ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Γεώργιου Mατθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 ΑΑΔ 159
Ναύτη Σούλλα και Άλλες ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 50
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. ΕπιτροπήςΠροστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314
Sigma Radio T.v. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 130
Xρυσάφη Άννα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 550
Νικολάου Παύλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 417
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 745
Kυπριανίδης Kώστας και Άλλος ν. Kυπριακού Oργανισμού Tουρισμού (1993) 4 ΑΑΔ 2486
Αντέννα T.V. Limited ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 37
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΜΠΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1240/2010, 25 Απριλίου 2012
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 921/2011, 29/11/2013
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A420
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
ΑΡ. 81/20, 86/20 & 92/20
14 Σεπτεμβρίου, 2021
(Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ)
ΕΔΔ 81/20
xxx ΧΑΤΖΗΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Εφεσείουσα/EM2
ΚΑΙ
xxx ΜΟΥΝΤΗ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η αίτηση
....
ΕΔΔ 86/20
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείουσα/καθ' ης αίτηση
ΚΑΙ
xxx ΜΟΥΝΤΗ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
.....
ΕΔΔ 92/20
xxx ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
Εφεσείουσα/ΕΜ 1
ΚΑΙ
xxx ΜΟΥΝΤΗ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η αίτηση
....
Α. Κωνσταντίνου για την εφεσείουσα/ΕΜ2 στην ΕΔΔ 81/20
Κα Χρ. Σιακαλλή για Ορφανίδης , Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα/ΕΜ1 στην ΕΔΔ 92/20
Χρ. Χριστάκη για την εφεσίβλητη/αιτήτρια σε όλες τις εφέσεις
Ελ. Παπαγεωργίου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για την Κυπριακή Δημοκρατία/καθ' ης η αίτηση
.....
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Δ. Σωκρατους.
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με σχετική απόφαση της ημερ. 28/9/2016, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 4/11/2016, προέβη στο διορισμό από 17/10/2016, στη μόνιμη θέση Νομικού Λειτουργού στη Δικαστική Υπηρεσία των ενδιαφερόμενων μερών, xxx Δημοσθένους-xxx, xxx Χατζηπροδρόμου και xxx Στυλιανού-Φραγκοπούλου (ΕΜ 1, 2 και 3, αντίστοιχα) οι πρώτες δύο με δοκιμασία. Μεταξύ των υποψηφίων για διορισμό ήταν και η αιτήτρια xxx Μούντη-Κοντοπούλου, η οποία και προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, προσβάλλοντας ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση της ΕΔΥ.
Η προσφυγή είχε επιτυχή για την αιτήτρια έκβαση, αφού μεταξύ άλλων, έγινε δεκτός ο προβληθείς από την αιτήτρια λόγος περί κακής σύνθεσης και/ή παράνομα συγκροτηθείσας Συμβουλευτικής Επιτροπής ο οποίος ήταν καθοριστικός για την έκβαση της προσφυγής.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης για πάσχουσα απόφαση της ΕΔΥ ότι παράνομα η Αρχιπρωτοκολλητής προέβη σε αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, ενώ τρίτος λόγος περί πάσχουσας σύνθεσης της ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερ. 28/9/2016, ότε και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, έγινε αποδεκτός.
Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε. Εναντίον της εν λόγω απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ,καταχωρήθηκαν τρεις εφέσεις. Η υπ' αρ. 81/20 εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους 2 xxx Χατζηπροδρόμου, υπ' αρ. 86/20 εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της ΕΔΥ και υπ' αρ. 92/20 εκ μέρους του ΕΜ2 xxx Δημοσθένους.
Οι λόγοι έφεσης και στις τρεις ως άνω εφέσεις προσβάλλουν τα ευρήματα του Διοικητικού Δικαστηρίου περί κακής συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και πάσχουσας σύνθεσης της ΕΔΥ κατά την ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης (Σημειώνεται ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 στην έφεση 86/20 είναι ταυτόσημοι με τον πρώτο λόγο έφεσης των εφέσεων 81/20 και 92/10 και ο τρίτος με το δεύτερο λόγο των εφ. 81/20 και 92/20).
Σε όλες τις εφέσεις καταχωρήθηκε αντέφεση με την οποία πλήττεται η κρίση του Δικαστηρίου με την οποία θεώρησε ότι η Αρχιπρωτοκολλητής είχε δικαίωμα να παραστεί στην προφορική συνέντευξη των υποψηφίων, να αξιολογήσει αυτούς, απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εφεσίβλητης. Περαιτέρω προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του Δικαστηρίου να μην εξετάσει και άλλους πρόσθετους ισχυρισμούς και θέσεις της εφεσίβλητης και λόγους ακύρωσης, όπως π.χ. περί αναιτιολόγητης αξιολόγησης της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και περί αναιτιολόγητης ως πεπλανημένη και με ελλιπή έρευνα απόφασης της ΕΔΥ, τους οποίους θεωρεί ότι αποτελούσαν ανεξάρτητους βάσιμους λόγους ακύρωσης της απόφασης της ΕΔΥ.
