ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C417
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 15/2015)
4 Οκτωβρίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
XXX ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης/Καθ'ης η Αίτηση.
Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερ. 22/12/2014 με την οποία απερρίφθη η Προσφυγή του Εφεσείοντα με αρ. 1829/2012, με την οποία προσέβαλε την Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εφεξής ΕΕΥ) να απορρίψει το αίτημα του για εγγραφή στους Πίνακες Διοριστέων Καθηγητών XXXXX.
Ο Εφεσείων με την παρούσα Έφεση προέβαλε έξι Λόγους Έφεσης που αφορούν την ορθότητα της εκκαλούμενης Απόφασης.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης θεωρούμε χρήσιμη μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης για καλύτερη αντίληψη των γεγονότων που προηγήθηκαν της επίδικης Απόφασης της Επιτροπής.
Ο Εφεσείων είναι κάτοχος των τίτλων Diploma of Technician Engineer in Electrical Engineering από το XXXXX, Certificate in Programming and Data Processing από το XXXXX, B.Sc. in Electrical Engineering από το ίδιο Πανεπιστήμιο και M.Sc. in Electrical Engineering επίσης από το XXXXX.
Στις 14/9/2001 ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών XXXXX. Η Επιτροπή τον κάλεσε να προσκομίσει από το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (εφεξής ΚΥΣΑΤΣ) Πιστοποιητικό Αναγνώρισης της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου του B.Sc. in Electrical Engineering προς πτυχίο Πανεπιστημίου στον Κλάδο Πληροφορικής, προτού προχωρήσει στη λήψη τελικής απόφασης για εγγραφή του ή μη στον Πίνακα Διοριστέων. Ο Εφεσείων αντέδρασε με την καταχώρηση τριών Προσφυγών με αρ. XXXXX/2002, XXXXX/2004 και XXXXX/2008. Η μία εξ' αυτών, η υπ' αρ. XXXXX/2002, απεσύρθη, ενώ στις Προσφυγές υπ' αρ. XXXXX/2004 και XXXXX/2008 εκδόθηκαν, στις 23/11/2006 και 6/2/2009, αντίστοιχες αποφάσεις. Στην πρώτη υπόθεση η Προσφυγή πέτυχε, ενώ στη δεύτερη η Προσφυγή απερρίφθη.
Ακολούθησαν νέες επιστολές από μέρους του Εφεσείοντα με τις οποίες ζήτησε επανεξέταση της Αίτησης του για εγγραφή στον Πίνακα Διοριστέων, επικαλούμενος τις περιπτώσεις άλλων εκπαιδευτικών με όμοια πτυχία, οι οποίοι, κατά τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα, είχαν τύχει διαφορετικού χειρισμού και είχαν περιληφθεί στον εν λόγω Πίνακα. Και πάλι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε το όνομα του στον Πίνακα Διοριστέων, με αποτέλεσμα αυτή τη φορά ο Εφεσείων να καταχωρήσει την Προσφυγή υπ' αρ. 118/2010, την οποία, όμως, απέσυρε στη συνέχεια. Ακολούθησε επανάληψη του αιτήματος του Εφεσείοντα για επανεξέταση της απόφασης της Επιτροπής, η οποία έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο που να αιτιολογεί αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασής της, αναμένοντας από τον Εφεσείοντα να υποβάλει Πιστοποιητικό Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών από το ΚΥΣΑΤΣ, όπως του είχε ζητηθεί προηγουμένως. Με νέα επιστολή εκ μέρους του Εφεσείοντα, ημερ. 29/6/2012, ζητήθηκε ξανά επανεξέταση της αίτησης του. Στην εν λόγω επιστολή ο Εφεσείων επισύναψε επιστολή του ΚΥΣΑΤΣ, ημερ. 23/8/2002, σύμφωνα με την οποία οι τίτλοι του Certificate in Programming and Data Processing, B.Sc., M.Sc. και Diploma of Technician Engineer δεν αναγνωρίζονταν ως ισότιμα προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον Κλάδο Πληροφορικής γιατί αφορούσαν τον Κλάδο Electrical Engineering και όχι τον Κλάδο Πληροφορικής. Η Επιτροπή, εξετάζοντας περαιτέρω την αίτηση του Εφεσείοντα αποφάσισε να την απορρίψει γιατί ο Εφεσείων δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα για διορισμό στη θέση Καθηγητή XXXXX. Ενημερώθηκε σχετικά ο δικηγόρος του Εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 16/10/2012.