ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ιωαννίδης, Ιωάννης Ελένη Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-10-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, Aναφορά Αρ. 1/2020, 5/10/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:C419

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

(Aναφορά Αρ. 1/2020)

5 Οκτωβρίου, 2021

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής

ν.

 

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ΄ ης η Αίτηση.

____________________

Γνωμάτευση κατά πόσον ο περί Ενοικιοστασίου (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2020 είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 26, 30 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, που απορρέει από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.

____________________

Ελένη Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

____________________

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η Γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παναγή, Π.

____________________

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

 

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Π.:-  Η Αναφορά αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει ως επίδικο θέμα τη συνταγματικότητα του περί Ενοικιοστασίου (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2020 (στο εξής «ο Νόμος»), ο οποίος υπερψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις  9.10.2020 και επαναβεβαιώθηκε στις 12.11.2020 μετά την αναπομπή του στη Βουλή από τον Πρόεδρο.

 

  Με την Αναφορά ζητείται γνωμάτευση κατά πόσο ο Νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 26, 30 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.  

 

  Τα γεγονότα που οδήγησαν στην Αναφορά εκτίθενται λεπτομερώς στα δικόγραφα που κατατέθηκαν από τις δύο πλευρές και είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

  Ο περί Ενοικιοστασίου (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2020, Ν.30(Ι)/2020, ψηφίστηκε ως νομοθετικό μέτρο ειδικής προσωρινής προστασίας των ενοικιαστών από το ενδεχόμενο έξωσης τους, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου  του 1983,           Ν. 23/1983 («ο βασικός Νόμος»), συνεπεία της κατάστασης που διαμορφώθηκε λόγω της λήψεως έκτακτων περιορισμών διακίνησης των πολιτών με βάση το περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διάταγμα (Αρ.9) του 2020. Ο Ν.30(Ι)/2020 αρχικά προέβλεπε για την αναστολή διαδικασιών έξωσης μέχρι την 31η Μαΐου 2020, μετά δε από σχετική τροποποίηση του από τον περί Ενοικιοστασίου (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικό) Νόμο του 2020, Ν.53(Ι)/20, η προηγουμένως ορισθείσα ημερομηνία αναστολής των εξώσεων παρατάθηκε από την 31η Μαΐου 2020 στην 30η Σεπτεμβρίου 2020.  Με τον Νόμο επεκτάθηκε η ισχύουσα μέχρι την 30η Σεπτεμβρίου 2020 αναστολή, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020. 

 

   Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, σκοπός του Νόμου είναι «η διασφάλιση του δικαιώματος για στέγη και αξιοπρεπή διαβίωση των ενοικιαστών οι οποίοι κατέστησαν  οικονομικά και κοινωνικά ευάλωτοι λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία COVID -19.».

Σε περίπτωση έκδοσης του Νόμου, το άρθρο 3 αυτού θα διαβάζεται ως εξής:

 

«Παρά τις διατάξεις του βασικού νόμου, κάθε διαδικασία προς ανάκτηση κατοχής δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 αυτού, σε οποιοδήποτε στάδιο και εάν ευρίσκεται, αναστέλλεται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2020 και ουδεμία απόφαση ή διάταγμα ανάκτησης κατοχής θα εκδίδεται από το Δικαστήριο δυνάμει τοιαύτης διαδικασίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020.»

 

 

  Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι η Βουλή, κατά παράβαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος, επεμβαίνει στην ήδη διαμορφωμένη συμβατική σχέση ενοικίασης η οποία περιλαμβάνει δικαίωμα κατοχής, όπως κατοχυρώνεται στο βασικό Νόμο, Ν.23/1983. Ταυτόχρονα υποδεικνύει την απουσία οποιασδήποτε αιτιολόγησης στην αιτιολογική έκθεση η οποία  να επιτρέπει τους περιορισμούς που τέθηκαν επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.  