Λόγω του ταυτόσημου των λόγων έφεσης και αντέφεσης, όπως αποδέχονται και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, αυτοί ακούστηκαν μαζί.
Προτού προβούμε στην εξέταση τους, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ιστορικό των γεγονότων, που οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και τα οποία θα βοηθήσουν στην πληρέστερη κατανόηση τους.
Για την πλήρωση των επίδικων θέσεων, έγιναν δύο προκηρύξεις και αντίστοιχες δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αφού η πρώτη ανακλήθηκε μετά τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στις 14.9.2009, η οποία διαπίστωσε ότι η διαδικασία δεν ήταν ορθή.
Ακολούθησε η δεύτερη δημοσίευση με προκήρυξη των θέσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.3.2010, για πλήρωση των οποίων υποβλήθηκαν 95 συνολικά αιτήσεις.
Στις 15.9.2010, συγκροτήθηκε εκ νέου Συμβουλευτική Επιτροπή, αποτελούμενη από την τότε Αρχιπρωτοκολλητή, κα A. Αντωνίου, ως Πρόεδρο, και τις κ.κ. Ε. Χριστοδούλου, τότε Βοηθό Αρχιπρωτοκολλητή, Κ. Απληκιώτου, Κ. Οικονόμου και Μ. Κωνσταντίνου, ως μέλη.
Κατά τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα στις 24.9.2010, διερευνήθηκε, μεταξύ άλλων θεμάτων, η κατοχή υπό των υποψηφίων των απαιτούμενων προσόντων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας και λήφθηκε η απόφαση όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν τόσο σε ειδικό γραπτό διαγωνισμό όσο και σε προφορική εξέταση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(4) και 5 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990. Αποφασίστηκε, επίσης, όπως αποδοθεί στις εν λόγω εξετάσεις, γραπτή και προφορική, ποσοστό 80:20 αντίστοιχα και ορίστηκαν οι προφορικές συνεντεύξεις όσων από τους υποψηφίους πέτυχαν στον γραπτό διαγωνισμό για τις 14 και 15 Νοεμβρίου 2011.
Λόγω όμως της έκδοσης στις 4.11.2011 της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 745) με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός της κας Α. Αντωνίου στη θέση Αρχιπρωτοκολλητή, οι συνεντεύξεις μετατέθηκαν και πραγματοποιήθηκαν στις 21 και 22.12.2011 ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η σύνθεση της οποίας είχε πλέον καταστεί τριμελής, έχουσα ως νέο πρόεδρο την Αρχιπρωτοκολλητή κα Ε. Χριστοδούλου και μέλη την κα Κ. Οικονόμου και Μ. Κωνσταντίνου (η κα Κ. Απληκιώτου είχε αφυπηρετήσει).
Με επιστολή της ημερομηνίας 14.4.2016, η Αρχιπρωτοκολλητής κα Χριστοδούλου υπέβαλε στην Ε.Δ.Υ. την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία τόσο η αιτήτρια όσο και τα Ε.Μ. περιλαμβάνονταν στον σχετικό προκαταρκτικό κατάλογο και εν συνεχεία, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.6.2016, αφού μελέτησε την εν λόγω έκθεση, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής. Περαιτέρω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων, προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, στον οποίο περιλαμβάνονταν 14 υποψήφιοι, μεταξύ αυτών και η αιτήτρια και τα τρία Ε.Μ.. Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε επίσης να καλέσει σε προφορική συνέντευξη τους υπό αναφορά 14 υποψηφίους και στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί και η Αρχιπρωτοκολλητής.
Πράγματι, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, κατά τη διάρκεια των προφορικών συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ., που έλαβαν χώρα στις 27 και 28.9.2016, παρίστατο και η κα Χριστοδούλου, με σκοπό, ως ρητά αναφέρεται, να βοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ως επίσης αναφέρεται στο πρακτικό, η Αρχιπρωτοκολλητής, «με αποκλειστικό σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση», αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και, ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., στη βάση του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων, έκρινε ότι τα τρία Ε.Μ. υπερείχαν των λοιπών υποψηφίων, τις επέλεξε ως τις πλέον κατάλληλες και αποφάσισε να τους προσφέρει διορισμό στην επίδικη θέση από 17.10.2016.