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το δημιουργηθέν δεδικασμένο από την ακυρωτική Απόφαση στην Προσφυγή XXXXX/2004 ήταν μόνον ότι η Επιτροπή δεν είχε δώσει δέουσα αιτιολογία ως προς τη συγκριτική διαφορά των δύο πτυχίων, Εφεσείοντα και Παφίτη, σε συνάρτηση με το ότι δεν είχε διερευνήσει τα προσόντα του Εφεσείοντα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αναμενόταν η απάντηση του ΚΥΣΑΤΣ και ότι δεν υπάρχει στην υπό κρίση υπόθεση παραβίαση του δεδικασμένου και/ή ότι η Εφεσίβλητη συμμορφώθηκε πλήρως προς το δεδικασμένο που απέρρεε από την ακυρωτική Απόφαση ημερ. 23/11/2006 στην Προσφυγή του Εφεσείοντα με αρ. XXXXX/2004.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και υπό πλάνη έκρινε ότι η απορριπτική Απόφαση στην Προσφυγή του Εφεσείοντα με αρ. XXXXX/2008, ημερ. 6/2/2009, δημιούργησε δεδικασμένο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί παραβίασης του δεδικασμένου της Προσφυγής XXXXX/2004 και περαιτέρω, εσφαλμένα και υπό πλάνη στήριξε την πιο πάνω κρίση του στο ότι κατά της πιο πάνω απορριπτικής Απόφασης στην Προσφυγή 203/2008 δεν υπήρξε έφεση και δεν αναφέρθηκε από τον Εφεσείοντα, αναφορικά με την ύπαρξη έφεσης, κάτι διαφορετικό.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Εφεσίβλητη δεν χρειαζόταν, μετά την ακυρωτική Απόφαση στην Προσφυγή του Εφεσείοντα υπ' αρ. XXXXX/2004 και κατά την επανεξέταση, να προβεί σε επακριβή αναφορά των προσόντων του Παφίτη διότι εκείνα ήταν δεδομένα και, ως εκ τούτου, απόλυτα αντιφατικά προς προηγηθείσα κρίση του, απέρριψε ως «μικροσκοπικό» το σχετικό ισχυρισμό του Εφεσείοντα.
Με τον τέταρτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν στερείται αιτιολογίας και ότι εσφαλμένα απερρίφθη ο ισχυρισμός του ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση έπασχε από έλλειψη δέουσας και/ή νόμιμης αιτιολογίας.
Μέσω του πέμπτου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι εσφαλμένα απερρίφθησαν και/ή δεν εξετάστηκαν οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση έπασχε λόγω αντιφατικότητας και ως αντίθετη στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της ίσης μεταχείρισης.
Τέλος, μέσω του έκτου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή του, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς του αναφορικά με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης Απόφασης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε και/ή έσφαλε ως προς το ποιο ήταν πραγματικά το πεδίο του δεδικασμένου της ακυρωτικής Απόφασης στην Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2004, με αποτέλεσμα να σφάλλει και ως προς το κατά πόσο υπήρξε ή όχι συμμόρφωση με το εν λόγω δεδικασμένο.
Συναφής με τον πρώτο Λόγο Έφεσης είναι και ο τρίτος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, μετά την ακυρωτική Απόφαση στην Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2004 και κατά την επανεξέταση, ότι η Εφεσίβλητη Επιτροπή δεν χρειαζόταν να προβεί σε επακριβή αναφορά των προσόντων του Παφίτη διότι εκείνα ήταν δεδομένα.
Όπως είναι αντιληπτό, προέχει, στο πλαίσιο εξέτασης των Λόγων Έφεσης 1 και 3, η αναφορά στην προηγηθείσα ακυρωτική Απόφαση στην υπ' αρ. XXXXX/2004 Προσφυγή.