 

  Στον πυρήνα των θέσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας, αναφορικά με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, όπως αναπτύχθηκαν από την                         κα Συμεωνίδου, βρίσκεται η αδικαιολόγητη παρεμπόδιση ή/και περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτητών υποστατικών να αποταθούν στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων για να ανακτήσουν κατοχή του υποστατικού τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11(1)(α) του Ν.23/1983 (για καθυστέρηση πληρωμής οφειλόμενου ενοικίου), με επακόλουθο την άνιση μεταχείριση στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.  Αυτό γιατί τέτοιος περιορισμός δεν υφίσταται στην περίπτωση ιδιοκτήτη που επιζητεί την ανάκτηση δυνάμει των υποπαραγράφων (β) ή (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 ή του οποίου η ακίνητη ιδιοκτησία δεν διέπεται από τον Ν.23/1983

 

  Η αυτόματη αναστολή της διαδικασίας έκδοσης αποφάσεων και διαταγμάτων  για τις εξώσεις, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν ευρίσκεται, χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά και χωρίς απόφαση του Δικαστηρίου κατά πόσο δικαιολογείται τέτοια αναστολή, συνιστά παρέμβαση στην εξουσία των Δικαστηρίων και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

  Για τους προαναφερόμενους λόγους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θεωρεί ότι ο αναφερόμενος Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και με το Άρθρο 179 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι ουδείς νόμος δύναται, καθ' οιονδήποτε τρόπο, να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.

 

  Θέση της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως προβλήθηκε από τον                   κ. Αγγελίδη, είναι ότι η ψηφισθείσα νομοθεσία είναι καθόλα σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, με το Ευρωπαϊκό δίκαιο και ανάλογες νομοθεσίες σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί δε «παράταση» μιας ήδη υπάρχουσας προηγούμενης νομοθεσίας που δεν κρίθηκε αντισυνταγματική.  Αναφορικά με τη θέση του Προέδρου περί ασυμβατότητας του Νόμου με το Άρθρο 26 του Συντάγματος, εισηγείται ότι αυτός δεν μεταβάλλει το ιδιοκτησιακό δικαίωμα, ούτε επεμβαίνει επί του περιεχομένου της όποιας σύμβασης και στο δικαίωμα μίσθωσης, αλλά παρατείνεται απλά η ήδη εφαρμοζόμενη, δυνάμει του Ν. 53(Ι)/2020, αναστολή.  Ο Πρόεδρος επιδοκίμασε την ανάγκη του περιορισμού με δύο διαδοχικούς Νόμους και αποδοκιμάζει αδίκως και αβάσιμα την παράταση δυνάμει του αναφερόμενου Νόμου.

 

  Εισηγείται, επίσης, ότι ο Νόμος δεν επιφέρει ματαίωση του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος, υποστηρίζοντας ότι κάθε επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατά το Άρθρο 30 να προσφύγει στο Δικαστήριο για να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα του Νόμου.  Ούτε προκύπτει από το Νόμο στέρηση ή κατάργηση δικαιώματος. Απορρίπτοντας τη θέση του Προέδρου περί παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, υποβάλλει ότι η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας για ανάκτηση κατοχής ακινήτου εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Βουλής η οποία είναι το κατ' εξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι» και δικαιωματικά δημιουργεί και/ή ενίοτε τροποποιεί το νόμιμο πλαίσιο δράσης της δικαστικής εξουσίας επί θεμάτων, όπως εν προκειμένω. 

 

  Το αντικείμενο του Άρθρου 140.1 του Συντάγματος περιορίζεται στην αντιπαραβολή των προνοιών του εκάστοτε αναφερόμενου νόμου, προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και, όπου ισχύει, και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Κεκτημένου (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (2014) 3 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2014:C828).

 

  Το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, πριν την έκδοση νόμου, να αναφερθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει κατά πόσο ο νόμος αυτός βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος με διάταξη του Συντάγματος ή προς το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αναφαίρετο και δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους ή περιορισμούς.  Επομένως, το γεγονός ότι οι Νόμοι 30(Ι)/2020 και Ν.53(Ι)/2020 δεν αμφισβητήθηκαν με Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν αποτελεί εμπόδιο στην αμφισβήτηση του Νόμου με την παρούσα Αναφορά.