Θεωρούμε σκόπιμο, να προβούμε στην εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, η κρίση επί του οποίου, εάν γίνει αποδεκτός, θα είναι καθοριστική για την τύχη της έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης πλήττεται ως εσφαλμένο το εύρημα του Δικαστηρίου περί κακής συγκρότησης της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Εισηγούνται οι συνήγοροι των εφεσειόντων πως μεσούσης της διαδικασίας, αφυπηρέτησε το μέλος κα Απληκιώτου και ακυρώθηκε ο διορισμός της κας Αντωνίου. Δεδομένου πως παρέμειναν τρία μέλη πλέον, εκ των οποίων η κα Ε. Χριστοδούλου, συμμετείχε ήδη στη Συμβουλευτική Επιτροπή ως βοηθός Αρχιπρωτοκολλητής, υπήρχε η απαιτούμενη απαρτία χωρίς να αλλάξουν τα μέλη.
Επικαλούνται επίσης το άρθρο 32(8) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (όπως τροποποιήθηκε) το οποίο θεωρούν ότι είναι ξεκάθαρο ως προς το νόημα του και επιτρέπει τη σύνθεση της Επιτροπής με μειωμένο αριθμό μελών, χωρίς να επηρεάζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο η συγκρότηση της Επιτροπής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε, με το πιο κάτω σκεπτικό τον λόγο αυτό.
«. από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 32(8), είναι σαφές, κατά την άποψή μου, ότι αυτή αναφέρεται και εφαρμόζεται σε περιπτώσεις εμφάνισης επιγενόμενου προβλήματος, ήτοι σε περιπτώσεις που παρουσιάζεται πρόβλημα (θανάτου, παραίτησης, αφυπηρέτησης, απουσίας ή άλλου κωλύματος µέλους της Συμβουλευτικής), μετά την αρχική συγκρότηση του συλλογικού διοικητικού οργάνου και εκκρεμούσης της διαδικασίας, η δε υπό του νομοθέτη επιλογή, σε αυτή ακριβώς τη διάταξη, της φράσης «σε οποιοδήποτε στάδιο της ενώπιόν της διαδικασίας», δεν μπορεί να είναι τυχαία αλλ' αντιθέτως συνηγορεί υπέρ αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης. Εδώ, όμως, η περίπτωση είναι διαφορετική, εφόσον το πρόβλημα δεν ανέκυψε στην πορεία, αλλά, ενόψει βεβαίως των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω σε σχέση με την εμβέλεια της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, υφίστατο εξ' αρχής, ήτοι από τη στιγμή της συγκρότησης της πενταμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του 32(8) και (5). Το υπό συζήτηση ζήτημα ανάγεται στην ίδια τη διάκριση μεταξύ «συγκρότησης» και «σύνθεσης» του διοικητικού οργάνου: η συγκρότηση οργάνου επέρχεται από έγκυρο κανόνα δικαίου και νόμιμο διορισμό όλων των υπό του νόμου προβλεπόμενου αριθμού μελών. Αν δε η συγκρότηση του οργάνου πάσχει εξαρχής, τότε το ζήτημα ανάγεται στην ουσία του πράγματος και το διοικητικό όργανο δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί ούτως ή άλλως, έστω δηλαδή και αν η σύνθεση του κατά το συγκεκριμένο χρόνο είναι νόμιμη (βλ. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 921/2011, ημερ. 29.11.2013). Από την άλλη, η συμμετοχή ή απουσία κωλυόμενου μέλους διοικητικού οργάνου αφορά στη σύνθεση και όχι τη συγκρότηση του οργάνου και η αρχή της απαρτίας του διοικητικού οργάνου, στην οποία αναφέρονται οι συνήγοροι της καθ' ης η αίτηση και των Ε.Μ. με αναφορά στο άρθρο 32(8) και (5) του Νόμου, συνδέεται με τη νόμιμη σύνθεση (βλ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Α'», σελ. 214-217, Λήδα Σκουφάρη Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 909/2006, ημερ. 22.7.2008 και Χατζηδημητρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1501/08 κ.α., ημερ. 17.7.2012).»
Σημειώνει περαιτέρω πως δεδομένης της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 4.11.2011, η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παράνομη εξ αρχής και ό,τι συντελέστηκε ήταν ανύπαρκτο.
