ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C209
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 164/2014
1η Ιουνίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΔ]
GEMIGAR LTD
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητοι/Καθ' ων η αίτηση
.........
Χρίστος Τ. Τιμοθέου, για Χρίστο Τιμοθέου & Λοΐζος Νεοφύτου για την εφεσείουσα
Έλενα Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους
.........
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Η εφεσείουσα με την προσφυγή της υπ' αρ. 1462/2009 αμφισβήτησε την απόφαση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 4/8/2009, δυνάμει της οποίας το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε βεβαίωση τελωνειακής οφειλής (Αρ. 415/2009) η οποία ανέρχετo στο ποσό των €281.935,00 και αντιπροσωπεύει εισαγωγικό δασμό ύψους €5.835,00, πρόσθετο δασμό αντιντάμπιγκ ύψους €192.125,00 και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας €83.975,00 καθώς και κάθε παρεπόμενη πράξη που αφορά στον υπολογισμό της πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκων ήτοι 10% χρηματική επιβάρυνση ύψους €28.194,00 πλέον 9% ετησίως μέχρι 31/12/2006 και 8% από 1/1/2007 επί του καταβλητέου ποσού, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που τα επί μέρους ποσά κατέστησαν πληρωτέα.
Τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης όπως παρατέθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση είναι τα εξής:
«Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία προϊόντων χύτευσης και/ή τεχνουργημάτων από χυτοσίδηρο, προέλευσης Κίνας, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη φρεατίων αποχέτευσης και άλλων επιφανειακών ή υπόγειων αποχετευτικών δικτύων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα από τους μηχανισμούς παρακολούθησης που διαθέτει, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά θέματα τιμών, αξιών και αντιντάμπιγκ, έθεσε υπό παρακολούθηση τα εν λόγω προϊόντα προέλευσης Κίνας που εισάγονταν σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμπέρανε ότι εκτός από πέντε εργοστάσια, όλα τα υπόλοιπα εργοστάσια που κατασκευάζουν τα πιο πάνω είδη επιδοτούνται με διάφορους τρόπους, με αποτέλεσμα να εισάγονται τα εν λόγω προϊόντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε τιμές χαμηλότερες από το κόστος παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψήφισε και έθεσε σε εφαρμογή από 30.7.2005 τον Κανονισμό 1212/05 με τον οποίο επεβλήθη πρόσθετος εισαγωγικός δασμός αντιντάμπιγκ με συντελεστές από 0% έως 47.8%, ανάλογα με το εργοστάσιο κατασκευής.
Οι διατάξεις του Κανονισμού καταχωρήθηκαν στο ηλεκτρονικό δασμολόγιο και/ή εργαλείο της Ένωσης «TARIC», το οποίο ενημερωνόταν τακτικά για τις σχετικές τροποποιήσεις και/ή τις αποφάσεις και/ή περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα. Προσθέτονταν σταδιακά και άλλα εργοστάσια στην Κίνα που κατασκεύαζαν τα εν λόγω προϊόντα, αφού προηγουμένως προσάρμοζαν τις τιμές τους στην βάση του πραγματικού κόστους παραγωγής και αναλάμβαναν υποχρεώσεις και δεσμεύσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ 23.8.2005 και 3.4.2007, η αιτήτρια πραγματοποίησε από την Κίνα, σύμφωνα με σχετικές διασαφήσεις, 51 εισαγωγές προϊόντων από μη ελατό χυτοσίδηρο (cast iron + ductile iron) που πραγματοποιηθήκαν, όπως προκύπτει από τα σχετικά τιμολόγια, από πέντε εταιρείες και εργοστάσια της Κίνας, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονταν ούτε στον αρχικό κατάλογο του Κανονισμού 1212/05 αλλά ούτε στους διευρυμένους και πλέον ευνοϊκότερους καταλόγους του «ΤARIC» ημερομηνίας 23.4.2007. Συνεπώς, οι πέντε εν λόγω προμηθευτές εντάσσονταν στον όρο «Όλες οι άλλες εταιρείες» του πρόσθετου κωδικού του TARIC A999, σύμφωνα με τον οποίο επιβαλλόταν αντισταθμιστικός εισαγωγικός δασμός 47,8%. Η αιτήτρια καταχώρησε δυνάμει των άρθρων 122(1)(β) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004 (εφεξής ο «Νόμος»), 51 ηλεκτρονικές διασαφήσεις (Παραρτήματα 6Α-56Α στην ένσταση), για τις οποίες αυτόματα βεβαιώθηκαν οι εισαγωγικοί δασμοί και φόροι στην βάση των δεδομένων που καταχωρήθηκαν από τους εξουσιοδοτημένους τελωνειακούς αντιπροσώπους της αιτήτριας και τα σχετικά προϊόντα τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία χωρίς άλλο τελωνειακό έλεγχο.
Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, οι αξίες αγοράς των σχετικών προϊόντων που εισήχθηκαν από Κίνα, είχαν δηλωθεί σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τις εκάστοτε πραγματικές τιμές διαπραγμάτευσης με αποτέλεσμα τα εισαχθέντα τεχνουργήματα να διασαφηθούν με υποτιμολογημένες αξίες. Ακολούθησε στοχευμένη έρευνα από τους καθ' ων η αίτηση όλων των διασαφήσεων που σχετίζονταν με προϊόντα σιδήρου/χυτοσιδήρου, στα πλαίσια της οποίας λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων επισκέφτηκαν τα υποστατικά /γραφεία της αιτήτριας για έλεγχο των εμπορευμάτων, αρχείων, βιβλίων και εγγράφων - πολλά από τα οποία κατάσχεσαν - και επίσης διερεύνησαν αντίγραφα παραστατικών που αφορούσαν πράξεις μεταφοράς στο εξωτερικό μέσω της Μarfin Laiki Popular Bank. Από την έρευνα προέκυψε ότι σε 49 από τις πιο πάνω 51 εισαγωγές, για τις οποίες καταχωρήθηκαν οι προαναφερόμενες διασαφήσεις, δηλώθηκε τελωνειακή αξία μικρότερη ή χαμηλότερη της πραγματικής. Επίσης διαπιστώθηκε ότι σε οκτώ περιπτώσεις διασαφήσεων η αιτήτρια είχε δηλώσει τα σχετικά προϊόντα χύτευσης από μη ελατό χυτοσίδηρο σε λανθασμένο κωδικό «TARIC», με αποτέλεσμα να αποφευχθεί η καταβολή πρόσθετου δασμού αντιντάπινγκ.
Η Διευθύντρια των καθ' ων η αίτηση άσκησε, δυνάμει του άρθρου 48 του Νόμου, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση της και βεβαίωσε εκ των υστέρων κάθε οφειλόμενη διαφορά που δεν εισπράχθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποστέλλοντας στην αιτήτρια επιστολή ημερομηνίας 4.8.2009, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«4. Από την αξιολόγηση των διασαφήσεων καθώς και των συνοδευτικών εγγράφων των πιο πάνω εισαγωγών καθώς επίσης και από έγγραφα, που έχετε παραδώσει σε τελωνειακούς λειτουργούς κατά την επίσκεψη τους στα υποστατικά της εταιρείας σας στις 8 Μαίου 2007, διαπιστώθηκε ότι σε όλες τις πιο άνω 49 εισαγωγές, έχετε πραγματοποιήσει επιπρόσθετες πληρωμές προς τους κινέζους προμηθευτές σας πέραν της δηλωθείσας τελωνειακής αξίας οι οποίες με βάση το πιο πάνω άρθρο αποτελούν διαμορφωτικό στοιχείο της τελωνειακής αξίας. Αποτέλεσμα της δήλωσής σας ήταν να καταβάλετε ποσά σε δασμούς και φόρους ολιγότερα από τα οφειλόμενα όπως φαίνονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ.
5. Επιπρόσθετα εντοπίστηκαν επτά διασαφήσεις, οι με Α/Α 13, 14, 16, 27, 29, 35 και 38 των επισυναπτόμενων Παραρτήματα Ι και ΙΙ, με λανθασμένη δασμολογική ταξινόμηση.
