ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μ.Παρασκευάς, για την εφεσείουσα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-10-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 126/13, 6/10/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:C335

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 126/13)

 

6 Οκτωβρίου, 2020

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

XXXXX XXXXX ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

ΚΑΙ

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητο/Καθ΄ου η αίτηση ΄Ιδρυμα

---------

Μ.Παρασκευάς, για την εφεσείουσα

Π.Πολυβίου, με Ι.Γεωργιάδου, (κα), ασκούμενη δικηγόρος, για το εφεσίβλητο

----------------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: To εφεσίβλητο ίδρυμα, ενόψει προεδρικών εκλογών που θα λάμβαναν χώρα το Φεβρoυάριο του 2013, επιλήφθηκε ζητήματος το οποίο ηγέρθη δυνάμει του άρθρου 2 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ.300Α, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με το Ν.212/87 (από τούδε και στο εξής «ο Νόμος»).  Κατά τη σχετική συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος ημερ. 2.10.2012 λήφθηκαν αποφάσεις που αφορούσαν τον τρόπο κάλυψης της ραδιοτηλεοπτικής προβολής υποψηφίων προέδρων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου:

"Υποψήφιος Πρόεδρος" σημαίνει άτομο το οποίο εξαγγέλει δημοσίως πρόθεση υποβολής υποψηφιότητας για ανάδειξη του ως Προέδρου στις επόμενες εκλογές της εν λόγω διακήρυξης, νοουμένου ότι έχει, δυνάμει του Συντάγματος, την ικανότητα του εκλέγεσθαι στο αξίωμα του Προέδρου και πληροί μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις, δηλαδή:

(α) Κατέχει κατά το χρόνο της εν λόγω εξαγγελίας το αξίωμα του Προέδρου,

(β) είναι αρχηγός πολιτικού κόμματος,

(γ) τυγχάνει της υποστήριξης ενός ή περισσοτέρων κομμάτων,

(δ) είναι άτομο το οποίο, κατά την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου ή είναι προσωπικότητα που απολαμβάνει κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος:

Νοείται ότι υποψήφιος Πρόεδρος παύει να θεωρείται ως υποψήφιος Πρόεδρος αφ' ης στιγμής τυχόν δηλώσει ότι έχει παύσει να ενδιαφέρεται για ανάδειξη του στο αξίωμα του Προέδρου.

(τονίζεται η προϋπόθεση που ενδιαφέρει)

Kατά την ως άνω συνεδρία αποφασίστηκαν τα εξής σχετικά με την εφεσείουσα:

«Η κα XXXXX Στυλιανού δεν πληροί τις προϋποθέσεις (α), β) και( γ) του άρθρου 2 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ.300Α, όπως αυτός είχε τροποποιηθεί με το Ν.212/87, ούτε και καλύπτεται από την προϋπόθεση (δ) του άρθρου 2 του Νόμου διότι με βάση την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, η κα XXXXX Στυλιανού δεν έχει «διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου», ούτε και είναι «προσωπικότης απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος.»  Το Συμβούλιο δεν υποτίμησε την εμπλοκή της κας XXXXXX Στυλιανού στα κοινά αλλά έκρινε  ότι δεν πληρούσε οποιαδήποτε των προϋποθέσεων του Νόμου, με βάση της κριτήρια της νομολογίας».

Στην κυρίως απόφαση καταγράφονται τα στοιχεία που οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση.  Είναι τα ακόλουθα:

«XXXXX Στυλιανού, Επικεφαλής Κινήματος Αγανακτισμένων πολιτών.  Η XXXXX Στυλιανού είναι εκπαιδευτικός και τώρα κατέχει τη θέση της Βοηθού Διευθύντριας στο Β΄Δημοτικό Σχολείο XXXXX.  Το 1991 κατετάγη στην Εθνική Φρουρά ως εθελόντρια Υπαξιωματικός και το 1993 διορίστηκε στη δημοτική εκπαίδευση, ενώ συνέχισε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο XXXXXX απ΄ όπου πήρε και το πτυχίο Επιστημών Αγωγής στον κλάδο Δασκάλων.  Το 2011 διεκδίκησε εκλογή στο Συμβούλιο της ΠΟΕΔ και έλαβε 6 ψήφους στο σύνολο 1,925 εγκύρων ψήφων για την περιφέρεια Λευκωσίας»

Όπως ετέθη στη Μαυρογένη ν. ΡΙΚ (1993)4 ΑΑΔ 186 το ίδρυμα είναι το αρμόδιο όργανο να αποφασίζει κατά πόσο το άτομο που έχει εξαγγείλει δημόσια την πρόθεση υποψηφιότητας για ανάδειξη του ως Προέδρου, ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Νόμου.