Αναπτύσσοντας μαζί τους δύο πρώτους λόγους έφεσης η Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, υπέδειξε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν καθόλα ορθή και νόμιμη και είναι ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 32(8) του Ν. 1/1990, για να μην επηρεάζεται η συγκρότηση οποιασδήποτε Επιτροπής σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Προς επίρρωση της θέσης της, ότι δηλαδή η ακύρωση του διορισμού της κας Αντωνίου στη θέση Αρχιπρωτοκολλητή, δεν συνακυρώνει, ούτε και «εξαφανίζει» την συγκρότηση της συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως λανθασμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέπεμψε σε νομολογία προβάλλοντας ότι όσες πράξεις εκτέλεσε η τότε Αρχιπρωτοκολλητής, κατά τον ουσιώδη χρόνο, προτού ακυρωθεί ο διορισμός της, είναι καθόλα νόμιμες και υπαρκτές με βάση την αρχή «Lex Barbarius Philippus».
Ταυτόσημες εισηγήσεις ανέπτυξε και ο συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών/εφεσειόντων, ενώ βεβαίως αντίθετη άποψη και εισήγηση προβλήθηκε από το συνήγορο της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την επί του σημείου τούτου κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Έχουμε εξετάσει το θέμα υπό το πρίσμα των εισηγήσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων, της νομολογίας και των σχετικών με την υπόθεση εγγράφων και στοιχείων.
Η ουσία του υπό κρίση ζητήματος, αφορά κυρίως τις επιπτώσεις που η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέφερε στις πράξεις και ενέργειες, τις οποίες η Αρχιπρωτοκολλητής εκτέλεσε/επιτέλεσε υπό την ανωτέρω ιδιότητα και το έγκυρο ή όχι αυτών.
Ορθά, επισημαίνουμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε το άρθρο 57 του Ν. 158(Ι)/1999 καθώς και νομολογία, μεταξύ των οποίων, την απόφαση ΑΝΤΕΝΝΑ TV LIMITED v. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 37, όπου τονίστηκε πως «Η ακυρωτική δικαστική απόφαση εξαλείφει ex tunc την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση και επαναφέρει τα πράγματα στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του χρόνου της διοικητικής πράξης που ακυρώθηκε.»
Το δε άρθρο 57 του Ν. 158(Ι)/1999 θέτει την υποχρέωση στη Διοίκηση «να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.»
Όμως: Η επαναφορά των πραγμάτων/καταστάσεων, στην αρχική τους θέση, αφορά το πρόσωπο του οποίου ο διορισμός ή η προαγωγή ακυρώθηκε και τα δικαιώματα ή οφέλη που είχε ή απώλεσε εν όψει της θέσης του και έχοντα σχέση με συνυπολογισμό ετών υπηρεσίας για προαγωγή, σύνταξη κλπ. Δεν παραπέμπει και δεν αναφέρεται στις πράξεις και ενέργειες τις οποίες, νόμιμα το πρόσωπο αυτό επιτέλεσε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών τις οποίες η θέση την οποία κατείχε είτε του επέτρεπε, είτε του επέβαλλε να ασκήσει.
Η συγκρότηση ενός οργάνου θεωρείται ως πάσχουσα ή κακή, όταν αυτό έχει συγκροτηθεί ή διοριστεί κατά τρόπο παράνομο ή από μη θεσμικό όργανο, ούτως ώστε να μην έχει νόμιμη υπόσταση. Αυτό ήταν το νόημα και η πεμπτουσία των αποφάσεων Ναύτη κ.α. ν. ΡΙΚ (1999) 3 ΑΑΔ 50, Κυπριανίδης ν. ΚΟΤ (1993) 4 ΑΑΔ 2486, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.α. (1991) 3 ΑΑΔ 159, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε και στις οποίες ο συνήγορος της εφεσίβλητης βασίζεται.
Η απόφαση Στέλλα Μουστάκα-Πλέϊπελ κ.α. ν. Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1697/2007 και 4/2008, ημερ. 8.9.2009, την οποία επίσης επικαλέστηκε ο κ. Χριστάκη, για υποστήριξη των θέσεων του, δεν χαρακτηρίζεται ως τέτοια. Στην υπόθεση εκείνη, Γενικός Διευθυντής ο οποίος βάσει του Νόμου έπρεπε να συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Υγείας, συμμετείχε, ενώ ο διορισμός του είχε ήδη ακυρωθεί και δεν κατείχε πλέον την ιδιότητα του αυτή. Γι΄ αυτό κρίθηκε πως, εφόσον κατά τον χρόνο εξέτασης της υπόθεσης και λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτός δεν ήταν Γενικός Διευθυντής, η παρουσία και περιγραφή του ως Γενικού Διευθυντή ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο παράνομη και αντιβαίνουσα των προνοιών των Άρθρων 146.4 και 146.5 του Συντάγματος. Η Α. Αντωνίου ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, Αρχιπρωτοκολλητής και συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή κατ' επιταγή του άρθρου 32(1)(γ)(i)(ii) του Ν. 1/1990, το οποίο προνοεί:
«32.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώνται oι ακόλoυθες Συμβoυλευτικές Επιτρoπές για vα συμβoυλεύoυv τηv Επιτρoπή σε σχέση με τηv πλήρωση κεvώv θέσεωv Πρώτoυ Διoρισμoύ ή Πρώτoυ Διoρισμoύ και Πρoαγωγής, αφoύ εξαιρεθoύv oι περιπτώσεις πλήρωσης τωv θέσεωv Πρoϊσταμέvωv Τμημάτωv:
[.]
