεία τα οποία εκτέλεσε ή συμμετείχε ως βοηθός ο αιτητής.

 

Σύμφωνα με άλλο έγγραφο που επισυνάφθηκε στην αίτηση του και το οποίο αφορά βεβαίωση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ημερομηνίας 30/10/1997, η εκπαίδευση του στην Ορθοπεδική ολοκληρώθηκε στις 31/10/1997.»

 

Αποτέλεσε εν τέλει διαπίστωση του, η οποία δεν προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης, πως ήταν πρόδηλο από τα στοιχεία και έγγραφα του εφεσίβλητου Μιλτιάδους, ότι το διάστημα της υπηρεσίας του στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» από 6.11.1997 έως 5.11.1998, αποτελούσε μια επιπρόσθετη εξειδίκευση στην Παιδοορθοπεδική, γεγονός που καθιστούσε αβάσιμους τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και του ΕΜ, ότι η συγκεκριμένη μετεκπαίδευση συγχωνεύτηκε ή αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης για την απόκτηση της ειδικότητας του στην Ορθοπεδική.

 

Η θέση της εφεσείουσας ότι σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας όλα τα προσόντα των υποψηφίων ήσαν ενώπιον, τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και της ΕΔΥ και δόθηκε η δέουσα σημασία σ΄ αυτά, ενώ η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπου περιέχονται τα προσόντα όλων των υποψηφίων και επομένως λήφθηκε υπόψη και το διάστημα της υπηρεσίας του αιτητή στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐας Κυριακού», δεν δύναται να καλύψει το κενό της μη αναφοράς στην υποειδικότητα και το ενδεχόμενο της εμφιλοχώρησης πλάνης στο έργο της αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων «η οποία ενόψει της ειδικότητας της επίδικης θέσης και του θέματος της πρόσθετης εξειδίκευσης του αιτητή καθίσταται ουσιώδης».

 

Η υιοθέτηση από την ΕΔΥ της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην οποία δεν καταγράφεται ξεκάθαρα η υποειδικότητα του εφεσίβλητου, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε - χωρίς να εφεσιβληθεί - ότι αποτελούσε μια πρόσθετη εξειδίκευση, δεν αποκλείει την πιθανότητα πλάνης, όπως εξηγήθηκε στην Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 546:

 

«Δεδομένου ότι και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση, αφού δεν μπορεί το Δικαστήριο να πιθανολογήσει ή να υποθέσει ποια θα ήταν η άποψη της διοίκησης, αν είχε ενώπιόν της τα ορθά δεδομένα, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να θεωρήσουμε ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, κατ' επέκταση, η απόφαση της Επιτροπής είναι τρωτή, ως προϊόν ουσιώδους πλάνης, πλημμελούς έρευνας και έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228).»

 

Εύστοχη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ίδια ακριβώς παράλειψη, αποδοκιμάστηκε από το Δικαστήριο σε μια άλλη προσφυγή του εφεσίβλητου Μιλτιάδους εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους και ενός άλλου υποψηφίου, στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης. Πρόκειται για την υπόθεση xxx Μιλτιάδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 94/2004, ημερομηνίας 26/5/2005, στην οποία επίσης παραλείφθηκε αναφορά στην ειδικότητα της παιδοορθοπεδικής, και λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

 «Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Είναι αν μη τι άλλο αμφίβολο κατά πόσο η ΕΔΥ, αναφερόμενη στα "υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων", και δη μετά την αναφορά στα "προσόντα των υποψηφίων", υπονοεί ότι, παρά τη σχετική παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εντόπισε από την αίτηση του αιτητή για διορισμό την εξειδίκευσή (μετεκπαίδευση) του για ένα χρόνο στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής και την έλαβε δεόντως υπόψη. Η πιθανολόγηση ουσιώδους πραγματικής πλάνης είναι αναπόφευκτη."

 

 

     Εκείνο το οποίο η ΕΔΥ οφείλει να πράττει, άλλως πως δημιουργείται ασάφεια, η οποία δεν αποκλείει την εμφιλοχώρηση πλάνης και τη μη δέουσα έρευνα, είναι η ενασχόληση με τα προσόντα των υποψηφίων και όχι η απλή αναφορά και χρήση της φράσης «λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα» χωρίς ενασχόληση με αυτά, όταν ιδίως εγείρεται ζήτημα, όπως εδώ, πρόσθετης ειδικότητας.  (Δέστε επίσης xxx Παπαδόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Α.Ε. 10/2015, ημερ. 4/10/2021), ECLI:CY:AD:2021:C445.

 

     Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης 4-6 αποτυγχάνουν και επικροτούμε όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε περί πλάνης της ΕΔΥ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης η οποία την οδηγεί σε ακύρωση.

 

     Η έφεση ως ανωτέρω, απορρίπτεται.

 

     Δεδομένης της μερικής επιτυχίας αυτής, επιδικάζονται έξοδα €1.000 σε ένα έκαστο των εφεσιβλήτων, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.

 

                                                          Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                                   Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                                   Α. Πούγιουρου, Δ.

 

                                                                   Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                                   Ν. Σάντης, Δ.

/ΚΑΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο