ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C70
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 16/2014)
25 Φεβρουαρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ (Υπ. Αρ. 868/2010),
xxx ΣΤΙΒΑΡΟΣ (Υπ. Αρ. 936/2010),
Εφεσείοντες/Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες/Αιτητές.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
Ντ. Πασπαλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6.
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Οι δύο εφεσείοντες ήταν υποψήφιοι για διορισμό στην από 4.6.1996 θέση Ακόλουθου (Εξωτερικές Υπηρεσίες) του Υπουργείου Εξωτερικών. Επιλέγηκαν 13 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων ο εφεσείων 2, αλλά όχι ο εφεσείων 1, ο οποίος προσέβαλε την απόφαση με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με επιτυχή κατάληξη (Προσφυγές αρ. 682/96, 723/96, 725/96, ημερομηνίας 18.9.1998). Η επανεξέταση έλαβε χώρα στις 23.10.1998. Ο εφεσείων 1 αποκλείστηκε εκ νέου λόγω της χαμηλής του επίδοσης ενώπιον των εφεσίβλητων, οπότε, με νέα προσφυγή, πέτυχε την ακύρωση της εν λόγω απόφασης. Εν τω μεταξύ, με απόφασή τους ημερομηνίας 25.8.2000 οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στην από 15.9.2000 προαγωγή 12 Γραμματέων Β' ή Υποπρόξενων, μεταξύ αυτών και ο εφεσείων 2, αλλά όχι ο εφεσείων 1. Συνεπεία της ακύρωσης της απόφασης των εφεσίβλητων ημερομηνίας 23.10.1998 (Προσφυγές αρ. 1227/98, 132/99, 217/99), στις 19.3.2002 έλαβε χώρα η επανεξέταση της από 4.6.1996 πλήρωσης 13 θέσεων Ακόλουθου. Διορίστηκε, μεταξύ άλλων, ο εφεσείων 1 και ο εφεσείων 2. Με εξαίρεση τον εφεσείοντα 1, οι υπόλοιποι αποκαταστάθηκαν στη θέση Γραμματέα Β' ή Υποπρόξενου αναδρομικά από 15.9.2000. Το αίτημα του εφεσείοντα 1 για προαγωγή, όπως και των άλλων 12 προσώπων, απορρίφθηκε από τους εφεσίβλητους στην απόφασή τους ημερομηνίας 4.7.2002 «γιατί δεν διαθέτει πραγματική υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου αλλά βρίσκεται με δοκιμασία στην εν λόγω θέση» και επειδή δεν διέθετε «τετραετή τουλάχιστον ευδόκιμον υπηρεσίαν εις την θέσιν Ακολούθου. δηλαδή πραγματική άσκηση των καθηκόντων της θέσης». Η προσφυγή που άσκησε ο εφεσείων 1 εναντίον της πιο πάνω άρνησης απορρίφθηκε και ασκήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση (αρ. 3764). Ο εφεσείων 2 και οι 12 άλλοι προάχθηκαν στη θέση Γραμματέα Α' ή Πρόξενου από 1.10.2002. Κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, πως στη βάση νέας νομολογίας θα έπρεπε να είχε διενεργηθεί προφορική εξέταση των υποψηφίων, η προαγωγή αυτή ανακλήθηκε στις 27.3.2003, όπως και η απόφαση για τον από 4.6.1996 αναδρομικό διορισμό στη θέση Ακόλουθου των 13 ατόμων, μεταξύ αυτών και του εφεσείοντα 1 και εφεσείοντα 2. Στις 8.5.2003, μετά από προφορική εξέταση που διεξήχθη, οι εφεσίβλητοι διόρισαν αναδρομικά από 4.6.1996, μεταξύ άλλων, τους εφεσείοντες 1 και 2 στη θέση Ακόλουθου.
Η πιο πάνω ασκηθείσα Αναθεωρητική Έφεση (ΑΕ 3764) από τον εφεσείοντα 1 στις 16.6.2006 είχε αντίθετο αποτέλεσμα από την προσφυγή. Οπότε, στις 14.12.2006, συμμορφούμενοι με το πιο πάνω αποτέλεσμα, οι εφεσίβλητοι έλαβαν υπόψη την πλασματική υπηρεσία του εφεσείοντα 1 διορίζοντάς τον αναδρομικά, από 15.9.2000, στη θέση Γραμματέα Β' ή Υποπρόξενου, Εξωτερικές Υπηρεσίες.