(γ) για τηv πλήρωση κεvώv θέσεωv στη Βoυλή τωv Αvτιπρoσώπωv, στo Δικαστικό Τμήμα, Αvεξάρτητo Γραφείo ή Υπηρεσία συvιστάται Επιτρoπή:
(i) Από τov oικείo Πρoϊστάμεvo πoυ θα εvεργεί ως Πρόεδρoς και
(ii) από τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον Προϊστάμενο και ένας επιλέγεται από αυτόν για τη συγκεκριμένη περίπτωση. .»
Είχε προαχθεί στη θέση αυτή από την ΕΔΥ, μια νόμιμα θεσμοθετημένη και συνταγματική επιτροπή δυνάμει «κανόνα δικαίου» και δεν κατείχε τη θέση ούτε με νόσφιση εξουσίας ούτε με αντιποίηση αρχής. Η ακύρωση του διορισμού της δεν αφορούσε παράβαση οποιασδήποτε συνταγματικής διάταξης ούτε αυτός κρίθηκε ανυπόστατος, παρά μόνο αποφασίστηκε ότι πεπλανημένα η ΕΔΥ αποτίμησε το στοιχείο της πείρας και την εν γένει αξία της ανθυποψηφίας της κατά το διορισμό της.
Οι πράξεις και ενέργειες της Α. Αντωνίου, ενόσω αυτή κατείχε τη θέση της Αρχιπρωτοκολλητή, ενείχαν το στοιχείο της νομιμότητας και δεσμευτικότητας (εκτός βέβαια αν έπασχαν από άλλο λόγο ακυρότητας). Αντίθετη άποψη και υιοθέτηση της εισήγησης του συνηγόρου εφεσίβλητης θα επέφερε πλήγμα και ρήγμα στην ασφάλεια δικαίου, στη συνέχεια των διοικητικών πράξεων και θα έπληττε την εμπιστοσύνη του πολίτου προς τη Διοίκηση.
Κρίνουμε πως στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζονται όσα λέχθηκαν στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, Α.Ε. 37/2014, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336, η οποία υιοθέτησε την Γρουτίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, Α.Ε. 220/12, ημερ. 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:C379. Στην πρώτη ο Αν. Διευθυντής Κτηματολογίου υπέβαλε ποινή στον εφεσείοντα (υπάλληλο του Κτηματολογίου) ενώ η διαδικασία ξεκίνησε από άλλο Διευθυντή, ο οποίος διεξήγαγε τη διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης. Προτού επιβάλει ποινή, αφυπηρέτησε και την επιβολή της ανέλαβε ο ως άνω Αν. Διευθυντής. Η καταγγελία στηριζόταν σε κατάθεση προϊσταμένης του υπαλλήλου. Σε μεταγενέστερο στάδιο η προαγωγή τόσο του Αν. Διευθυντή όσο και της καταγγέλλουσας λειτουργού ακυρώθηκαν, και συναφώς ο εφεσείων πρόσθεσε ως λόγο έφεσης παράνομη συγκρότηση της αρχής ή του οργάνου. Η Ολομέλεια απορρίπτοντας τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης ανέφερε:
«Η εισήγηση είναι ολωσδιόλου αβάσιμη. Η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης κρίνεται με βάση τα στοιχεία ενώπιον της Διοίκησης στο χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. (βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452). Το πρώτο που πρέπει να διαχωριστεί είναι ότι διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» απ΄αυτή του «φορέα του οργάνου». Ο φορέας του οργάνου αφορά το πρόσωπο και δεν μπορεί να ταυτιστεί εννοιολογικά με το όργανο. Ο διευθυντής επέβαλε μια ποινή, η δε επαρχιακή λειτουργός προέβη σε μια καταγγελία. Το όργανο ως τέτοιο έδρασε υπό την εκ του νόμου ιδιότητα του και προέβη σε μια πράξη. Η εγκυρότητα της πράξης δεν δύναται να πληγεί από την ακύρωση προαγωγής του προσωπικού φορέα του οργάνου. Αναφέρονται τα εξής στο Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ Δαγτόγλου 1977, σελ.211 και 212. «΄Οργανο, υπό νομική έννοια είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων. Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου. Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου είναι πάντοτε φυσικό πρόσωπο». Και παρακάτω: «το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».