6. Στις υπό αναφορά διασαφήσεις που εντοπίστηκε λανθασμένη δασμολογική ταξινόμηση, ενώ τα εμπορεύματα περιγράφονται στα αντίστοιχα τιμολόγια εισαγωγής ως προϊόντα κατασκευασμένα από μη ελατό χυτοσίδηρο, τα οποία ορθά ταξινομούνται κάτω από τη δασμολογική κλάση 73.25.10 με δασμό 1.7% και πρόσθετο δασμό αντιντάμπιγκ 47.8% πλέον 15% ΦΠΑ, στις ηλεκτρονικές διασαφήσεις λανθασμένα τα έχετε δηλώσει στη δασμολογική κλάση 73.25.99 με εισαγωγικό δασμό 2.7% πλέον 15% ΦΠΑ.
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών και των διαθεσίμων στοιχείων της πιο πάνω υπόθεσης και ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση μου, έχω βεβαιώσει το πoσό (sic) της τελωνειακής οφειλής και της άλλης τελωνειακής οφειλής, που αφορά τα αναφερόμενα εμπορεύματα σύμφωνα με τις επί μέρους αξίες και καταστάσεις (Παραρτήματα Ι και ΙΙ), που ανέρχεται στο συνολικό ποσό €281.935.00 (διακόσια ογδόντα μια χιλιάδες εννιακόσια τριάντα πέντε) το οποίο αντιπροσωπεύει, εισαγωγικό δασμό €5.835.00, πρόσθετο Δασμό Αντιντάμπινγκ, €192.125.00 και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας €83.975.00.
.............................................................................
Οι οφειλόμενοι δασμοί και φόροι υπολογίσθηκαν με βάση τα άρθρα 36 και 41 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι) του 2004 και των άρθρων 15 και 17 του περί Φόρου Προστιθεμένης Αξία (sic) Νόμου αρ. 95(Ι)/2000.
Η βεβαίωση αυτή βασίζεται στα άρθρα 42, 48 και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου με αρ. 94(Ι) του 2004 καθώς και στα άρθρα 5(4), 13 και 20(Α) του περί Φόρου Προστιθεμένης Αξία (sic) Νόμου αρ. 95(Ι)/2000 όπως έχει τροποποιηθεί.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την Προσφυγή κατ' αρχάς συνόψισε τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης στους εξής: α) ότι η απόφαση δεν λήφθηκε επί της πραγματικής «συναλλακτικής» δηλαδή της τιμής που πληρώθηκε για τα εμπορεύματα εφόσον υπολογίστηκε και η ευνοϊκή εμπορική έκπτωση που ρητά αναγραφόταν επί των τιμολογίων, β) ότι ήταν αποτέλεσμα ελλειπούς έρευνας σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ενόψει του ότι δεν αξιολογήθηκαν στοιχεία ως προς τις επιπρόσθετες πληρωμές και γ) δεν ήταν αιτιολογημένη και λήφθηκε υπό καθεστώς ουσιώδους πλάνης.
Εντοπίζει στη συνέχεια τους δύο πυλώνες της προσβαλλόμενης απόφασης ότι αφορούσαν σε α) 49 εισαγωγές όπου διαπιστώθηκε από την εφεσίβλητη ότι δεν δηλωνόταν η πραγματική αξία των προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κανονισμού 2913/1992 και β) σε 7 διασαφήσεις όπου είχε γίνει λανθασμένη δασμολογική ταξινόμηση, με αποτέλεσμα να αποδοθεί μικρότερος φόρος στο κράτος.
Αξιολογώντας τα ενώπιον του στοιχεία, όπως εξάγοντο από την αίτηση, ένσταση και τους ογκώδεις Διοικητικούς Φακέλους, με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την υποχρέωση των τελωνειακών αρχών να αναζητούν την πραγματική συναλλαχτική αξία των προϊόντων (βλ. C-354/09 Gaston Schul BV (2010) ECR 1-7740 και C-116/12 N. Christodoulou A.E. v. Elliniko Dimosio της 12/12/13) και τονίζοντας περαιτέρω την ευρεία εξουσία του Τελωνείου στον τομέα ταξινόμησης εμπορευμάτων στην ορθή δασμολογική κλάση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας χωρίς την εμφιλοχώρηση πλάνης και περαιτέρω σύμφωνη με τα άρθρα 48 και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(1)/2004 (στο εξής «ο Νόμος»).
Διαπίστωσε επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και η δασμολογική κατάταξη των προϊόντων των επτά διασαφήσεων από μέρους του Τελωνείου ευλόγως επιτρεπτή.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη βεβαίωση τελωνειακής οφειλής.
Η εφεσείουσα αντέδρασε με την καταχώρηση της υπό κρίση έφεσης προβάλλοντας τέσσερις λόγους που βάλλουν ουσιαστικά κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας (πρώτος λόγος), ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι οι εξαγωγές σε τρίτες χώρες συνδέοντο με την παραχώρηση καλουπιών στους Κινέζους προμηθευτές και την εμπορική έκπτωση επί των επίδικων τιμολογίων ( δεύτερος λόγος), ότι η απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (τρίτος λόγος) και ότι η δασμολογική κατάταξη των επτά διασαφήσεων ήταν ευλόγως επιτρεπτή (τέταρτος λόγος).
Από την άλλη, η δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σε όλες της τις πτυχές επιμένοντας στην νομιμότητα της προσβαλλόμενης επιβολής τελωνειακής οφειλής.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης, όπως διαφαίνοντο από τον πρωτόδικο Φάκελο και τους ογκώδεις Διοικητικούς Φακέλους που περιέχουν τεράστιο αριθμό εγγράφων. Το ζήτημα της επιβολής και είσπραξης δασμών και φόρων και η σημασία που ενέχει για το δημόσιο συμφέρον, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην πρόσφατη υπόθεση Δημοκρατία ν. Φεραίος Λτδ, Αναθεωρητική Έφεση 98/2013, ημερομηνίας 1/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:C268, μετά από ανασκόπηση της μέχρι τότε νομολογίας, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ακριβώς η σημασία επιβολής και είσπραξης δασμών και φόρων. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Ως θέμα αρχής η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων συνιστά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Συνακόλουθα, η αρμοδία αρχή νομιμοποιείται να ανακαλέσει προηγούμενη αντίθετη προς το Νόμο πρακτική της και συμπεριφορά προς τον σκοπό είσπραξης οφειλόμενου φόρου. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταβολή οποιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών υπό μορφή δασμών και φόρων και το δικαίωμα προς είσπραξη, δεν παραγράφεται και ότι αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής η είσπραξη των εν λόγω ποσών μέσω της προώθησης των ανάλογων διαδικασιών (The Director of the Department of Customs v. M.Chr. Platanis And Co Ltd (1981) 1 C.L.R. 635, Δημοκρατία v. Ioannou & Paraskevaides (Overseas)
Ltd ECLI:CY:AD:2016:C419, Α.Ε. 197/2010, ημερ. 12.9.2016).
.....................................................................................
Άλλωστε, όπως τονίστηκε στην απόφαση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, 196:
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.»
.....................................................................................
Οι καθ΄ ων ως οι υπεύθυνοι για τη νομιμότητα αφενός της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων προϊόντων και αφετέρου της υπ΄ αυτών είσπραξης των επιβαλλομένων φόρων και δασμών, είχαν υποχρέωση να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή τους πραγματική και νομική διάσταση, προχωρώντας μάλιστα να εισπράξουν τις αναγκαίες οφειλές. Παραμένει προεξάρχουσα η αρχή ότι οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που στοχεύουν στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από πλευράς της διοίκησης, δεν υπερφαλαγγίζουν «.. την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου.» (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Η είσπραξη των οφειλομένων εκ της νέας δασμολογικής κατάταξης δασμών αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, η οποία και δεν έχει δικαίωμα να παραγράψει τις οφειλές αυτές. (Frakapor Co Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.01).
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη μεταγενέστερη απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. L. NEMITSAS LTD, Aναθεωρητική Έφεση 65/2014, ημερομηνίας 20/1/2021, ECLI:CY:AD:2021:C15.
Η δυνατότητα διενέργειας εκ των υστέρων ελέγχων από το Τμήμα Τελωνείων προβλέπεται από το άρθρο 48 του Νόμου, στη βάση της οποίας εκδίδεται στη συνέχεια βεβαίωση τελωνειακής οφειλής. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«48.-(1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Κοινοτική Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.
(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή παράλειψής του προκύπτει ποσό οφειλόμενο, τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό και το κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό.»
Η δεσμευτική για το εθνικό Δικαστήριο νομολογία του ΔΕΕ, αναγνωρίζει επίσης τη δυνατότητα των Τελωνειακών Αρχών να διενεργούν εκ των υστέρων ελέγχους στην περίπτωση ανακριβών δηλώσεων. Αυτό επισημάνθηκε στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Panipsos Ltd, Aναθεωρητική Έφεση 227/2012 ημερομηνίας 15/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:C6 με αναφορά στην C-12/92 Edmond Huggen, 7/12/1993.
Σημειώνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση ορθά δεν αμφισβητείται από πλευράς εφεσείουσας το δικαίωμα αυτό των Τελωνειακών Αρχών για επανέλεγχο και έκδοση βεβαίωσης του ποσού της τελωνειακής οφειλής.
Κύριος άξονας των εισηγήσεων της εφεσείουσας προς υποστήριξη των λόγων έφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς ειδικά ο πρώτος, δεύτερος και τρίτος που αναφέρονται στον πυλώνα της απόφασης για τις 49 εισαγωγές προϊόντων, συνιστά το εσφαλμένο της πρωτόδικης κρίσης σ' ό,τι αφορά στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και ότι δεν υπήρξε πλάνη της εφεσίβλητης ως προς τα πράγματα και το Νόμο.
Εισηγείται, σε σχέση με το σκέλος αυτό της προσβαλλόμενης βεβαίωσης, ότι η συνολική αξία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για σκοπούς επιβολής δασμού είναι εκείνη που είχε συμφωνηθεί, δηλαδή να γίνεται έκπτωση ποσοστού 47% επί των προϊόντων που εισάγοντο στην Κύπρο και ότι τα επιπλέον ποσά που πλήρωνε η εφεσείουσα αφορούσαν σε κατασκευή καλουπιών που ανέλαβαν οι Κινέζοι τα οποία χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια για κατασκευή προϊόντων που προορίζοντο για τρίτες χώρες. Η θέση αυτή, κατά την εισήγηση της, επιβεβαιώνετο από τα στοιχεία που είχεν προσκομίσει η ίδια η εφεσείουσα σε σχέση με την κάθε μια από τις συναλλαγές της τα οποία η αρμόδια αρχή, αν προέβαινε στη δέουσα έρευνα, θα αντιλαμβάνετο πλήρως σε τι αφορούσαν οι επιπρόσθετες πληρωμές.
Η εισήγηση αυτή προβλήθηκε και πρωτόδικα στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης ως προς την ελλιπή έρευνα και το Δικαστήριο την απέρριψε μετά τη διαπίστωση του ότι η επιβολή του προσβαλλόμενου δασμού ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Ενδεικτικά της δέουσας έρευνας το Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούσαν το ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα της λειτουργού xxx Γεωργιάδη ημερομηνίας 26/6/2007 και άλλων δύο σημειωμάτων που επισυνάπτοντο στο συνοδευτικό σημείωμα ημερομηνίας 8/10/2007 του Τομέα Μετελέγχου προς την Προϊσταμένη του Τομέα Δασμολογίου όπως και το σύνολο των τεκμηρίων που επισυνάπτοντο στην Ένορκη Δήλωση του xxx Παπαδόπουλου, εξεταστή της υπόθεσης, ημερομηνίας 14/12/2012. Σ' ό,τι αφορά τον λογιστικό έλεγχο από πλευράς Τελωνείου και τις κατ' ισχυρισμό εξαγωγές προϊόντων προς τρίτες χώρες, διαπίστωσε τα εξής που καταγράφουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«Ο λογιστικός έλεγχος που διενεργήθηκε από τον Κλάδο Μετελέγχου Λάρνακας σε συνάρτηση με διάταγμα αποκάλυψης τραπεζικού λογαριασμού της αιτήτριας ήταν πλήρης και μεθοδικός. Οι καθ' ων η αίτηση αντιπαραβάλλοντας για κάθε μια συναλλαγή την διασάφηση με τα τιμολόγια και τις επιπρόσθετες πληρωμές/εμβάσματα, έλεγξαν την αντιστοιχία των πληρωμών με τα συγκεκριμένα τιμολόγια και τα συγκεκριμένα προϊόντα και εύλογα κατέληξαν στο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην παραχωρηθείσα έκπτωση, ισόποση μάλιστα του δασμού αντιντάμπιγκ, ήταν ποσά που είχαν καταβληθεί στους Κινέζους προμηθευτές και ότι τα σχέδια καλουπιών αφορούσαν τα εμπορεύματα των συγκεκριμένων διασαφήσεων τα οποία είχαν διατεθεί στην κυπριακή αγορά.