  Θα στρέψουμε την προσοχή μας πρωτίστως στο ζήτημα της κατ' ισχυρισμό παραβίασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

  Το Άρθρο 30 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, ορίζοντας ότι:

 

«1. Εις ουδένα δύναται ν' απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος.  Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή έκτακτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.

 

2.  Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου.»

 

  Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς οι οποίοι όμως δεν θα πρέπει να «περιορίζουν ή μειώνουν την πρόσβαση.με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που η ουσία του δικαιώματος να καταστρέφεται», (βλ. Α. Λοΐζου, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 182).  Οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να προσλάβουν τη μορφή αναστολής της διαδικασίας, τιθέμενης από τον νομοθέτη, νοουμένου ότι η διάρκεια της δεν είναι τέτοια που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος.  Αναστολή σημαντικής χρονικής διάρκειας μπορεί να συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της πρόσβασης στο δικαστήριο, επειδή το δικαίωμα σε πρόσβαση περιλαμβάνει όχι μόνο δικαίωμα έναρξης δικαστικής διαδικασίας αλλά και δικαίωμα σε επίλυση της διαφοράς, κάτι που εμποδίζεται όταν η αναστολή είναι σημαντικής χρονικής διάρκειας (βλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Kutić v Croatia, Application no. 48778/99, 1st March 2002, στην οποία η νομοθετική ρύθμιση με την οποία οι σχετικές δικαστικές διαδικασίες είχαν ανασταλεί πέραν των 6 ετών, κρίθηκε ότι παραβίαζε το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ).   

 

  Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι η αναστολή διάρκειας τριών περίπου μηνών δεν ήταν τέτοιας χρονικής διάρκειας που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

 

  Ωστόσο, αποτελεί τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο υπό αναφορά Νόμος παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Στην Προέδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 2/2017, ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2018, υπενθυμίζεται ότι:

 

«.η διάκριση των εξουσιών είναι όχι μόνο διάχυτη στο συνταγματικό στερέωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά έχει πλειστάκις αναγνωρισθεί και επιβεβαιωθεί ως η αναγκαία υποστήλωση αυτής τούτης της πολιτειακής λειτουργίας, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 23 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 3/2014, ημερ. 31.10.2014). Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93).

 

Ενεργώντας, όμως, η κάθε εξουσία εντός των αρμοδιοτήτων της, έχει και ανάλογο εύρος κινήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επεμβαίνει αναρμοδίως ή υφαρπάζει εξουσίες που δεν της αναλογούν.»

 

 

  Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι το κατεξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο Άρθρο του Συντάγματος. 

 

  Στην προκείμενη περίπτωση, ο Νόμος επιβάλλει την αναστολή κάθε διαδικασίας προς ανάκτηση κατοχής δυνάμει της παρ. (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 του Ν. 23/1983, ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο αυτή ευρίσκεται, απαγορεύοντας έτσι τη συνέχιση ακόμα και εν εξελίξει δικαστικών διαδικασιών, καθώς και την έκδοση σε αυτές δικαστικών αποφάσεων και διαταγμάτων  ανάκτησης κατοχής.  Με αυτό τον τρόπο η Νομοθετική εξουσία αναλαμβάνει και ασκεί εξουσία εκτός της σφαίρας της αρμοδιότητας της και υπάγει τη Δικαστική Εξουσία σε έλεγχο, επεμβαίνοντας, κατ' επέκταση, στην ανεξαρτησία της, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

  Ειδικότερα, εν προκειμένω ο Νόμος, έστω προσωρινά, αναστέλλει την άσκηση του καθ΄ αυτού πυρήνα της δικαστικής εξουσίας που δεν είναι άλλος από την οριστική εκδίκαση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαδίκων στην οποία το ανεξάρτητο δικαστικό σώμα οφείλει να προβαίνει, ελεύθερο από ελέγχους ή παρεμβάσεις.

 

  Γνωματεύουμε ότι ο Νόμος αντίκειται και είναι ασύμφωνος προς το Σύνταγμα καθότι συγκρούεται με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Υπό το φως της πιο πάνω Γνωμάτευσης δεν θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων που προβάλλονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αφορούν παραβίαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

  Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος.

 

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο