ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:C277
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 157/2014)
25 Ιουνίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΛΕΟΝΤΙΟΥ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Χατζηλούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για το
Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που υπέβαλε σε σχέση με την απόφαση των εφεσίβλητων, της οποίας έλαβε γνώση στις 4.5.2011, με την οποία πληροφορήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι επέλεξαν για διορισμό στη μόνιμη θέση Διευθυντή Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στην προσφυγή του ο εφεσείων ήγειρε 20 συνολικά λόγους ακύρωσης και, μετά από τροποποίηση της νομικής βάσης της προσφυγής, προστέθηκαν ακόμα τρείς λόγοι[1]. Στη γραπτή του αγόρευση προώθησε μόνο τους λόγους ακύρωσης που προστέθηκαν αναπτύσσοντας το λόγο που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 23 ως πρώτο και αυτούς που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 21 και 22 από κοινού ως δεύτερο, ως ακολούθως:
Λόγος Ακύρωσης 1
«Η αξιολόγηση της ΕΔΥ για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση έπασχε, εφόσον επεκτάθηκε επί εκτιμήσεων που δεν είναι νοητό να συναρτώνται προς αποτελέσματα προφορικής εξέτασης.»
Λόγος Ακύρωσης 2
«Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση ή και χωρίς να δοθεί ειδική και πειστική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του προϊσταμένου ή και της υπεροχής του Αιτητή σε προσόντα και αξία.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε μόνο το δεύτερο λόγο, τον οποίο απέρριψε, με αποτέλεσμα να απορρίψει την προσφυγή.
Ο εφεσείων, με τους ακόλουθους τρεις λόγους έφεσης, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση:
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και του άρθρου 30 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη παρέλειψε να εξετάσει ή και να εκδώσει απόφαση επί του πρώτου λόγου ακύρωσης του εδώ Εφεσείοντα ότι η αξιολόγηση της ΕΔΥ για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση έπασχε εφόσον επεκτάθηκε επί εκτιμήσεων που δεν είναι νοητό να συναρτώνται προς αποτελέσματα προφορικής εξέτασης.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Η αξιολόγηση της ΕΔΥ για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση έπασχε εφόσον επεκτάθηκε επί εκτιμήσεων που δεν είναι νοητό να συναρτώνται προς αποτελέσματα προφορικής εξέτασης.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι κατά συνέπεια δεν υπήρξε παραγνώριση της σύστασης του προϊσταμένου χωρίς επαρκή αιτιολογία και ότι δεν δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη που δόθηκε από την πλειοψηφία των μελών της ΕΔΥ, είναι εσφαλμένο.»
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι η παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο οποίος είχε δεόντως εγερθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή του αγόρευση, καθώς και στην απαντητική του αγόρευση, παραβιάζει το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, ως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος καθώς και στη νομολογία του ΕΔΑΔ. Προς τούτο παραπέμπει στις υποθέσεις Michael Christou and another v. Maria Angelidou and another (1984) 1 CLR 492 και στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, Ruiz Torija v. Spain, ημερομηνίας 9.12.1994 και Buzescu v. Romania, ημερομηνίας 25.4.2005.
Σύμφωνα με την εισήγηση του εφεσείοντα, το Δικαστήριο θα έπρεπε πρώτα να ασχοληθεί με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ως εκ της φύσης του, καθότι τυχόν αποδοχή του, θα ακύρωνε τη διαδικασία και θα καθιστούσε μη αναγκαία την εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης.
Ο εφεσείων ανέπτυξε και τους υπόλοιπους δύο λόγους έφεσης παρά το ότι η εισήγηση που προέβαλε είναι πως η παράλειψη του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με τον πρώτο λόγο ακύρωσης και να εκφέρει δικαστική κρίση επ΄ αυτού συνιστά αυτοτελή λόγο επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης και της έφεσης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των άλλων δύο λόγων.
Η πλευρά των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερόμενου μέρους αναγνωρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον πρώτο λόγο ακύρωσης, προβάλλουν όμως ότι αυτός ήταν ανεδαφικός και δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, όπως εξάλλου δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, για τους λόγους που αναπτύσσουν στα περιγράμματα αγόρευσής τους.
Περαιτέρω, κατά την ακρόαση της έφεσης, οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν, ότι οι λόγοι ακυρότητας που προέβαλε ο εφεσείων στην προσφυγή του δεν περιέχουν αιτιολογία, ως απαιτείται από τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 και, συνεπώς, δεν είναι επιδεκτικοί δικαστικής εκτίμησης, σύμφωνα με τη νομολογία.
Ως προς το τελευταίο ζήτημα, ο κ. Αιμιλιανίδης παρατήρησε ότι αυτό δεν ηγέρθηκε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, είτε της πρωτόδικης, είτε στο περίγραμμα αγόρευσης στην έφεση και συνεπώς, σύμφωνα με την εισήγηση δεν αποτελεί επίδικο θέμα στην έφεση. Παρά ταύτα εισηγήθηκε πως ο λόγος ακύρωσης ήταν σαφής και πλήρως αιτιολογημένος.
Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω ο λόγος ακύρωσης που αναπτύχθηκε ως πρώτος λόγος πρωτόδικα προέκυψε μετά από αίτηση για τροποποίηση του δικογράφου της προσφυγής, η οποία εγκρίθηκε από το Δικαστήριο με τη σύμφωνη γνώμη των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν εγέρθηκε πρωτόδικα ζήτημα παραβίασης του Κανονισμού 7, ούτε η πρωτόδικη απόφαση ασχολήθηκε με τέτοιο ζήτημα, ούτε επίσης ο λόγος που δεν εξέτασε το Δικαστήριο τον πρώτο λόγο ακύρωσης, εδράζεται στον Κανονισμό 7. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για λόγο ακύρωσης που περιέχει, έστω με συνοπτικό τρόπο, αιτιολογία και συνεπώς, η παράλειψη εξέτασής του δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στη βάση που εισηγούνται οι εφεσίβλητοι.
Καταληκτικά, κρίνουμε ότι εφόσον η προσφυγή εδραζόταν και σε αυτό το λόγο ακυρότητας και στη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντα, αυτός αναπτύχθηκε πρώτος, με την αγόρευση μάλιστα να περιορίζεται σε αυτόν και ακόμα ένα λόγο, η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να τον εξετάσει, επηρέασε την τελική κρίση του επί της προσφυγής και κατ΄ επέκταση επέδρασε αρνητικά στο δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, στη βάση της νομολογίας στην οποία παρέπεμψε ο κ. Αιμιλιανίδης.
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω και το δεύτερο λόγο ακύρωσης που προωθήθηκε από τον εφεσείοντα. Είναι εμφανές ότι απόφαση επί του πρώτου λόγου πρέπει να προηγηθεί της εξέτασης του δεύτερου λόγου, την έκβαση του οποίου επηρεάζει άμεσα. Εφόσον δεν υπάρχει δικαστική κρίση επί του πρώτου λόγου, ελλείπει ένα από τα στοιχεία που επιδρά στην τελική κρίση επί του δεύτερου λόγου. Τυχόν επιτυχία του πρώτου λόγου ακύρωσης καθιστά άνευ αντικειμένου το δεύτερο. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί εξ ολοκλήρου.
Με βάση τις πρόνοιες του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015, Ν.131(Ι)/2015, όπως έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθ. Έφ. 95/2012, ημερομηνίας 6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, και επαναλήφθηκε στην Odessa Hotels Ltd v. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Παραλιμνίου Αναθ. Έφ. 202/2012, ημερομηνίας 17.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:C10, το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας να αποφασίζει επί των λόγων ακύρωσης της προσφυγής. Όπως αναφέρθηκε στην Χριστοδουλίδης, «η αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος προσφυγής ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο. (Βλ. Άρθρο 3 του Ν.131(Ι)/2015 και Χαραλαμπίδης κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 99/2016, ημερ. 4.4.2018).».
Δεν μπορούμε, επομένως, να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο ακύρωσης, όπως ουσιαστικά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι και το ενδιαφερόμενο μέρος, προβάλλοντας ότι ήταν ανεδαφικός και δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσφυγή παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο για εκδίκαση, κατά προτεραιότητα.
Τα έξοδα της έφεσης €2,000, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων. Τα πρωτόδικα έξοδα παραμένουν στην πορεία της προσφυγής.
ΠΑΝΑΓΗ, Π.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] «21. Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση.
22. Δεν δόθηκε ειδική και πειστική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή.
23. Η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση έπασχε, εφόσον επεκτάθηκε επί εκτιμήσεων που δεν είναι νοητό να συναρτώνται προς αποτελέσματα προφορικής εξέτασης.»