Η εφεσείουσα καταχώρησε την υπ΄αριθμ.149/2013 προσφυγή προβάλλοντας ως μόνο λόγο ακυρότητας πως η επίδικη απόφαση είναι «αντισυνταγματική και εξ υπαρχής άκυρη». 

Αδελφός μας Δικαστής επιλαμβανόμενος της ως άνω προσφυγής την έκρινε απορριπτέα, αφού με βάση τη νομολογία και το Νόμο θεώρησε πως η συγκεκριμένη ερμηνεία που δόθηκε στον όρο «υποψήφιος πρόεδρος» δεν προσκρούει στο Σύνταγμα ούτε σε οποιαδήποτε διάταξη ευρωπαϊκού δικαίου.  Είχε υπάρξει εισήγηση ότι ο ερμηνευτικός όρος «υποψήφιος πρόεδρος» αντιβαίνει στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ - Πρόσθετο Πρωτόκολλο και τα άρθρα 3 και 14 της ίδιας Σύμβασης.  Όπως επίσης ότι αντιβαίνει στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης περί Ελευθερίας ΄Εκφρασης και Πληροφόρησης, και στο άρθρο 21 του ιδίου Χάρτη.

Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα επαναφέρει ουσιαστικά τις θέσεις που προώθησε πρωτοδίκως στη βάση του εσφαλμένου της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Συγκεκριμένα διατυπώνονται δύο λόγοι έφεσης ότι δηλαδή λανθασμένα αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι το άρθρο 2 δεν προσκρούει στο Σύνταγμα και στην πιο πάνω ευρωπαϊκή νομοθεσία (1ος λόγος έφεσης) και ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι οι περιορισμοί που θέτει το άρθρο δεν στέρησαν από την εφεσείουσα το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, αφού στην πράξη, κατά τη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου, δεν αποκλείστηκε από το να προβάλει τις θέσεις και απόψεις της είτε σε διάλογο είτε σε μονόλογο  (2ος λόγος έφεσης).

Στην προώθηση της έφεσης η εφεσείουσα έχει να αντιμετωπίσει τον σκόπελο προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τις οποίες ο Νόμος είχε κριθεί συνταγματικός.  Η πρώτη απόφαση είναι η Αναφορά, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1987)3 1631. 

Στη γνωμάτευση του το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλήρη ολομέλεια ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα στη σελ.1637: 

"3. Ο υπό κρίση Νόμος δεν ευρίσκεται σε αντίθεση και ούτε είναι ασύμφωνος προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος γιατί οι διατάξεις του βασίζονται σε λογικά και δικαιολογημένα υπό τις περιστάσεις κριτήρια των οποίων η υιοθέτηση ήταν ευλόγως δυνατή για την Βουλή των Αντιπροσώπων και ως εκ τούτου δεν παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία προστατεύεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος."

Αυτή η κρίση επιβεβαιώθηκε και στην Ιωσηφίδης ν. ΡΙΚ (2006) 3 ΑΑΔ 677 (682-263):

«Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι η επίδικη απόφαση των εφεσιβλήτων παραβιάζει τα άρθρα 28 και 40 του Συντάγματος. ...... Προσθέτουμε, ωστόσο, ότι η διάκριση του άρθρου 2(δ) στηρίζεται σε εύλογα κριτήρια. Δεν έχει δε μεσολαβήσει, από το 1987 μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε κοινωνική, οικονομική, νομική ή άλλη αλλαγή που να δικαιολογεί την οποιαδήποτε απομάκρυνση από τα νομολογηθέντα στην επί του θέματος απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1987) 3 Α.Α.Δ. 1631".

 

Η αρχή της ισότητας κατοχυρώνεται με το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος,  αρχή που προϋποθέτει ομοιογένεια των κρινομένων.  Η ομογένεια αυτή δεν σημαίνει εξομοίωση όλων.  Όπως ορθά ετέθη, η ομοιογένεια προσδιορίζεται με βάση την ουσία των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους δύναμη.

