ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A464
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 148/2020)
19 Οκτωβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείοντες/Καθ'ων η Αίτηση,
ν.
1. xxx ΚΕΚΚΟΥ (Προσφυγή 1247/2016)
2. xxx ΗΛΙΑ (Προσφυγή 1270/2016)
3. xxx ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΟΣ
(Προσφυγή 1274/2016)
4. xxx ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ (Προσφυγή 1274/2016)
Εφεσίβλητων/Αιτητών.
________________________________________________
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες/Καθ'ων η Αίτηση.
Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσίβλητο/Αιτητή στην Προσφυγή 1247/2016.
Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια στην Προσφυγή 1270/2016.
Δ. Καρά (κα) με Π. Δανιήλ (κα), για Αντώνης Κ. Καράς ΔΕΠΕ, για τις Εφεσίβλητες/Αιτήτριες στην Προσφυγή 1274/2016.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερ. 7/8/2020 στις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές με αριθμούς 1247/2016, 1270/2016 και 1274/2016, που είχε ως αντικείμενο την προαγωγή των Ενδιαφερόμενων Μερών, αντί των Εφεσίβλητων/Αιτητών, στη μόνιμη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού [Κλίμακες Α8 και Α9(i)], Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής επίδικες θέσεις).
Με την πρωτόδικη Απόφαση το Διοικητικό Δικαστήριο έκαμε δεκτή την Προσφυγή υπ' αρ. 1247/2016 και ακύρωσε τις προαγωγές στις επίδικες μόνιμες θέσεις των Ενδιαφερόμενων Μερών Λυσάνδρου, Πασιά, Κούβαρου, Κουλέρμου και Μασούρη, όπως, επίσης, έκαμε δεκτή και την Προσφυγή υπ' αρ. 1274/2016 και ακύρωσε τις προαγωγές στις επίδικες θέσεις των Ενδιαφερόμενων Μερών Λάμπρου και Γαβριηλίδη.
Όσον αφορά την Προσφυγή υπ' αρ. 1270/2016, ενόψει της ακύρωσης της προαγωγής στις επίδικες θέσεις των Ενδιαφερόμενων Μερών Πασιά, Κούβαρου, Κουλέρμου και Μασούρη στην Προσφυγή υπ' αρ. 1247/2016, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Προσφυγή υπ' αρ. 1270/2016 είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και την απέρριψε.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας οι επίδικες θέσεις είναι θέσεις προαγωγής για τη διεκδίκηση των οποίων απαιτούντο, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα προσόντα:
«(1) Δεκαεξαετής τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού και/ή στις προηγούμενες καλούμενες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και Ασφαλιστικού Λειτουργού, 2ης και 3ης Τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Σημείωση: Αναφορικά με τους Βοηθούς Ασφαλιστικούς Λειτουργούς που υπηρετούσαν κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας:
(α) Αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με το αναφερόμενο στην παράγραφο (1) πιο πάνω απαιτούμενο προσόν, μπορούν να είναι υποψήφιοι και υπάλληλοι με ενδεκαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και στις προηγούμενες καλούμενες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και Ασφαλιστικού Λειτουργού 2ης και 3ης Τάξης, από την οποία μονοετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.»
(β) Αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι οι οποίοι να κατέχουν το στην παράγραφο (1) πιο πάνω απαιτούμενο προσόν ή το προσόν που αναφέρεται στη Σημείωση (α) πιο πάνω, μπορούν να είναι υποψήφιοι και υπάλληλοι με ενδεκαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και στις προηγούμενες καλούμενες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και Ασφαλιστικού Λειτουργού 2ης και 3ης Τάξης.»
Είναι χρήσιμη μια αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή του, ημερ. 13/1/2016, προς την ΕΔΥ, ζήτησε την πλήρωση, μεταξύ άλλων, επτά κενών μόνιμων θέσεων Ασφαλιστικού Λειτουργού [Κλίμακες Α8 και Α9(i)], Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η ΕΔΥ εξετάζοντας το θέμα της πλήρωσης των επίδικων θέσεων σε συνεδρίαση της, ημερ. 18/5/2016, έκρινε κατ' αρχάς ότι ουδείς υποψήφιος ικανοποιούσε την απαίτηση της παραγράφου 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας για 16ετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και στις προηγούμενες καλούμενες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού ή/και Ασφαλιστικού Λειτουργού 2ης και 3ης Τάξης. Η Επιτροπή έκρινε περαιτέρω ότι 19 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και οι Αιτήτριες στην Προσφυγή υπ' αρ. 1274/2016, διέθεταν μονοετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7 και πληρούσαν το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά όχι ο Αιτητής στην Προσφυγή υπ' αρ. 1247/2016 και η Αιτήτρια στην Προσφυγή υπ' αρ. 1270/2016. Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι ο αριθμός των υποψηφίων που ικανοποιούσαν τη Σημείωση (α) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας υπερέβαινε τον αριθμό των κενών υπό πλήρωση θέσεων, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν τίθετο θέμα εφαρμογής της Σημείωσης (β) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η Επιτροπή μελετώντας και τις παραστάσεις που οι Αιτητές μέσω των δικηγόρων τους είχαν υποβάλει στην Προσφυγή υπ' αρ. 1247/2016 και στην Προσφυγή υπ' αρ. 1270/2016, κατέληξε ότι οι διατάξεις του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν δεσμευτικές γι' αυτήν και δεν μπορούσε να αποστεί από το περιεχόμενο τους και, ως εκ τούτου, δεν τους έκρινε προσοντούχους. Ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. με σχετικές επιστολές του πληροφόρησε τους Αιτητές για την ως άνω απόφαση της Επιτροπής.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται σκόπιμο κατ' αρχάς να εξεταστεί η θέση του κ. Χριστάκη, η οποία διατυπώθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του, ότι η μη άσκηση έφεσης κατά της πρωτόδικης κρίσης ότι κατέστησαν άνευ αντικειμένου οι Προσφυγές υπ' αρ. 1270/2016 και 1274/2016 στην έκταση που αφορούν στις προαγωγές στις επίδικες θέσεις των Ενδιαφερόμενων Μερών Λυσάνδρου, Πασιά, Κούβαρου, Κουλέρμου και Μασούρη, εμποδίζει και/ή κωλύει τον Εφεσείοντα στην προώθηση της έφεσης του κατά της πρωτόδικης Απόφασης στην Προσφυγή υπ' αρ. 1247/2016.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω τοποθέτηση η οποία, οφείλουμε να επισημάνουμε, δεν επαναλήφθηκε με αυτό το περιεχόμενο κατά τη συζήτηση της Έφεσης ενώπιον μας.
Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις Προσφυγές υπ' αρ. 1270/2016 και 1274/2016 ήταν το αποτέλεσμα της κατάληξης του στην Προσφυγή υπ' αρ. 1247/2016 με την οποία είχε ακυρωθεί η προαγωγή των Ενδιαφερόμενων Μερών. Με δεδομένο ότι η πρωτόδικη Απόφαση στην Προσφυγή υπ' αρ. 1247/2016 είναι αντικείμενο έφεσης, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα κωλύματος στην προώθηση της ένεκα της πιο πάνω κατάληξης.
Με τρεις Λόγους Έφεσης επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης Απόφασης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη προδικαστική ένσταση που οι Καθ'ων η Αίτηση/Εφεσείοντες είχαν πρωτόδικα εγείρει στο πλαίσιο της Προσφυγής υπ' αρ. 1247/2016 ότι ο Αιτητής ανεπίτρεπτα αποδοκιμάζει και επιδοκιμάζει ταυτόχρονα, αφού από τη μια βάλλει κατά της νομιμότητας και συνταγματικότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας και από την άλλη επιδιώκει την προαγωγή του βάσει αυτού.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για μονοετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7 είναι παράνομη και/ή ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου και/ή ότι περιόρισε ανεπίτρεπτα το δικαίωμα του Αιτητή/Εφεσίβλητου, ως αυτό παρέχεται με το Άρθρο 28(1)(γ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (1/1990).
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στο πλαίσιο της Προσφυγής υπ' αρ. 1274/2016, ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών έπασχε ως προς τη σαφήνεια και επάρκεια της αιτιολογίας της και, συνακόλουθα, η επίδικη Απόφασης προαγωγής των εν λόγω Ενδιαφερόμενων Μερών από την ΕΔΥ, η οποία έκρινε τη σύσταση του Διευθυντή ως νόμιμη και συνυπολόγισε αυτή υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών.
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο Λόγο Έφεσης, αποτέλεσε θέση των Εφεσειόντων ότι το γεγονός ότι ο Αιτητής επεδίωξε και επιθυμεί να επιλεγεί στις επίδικες θέσεις με βάση το επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του, δεν του επιτρέπει την ίδια στιγμή να βάλλει κατά της νομιμότητας και συνταγματικότητας του. Τούτο, όπως υποστηρίχθηκε, δεν επιτρέπεται με βάση την αρχή του Διοικητικού Δικαίου, σύμφωνα με την οποία είναι ανεπίτρεπτη η επιδοκιμασία και αποδοκιμασία πράξεων της Διοίκησης.
Εν πρώτοις θα πρέπει να υπομνησθεί η νομολογιακή αρχή, η οποία διατυπώθηκε στις υποθέσεις Meletis v. Cyprus Ports Authority and Another (1987) 3 C.L.R. 1984 και Χ. Κινέζος ν. Δημοκρατίας (1998) 4Β Α.Α.Δ. 730, σύμφωνα με την οποία ένας υποψήφιος ο οποίος αποκλείσθηκε ως μη προσοντούχος λόγω μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, έχει έννομο συμφέρον να καταχωρήσει προσφυγή κατά της απόφασης του διορισμού ή της προαγωγής άλλου ατόμου, επιδιώκοντας την ακύρωση της στη βάση του ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που τον καθιστά μη προσοντούχο είναι παράνομη και/ή εκτός πλαισίου του εξουσιοδοτικού Νόμου (ultra vires).
Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την υπόθεση Meletis (ανωτέρω):
"A scheme of service is an act of legislative character and cannot be challenged directly as such by a recourse under Article 146, even if it is not contained in subsidiary legislation, such as Regulations 317/82 in the present instance; but a scheme of service, irrespective of whether it has been adopted by means of a decision of the Council of Ministers or whether it has come into force by means of subsidiary legislation, as in this case, can be challenged indirectly by means of a recourse made against the result of its application, such as a promotion or an appointment made in accordance with it (see, inter alia, in this respect, Makris v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 10, 17, 18 and Savva v. The Cyprus Electricity Authority (1986) 3 C.L.R. 80, 88).
Once, therefore, the appellants have chosen to challenge the promotions of the interested parties on the ground that the scheme of service which is contained in the aforementioned regulation 24, and as a result of which they have been excluded from consideration as candidates, is invalid, they do possess, in our opinion, a legitimate interest entitling them to pursue these proceedings to the extent of having a judicial determination regarding the validity of the said scheme of service; and, of course, if it is found that the scheme of service is valid then the appellants will immediately be deprived of a legitimate interest to pursue these proceedings any further, because the appellants would then have to be treated as having been properly excluded from consideration as candidates on the ground that they did not possess the necessary qualifications required by the relevant scheme of service."
Τα πιο πάνω έχουν επαναληφθεί και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 35/2011, Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. ΕΔΥ, ημερ. 5/4/2017, ως ακολούθως:
«Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο αποκλεισθείς από θέση διορισμού ή προαγωγής στερείται εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα άλλης επιλογής όταν ο ίδιος δεν κατέχει τα προαπαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 286 και Τήλλυρος ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 108). Από τη στιγμή όμως που αυτό που αμφισβητείται είναι η νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας, στη βάση του οποίου αυτός αποκλείστηκε, τότε η περίπτωση διαχωρίζεται από την πιο πάνω νομολογία.»
Ειδικότερα στην υπόθεση Meletis (ανωτέρω) κρίθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου αμφισβητείται η εγκυρότητα του Σχεδίου Υπηρεσίας, τότε στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας ο αποκλεισθείς υποψήφιος θεωρείται ότι έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει το διορισμό ή προαγωγή - ανάλογα με την περίπτωση - σε όση έκταση αφορά τον καθορισμό της εγκυρότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας. Βεβαίως σε περίπτωση που το Σχέδιο Υπηρεσίας κριθεί έγκυρο, δεν έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον να προωθήσει την υπόθεση περαιτέρω.
Στην υπό κρίση περίπτωση ο Αιτητής μέσω της Προσφυγής που καταχώρησε εναντίον της προαγωγής των Ενδιαφερόμενων Μερών, αμφισβήτησε, ως ήταν δικαίωμά του, την πρόνοια της Σημείωσης (α) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας και συγκεκριμένα την απαίτηση για «μονοετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7», η οποία πρόνοια τον καθιστούσε μη προσοντούχο, ισχυριζόμενος ότι είναι αντίθετη και/ή παραβιάζει τα Άρθρα 28 και 49 του Ν. 1/1990, το Άρθρο 28 του Συντάγματος και ότι θεσπίστηκε κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Mε βάση την πάγια νομολογία, o Αιτητής δεν είχε τη δυνατότητα να προσβάλει ευθέως το δημοσιευθέν στις 27/7/2012 Σχέδιο Υπηρεσίας (Χριστόδουλος Ηλία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 568). Το ότι ο Αιτητής προσβάλλει τις προαγωγές των Ενδιαφερόμενων Μερών στη βάση του ότι αυτές έγιναν με μη έγκυρο Σχέδιο Υπηρεσίας, επιδιώκοντας τοιουτοτρόπως να κριθεί η νομιμότητα της πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας που τον καθιστά μη προσοντούχο, ουδεμία σχέση έχει με τα όσα οι Εφεσείοντες επικαλέστηκαν περί παραβίασης του δόγματος επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας. Όσον δε αφορά τις Αποφάσεις στις οποίες οι Εφεσείοντες παρέπεμψαν, αυτές διαφοροποιούνται πλήρως από την υπό κρίση περίπτωση.