Η αιτήτρια ακούστηκε και είχε κάθε ευκαιρία να προβάλει και να επεξηγήσει τις θέσεις της, τόσο μέσω της κατάθεσης του Διευθυντή της, xxx Γρουτίδη, και των εκτελωνιστών της, αλλά και γραπτώς με την επιστολή ημερομηνίας 30.3. 2009 με την οποία ενημέρωνε τους καθ΄ ων η αίτηση ότι όλα τα στοιχεία τους είχαν ήδη δοθεί και ζητήθηκε παράταση χρόνου για ενδεχόμενη προσκόμιση και άλλων εγγράφων. (Παραχωρήθηκε χρόνος 21 ημερών). Αναφορικά με τα τιμολόγια της εταιρείας Veralco Τrading Ltd (Παράρτημα 59 στην αίτηση ακυρώσης), δεν εντοπίζονται εντός των διοικητικών φακέλων μαζί με το υλικό που είχαν ενώπιον τους οι καθ' ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφού παρά το σχετικό αίτημα από τους καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 23.2. 2009 φαίνεται ότι δεν υποδείχθηκαν από την αιτήτρια κατά την εξέταση της υπόθεσης. Συνεπώς δεν μπορεί το Δικαστήριο να εκφέρει πρωτογενή κρίση. Επίσης πολλά από αυτά φέρουν μεταγενέστερες ημερομηνίες. Εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει πώς οι συγκεκριμένες εξαγωγές προς τρίτες χώρες συνδέονται με την παραχώρηση καλουπιών στους Κινέζους προμηθευτές και την εμπορική έκπτωση επί των επίδικων τιμολογίων.
Επί του προκειμένου, θεωρώ εύστοχες και τις παρατηρήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, τις οποίες θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιες:
«1.18 Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες των εγγράφων τα οποία ερεύνησαν οι καθ΄ ων η αίτηση, τα τιμολόγια των εμπορευμάτων και τα τιμολόγια των καλουπιών είχαν κοινούς αριθμούς παραγγελίες και κοινούς αριθμούς συμβολαίων. Και οι δύο τύποι τιμολογίων πληρώνονταν από την αιτήτρια. Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ως ανεδαφικούς τους ισχυρισμούς της αιτήτριας στις σελίδες 12 και 13 της αγόρευσης της αιτήτριας ότι εφοδίαζαν τους κινέζους προμηθευτές τους με σχέδια καλουπιών για να κατασκευάζουν προϊόντα τα οποία πωλούσε η συνδεόμενη με την αιτήτρια εταιρεία VERALCO TRADING. Με βάση τα στοιχεία των τιμολογίων και πληρωμών ήταν εύλογο οι καθ΄ ων η αίτηση να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με το άρθρο 32(1)(β)(ii) του τελωνειακού κώδικα, μπορούσαν να θεωρήσουν την αξία των σχεδίων καλουπιών ως μέρος της αξίας των εμπορευμάτων της αιτήτριας ειδικά λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ίδια η αιτήτρια κατέβαλλε τα ποσά των τιμολογίων. Αυτό καταρρίπτει και τον ισχυρισμό της αιτήτριας στην σελίδα 12 της γραπτής της αγόρευσης ότι τα ποσά αυτά αποτελούσαν εμπορική έκπτωση των κινέζων προμηθευτών προς την αιτήτρια. Πως είναι δυνατόν τα ποσά αυτά να αποτελούν εμπορική έκπτωση αφού από τις αποδείξεις της τράπεζας προέκυπτε ότι η αιτήτρια κατέβαλλε τα ποσά αυτά προς τους κινέζους προμηθευτές της; Περαιτέρω, το γεγονός ότι η αιτήτρια επέλεξε να τιτλοφορεί τα τιμολόγια της με την φράση «CONSULTANCY - SERVICE FEE PAYMENT» αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη, καταδείκνυαν ότι τα σχέδια καλουπιών ήταν συνδεόμενα με τα εμπορεύματα της αιτήτριας τα οποία εισήγαγε στη Δημοκρατία με τις εν λόγω διασαφήσεις.»