Εκεί, προσβαλλόμενη πράξη ήταν η Απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει το νέο αίτημα του Εφεσείοντα για εγγραφή στον Πίνακα Διοριστέων XXXXX, παρά τα νέα στοιχεία που είχε προσκομίσει. Είχε τεθεί, επίσης, ζήτημα ότι υπήρξε διορισμός άλλου προσώπου με πτυχίο όμοιο με το δικό του Εφεσείοντα και ο Εφεσείων ζήτησε όπως το θέμα των προσόντων του επανεξεταστεί. Η Επιτροπή, απορρίπτοντας το αίτημα του, έκρινε ότι το άλλο άτομο που, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα, είχε τύχει διορισμού με πτυχίο όμοιο με το δικό του, ο Π., ήταν κάτοχος πτυχίου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού από το XXXXX και ότι, σύμφωνα με την Απόφαση Πολιτικής της Επιτροπής ημερ. 14/1/2002, το προσόν αυτό ήταν αποδεκτό για εγγραφή του στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, γιατί από τη μελέτη του περιεχομένου των σπουδών αυτών προέκυπτε ότι καλύπτονταν οι τρεις γνωστικές περιοχές της επιστήμης της Πληροφορικής/Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, ήτοι προγραμματισμός, βάση δεδομένων και δίκτυα πληροφοριών. Το περιεχόμενο των σπουδών του Εφεσείοντα ήταν διαφορετικό.
Το Δικαστήριο στην πιο πάνω Προσφυγή (XXXXX/2004) ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη λόγω έλλειψης αιτιολογίας στη βάση του ότι η απλή αναφορά ότι από τη σύγκριση των ακαδημαϊκών προσόντων των δύο - ήτοι του Εφεσείοντα και του Π. - αυτά διέφεραν, δεν προέκυπτε τέτοια αιτιολογία για να μπορεί να διαπιστωθεί τι είχε υπόψη της η Επιτροπή, ούτε είχε γίνει η αναγκαία διερεύνηση με σκοπό τη διαπίστωση των ουσιαστικών γεγονότων. Κρίθηκε, επίσης, ότι ούτε η Απόφαση της Επιτροπής που προηγήθηκε, ημερ. 7/2/2002, ότι η τελική Απόφαση για τα προσόντα του Εφεσείοντα θα λαμβάνετο μετά την απάντηση του ΚΥΣΑΤΣ, θεράπευε την παράλειψη της να διερευνήσει και να αιτιολογήσει γιατί τα προσόντα του Εφεσείοντα και του Π. ήταν διαφορετικά, σε βαθμό που απέκλειαν την εγγραφή του Εφεσείοντα στον Πίνακα Διοριστέων.
Όπως ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, «το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στην υπ' αρ. XXXXX/2004, προσφυγή, ήταν ότι η Επιτροπή δεν είχε δώσει δέουσα αιτιολογία ως προς τη συγκριτική διαφορά των δύο πτυχίων, αιτητή και Π., σε συνάρτηση με το ότι δεν είχε διερευνήσει τα προσόντα του αιτητή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αναμενόταν η απάντηση του ΚΥΣΑΤΣ».
Ως προς το εύρος εξέτασης σε περίπτωση ακυρωτικής Απόφασης και τη διαδικασία επανεξέτασης, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Πίλλα, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 51/2011, ημερ. 22/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:C573:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.
Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110).»
Στην προσβαλλόμενη Απόφαση, όπως προκύπτει και όπως ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η Επιτροπή ρητά πλέον ανέφερε ότι είχε μελετήσει το υποβληθέν σε αυτή Πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ, ημερ. 23/8/2002, το οποίο είχε υποβάλει στην Επιτροπή ο Εφεσείων με την επιστολή του ημερ. 2/7/2012, στη βάση του οποίου διαφαινόταν ότι οι τίτλοι που απέκτησε, ως κατεγράφησαν πιο πάνω, δεν αναγνωρίζονταν ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο σπουδών της Πληροφορικής διότι αφορούσαν τον κλάδο Electrical Engineering και όχι τον κλάδο Πληροφορικής.
Ως εκ τούτου, η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή είχε συμμορφωθεί πλήρως με το δεδικασμένο έχοντας διεξαγάγει δέουσα έρευνα και δίδοντας ως λόγο της απόρριψης του αιτήματος του Εφεσείοντα για εγγραφή στον Πίνακα Διοριστέων XXXXX την ανισοτιμία των τίτλων σπουδών του με τον κλάδο της Πληροφορικής, ήταν απόλυτα ορθή.
Η θέση του Εφεσείοντα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, ως όφειλε εκ του δεδικασμένου, κατά πόσο το πτυχίο του κάλυπτε τις τρεις γνωστικές περιοχές που είχε καθορίσει η Απόφαση Πολιτικής, ημερ. 14/1/2002, δεν ευσταθεί. Η Απόφαση της Επιτροπής με την οποία απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντα ήταν πλήρως αιτιολογημένη και αναφερόταν αναλυτικά στην εκπαίδευση του Εφεσείοντα.
