ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C333
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 60/2012
(ΑΡ. ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ 759/2011)
5 Οκτωβρίου, 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
Τ.Ψ. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εφεσειόντες/Καθ' ων η Αίτηση
και
xxx ΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσίβλητος/Αιτητή
------------
Αίτηση ημερ. 18 Οκτωβρίου, 2019
-----------
Β. Καρακασίδου (κα) για Ε. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή- Εφεσίβλητο
Ευγενία Παπαγεωργίου Καρακάννα, Ανώτερη Δικηγόρος τη Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για τους Καθ' ων η Αίτηση-Εφεσείοντες
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Στις 29/3/2019 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 60/2012 με την οποία ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Ως αποτέλεσμα η προσβληθείσα πρωτόδικα απόφαση της Διοίκησης επικυρώθηκε.
Με την παρούσα αίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 18/10/2019, ο εφεσίβλητος/αιτητής ζητά την ακύρωση και/ή την αυτοδίκαιη ακυρότητα της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και/ή διαταγή όπως η Αναθεωρητική Έφεση τεθεί ενώπιον άλλου αρμόδιου Δικαστηρίου προς επανεκδίκαση της με διαφορετική σύνθεση.
Ο λόγος για τον οποίο επιζητείται η πιο πάνω θεραπεία, σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή που συνοδεύει την αίτηση, είναι γιατί η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου εκδόθηκε μετά παρέλευση δέκα μηνών περίπου από την ημερομηνία επιφύλαξης της, κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης, γεγονός που ισοδυναμούσε με άρνηση της δικαιοσύνης. Ο αιτητής εισηγείται ότι με την καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης υπήρξε παραβίαση του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων 1986 (11/1986) (ο Διαδικαστικός Κανονισμός) και συγκεκριμένα του Κανονισμού 3 που προνοεί προθεσμία έξι μηνών για την έκδοση της.
Πρόταξε ότι μετά την παρέλευση των εννιά μηνών από την επιφύλαξη της απόφασης, όπως έγινε εδώ, θεωρείται αυτοδίκαιη η υποχρέωση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάξει την επανεκδίκαση ή να εκδώσει ανάλογη απόφαση στα πλαίσια του Κανονισμού 5. Επιπρόσθετα εισηγείται ότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και ιδιαίτερα των άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης.
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση με την οποία προβάλλονται διάφοροι λόγοι ένστασης, που έχουν ως κύριο άξονα την εισήγηση ότι η αίτηση καταχωρήθηκε μετά την έκδοση της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, γεγονός καταλυτικό για την τύχη της αίτησης.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας της αίτησης κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ιστορικό της υπόθεσης, όπως προκύπτει από τα γεγονότα που περιέχονται στις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και ένσταση.
Στις 2/4/2012 καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 60/2012 κατά της πρωτόδικης απόφασης στην Προσφυγή αρ. 759/2011, που είχεν καταχωρηθεί από τον Αιτητή. Η έφεση ορίστηκε αρχικά για προδικασία στις 15/4/2013 και στη συνέχεια στις 30/4/2013. Μετά την εμπρόθεσμη καταχώρηση των περιγραμμάτων αγόρευσης, η έφεση ορίστηκε για ακρόαση αρχικά στις 11/1/2018 και στη συνέχεια στις 2/5/2018 κατόπιν αιτήματος του αιτητή για καταχώρηση συμπληρωματικού περιγράμματος αγόρευσης. Στις 2/5/2018 ολοκληρώθηκε η ακρόαση και επιφυλάχθηκε η απόφαση της Ολομέλειας, η οποία εκδόθηκε τελικά στις 29/3/2019, δηλ. 6 ½ μήνες περίπου πριν την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις με προσοχή υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων και νομολογίας.
Ήταν η βασική εισήγηση των Καθ' ων η Αίτηση ότι δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση οι πρόνοιες των Κανονισμών 3, 4 και 5 του Διαδικαστικού Κανονισμού επί των οποίων βασίζεται κυρίως η αίτηση, ενόψει της έκδοσης της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου πριν την καταχώρηση της αίτησης. Παραθέτουμε αυτούσιους τους Κανονισμούς για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«3. (α) Κάθε απόφαση εκδίδεται το συντομότερο δυνατόν μετά το πέρας της διαδικασίας και δεν επιφυλάσσεται για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.
(β) κάθε ενδιάμεση απόφαση εκδίδεται το συντομότερο δυνατό μετά το πέρας της διαδικασίας και δεν επιφυλάσσεται για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών.
(γ) Όταν Δικαστήριο παραλείπει να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες των υποπαραγράφων (α) και (β) κάθε επηρεαζόμενος διάδικος μπορεί με αίτηση του στο Ανώτατο Δικαστήριο να ζητήσει οποιαδήποτε θεραπεία αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος Κανονισμού.
4. Αν απόφαση ή ενδιάμεση απόφαση που επιφυλάχθηκε μετά τη δημοσίευση του παρόντος Κανονισμού παραμένει επιφυλαγμένη για διάστημα που υπερβαίνει τους εννέα μήνες στην πρώτη περίπτωση ή τους τρεις μήνες στη δεύτερη περίπτωση η υπόθεση ορίζεται αυτεπάγγελτα ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου για την έκδοση του αναγκαίου υπό τις περιστάσεις διατάγματος σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος Κανονισμού.
5. Κατά την εκδίκαση αιτήσεως που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 3(γ) ή όταν επιληφθεί της υποθέσεως στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με την παράγραφο 4, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται:
(α) να διατάξει επανεκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον άλλου αρμοδίου Δικαστηρίου.
(β) να διατάξει την έκδοση της αποφάσεως μέσα σε ταχτή προθεσμία και σε περίπτωση παραλείψεως συμμορφώσεως επανεκδίκαση της υποθέσεως από άλλο αρμόδιο Δικαστήριο.
(γ) να εκδώσει οποιονδήποτε άλλο διάταγμα που κρίνεται αναγκαίο για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.»
«Δικαστήριο», σύμφωνα με τον ερμηνευτικό Κανονισμό 2,
«σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, Επαρχιακό Δικαστήριο και οποιοδήποτε άλλο κατώτερο Δικαστήριο.»
Ο Διαδικαστικός Κανονισμός υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 71, που αφορούσε σε αίτηση, στη βάση του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού, που καταχωρήθηκε μετά τους 6 μήνες από την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης σε ενδιάμεση αίτηση κατά τη διαδικασία ποινικής υπόθεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο με διευρυμένη σύνθεση από επτά δικαστές, αφού αναφέρθηκε στη σημασία του Διαδικαστικού Κανονισμού ο οποίος αποβλέπει στη θεραπεία καθυστερήσεων στην άσκηση της Δικαστικής Εξουσίας, έκρινε ότι η αίτηση αυτή απώλεσε το αντικείμενο της με την έκδοση εν τω μεταξύ της επιφυλαχθείσας απόφασης. Όπως αποφασίστηκε, «η έκδοση της απόφασης, πληρώνει την ατέλεια στο δικαστικό έργο και αποστερεί την αίτηση από το αντικείμενο της, δηλαδή τη θεραπεία για την καθυστέρηση.»
Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στην πρόσφατη υπόθεση xxx xxx Περικλέους, Αίτηση αρ. 1/2019, ημερ. 28/7/2020, που αφορούσε επίσης σε αίτηση στη βάση του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1986, η οποία καταχωρήθηκε μετά την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, εξού και απορρίφθηκε.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε μετά 6 1/2 μήνες περίπου από την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.
Συνεπώς στη βάση της πιο πάνω νομολογίας οι ανωτέρω πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού που παραπέμπουν σε χρόνο πριν την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.
Εξετάσαμε την αίτηση και στη βάση των άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σε συνάρτηση με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, στην οποία μας παρέπεμψε η δικηγόρος του αιτητή, αλλά δεν εντοπίζουμε κανένα στοιχείο και ούτε υποδείχθηκε εξάλλου τέτοιο από πλευράς Αιτητή που να κατατείνει σε παραβίαση των πιο πάνω άρθρων. Η αρχή που εξάγεται από το απόσπασμα της υπόθεσης Oleksandr Volkov v. Ukraine, Appl. No. 21722/11 ημερ. 9/1/2013 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι ότι θεσπίζονται οι διαδικαστικοί κανονισμοί προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης με την απαραίτητη βεβαιότητα όπως επίσης και το δικαίωμα των διαδίκων να αναμένουν ότι οι κανονισμοί τηρούνται. Στην παρούσα περίπτωση ο Αιτητής δεν ακολούθησε τις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1986 που ακριβώς θεσπίστηκε για τη δική του προστασία.
Ούτε επίσης η επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης τη διασώζει.
Σύμφωνα με τη νομολογία και τα πιο πάνω δεδομένα, το παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει μια απόφαση σε έφεση ομόβαθμου Δικαστηρίου, η οποία αποπερατώθηκε μετά από ακρόαση και να διατάξει επανεκδίκαση της, όπως ζητείται με την υπό κρίση αίτηση∙ εφόσον τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, βαθμίδα άγνωστη στο Σύνταγμα και το Νόμο.
Η σύμφυτη εξουσία δεν διευρύνει τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου ούτε έχει ως λόγο την επέκταση τους. Παρέχεται τέτοια εξουσία στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην περίπτωση τελεσίδικης απόφασης σε έφεση που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία άκυρης διαδικασίας, όπως συνέβηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 (Β) ΑΑΔ 1060 όπου η Αναθεωρητική Έφεση είχε ολοκληρωθεί χωρίς όμως να είχε επιδοθεί η έφεση και αντέφεση στα ενδιαφερόμενα μέρη, που σαφώς δεν είναι η περίπτωση μας.
Σχετικό είναι το εξής απόσπασμα από την υπόθεση Περικλέους, (ανωτέρω) στην οποία αφού έγινε ανασκόπηση της μέχρι σήμερα νομολογίας αποφασίστηκαν τα εξής για το θέμα:
«Τόσο το Σύνταγμα, όσο και οι Νόμοι και οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί, που παρατίθενται δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν νομική βάση για την απόδοση θεραπείας σύμφωνα με την Αίτηση, εφόσον η άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας είναι άγνωστη στο Σύνταγμα και το Νόμο (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1999) (Αρ.2) 1Γ ΑΑΔ 1772). Ούτε έχει το Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του με σκοπό την επανασυζήτησή της. Η διασφάλιση της τελεσιδικίας αποτελεί θεμελιακή αρχή που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε (Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 302). Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν και στις πρόσφατες αποφάσεις Παπαχριστοφόρου κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ECLI:CY:AD:2018:A394, Πολιτική Έφεση 331/2010 ημερομηνίας 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A394 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Αίτηση Αρ. 15/2019, ημερομηνίας 23.10.2019. Στην τελευταία απόφαση γίνεται και εκτενής αναφορά σε νομολογία που αφορά το εγειρόμενο ζήτημα.»
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. Ψ. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.