Στην κρινόμενη περίπτωση φυσικά και κατά την επιβολή της ποινής το όργανο υφίστατο. Το ίδιο και η προϊστάμενη λειτουργός κατά το χρόνο της καταγγελίας ή της έναρξης της έρευνας.
Αναφέρει και πάλιν ο Δαγτόγλου, ως άνω, παραπέμποντας και στον Υπαλληλικό Κώδικα ότι οι πράξεις του υπαλλήλου, του οποίου ο διορισμός ανεκλήθη ως παράνομος είναι έγκυρες. Οι πράξεις αυτές συνεχίζει, όχι μόνο δεν είναι ανύπαρκτες αλλά ούτε καν ακυρώσιμες. Μπορούν όμως να προσβληθούν και ακυρωθούν με άλλους λόγους ασχέτως με τη νομιμότητα ιδιότητας του φορέα του οργάνου που τις εξέδωσε. Η αρχή αυτή που προέρχεται από το ρωμαϊκό δίκαιο συμπυκνούμενη στη φράση Lex Barbarius Philippus[4] υφίσταται σαν εχέγγυο της αρχής της νομιμότητας ώστε μια ακυρωτική απόφαση να μην επηρεάζει πράξεις οι οποίες έγιναν νόμιμα τον ουσιώδη χρόνο.
Στο Σύγγραμμα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 14η έκδοση, σελ.129 αναφέρονται τα εξής:
«η νόμιμη υπόσταση του μονομελούς διοικητικού οργάνου διαρκεί έως την ανάκληση ή την ακύρωση ή γενικά την παύση της ισχύος (π.χ. με παραίτηση ή έκπτωση κ.λπ) της πράξης εκλογής ή διορισμού του προσώπου που το αποτελεί ή έως τη λήξη της θητείας του.»
Οι ίδιες προσεγγίσεις αντικατοπτρίζονται και στην κυπριακή νομολογία συγκεκριμένα στη Γρουτίδης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 220/12 ημερ. 18/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:C379, όπου εύστοχα καταγράφονται τα εξής επί παρόμοιας εισήγησης:
"Η αρχή επί της οποίας στηρίχθηκε ο Εφεσείων αναφέρεται στις διοικητικές πράξεις που εξεδόθησαν μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξεως (εδώ διορισμού του Δ.Χ. στις 1.4.2009) και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης (εδώ 26.5.2015), είναι άκυρες διότι στηρίζοντο ή είχαν ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα απόφαση. Ο κανόνας όμως αυτός δεν είναι απόλυτος όπως εξηγήσαμε πιο πάνω και δεν εφαρμόζεται, όπως εδώ ισχύει, στις περιπτώσεις όπου το απαιτεί η ανάγκη της σταθερότητας και της ασφάλειας των δημιουργηθεισών νομικών καταστάσεων αλλά και η προστασία των καλόπιστων πολιτών, οι οποίοι, ευλόγως, επίστευαν ότι το διοικητικό όργανο είχε νόμιμη υπόσταση και ως εκ τούτου δεν είναι ορθό και δίκαιο να υποστούν τις συνέπειες της υφιστάμενης, μη εμφανούς, παρανομίας».»
Να διευκρινιστεί πως ο κανόνας Lex Barbarius Phillipous, προέρχεται από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπου αναγνωρίσθηκε το κύρος των αποφάσεων που εξέδωσε ο δούλος Philippus, ο οποίος διορίστηκε παράνομα πραίτορας. Ο πιο πάνω κανόνας, όπως εξηγεί ο Δαγτόγλου (Γενικό Διιοικητικό Δίκαιο, 7η Αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 297) ισχύει και στη Γαλλία, όπως φαίνεται στη νομολογία του Conseil D' Etat.
Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό είναι όχι η ονομαστική επίκληση αυτού του δόγματος αλλά η αναφορά των γεγονότων και καταστάσεων τα οποία υπάγονται σε αυτό. Στην κρινόμενη περίπτωση έγινε επίκληση και αναφορά των ουσιωδών και σχετικών γεγονότων από τους συνηγόρους των ΕΜ, τα οποία αποτέλεσαν κύριο ζήτημα προς εκδίκαση και συνεπώς η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Χριστάκη δεν ευσταθεί.
Το γεγονός ότι η πενταμελής Συμβουλευτική Επιτροπή κατέστη εν τέλει τριμελής, αυτό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του οργάνου, καθώς όπως προβλέπει το άρθρο 32(8) «Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η νομιμότητα της συγκρότησης οποιασδήποτε Συμβουλευτικής Επιτροπής και η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας δεν επηρεάζονται λόγω θανάτου, παραίτησης, αφυπηρέτησης, απουσίας ή άλλου κωλύματος μέλους της, σε οποιοδήποτε στάδιο της ενώπιόν της διαδικασίας,.»