Ούτε η θέση του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε την ελάχιστη έστω αναφορά στην επιβαλλόμενη από το δεδικασμένο υποχρέωση αιτιολογημένης σύγκρισης των πτυχίων Π. και Εφεσείοντα, στην υποχρέωση διερεύνησης τούτων στο πλαίσιο πλήρους αιτιολογίας, ευσταθεί.
Όπως ορθά τέθηκε το όλο ζήτημα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τους ισχυρισμούς περί παραβίασης του δεδικασμένου, τους οποίους χαρακτήρισε ως «μικροσκοπικούς και λεπτομερείς επί μέρους», η ουσία του όλου ζητήματος εξαντλείτο στο γεγονός ότι η Επιτροπή είχε επανεξετάσει το θέμα, είχε ενώπιον της τη θέση του ΚΥΣΑΤΣ και είχε κρίνει στη βάση όλων των δεδομένων ότι ο Εφεσείων δεν είχε τα προσόντα εγγραφής στον Πίνακα Διοριστέων XXXXX. Σε ό,τι δε αφορά τα προσόντα του Π., πολύ εύστοχα επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εκείνα ήταν δεδομένα, με αποτέλεσμα να μην ήτο αναγκαία η επακριβής αναφορά σε αυτά, ενώ, αντιθέτως, υπήρξε λεπτομερής αναφορά στα δεδομένα του ιδίου του Εφεσείοντα. Η Επιτροπή, ως όφειλε, βάσει της Απόφασης στην Προσφυγή XXXXX/2004 εξέτασε και αναφέρθηκε ενδελεχώς στα προσόντα του Εφεσείοντα. Ο Π. ήταν κάτοχος πτυχίου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού από το XXXXX και το πτυχίο του καλύπτετο από την Απόφαση Πολιτικής της Επιτροπής. Ορθά και καθόλα νόμιμα η Επιτροπή εξέτασε τα προσόντα του Εφεσείοντα και κατά πόσο αυτά θα μπορούσαν να του δώσουν το δικαίωμα να εγγραφεί στον Πίνακα Διοριστέων XXXXX. Με άλλα λόγια, τα προσόντα του Π. ήταν δεδομένα και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ανάλυση - σε σχέση με αυτά - από την Επιτροπή. Η εξέταση που έπρεπε να γίνει και έγινε από την Επιτροπή, αφορούσε τα προσόντα του Εφεσείοντα.
Ο πρώτος και τρίτος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.
Μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης προβάλλεται, εν πρώτοις, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και υπό πλάνη έκρινε ότι η απορριπτική Απόφαση στην Προσφυγή του Εφεσείοντα υπ' αρ. XXXXX/2008, ημερ. 6/2/2009, είχε δημιουργήσει δεδικασμένο και κατά δεύτερο, ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη είχε στηρίξει την πιο πάνω κρίση του στο ότι κατά της πιο πάνω απορριπτικής Απόφασης δεν υπήρξε έφεση.
Για τους σκοπούς εξέτασης του πιο πάνω Λόγου Έφεσης κρίνεται και εδώ σκόπιμη η αναφορά στα γεγονότα της Προσφυγής υπ' αρ. XXXXX/2008 και στο τι ακριβώς είχε αποφασιστεί.
Στην Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2008 προσβαλλόμενη πράξη ήταν η Απόφαση της Επιτροπής που εκδόθηκε στο πλαίσιο συνεδρίας της, ημερ. 14/11/2007, ότι για να μπορέσει να ολοκληρώσει την εξέταση της αίτησης του Εφεσείοντα με την οποία ο τελευταίος ζητούσε εκ νέου να γίνει δεκτό το αίτημά του για εγγραφή στον Πίνακα Διοριστέων, θα έπρεπε να απευθυνθεί ο ίδιος στο ΚΥΣΑΤΣ και να ζητήσει αναγνώριση των τίτλων του, όπως είχε επανειλημμένα καθοδηγηθεί και με προηγούμενες επιστολές της Επιτροπής.
Η εν λόγω Απόφαση είχε ληφθεί στο πλαίσιο της Απόφασης της Επιτροπής να επανεξετάσει την υπόθεση, ενόψει του αποτελέσματος της ακυρωθείσας Απόφασης στην Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2004.
Όπως αναφέρεται στην εν λόγω Προσφυγή στη βάση της Απόφασης στην υπ' αρ. XXXXX/2004 Προσφυγή και για σκοπούς διενέργειας ενδελεχούς έρευνας των ακαδημαϊκών προσόντων του Εφεσείοντα, η Επιτροπή είχε αποστείλει επιστολή στο ΚΥΣΑΤΣ, ημερ. 22/2/2007, ζητώντας να πληροφορηθεί αν οι τίτλοι του Εφεσείοντα δικαιολογούσαν εγγραφή του στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής. Το ΚΥΣΑΤΣ είχε απαντήσει στις 26/3/2007 ότι προς αξιολόγηση των τίτλων σπουδών θα πρέπει να υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο σχετική αίτηση στη βάση του Άρθρου 10(1) του περί Αναγνωρίσεως Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/1996.
Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την Προσφυγή έκρινε ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα γιατί, σύμφωνα με το περιεχόμενό της, δεν αποφάσιζε επί της αιτήσεως του Εφεσείοντα, αλλά τον πληροφορούσε ότι πρώτα έπρεπε να απευθυνθεί ο ίδιος προσωπικά στο ΚΥΣΑΤΣ για εξέταση των πτυχίων του και μετά η ίδια, βάσει γνωμοδότησης του ΚΥΣΑΤΣ, θα προχωρούσε να εξετάσει αν ο Εφεσείων πληρούσε τις προϋποθέσεις για εγγραφή στο σχετικό Κατάλογο.
Με βάση τα πιο πάνω και το τι πραγματικά αποφασίστηκε στην Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2008, η θέση του Εφεσείοντα ότι η απορριπτική Απόφαση στην εν λόγω Προσφυγή δεν δημιούργησε δεδικασμένο, όπως λανθασμένα αναφέρθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και ότι είχε ασκηθεί έφεση εναντίον της, είναι ορθή. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι όπως προέκυπτε από σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερ. 1/12/2011, η Αναθεωρητική Έφεση XXXXX/2009, η οποία είχε ασκηθεί από τον Εφεσείοντα κατά της απορριπτικής Απόφασης στην Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2008 είχε αποσυρθεί στη βάση σχετικών δηλώσεων που είχαν γίνει από τους συνηγόρους των διαδίκων.
Η διαπίστωση αυτή, όμως, δεν αναιρεί και ούτε επηρεάζει τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σε σχέση με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα περί παραβίασης του δεδικασμένου που προέκυψε από την Προσφυγή υπ΄αρ. XXXXX/2004. Εν ολίγοις, ανεξάρτητα από τις αναφορές του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την Προσφυγή υπ' αρ. XXXXX/2008, σε σχέση με τη δημιουργία ή μη δεδικασμένου υπέρ της Επιτροπής, γεγονός παραμένει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς και δεόντως γιατί δεν υπήρξε, εν προκειμένω, παραβίαση δεδικασμένου από την ακυρωτική Απόφαση στην Προσφυγή XXXXX/2004.
Ο δεύτερος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του τέταρτου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση έπασχε από έλλειψη δέουσας και/ή νόμιμης αιτιολογίας.
Ως αιτιολογία του εν λόγω Λόγου προβάλλεται ότι η Εφεσίβλητη απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντα, με μοναδικό λόγο την κρίση του ΚΥΣΑΤΣ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το δεδικασμένο της Προσφυγής υπ' αρ. XXXXX/2004 και χωρίς να αιτιολογεί την απόρριψη του αιτήματος του σε σχέση και σε συνάρτηση με την Απόφαση Πολιτικής, ημερ. 14/1/2002, τα προσόντα του Π., τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου που, όπως υποστηρίχθηκε, συνηγορούσαν υπέρ της έγκρισης του αιτήματός του.
Όπως ορθά επισημαίνεται από την ευπαίδευτη δικηγόρο της Εφεσίβλητης, η αιτιολογία της απόρριψης του αιτήματος του Εφεσείοντα φαίνεται στο σώμα της Απόφασης και συνακόλουθα της επιστολής της Επιτροπής προς το δικηγόρο του Εφεσείοντα και συμπληρώνεται και από το φάκελο της υπόθεσης. Όπως δε προκύπτει, η Απόφαση της Επιτροπής δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην Απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ, ως διατείνεται ο Εφεσείων, αλλά η Επιτροπή προέβη και σε δική της έρευνα και εξέταση των προσόντων του Εφεσείοντα.