Με απόφαση των εφεσίβλητων ημερομηνίας 24.5.2005, ο εφεσείων 2 και επτά άλλοι προήχθησαν στη θέση Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Β' από 1.7.2005. Η ακύρωση του από 4.6.1996 διορισμού του εφεσείοντα 2 με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.2.2007, στις προσφυγές αρ. 772/2003, 781/2003 και 790/2003, συμπαρέσυρε σε ακυρότητα και τις μετέπειτα προαγωγές του στις θέσεις Γραμματέα Β' ή Υποπρόξενου, Γραμματέα Α' ή Πρόξενου και Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Β', από 15.9.2000, 1.10.2002 και 1.7.2005, αντίστοιχα. Με απόφασή τους ημερομηνίας 9.1.2008, οι εφεσίβλητοι διόρισαν εκ νέου τον εφεσείοντα 2 στη θέση Ακόλουθου αναδρομικά από τις 4.6.1996 και, συνακόλουθα, στις υπόλοιπες πιο πάνω θέσεις, αναδρομικά από τις πιο πάνω αντίστοιχες ημερομηνίες. Ακολούθησε στις 29.2.2008 η προαγωγή του εφεσείοντα 2 και πέντε άλλων στη συνδυασμένη θέση Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Α', από 1.7.2007.
Με απόφασή τους ημερομηνίας 11.6.2007, οι εφεσίβλητοι προήγαγαν τον εφεσείοντα 1 στη συνδυασμένη θέση Γραμματέα Α' ή Πρόξενου αναδρομικά από 1.10.2002. Το αίτημα του εφεσείοντα 1 για προαγωγή του στη θέση Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Β', θα εξεταζόταν «όταν υπάρχουν προς πλήρωση τέτοιες κενές θέσεις». Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνεδρία των εφεσίβλητων ημερομηνίας 10.9.2007, ενώ με απόφασή τους στις 18.4.2008, ο εφεσείων 1 προήχθη στην εν λόγω θέση από 1.5.2008.
Η απόφαση των εφεσίβλητων ημερομηνίας 24.5.2005 ακυρώθηκε στα πλαίσια της προσφυγής 1133/2005, ημερομηνίας 17.12.2009 (xxx Κωνσταντινίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας) συμπαρασύροντας τη μετέπειτα, από 1.7.2007, προαγωγή των ΕΜ 1-5, καθώς και του Εφεσείοντα 2 στη θέση Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Α'. Οπότε, ο εφεσείων 2, με απόφαση των εφεσίβλητων ημερομηνίας 15.1.2010, επανήλθε στην από 1.10.2002 θέση Γραμματέα Α' ή Πρόξενου. Οι εφεσίβλητοι δεν προήγαγαν αναδρομικά τον εφεσείοντα 2 κατά την επανεξέταση των έξι κενών θέσεων Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Β'. Ο δε εφεσείων 1 δεν ήταν υποψήφιος στην επανεξέταση κατά την οποία προάχθηκαν αναδρομικά από 1.7.2005 τα ΕΜ 1-6. Η επίδικη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 30.4.2010.
Με τις υπό έφεση συνεκδικασθείσες προσφυγές προσβαλλόταν η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 30.4.2010 και με την οποία προάχθηκαν, κατόπιν επανεξέτασης, τα ΕΜ 1-6 στη μόνιμη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β', Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 1.7.2005. Η προσφυγή απορρίφθηκε και με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης με έξι λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο (24.5.2005) ο εφεσείων 1 δεν κατείχε τη θέση Γραμματέα Α' ή Πρόξενου και, συνεπώς, στερείτο των προσόντων για προαγωγή στην επίδικη θέση και ότι ορθά δεν θεωρήθηκε ως προάξιμος υποψήφιος, παρά την αποκατάστασή του, και έστω με πλασματική υπηρεσία. Ως εκ τούτου, εσφαλμένα κρίθηκε ότι, εάν θεωρείτο από τους εφεσίβλητους ως προάξιμος υποψήφιος, τότε θα παραβιαζόταν το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 1133/2005.
Κρίνεται απαραίτητη η παράθεση της σχετικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Έρεισμα για τον υπό (α) πιο πάνω λόγο ακύρωσης, αποτέλεσε η κρίση της ΕΔΥ ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της ακυρωτικής απόφασης (στην προσφυγή 1133/2005), δηλαδή στις 24.5.2005, ο αιτητής xxx Θεοφυλάκτου δεν είχε συμπληρώσει διετή τουλάχιστο ευδόκιμη υπηρεσία στη θέση Γραμματέα Α΄ ή Προξένου, η οποία είναι η αμέσως προηγούμενη της επίδικης, όπως απαιτεί η παράγραφος 6(α) του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Ως εκ τούτου δεν θεωρήθηκε προάξιμος υποψήφιος για την επίδικη θέση.
Ισχυρίζεται ειδικότερα ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή πως από τη στιγμή που ο αιτητής με απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 18.12.2006 προάχθηκε αναδρομικά από 15.9.2000 στη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου και εν συνεχεία και πάλι με απόφαση της Ε.Δ.Υ ημερομηνίας 12.6.2004 προάχθηκε αναδρομικά από 1.10.2002 στη θέση Γραμματέα Α΄ ή Προξένου θα έπρεπε να θεωρηθεί μεταξύ των προάξιμων υποψηφίων για την επίδικη θέση.
Δεν συμφωνώ με τη θέση του αιτητή. Η προσβαλλόμενη με τις παρούσες προσφυγές απόφαση λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης της οποίας ο ουσιώδης χρόνος ανατρέχει στο έτος 2005 και ειδικότερα στις 24.5.2005. Κατά το χρόνο εκείνο ο αιτητής, δεν κατείχε ακόμη τη θέση Γραμματέα Α΄ ή Προξένου και, ως εκ τούτου, δεν είχε τα προσόντα για προαγωγή στην επίδικη θέση. Συνεπώς ορθά δεν θεωρήθηκε κατά την εξεταζόμενη διαδικασία ως προάξιμος υποψήφιος.»
Είναι γεγονός ότι με την αναδρομικότητα της προαγωγής του εφεσείοντα 1 στη θέση Γραμματέα Α' ή Πρόξενου (από 1.10.2002) μεταβλήθηκε η παρελθούσα πραγματικότητα, αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση, η οποία είναι δεσμευτική για τη Διοίκηση και παράχθηκαν αποτελέσματα «με οντότητα εξ υπαρχής και διατρέχουσα προς το παρόν» (βλ. Ειρήνη Πατσαλοσαββή-Λεοντίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 70 και Κουφτερός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 646, στην οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα 1). Δηλαδή, αναγνωρίστηκε η από μέρους του εφεσείοντα 1 κατοχή της διετούς ευδόκιμης υπηρεσίας στη θέση Γραμματέα Α' ή Πρόξενου, πλασματικά (βλ. Δημοκρατία ν. Βυρίδη (1997) 3 ΑΑΔ 132). Όμως, παρά την αναδρομικότητα στην εν λόγω αναγνώριση, κατά την επίδικη επανεξέταση δεν θα μπορούσε να επιτραπεί αλλοίωση των δεδομένων που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, διότι θα προκαλείτο αβεβαιότητα δικαίου. Η Ολομέλεια στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608, επαναβεβαίωσε την παγίως νομολογημένη αρχή ότι «η διοίκηση επανακρίνει με γνώμονα το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή σημειώθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη και όχι το υφιστάμενο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, που πραγματοποιούνται οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση».
Είναι, συνεπώς, ορθή η πρωτόδικη κρίση πως «η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης και η ΕΔΥ, σύμφωνα με τη νομολογία, όφειλε να ανατρέξει στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, που εν προκειμένω ανάγεται στο έτος 2005.»
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3, λόγω της συνάφειάς τους, θα εξεταστούν μαζί. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι είναι λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην 936/2010 με αιτητή τον εδώ εφεσείοντα 2, ότι κατά την επίδικη επανεξέταση οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε νέα έρευνα αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν του ΕΜ6 (xxx Κωνσταντινίδου Μάρκου), αφού στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1133/05 ημερομηνίας 17.12.2009 αναγνωρίστηκε ότι το εν λόγω ΕΜ κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα και ότι ορθά κατά την επανεξέταση τόσο ο Διευθυντής όσο και οι εφεσίβλητοι το έλαβαν υπόψη.
Κατά την εισήγηση, το μόνο δεδικασμένο που πηγάζει από την ακυρωτική απόφαση στην 1133/05 είναι ότι δεν λήφθηκε υπόψη και/ή δεν εξετάστηκε το πρόσθετο προσόν που κατείχε το ΕΜ6 και όχι ότι η εκεί αιτήτρια κατείχε μεταπτυχιακό προσόν.
Mε το λόγο έφεσης 3 αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην 936/2010 ότι ορθά κατά την επανεξέταση ο Διευθυντής με τη νέα σύστασή του και, ακολούθως, οι εφεσίβλητοι έλαβαν υπόψη το μεταπτυχιακό του ΕΜ6 και απέδωσαν την ανάλογη βαρύτητα. Ουδεμία έρευνα έγινε ως προς το επίπεδο ή τη συνάφεια του «μεταπτυχιακού» προσόντος με τα καθήκοντα της θέσης.
Παρατηρείται πως, τόσο ο Γενικός Διευθυντής στη σύστασή του, όσο και εν τέλει οι εφεσίβλητοι στην απόφασή τους, κατέγραψαν πως έλαβαν υπόψη τα μη απαιτούμενα μεταπτυχιακά προσόντα των υποψηφίων, συστηνομένων και μη, τα οποία είναι «σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης». Ως προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, τους αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Παρά το λακωνικό της πιο πάνω περιγραφής, εν τούτοις, είναι φανερό πως ο Γενικός Διευθυντής, αλλά και οι εφεσίβλητοι, κατέταξαν τα εν λόγω μη απαιτούμενα προσόντα ως σχετικά και, συνεπώς, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί οι λόγοι έφεσης 2 και 3 περί μη διερεύνησης της συνάφειάς τους. Εξάλλου, μέσα από την ίδια οδό αξιολογήθηκε και το μη απαιτούμενο μεταπτυχιακό του εφεσείοντα 2, με αποτέλεσμα η απόφαση της Ολομέλειας στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 862/2007, ημερομηνίας 3.4.2009, στην οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, να μην τυγχάνει εφαρμογής. Πέραν τούτου, αυτό που προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση 1133/05, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ότι το ΕΜ6 κατείχε το μεταπτυχιακό δίπλωμα ΜΑ in International Politics του Universite Libre de Bruxelles, το οποίο αποτελούσε πρόσθετο προσόν μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης είτε ως απαιτούμενο είτε ως πλεονέκτημα και το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία μπορούσε να εκτιμηθεί μέχρι την ημερομηνία λήψης της απόφασης. Με την ακυρωτική απόφαση κρίθηκε ότι υπό πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα τόσο ο Διευθυντής με την αρχική σύστασή του, όσο και η ΕΔΥ στη συνέχεια, υιοθετώντας τα λεγόμενα του Διευθυντή, θεώρησαν εσφαλμένα ότι η αιτήτρια δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα και ως εκ τούτου υστερούσε σε προσόντα έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών. Κατά συνέπεια, ορθά κρίθηκε ότι κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε νέα εξέταση ή έρευνα σε σχέση με το μεταπτυχιακό προσόν του ΕΜ6.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 4 ο εφεσείων 2 προβάλλει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή και η απόφαση των εφεσίβλητων είναι αιτιολογημένες και σύμφωνες με τα στοιχεία των φακέλων εφόσον ο εφεσείων 2 είναι ίσος στη γενική αξιολόγηση με τα ΕΜ, αφού τα δύο Πολύ Ικανοποιητικά δεν προσδίδουν υπεροχή, υπερέχει δε σε πρόσθετα συναφή προσόντα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη, καθώς και σε αρχαιότητα τουλάχιστον έναντι του ΕΜ 3, Βρυωνίδη.
Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα δύο «Πολύ Ικανοποιητικά» στις αξιολογήσεις του εφεσείοντα 2 δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο αρνητικά την κρίση του Δικαστηρίου. Τουναντίον, με παραπομπή στη Βασιλειάδης ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 403 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 495, το Δικαστήριο κατέγραψε ότι η μικρή διαφορά στις αξιολογήσεις δεν προσδίδει υπεροχή στην αξία. Σε σχέση με την επίκληση υπεροχής του εφεσείοντα 2 σε μη απαιτούμενα προσόντα παρατηρείται πως η αξία που δύναται να αποδοθεί σε αυτά είναι ούτως ή άλλως οριακή, καθότι δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Αναφορικά δε με την επικαλούμενη υπεροχή του εφεσείοντα 2 σε αρχαιότητα έναντι του ΕΜ3, ορθά έχει σημειωθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είναι συμβολική και όχι ουσιαστική, ως αφορούσα αρχαιότητα λόγω ηλικίας. Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι έκριναν ότι ο εφεσείων 2, συγκρινόμενος με τους επιλεγέντες, δεν υπερέχει ούτε υστερεί σε αξία, ενώ ρητά αναγνώρισαν την υπεροχή του εφεσείοντα 2 σε αρχαιότητα, έστω λόγω ηλικίας, έναντι του ΕΜ3.
Οπότε, σε αυτή την έκταση, δεν κρίνουμε ότι η κρίση του Δικαστηρίου δεν ήταν ορθή. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 6 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο ακύρωσης ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε στην έκταση που αφορούσε τις προσωπικές απόψεις του Διευθυντή, καθότι ο εφεσείων 2 δικαιούται να τύχει κρίσης σε όλα τα ζητήματα που ήγειρε πρωτόδικα.
Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι ο κ. Αιμιλίου που προέβη σε σύσταση, δεν ήταν Γενικός Διευθυντής κατά τον ουσιώδη χρόνο του 2005. Άρα υπό πλάνη προέβη σε αναφορά σε «προσωπικές απόψεις» για τους υποψήφιους και ως μεταγενέστερο στοιχείο κρίσης δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Ο κ. Αιμιλίου ήταν Γενικός Διευθυντής κατά το χρόνο της επανεξέτασης και όχι κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο τότε Γενικός Διευθυντής προέβη σε σύσταση και του εφεσείοντα 2, η οποία ανατράπηκε από το νέο Γενικό Διευθυντή, χωρίς την απαραίτητη αιτιολόγηση πέραν του ότι γνώριζε προσωπικά τους υποψήφιους και χωρίς να αναφέρεται χρονικά στο πότε τους γνώριζε και αν αναφερόταν στον ουσιώδη χρόνο. Περαιτέρω, η σύσταση δεν συνάδει με τα πραγματικά στοιχεία των φακέλων και δεν έγινε έρευνα επί αυτών από το νέο Γενικό Διευθυντή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη σύσταση του Διευθυντή ως αιτιολογημένη και ότι, συνεπώς, ορθά οι εφεσίβλητοι την έλαβαν υπόψη στην έκδοση της απόφασής τους. Παρά το ότι δεν φανερώνεται από τη σύσταση σε ποιο βαθμό επηρέασε την κρίση του Γενικού Διευθυντή η προσωπική του γνώση των υποψηφίων, εν τούτοις, είναι φανερό ότι αυτή συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και ιδίως τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους «όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο». Η διαμορφωθείσα από τα εν λόγω κριτήρια εικόνα δεν φαίνεται να αλλοιώθηκε από την επικαλούμενη προσωπική γνώση. Σημειώνεται πως η επανεξέταση, ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση 1133/05 διαφοροποιούσε τα δεδομένα του ΕΜ6. Κατά την πρώτη εξέταση, σύμφωνα τόσο με την κρίση του τότε Διευθυντή όσο και της ΕΔΥ το ΕΜ6 δεν κατείχε μεταπτυχιακό προσόν το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Η επανεξέταση έπρεπε να λάβει υπόψη αυτό το δεδομένο και συνεπώς η διαφοροποίηση στη σύσταση του Διευθυντή δεν επικεντρωνόταν στο ότι γνώριζε προσωπικά τους υποψηφίους, ως ισχυρίζεται ο εφεσείων.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε μεμπτό στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