Υπό το φως των διαπιστώσεων του αυτών το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αφ' ενός ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε πλάνη ως προς το σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορούσε στην υποτιμολόγηση, και αφ' ετέρου ότι η αιτιολογία της συμπληρώνετο από το περιεχόμενο των Φακέλων και ήταν ικανοποιητική.
Προς εξέταση αυτής της πτυχής της έφεσης έχουμε ανατρέξει στους πρωτόδικους Φακέλους, όπου μέσω των τεκμηρίων και ειδικότερα των επιστολών, σημειωμάτων και παρατηρήσεων των αρμοδίων λειτουργών του Τελωνείου και των γραπτών καταθέσεων τους, ιδιαίτερα του κ. Παπαδόπουλου ημερομηνίας 15/9/2009, διαφαίνεται η όλη διαδικασία που ακολούθησε η εφεσίβλητη προς βεβαίωση του ποσού της προσβαλλόμενης τελωνειακής οφειλής, η οποία καταγράφεται με κάθε δυνατή λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση, υπό το φως του μεγάλου όγκου των τεκμηρίων. Το περιεχόμενο των Διοικητικών Φακέλων, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταδεικνύει ακριβώς την ενδελεχή έρευνα από πλευράς Τελωνείου της κάθε συναλλαγής της εφεσείουσας, περιλαμβανομένων των σχετικών τιμολογίων και του αντικειμένου που αυτά αφορούσαν, μαζί με τα ποσά που εισπράχθηκαν, για να καταλήξει στην επιβολή της προσβαλλόμενης τελωνειακής οφειλής.
Η εφεσείουσα δεν παρουσίασε κανένα ικανό στοιχείο ότι η εφεσίβλητη ενήργησε σε οποιοδήποτε στάδιο υπό καθεστώς πλάνης ή ότι δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα. Αντίθετα, όπως ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα της εφεσείουσας που επανέλαβε κατ' έφεση, περιλαμβανομένου και της εμπλοκής της εταιρείας Veralco Trading Ltd, με τα στοιχεία που η ίδια παρουσίασε, απέτυχε να αποδείξει ότι οι συγκεκριμένες εξαγωγές προς τρίτες χώρες συνδέοντο με την παραχώρηση καλουπιών στους προμηθευτές και την εμπορική έκπτωση επί των τιμολογίων, που αφορούσαν οι 49 εισαγωγές. Σε ό,τι αφορά τα τιμολόγια της εταιρείας Veralco, στο απόσπασμα της απόφασης που καταγράφουμε ανωτέρω, διαφαίνεται η ενασχόληση του Δικαστηρίου για το εγερθέν ζήτημα, καταλήγοντας ότι δεν μπορεί να εκφέρει πρωτογενή κρίση για τους λόγους που επεξηγεί, σημειώνοντας ότι πολλά από τα τιμολόγια έφεραν μεταγενέστερες ημερομηνίες. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτόν στην προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου.
Η εφεσείουσα βάλλει επίσης, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, κατά της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σ' ό,τι αφορά τον δεύτερο πυλώνα της προσβαλλόμενης τελωνειακής οφειλής, ότι δηλαδή η δασμολογική κατάταξη των επτά διασαφήσεων ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Σύμφωνα με την εισήγηση της, η εφεσείουσα είχε προβεί στην κατάταξη των διασαφήσεων αυτών ανάλογα με το υλικό κατασκευής των προϊόντων, στη βάση των τιμολογίων των Κινέζων προμηθευτών όπου αυτά περιγράφοντο ως «ελατό χυτοσίδηρο», οπότε δεν υποχρεούτο στην πληρωμή του δασμού αντιντάμπιγκ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της δασμολογικής κατάταξης εξετάστηκε από τον Κλάδο Ονοματολογίας κάτω από το φως της εγκυκλίου ΕΕ-«ΑΝΤ»(74), ημερομηνίας 12.1.2007 και της σχετικής επιστολής της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία κατά την έρευνα δεν βρέθηκαν προϊόντα κατασκευασμένα από ελατό χυτοσίδηρο.
Η εφεσείουσα προτάσσει ότι η παράλειψη εργαστηριακής εξέτασης από πλευράς της εφεσίβλητης για να πιστοποιηθεί η δασμολογική κατάταξη των προϊόντων, που αφορούσαν, δεν δικαιολογούσε την έκδοση βεβαίωσης επιβολής του προσβαλλόμενου δασμού.
Η ίδια εισήγηση υποβλήθηκε και πρωτόδικα και το Δικαστήριο, εξετάζοντας την, διαπίστωσε στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, ότι ενώ κρίθηκε αρχικά αναγκαία λόγω και της ψηλής αξίας των εμπορευμάτων και του ύψους του δασμού, δεν χρειάστηκε στη συνέχεια η εργαστηριακή εξέταση από διαπιστευμένο εργαστήριο, εφόσον «τα ενώπιον του Τομέα Δασμολογίου στοιχεία θεωρήθηκαν αρκετά για να θεωρηθεί τελικά ότι όλα τα προϊόντα ήταν από μη ελατό χυτοσίδηρο και επιβαρύνονταν με δασμό αντιντάμπιγκ» παραπέμποντας στη σημείωση ημερομηνίας 19/11/2007 τελωνειακής λειτουργού, που καταλήγει ότι όλα τα προϊόντα ήταν από μη ελατό χυτοσίδηρο και επιβαρύνονται με δασμό αντιντάμπιγκ ενώ το δείγμα που είχε προσκομιστεί για ανάλυση ήταν απροσδιορίστου κατασκευαστή και δεν μπορούσε να συνδεθεί με οποιαδήποτε εισαγωγή. Μετά τη διαπίστωση του αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι η δασμολογική κατάταξη των επτά διασαφήσεων ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Ούτε και για τη διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου ως προς τις επτά διασαφήσεις, τέθηκε από πλευράς εφεσείουσας ο,τιδήποτε που να την καθιστά τρωτή.
Βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του εξέτασε όλα τα επιχειρήματα της εφεσείουσας, που έκρινε ουσιώδη για σκοπούς απόφασης του, δίνοντας επαρκή αιτιολογία για τους λόγους απόρριψης του κάθε ενός εξ αυτών.
Με τα δεδομένα αυτά και κατ΄ εφαρμογήν των νομικών αρχών που έχουμε ήδη παραθέσει και οι οποίες διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, το Τμήμα Τελωνείων, ενεργώντας στα πλαίσια της νομιμότητας, όφειλε και είχε, καθηκόντως, κάθε εξουσία, να ενεργήσει ως έπραξε - επεξηγώντας πλήρως τους λόγους και έχοντας δώσει επαρκή αιτιολογία - προς είσπραξη των επίδικων δασμών. Η αιτιολογία της απόφασης, όπως ορθά σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει από την ίδια την απόφαση και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του πρωτόδικου Φακέλου και των Διοικητικών Φακέλων, υποκείμενη ωσαύτως στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο ως η νομολογία απαιτεί επί του θέματος (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170, Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297 και Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146).
Κρίνουμε χρήσιμο να τονίσουμε την πάγια και διαχρονική νομολογία ότι η ουσιαστική εκτίμηση από το διοικητικό όργανο των πραγματικών καταστάσεων που συνιστούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της διοικητικής πράξης, δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο παρά μόνο όταν η εκτίμηση αυτή έχει σχέση με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και ελέγχεται η υπέρβαση των ακραίων ορίων της (βλ. υπόθεση Panipsos (ανωτέρω)). Στην υπό κρίση περίπτωση δεν παρουσιάστηκε κανένα ικανό στοιχείο ότι η βεβαίωση του ποσού της προσβαλλόμενης τελωνειακής οφειλής από το Τμήμα Τελωνείων ήταν αυθαίρετη ή προϊόν ελλιπούς έρευνας ή πλάνης.
Συνεπώς, οι ενώπιόν μας λόγοι έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Κρίνουμε την πρωτόδικη κρίση σε όλες τις παραμέτρους ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.