Ο τέταρτος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του πέμπτου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και/ή δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς του ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση πάσχει λόγω αντιφατικότητας και ως αντίθετη στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Πέραν της επανάληψης των όσων ήδη έχουν αναφερθεί πιο πάνω, αναφορικά με την παραβίαση του δεδικασμένου, ο Εφεσείων, μεταξύ άλλων, επικαλέστηκε το γεγονός της χορήγησης στον Εφεσείοντα άδειας από το Υπουργείο Παιδείας από το 1993 να διδάξει σε ιδιωτικό σχολείο ως Καθηγητής Πληροφορικής, υποστηρίζοντας ότι μέσω τέτοιων δεδομένων διαμορφώθηκε μια πραγματική κατάσταση την οποία η Διοίκηση αντιφατικά και κακόπιστα ανέτρεψε, κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη προς αυτή.
Όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε στην πρωτόδικη Απόφαση, τα πιο πάνω «αναιρούν στην ουσία το ίδιο το ΚΥΣΑΤΣ και την ύπαρξη του». Όπως είναι δε πάγια νομολογημένο, η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας ανήκει στο διοικητικό όργανο και το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή το αρμόδιο όργανο - που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Επιτροπή - υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347, Σκαπούλης κ.ά. ν. xxx Λοΐζου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 148 και xxx Χαρή ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 37/2012, ημερ. 7/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C64).
Το δε καθήκον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι να εξετάζει κατά πόσο η έρευνα της αρμόδιας αρχής είναι, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, η δέουσα (Ταλιαδώρος ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 120/2010, ημερ. 20/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:C310).
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, στη σελίδα 127:
«Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. . Αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι το κατά πόσο η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι στη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί με το αντικείμενο της έρευνας παράγοντες.»
Δεν συμφωνούμε με τη θέση του Εφεσείοντα ότι η Επιτροπή έπρεπε να στηριχθεί στο γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας είχε εγκρίνει τη διδασκαλία του Εφεσείοντα σε ιδιωτικά σχολεία. Όπως ορθά αναφέρεται στην πρωτόδικη Απόφαση «το γεγονός ότι ο αιτητής διδάσκει σε ιδιωτικά σχολεία, όπως και ο ίδιος ο αιτητής δέχεται, με βάση άλλες συνθήκες εργασίας, αλλά και ιδιωτική σύμβαση εργοδότησης, δεν αποδυναμώνει το έργο, την ευθύνη και το καθήκον της ίδιας της Επιτροπής να ερμηνεύσει το Σχέδιο Υπηρεσίας και να βεβαιωθεί, εν ανάγκη ζητώντας από υποψήφιο αιτητή να αποταθεί και να λάβει πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ, προς αποδοχή του για εγγραφή στον αρμόδιο κατάλογο». Με δεδομένο δε ότι αρμόδιο όργανο δυνάμει του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχή Σχετικών Πληροφοριών Νόμου 68(Ι)/1996 για αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας είναι το ΚΥΣΑΤΣ, ορθή, επίσης, ήταν και η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «το ΚΥΣΑΤΣ είναι ως ήδη αναφέρθηκε το μόνο αρμόδιο όργανο να πιστοποιεί αναγνωριστικά ισοτιμίας και αντιστοιχίας με το Νόμο υπ' αρ. 68(Ι)/1996, το δε Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα. Επομένως, το ότι το Υπουργείο έχει δώσει άδεια για διδασκαλία του μαθήματος των ηλεκτρονικών υπολογιστών ουδόλως παραμερίζει την ανάγκη πιστοποίησης από το ΚΥΣΑΤΣ .».
Ο πέμπτος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του έκτου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή του, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς του αναφορικά με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης Απόφασης.
Ως αιτιολογία του εν λόγω Λόγου αναφέρεται ότι ο Εφεσείων, πέραν της παραβίασης του δεδικασμένου της ακυρωτικής Απόφασης στην Προσφυγή XXXXX/2004 και της μη αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης Απόφασης, ήγειρε και άλλους ισχυρισμούς περί παραβίασης των αρχών επανεξέτασης, περί ελλιπούς έρευνας, περί αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης και παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, οι οποίοι ισχυρισμοί, όπως υποστηρίχθηκε, δεν εξετάστηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Δεν έχουμε διαπιστώσει να προβλήθηκαν από τον Εφεσείοντα ισχυρισμοί οι οποίοι να μην έτυχαν εξέτασης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Θεώρηση της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου καταδεικνύει ότι αυτή ήτο πλήρως και δεόντως τεκμηριωμένη. Σε συμφωνία δε με τα όσα σχετικά υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, λέμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλους τους λόγους ακύρωσης που προέβαλε η πλευρά του Εφεσείοντα στην Προσφυγή του, αιτιολογώντας πλήρως τους λόγους απόρριψής τους.
Ο έκτος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.