Το εδάφιο 5 (και όχι 4) του άρθρου προβλέπει πως τρία από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής συνιστούν απαρτία. Υπήρχε δε εύλογος και νόμιμος λόγος μείωσης των μελών, καθόσον η Απληκιώτου αφυπηρέτησε την 1.2.2011, η δε Α. Αντωνίου κωλύετο πλέον να συμμετέχει αφού κατ' επιταγή του εδαφίου (3) του ιδίου άρθρου «Τα μέλη των Συμβουλευτικών Επιτροπών σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί». Μετά την ακύρωση του διορισμού της στη θέση Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία, επανήλθε στη θέση Πρωτοκολλητή Α, η μισθοδοτική κλίμακα της οποίας είναι Α 11+2, ενώ η μισθοδοτική κλίμακα της υπό πλήρωση θέσης ήταν Α9-Α11-Α12. Συνεπώς δεν μπορούσε πλέον να συμμετέχει (Πρακτικό ΕΔΥ ημερ. 9.11.2011).
Συνακόλουθα η σχετική εισήγηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης δεν ευσταθεί και οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου με την οποία έκρινε ότι η Αρχιπρωτοκολλητής δεν αποχώρησε από τη συνεδρία της ΕΔΥ «πριν από τη συζήτηση και λήψη της επίδικης απόφασης». Το σκεπτικό του Δικαστηρίου, ως προς τη νομική διάσταση του θέματος, δεν τυγχάνει αμφισβήτησης. Επισημαίνεται ότι αυτό έχει έρεισμα τόσο το Νόμο όσο και τη νομολογία, για την ανάγκη αποχώρησης προσώπου τρίτου προς την Επιτροπή, του οποίου η παρουσία ενδεχομένως να επηρεάσει τη γνώμη των μελών της.
Συνεπώς αν κριθεί ότι ορθά αποφάσισε το Δικαστήριο ότι η κα Χριστοδούλου (Αρχιπρωτοκολλητής) δεν αποχώρησε από τη συνεδρία της ΕΔΥ, κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, αυτή καθίσταται τρωτή, αφού υφίστατο και ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης της ΕΔΥ.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21(2) του Ν. 158(Ι)/1999 παρέχεται η δυνατότητα σε αρμόδια υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα, να παρίστανται σε συνεδρία συλλογικών οργάνων για την επεξήγηση διαφόρων θεμάτων και την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών και άλλων στοιχείων, τα οποία όμως πρέπει να αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης (Σταύρος Κυριάκου ν. Σχολικής Εφορείας Έμπας, προσφ. αρ. 1240/2010 ημερ. 25/4/2012, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Sigma Radio T.V. Ltd ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 130). Προνοεί σχετικά το εν λόγω άρθρου «Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.» Ουσιαστικά, όπως είναι διατυπωμένη η ως άνω πρόνοια, η αποχώρηση των ξένων προσώπων αποτελεί όρο και προϋπόθεση, για να μην εκληφθεί ως κακή η σύνθεση του οργάνου.
Ανατρέχοντας το πρωτόδικο δικαστήριο στο επίμαχο πρακτικό συνεδρίας ημερ. 28/9/2016 (τεκμ. 10 ένστασης) διαπίστωσε ότι πουθενά δεν καταγράφεται η αποχώρηση της Αρχιπρωτοκολλητού μετά την υπ' αυτής αξιολόγηση των υποψηφίων. Με τούτο ως δεδομένο, έκρινε τη σύνθεση της ΕΔΥ ως πάσχουσα και παράνομη και επικαλέστηκε την απόφαση Α& Ε Rossou Ltd v. Σχολικής Εφορείας Ιδαλίου κ.α., προσφ. Αρ. 1452/2009 ημερ. 13/9/2012, όπου τονίστηκε ότι «χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση δεν επιτρέπεται η παρουσία τρίτου προσώπου ξένου προς τη σύνθεση του οργάνου, κατά το χρόνο συζήτησης και λήψης απόφασης.»
Οι συνήγοροι των εφεσειόντων αποδίδουν τη μη καταγραφή της αποχώρησης της Αρχιπρωτοκολλητού σε τυπογραφικό λάθος και/ή παραδρομή και υποδεικνύουν ότι εάν είχε παραμείνει, αυτό θα καταγράφετο στα πρακτικά. Υποδεικνύουν δε, πως στο πρακτικό (τεκμ. 10 της ένστασης) αναφέρεται ότι η Επιτροπή προέβη σε αξιολόγηση υπό το φως των σχετικών κρίσεων της Αρχιπρωτοκολλητού και αναφέρονται ως παριστάμενα, μόνο τα μέλη της ΕΔΥ.