Όπως ορθά επεσήμανε ο κ. Χριστάκη, η Υπόθεση αρ. 920/2007, Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5/11/2010, αφορούσε σε διαδοχικές επανεξετάσεις και η Αιτήτρια είχε συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής στις επίδικες θέσεις με βάση συγκεκριμένο Σχέδιο Υπηρεσίας αδιαμαρτύρητα και επιδιώκοντας το διορισμό της. Ενώ στην προκείμενη περίπτωση ο Αιτητής εξαρχής απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας κατά της σχετικής πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας, επιφυλάσσοντας, ταυτόχρονα, κάθε δικαίωμα του σχετικά με την εν λόγω πρόνοια.
Όσον δε αφορά στην υπόθεση της Ολομέλειας Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345, εκεί οι Εφεσείοντες έχοντας χρησιμοποιήσει την πολεοδομική άδεια για εξασφάλιση άδειας οικοδομής και, παρά τη διαφωνία τους με όρους που περιλαμβάνονταν στην εν λόγω πολεοδομική άδεια, δεν άσκησαν προσφυγή κατά του κύρους των όρων αυτών. Γι' αυτό κρίθηκε ότι, ενώ είχαν προσπορισθεί όφελος από την πολεοδομική άδεια, με την προσφυγή τους αμφισβητούσαν τη νομιμότητα όρων αυτής, με αποτέλεσμα να έρχεται στο προσκήνιο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Ο πρώτος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Ακολουθεί η εξέταση του δεύτερου Λόγου Έφεσης. Κρίνεται σκόπιμο, εν πρώτοις, να εξεταστεί η θέση του κ. Χριστάκη περί άκυρου και θνησιγενή Λόγου Έφεσης.
Όπως συναφώς υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος, δεν προβάλλεται στην Ειδοποίηση Έφεσης οποιαδήποτε αιτιολογία που να υποστηρίζει το δεύτερο Λόγο Έφεσης και ότι ό,τι περιέχεται στην αιτιολογία που δίδεται αναφορικά με αυτόν αφορά σε διαφορετικό ζήτημα.
Ο Λόγος Έφεσης 2 και η αιτιολογία του έχουν ως ακολούθως:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι η πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για «. μονοετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7» είναι παράνομη και/ή ultra vires του εξουσιοδοτικού νόμου και/ή ότι περιόρισε ανεπίτρεπτα το δικαίωμα του αιτητή ως αυτό παρέχεται με το άρθρο 28 (1)(γ) του Νόμου, όπως αναφέρεται στην απόφαση: «κρίνω ότι περιορίστηκε ανεπίτρεπτα το σαφές δικαίωμα του αιτητή ως αυτό παρέχεται με το άρθρο 28 (1)(γ) του Νόμου, να διεκδικήσει τις επίδικες θέσεις προαγωγής μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους που κρίθηκαν προσοντούχοι, συμπεριλαμβανομένου και των ενδιαφερόμενων μερών.
......
Συνεπώς βρίσκω με βάση τα προαναφερόμενα ότι η πρόνοια «. μονοετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7» της σημείωσης (α) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας συγκρούεται και βρίσκεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 28(1)(γ) του Νόμου και ταυτόχρονα λόγω του εν λόγω ευρήματος, είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού προς το Υπουργικό Συμβούλιο για έκδοση του Σχεδίου Υπηρεσίας άρθρου 87 του Νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 27 του Νόμου. Ως εκ τούτου, η εν λόγω πρόνοια (και μόνο, χωρίς επηρεασμό κατά τα λοιπά, της νομιμότητας του σχεδίου υπηρεσίας) είναι παράνομη και ακυρώνεται.»
Αιτιολογία
Οι καθ'ων η αίτηση/εφεσείοντες ορθά χρησιμοποίησαν το άρθρο 28 του Νόμου, όπως επίσης στηρίχθηκαν και στο άρθρο 35 του Νόμου 1/1990 του Νόμου περί Δημόσιας Υπηρεσίας το οποίο αναφέρει τα πιο κάτω:
«Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Η διαδικασία πλήρωσής της διέπεται από το άρθρο 35 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν 1/90). Παραθέτω τα σχετικά εδάφια του άρθρου 35:
″35.-(2) Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση, εκτός αν -
(α) ....................
(β) κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση
(γ) ...............
(3) Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα.
(4) Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων ...″.»
Οι καθ'ων η αίτηση/εφεσείοντες ορθά εφάρμοσαν την κείμενη νομοθεσία και ουδόλως πλανήθηκαν σε κανένα από τα δεδομένα των υποψηφίων ως προς τα νομοθετημένα από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο (Ν.1/90), άρθρο 35, κριτήρια προαγωγής, αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Ορθά αποφάσισαν ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος αφού δεν πληρούσε την ρητή πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας με την οποία ο υποψήφιος πρέπει να έχει μονοετή τουλάχιστο υπηρεσία στην Κλίμακα Α7. Σύμφωνα με το άρθρο 35(2) του Νόμου κανένας δεν προάγεται αν δεν έχει τα προσόντα που αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας η πρόταση για πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.»
Όπως προκύπτει, ενώ ο Λόγος Έφεσης 2 προσβάλλει την Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για μονοετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7 είναι παράνομη και/ή ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου και/ή ότι περιόρισε ανεπίτρεπτα το δικαίωμα του Αιτητή, ως αυτό παρέχεται με το Άρθρο 28(1)(γ) του Νόμου 1/1990, να διεκδικήσει τις επίδικες θέσεις προαγωγής μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους που κρίθηκαν προσοντούχοι, συμπεριλαμβανομένων και των Ενδιαφερόμενων Μερών, στην αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι οι Καθ'ων η Αίτηση ορθά χρησιμοποίησαν τα Άρθρα 28 και 35 του Νόμου και ορθά αποφάσισαν ότι ο Αιτητής δεν ήταν προσοντούχος, αφού δεν πληρούσε την ρητή πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Το ζήτημα εν προκειμένω δεν ήταν αν ο Αιτητής ήταν προσοντούχος ή όχι με βάση τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά το κατά πόσο η πρόνοια που τον καθιστούσε μη προσοντούχο ήταν παράνομη και/ή ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου, λόγω της ισχυριζόμενης σύγκρουσης της με τις πρόνοιες του Άρθρου 28(1)(γ) του Νόμου 1/1990.
Το υπό εξέταση ζήτημα διέπεται από τις πρόνοιες της Δ.35, θ. 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[1], σύμφωνα με τις οποίες οι λόγοι έφεσης πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένοι. Όπως είναι δε πάγια νομολογημένο, συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης είναι η βάση της έφεσης η οποία συνίσταται από τον προσδιορισμό των λόγων που καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή και η αιτιολογία που υποστυλώνει τη βάση της έφεσης. Ειδοποίηση έφεσης η οποία δεν στοιχειοθετείται από έγκυρο λόγο ή λόγους έφεσης είναι θνησιγενής. Η έφεση δεν είναι έγκυρη όταν δεν αιτιολογούνται οι λόγοι έφεσης και όταν εκφράζονται με ασαφή και γενικό τρόπο (Φαίδωνας Χριστοδούλου ν. Χρίστου Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002, Μυριάνθη Παναγιώτη Προκοπίου ν. Jacquelin Lesley Ryan κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1982 και Cyprus Import Corporation Ltd v. Θεοδώρου, Πολιτική Έφεση αρ. 29/2010, ημερ. 30/1/2015, ECLI:CY:AD:2015:A44).
Όπως τονίστηκε, επίσης, στην υπόθεση Christoudias Beverages Agencies Ltd ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 34, «όπου ελλείπει το ένα από τα δύο συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης, όπως αυτά καθορίζονται στη Δ.35, θ. 4 και ειδικά η αιτιολογία, η έφεση είναι θνησιγενής και δεν ενεργοποιεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Στην υπόθεση Μιχαήλ Ζαχαρουδιού κ.ά. ν. ΕΔΥ (1994) 3 Α.Α.Δ. 215 τονίσθηκε ότι:
«Η ειδοποίηση έφεσης πρέπει να εκθέτει πλήρως "set forth fully" τους λόγους που θεμελιώνουν το σφάλμα και καθιστούν την πρωτόδικη απόφαση τρωτή και κατ' επέκταση υποκείμενη σε παραμερισμό.»
Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι σαφές ότι η αιτιολογία που δίδεται προς υποστύλωση του Λόγου Έφεσης 2 αφενός δεν περιλαμβάνει τους λόγους που κατά τη θέση των Εφεσειόντων θεμελιώνουν το σφάλμα και καθιστούν την πρωτόδικη Απόφαση τρωτή και αφετέρου ό,τι καταγράφεται ουδεμία σχέση έχει με τον εν λόγω Λόγο Έφεσης.
Τούτου δοθέντος, δεν εκτίθενται οι λόγοι που, κατά τη θέση των Εφεσειόντων, θεμελιώνουν το σφάλμα και καθιστούν το επίμαχο μέρος της Απόφασης, ως αυτό προσδιορίζεται στο Λόγο Έφεσης 2, τρωτό.
Έπεται ότι ο Λόγος Έφεσης 2 δεν είναι έγκυρος, αλλά θνησιγενής και, ως τέτοιος, απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 3 προσβάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Προσφυγής υπ' αρ. 1274/2016, ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών έπασχε ως προς τη σαφήνεια και επάρκεια της αιτιολογίας της και, συνακόλουθα, η επίδικη απόφαση προαγωγής των εν λόγω Ενδιαφερόμενων Μερών από την ΕΔΥ, η οποία έκρινε τη σύσταση του Διευθυντή ως νόμιμη και την συνυπολόγισε υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών.
Όπως υποστηρίχθηκε από την κα Ιακωβίδου, το περιεχόμενο της επίδικης πράξης, αλλά και της σχετικής σύστασης, ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα τα οποία βρίσκονται στους διοικητικούς φακέλους της υπόθεσης. Ήταν, περαιτέρω, η θέση της ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας, ενώ η σύσταση επί της οποίας η ΕΔΥ βασίστηκε είναι καθόλα ορθή, νόμιμη και πλήρως αιτιολογημένη.
Προτού αναφερθούμε στην προκείμενη περίπτωση, θεωρούμε αναγκαίο να υπομνήσουμε τη σημασία της σύστασης του Προϊσταμένου Τμήματος ή Διευθυντή, η αιτιολογία της οποίας συνιστά νομοθετική απαίτηση, ως ρητά διαλαμβάνεται στο Άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/1990, το οποίο προβλέπει τα εξής:
«(4) Κατά τηv πρoαγωγή η Επιτρoπή λαμβάvει δεόvτως υπόψη τo περιεχόμεvo τωv Πρoσωπικώv Φακέλωv και τωv Φακέλωv τωv Ετήσιωv Υπηρεσιακώv Εκθέσεωv τωv υπoψηφίωv, αιτιoλoγημέvες συστάσεις τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ Τμήματoς στo oπoίo υφίσταται η κεvή θέση και τηv εvτύπωση τηv oπoία η Επιτρoπή απoκόμισε για τoυς υπoψηφίoυς κατά τηv πρoφoρική εξέταση, αv αυτή έγιvε:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου.»
Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση Λοϊζίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4742, το Άρθρο 35(4) «ήλθε να ενισχύσει την αξιοκρατική επιλογή των δημοσίων υπαλλήλων με το να προνοήσει ρητά πως η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να είναι αιτιολογημένη».
Περαιτέρω, στην υπόθεση Λεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΔΥ (1998) 3 Α.Α.Δ. 385, τονίστηκε ότι η απαίτηση του Νόμου ικανοποιείται όταν η σύσταση περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη ότι ο συστηνόμενος είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των αρετών, ικανοτήτων και ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Όπως δε είναι πάγια νομολογημένο, οι συστάσεις Διευθυντών αποτελούν πρωτογενώς ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως που λαμβάνεται υπόψη από το διορίζον όργανο προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου (Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 922, Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, 48, Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, HadjiConstantinou & Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 65, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639 και Βελιγράτλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΔΥ, Υπόθεση αρ. 212/2012, ημερ. 18/2/2015). Όπως, συναφώς, τονίστηκε στην υπόθεση Ματσάγκος ν. ΑΗΚ (2008) 3 Α.Α.Δ. 199, η σύσταση του Διευθυντή συνιστά ένα ξεχωριστό και σημαντικό στοιχείο κρίσης, καθότι προέρχεται από ένα λειτουργό της Υπηρεσίας, ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση να προσδιορίσει τις ιδιότητες και να αξιολογήσει την αξία ενός εκάστου υποψηφίου, πάντοτε με στόχο την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εξέτασαν τις απαιτήσεις που τίθενται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 35(4) του Νόμου 1/1990, τονίζει ότι η αιτιολογία Προϊσταμένου Τμήματος πρέπει να είναι επαρκής και σαφής και να εκθέτει, έστω και με λακωνικό τρόπο, τους πραγματικούς λόγους που οδηγούν στη σύσταση. Η απλή αναφορά των τριών νομοθετημένων κριτηρίων δεν ικανοποιεί την απαίτηση νομοθέτη για αιτιολογημένες συστάσεις (Αντώνιος Ι. Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΔΥ (1993) 4 Α.Α.Δ. 923 και Λοϊζίδης κ.ά. (ανωτέρω)). Όπως τονίστηκε στην Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387: «Σύσταση που απλώς αναπαραγάγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας».
Στην υπόθεση Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2531 το θέμα προσεγγίστηκε ως πιο κάτω:
«Η σύσταση εμπεριέχει εξ' ορισμού την άποψη του Διευθυντή ως προς την υπεροχή του συστηνόμενου. Μόνη η σύνδεση της σύστασης προς τα τρία κριτήρια δεν προσθέτει οτιδήποτε. Δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της άποψης και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.»
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 200 τονίστηκαν τα εξής:
«Καθήκον του Διευθυντή είναι, με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση, να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες, με βάση τις αξιολογήσεις, υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή των αρετών αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο. Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμησή του, σημασία, ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα υποψήφιο αντί τον άλλο. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213 και Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3 Α.Α.Δ. 787).»
Για σκοπούς εξέτασης του πιο πάνω Λόγου Έφεσης κρίνεται σκόπιμη η παράθεση της σύστασης του Διευθυντή, η οποία είχε ως ακολούθως:
«Έχω μελετήσει με προσοχή τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όσο και τους Φακέλους των Εμπιστευτικών/Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των προάξιμων υποψηφίων. Έχω, επίσης, διαβουλευθεί με τους άμεσα Προϊσταμένους τους και έχω συλλέξει στοιχεία και πληροφορίες για την ικανότητα και την προσφορά τους στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Με βάση τα πιο πάνω, τις προσωπικές μου απόψεις και λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα -, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των προάξιμων υποψηφίων γι' αυτήν, συστήνω για προαγωγή τις Λάμπρου xxx, Γαβριηλίδου xxx, Λυσάνδρου xxx, Πασιά xxx, Κούβαρου xxx, Κουλέρμου xxx και Μασουρή xxx.
Σ' ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις Εμπιστευτικές/Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, στο σύνολό τους, με έμφαση στα πέντε τελευταία έτη, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αυτές είτε υπερέχουν είτε είναι ίσες σε αξία σε σύγκριση με τους υποψηφίους που δεν συστήνονται.
Οι υποψήφιοι που συστήνονται υπερτερούν σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων που δεν συστήνονται. Όσον αφορά τα προσόντα, ορισμένοι διαθέτουν επιπρόσθετα μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Συγκεκριμένα, από τις υποψήφιες που συστήνονται η Κουλέρμου xxx διαθέτει Δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών, και από τους υποψηφίους που δεν συστήνονται η Γεωργία-Μούσκου xxx διαθέτει πτυχίο Στελεχών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιχειρήσεων, Σχολή Αικατερίνης Πέτρα-Αθήνα (77-79), η Ευαγγέλου xxx διαθέτει δίπλωμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η Γεωργίου xxx διαθέτει Lower Certificate in Secretarial Studies (1989) και η Μάρκου xxx διαθέτει Associate of Office Administration Cyprus College (1994). Όλα τα πιο πάνω προσόντα είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.
Ως εκ τούτου, αφού απέδωσα στα επιπρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα την ανάλογη βαρύτητα και τα συνεκτίμησα με τα άλλα στοιχεία κρίσης, θεωρώ ότι αυτές που συστήνω υπερέχουν των λοιπών προάξιμων υποψηφίων και είναι καταλληλότερες για προαγωγή.»
Η επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης του Προϊσταμένου του Τμήματος ελέγχεται δικαστικά με τα ίδια ακριβώς κριτήρια και τις ίδιες ακριβώς συνέπειες που ελέγχεται η οποιαδήποτε απόφαση της ίδιας της ΕΔΥ και αιτιολογία η οποία δεν παρέχει δυνατότητα πλήρους ελέγχου από το Δικαστήριο δεν συνιστά αιτιολογία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 35(4) του Νόμου 1/1990 (Αίγλη Παντελάκη κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, δια της ΕΔΥ (1993) 4 Α.Α.Δ. 1686).
Στην υπό εξέταση περίπτωση ο Διευθυντής, αναφερόμενος στη βαθμολογημένη αξία κατά τα πέντε τελευταία έτη, στα οποία απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, κατέγραψε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη «είτε υπερέχουν είτε είναι ίσες σε αξία σε σύγκριση με τους υποψηφίους που δεν συστήνονται».
Όπως ορθώς αναφέρει στην Απόφαση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η γενικότητα και η ασάφεια που διακρίνει την πιο πάνω τοποθέτηση του Διευθυντή δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο και την απάντηση του ερωτήματος κατά πόσο ο Διευθυντής έχει κρίνει - και αν ναι, ορθά - αν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν των Αιτητριών ή αν έχει κρίνει ότι είναι ισάξιες στη βαθμολογημένη αξία μαζί τους. Κατ' ουσία, με τον τρόπο που η σύσταση έχει διατυπωθεί σε σχέση με τη βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων μέσω, δηλαδή, διαζευκτικής τοποθέτησης, αφήνει να αιωρείται αν όντως υπάρχει ή όχι υπεροχή των Ενδιαφερόμενων Μερών έναντι των Αιτητριών ή αν αυτές είναι ισάξιες, χωρίς, τελικώς, να παίρνει σαφή θέση επί του ζητήματος. Δεν είναι, ασφαλώς, αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να προβαίνει σε πρωτογενή κρίση ποιες από τις δύο διαζευκτικές τιθέμενες αναφορές είναι η ορθή, ούτε να εικάζει επί του εν λόγω ζητήματος. Η ασάφεια που χαρακτηρίζει την πιο πάνω τοποθέτηση δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της άποψης και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Επιπλέον, ο Διευθυντής έχοντας εξαρχής αναφέρει ότι συνεκτίμησε την αρχαιότητα για τους σκοπούς της σύστασης του υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών, τοποθετείται ότι οι υποψήφιες που συστήνονται υπερτερούν σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων που δεν συστήνονται, χωρίς παράλληλα να προβαίνει σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη τοποθέτηση. Ωστόσο, όπως προκύπτει, η αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους xxx Γαβριηλίδου αφορά σε αρχαιότητα λόγω ηλικίας, η οποία με βάση τη νομολογία είναι συμβολική και όχι ουσιαστική (Αλευρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ 585). Η εν λόγω διαπίστωση έχει τη σημασία της σε ό,τι αφορά το υπό εξέταση ζήτημα, εφόσον παραμένει άγνωστο και ασαφές κατά πόσο η εν λόγω διαφορά στην αρχαιότητα έχει υποσκελίσει την κατοχή από την Αιτήτρια Γεωργία (Γεωργίου) Δημοσθένους του πρόσθετου συναφούς με την επίδικη θέση προσόντος, μη προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας (ήτοι Lower Certificate in Secretarial Studies), το οποίο ο Διευθυντής έχει, με βάση τα όσα καταγράφονται στη σύσταση του, πιστώσει σε αυτή, αποδίδοντας την «ανάλογη βαρύτητα». Σύμφωνα δε με την πάγια νομολογία, το κριτήριο της αρχαιότητας υπερισχύει μόνο όταν στα δύο κριτήρια, της αξίας και προσόντων, οι υποψήφιοι είναι ίσοι, ενώ η αρχαιότητα η οποία βασίζεται στη διαφορά ηλικίας είναι συμβολική και όχι ουσιαστική.
Το καταληκτικό δε της σύστασης του Διευθυντή περί υπεροχής των Ενδιαφερόμενων Μερών έναντι των άλλων υποψηφίων στη βάση της γενικόλογης τοποθέτησης του ότι, συνεκτιμώντας τα στοιχεία κρίσης μαζί με τα επιπρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα στα οποία απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, δίδεται υπό τη μορφή κατάληξης, χωρίς όμως σαφή και επαρκή αιτιολογία. Εν ολίγοις, ό,τι διαπιστώνεται είναι ότι απουσιάζει από την κατάληξη η αναφορά οποιασδήποτε στάθμισης των στοιχείων και δεδομένων και γενικότερα οποιασδήποτε κρίσης που θα απέληγε σε αιτιολογία ώστε να εξηγείται η κατάληξη.
Στη βάση των πιο πάνω, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών έπασχε ως προς τη σαφήνεια και την επάρκεια της αιτιολογίας της. Εφόσον δε η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, αυτή αποτελεί και συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής, απαραίτητο για την τελείωση της. Στην απουσία έγκυρης αιτιολογίας η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη πράξη προαγωγής ορθά ακυρώθηκε.
Ο τρίτος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000 (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει).
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1]"4. The appellant may, by his notice, appeal from the whole or any part of any judgment or order, and the notice shall state whether the whole or part only of the judgment or order is complained of, and in the latter case shall specify such part. The notice shall also state all the grounds of appeal and set forth fully the reasons relied upon for the grounds stated. Κάθε λόγος έφεσης θα καταγράφεται σε ξεχωριστή παράγραφο. Μετά από κάθε λόγο έφεσης θα καταγράφεται ξεχωριστά η αιτιολογία του. Any notice of appeal may be amended at any time as the Court of Appeal may think fit.″