Οι ισχυρισμοί αυτοί με παραπομπή στα πρακτικά είχαν τεθεί και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο τους απέρριψε, εξηγώντας ότι «δεν επιλύουν το πρόβλημα και ουδόλως αναιρούν το πραγματικό γεγονός της παντελούς απουσίας στα πρακτικά αναφοράς περί της αποχώρησης της Αρχιπρωτοκολλητού μετά την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης και πριν από τη συζήτηση και λήψη της επίδικης απόφασης ως όφειλε να είχε συμβεί.»
Έχουμε ανατρέξει στο σχετικό πρακτικό ημερ. 28/9/2016. Με όλη την εκτίμηση προς τους συνηγόρους των εφεσειουσών, το περιεχόμενο του δεν αποδίδει την εικόνα που εισηγούνται. Καταγράφει μεν, μετά τον τίτλο «Απόσπασμα πρακτικού από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερ. 28.9.16» τα παρόντα μέλη της Επιτροπής, αλλά δεν συνάγεται από την καταγραφή αυτή, ότι μόνο εκείνα τα μέλη ήσαν παρόντα. Σε δύο παραγράφους, στο κείμενο των πρακτικών, γίνεται ρητή αναφορά στην παρουσία και στις ενέργειες της Αρχιπρωτοκολλητού. Δικαιολογώντας μάλιστα την παρουσία της και προσδιορίζοντας το ρόλο της «.προκειμένου να βοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση».
Στο ίδιο πρακτικό καταγράφεται η αξιολόγηση των υποψηφίων, στην οποία η Αρχιπρωτοκολλητής προέβηκε και καταλήγει η ΕΔΥ με τη δική της αξιολόγηση και την απόφαση του διορισμού των ΕΜ/εφεσειουσών. Η φράση η οποία σε κάποιο σημείο του κειμένου καταγράφεται αμέσως μετά την αξιολόγηση της Αρχιπρωτοκολλητού, δηλαδή «Στη συνέχεια η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων της Αρχιπρωτοκολλητού προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων.» δεν υποδηλοί αυτό το οποίο εισηγούνται οι συνήγοροι. Ότι δηλαδή η Αρχιπρωτοκολλητής αποχώρησε και συνέχισε η Επιτροπή. Η φράση «Στη συνέχεια .» συνέδεε τη μια ενέργεια με την άλλη, συνδέοντας το κείμενο ως ενότητα. Ούτε μπορεί να εκληφθεί ότι αποχώρησε η Αρχιπρωτοκολλητής γιατί αυτή είναι η πρακτική που ακολουθείται.
Ουσιαστικά το Δικαστήριο εκαλείτο να εξάξει συμπέρασμα για ένα γεγονός του οποίου η επέλευση έπρεπε να βασίζεται σε ασφαλή στοιχεία, για να υπάρχει συμμόρφωση με το Νόμο και όχι σε εικασίες ούτε να συνάγεται από τα συμφραζόμενα.
Τα πρακτικά μιας συνεδρίας αντανακλούν τα διαδραματισθέντα. Δεδομένου πως η νομοθετική διάταξη απαιτεί τη μη παρουσία προσώπου τρίτου προς το συλλογικό όργανο, η αποχώρηση αυτού έπρεπε ρητά να καταγράφεται αφ' ενός για να είναι η συνεδρία σύννομη και αφ' ετέρου ο διοικούμενος να έχει μια πλήρη και ξεκάθαρη εικόνα της συνεδρίας η οποία «έκρινε τη τύχη του», αναφορικά με την επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Κρίνουμε συνεπώς πως από όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ορθά αποφάσισε πως δεν προκύπτει από τα πρακτικά να είχε αποχωρήσει η Αρχιπρωτοκολλητής. Ορθά επίσης έκρινε ότι τίθεται θέμα τήρησης άρτιων πρακτικών το οποίο άρρηκτα συνδέεται με τη σύνθεση και λειτουργία του συλλογικού οργάνου (Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/11 ημερ. 21/7/2016).
Η τήρηση άρτιων πρακτικών συνιστά έλεγχο χρηστής διοίκησης και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Χωρίς αυτά, η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 550, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 417).
Συνακόλουθα ο σχετικός λόγος έφεσης δεν γίνεται αποδεκτός και οι εφέσεις απορρίπτονται. Εν όψει της κατάληξης αυτής παρέλκει η εξέταση της αντέφεσης. Δεδομένης της μερικής επιτυχίας της έφεσης επιδικάζονται €1.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, εναντίον των εφεσειουσών.
Α. Λιάτσος, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/ΚΑσ