Σε μια από τις αποφάσεις πλειοψηφίας, στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 267, ο Καλλής, Δ. ανέφερε (σελ.286-288):

«Tο άρθρο 28.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του Νόμου, δηλαδή την όμοια μεταχείριση ομοιογενών και τον αποκλεισμό ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με βάση την ουσία των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους δύναμη (Βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α., Αίτηση 1/96/22.1.97).

 Η αρχή της ισότητας σημαίνει (θετικά) την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και (αποθετικά) την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων. Από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων, γιατί κι αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα αυθαίρετη μεταχείριση, αφού αγνοεί υφιστάμενα ή στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια (Δαγτόγλου, "Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Β'', παραγ. 1366).

 

Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος "ίσοι ενώπιον του Νόμου" στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, R.S.C.C. 125)».

 

Και παρακάτω:

«Στη Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89,29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).

 

Από το σύνολο των πορισμάτων της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας συνάγεται ότι αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.

 

Εναντίον της μαθηματικής ισότητας συνηγορεί και ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης. Όπως υποδεικνύει στο σύγγραμμα του "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη" σελ. 320 "εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιον ότι η κατά το άρθρο 3.1 του Συντάγματος νομική ισότης, αφ' ενός δεν υποδηλεί κοινωνικήν και οικονομικήν ισότητα, αφ' ετέρου δε δεν σημαίνει μαθηματικήν ισότητα".

 

Στο ίδιο σύγγραμμα του - σελ. 320 - επεξηγεί ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα. Και αυτό σημαίνει ότι ίση ρύθμιση υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αυτή όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων. Η όμοια μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπο ρύθμιση θεμάτων. Αναφορικά με τον δικαστικό έλεγχο ο καθηγητής Μάνεσης υποδεικνύει ότι ο Δικαστής οφείλει να ερευνά αν υφίσταται πράγματι ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Και για το σκοπό αυτό αποβλέπει στις ουσιώδεις ομοιότητες των και με βάση αυτές να εκτιμά την αντικειμενική ύπαρξη ομοιότητας ή ανομοιότητας. Πρέπει επίσης ο Δικαστής να έχει υπόψη ότι ο νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια "εντός ευρέων πλαισίων" κατά την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των υπό ρύθμιση θεμάτων και κατά την θέσπιση ίσης ρύθμισης (Βλ. και Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.α., Α.Ε. 1611/31.10.96)".

Δεν θα μπορούσαμε να το θέσουμε καλύτερα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με καθοδήγηση τη νομολογία και την ορθή αντίληψη της αρχής της ισότητας, έκρινε πως η ερμηνεία του όρου «υποψήφιος πρόεδρος» ήταν συνταγματική και συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.  Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε το μέρος της αιτιολογίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου που ενδιαφέρει. 

«Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, δεν διατηρώ αμφιβολία ότι τόσο η ερμηνεία που δόθηκε από το Νόμο στον όρο «Υποψήφιος Πρόεδρος» δεν προσκρούει σε καμιά διάταξη του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ούτε βέβαια και σε οποιαδήποτε διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από την οποία Κυπριακή διάταξη εκπηγάζει.

 

Αντίθετα, με τον όρο τούτο, δίδεται στο καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα μια διακριτική εξουσία με την άσκηση της οποίας τίθενται εύλογοι περιορισμοί στην έκταση της προβολής των υποψηφίων, ανάλογα με κριτήρια τα οποία έχουν καθιερωθεί και αναγνωρισθεί ως εύλογα και μη παραβιάζοντα οποιαδήποτε ανθρώπινα δικαιώματα. Το να έχει, ή να αποκτήσει ένας πολίτης της Δημοκρατίας την ιδιότητα του υποψηφίου Προέδρου επειδή πληροί τα κριτήρια που θέτει το Σύνταγμα, είναι ένα πράγμα. Το να μεταφέρει όμως μαζί της αυτή η ιδιότητα και όλα τα δικαιώματα ραδιοτηλεοπτικής προβολής στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αυτόματα, ισοπεδωτικά και ανέλεγκτα, χωρίς εύλογους περιορισμούς ανάλογα με την περίπτωση, αυτό θα προκαλούσε τη δημιουργία και εκμετάλλευση ανέλεγκτων καταστάσεων».

Πρέπει πρώτα απ΄όλα να ξεκαθαριστεί πως ορθά καταγράφεται ως διαφορετικό θέμα τα προσόντα υποψηφίου Προέδρου (βλ. ΄Αρθρο 40 του Συντάγματος), από την κάλυψη του τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού χρόνου όπως προσδιορίζεται στο σχετικό Νόμο.  Όπως ορθά ετέθη από τον Α.Λοϊζου, Δ., (όπως ήταν τότε) στη Γεωργιάδης ν. ΡΙΚ (1987)3 ΑΑΔ 2000 όταν αντιμετώπισε παρόμοια προσφυγή σε σχέση με το άρθρο 2 του Νόμου, «υποψήφιος πρόεδρος δεν είναι  μόνο εκείνος που εξαγγέλλει δημοσίως πρόθεση υποβολής υποψηφιότητας αλλά μεταξύ άλλων εκείνος που πληροί μια ή περισσότερες των προϋποθέσεων που εκτίθενται στις παραγρ.(α), (β), (γ) και (δ) που εξετέθησαν πιο πάνω». 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας στην αγόρευση του δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα ύπαρξης κριτηρίων ως προς την παραχώρηση χρόνου σε υποψήφιους και τόνισε πως δεν εισηγείται πως η αρχή της ισότητας μπορεί να υπάρξει χωρίς υιοθέτηση κριτηρίων.  Θεώρησε όμως πως το άρθρο 2 ανωτέρω εισάγει με ισοπεδωτικό τρόπο κριτήρια, που στην πράξη δεν μπορούν να ελεγχθούν.  Αυτό όμως δεν είναι ορθό.  Μπορούν να ελεγχθούν μέσα στα πλαίσια των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.  Η ένθεση στην προϋπόθεση  του αρθ.2 του κριτηρίου (δ) του «συνετού μέσου πολίτη» δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοπεδωτικής φύσεως.  Όπως εύστοχα ανέφερε ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Παγκύπριο Κόμμα Προσφύγων και Πληγέντων κ.ά. ν. ΡΙΚ κ.ά. υποθ. αρ.318/91, 27.5.1992. 

«Η εν τη πράξη λειτουργία, κατά την άποψη μου, της ιδέας του «μέσου συνετού πολίτη» επιβάλλει στον κρίνοντα την εγκατάλειψη του δικού του χώρου, στον οποίο έχει συσσωρευμένες τις ιδέες, αντιλήψεις, πιστεύω και επιλογές του για τα πράγματα της ζωής και μετάβαση του στο χώρο όπου κυριαρχεί η γενικά παραδεκτή άποψη για τα ίδια πράγματα».

Το θέμα δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω αφού η κρινόμενη υπόθεση περιορίστηκε στη συνταγματικότητα ή μη της διάταξης.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης ρωτήθηκε ο κ.Παρασκευά πώς αντιμετωπίζει την ύπαρξη νομολογιακού προηγούμενου (βλ.πιο πάνω) το οποίο επιλύει το θέμα της συνταγματικότητας της διάταξης, αντίθετα με τη δική του θεώρηση.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος, παραδεχόμενος πως στο γραπτό του περίγραμμα δεν είχε θέσει ζήτημα απόκλισης από προηγούμενη νομολογία, μας ζήτησε ωστόσο προφορικά, να το πράξουμε κατ΄επίκληση της αλλαγής των τρεχουσών κοινωνικών συνθηκών,   ειδικά επί τω ότι με την αύξηση της χρήσης των μέσων μαζικής δικτύωσης ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης καθίσταται πιο σημαντικός παραμένοντας πιο ανεξάρτητος από εξωγενείς επιδράσεις.  Τίθεται το ερώτημα εάν αυτά που έθεσε ο κ.Παρασκευάς ενώπιον μας είναι αρκετά, ώστε να ενεργοποιήσουν εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο για απόκλιση από προηγούμενη νομολογία.  Είναι πολύ γνωστή η σημασία του δεσμευτικού προηγούμενου στο σύστημα δικαίου μας.  Γι΄αυτό και οι προϋποθέσεις για απόκλιση είναι πολύ αυστηρές. 

Στην ΧΕΥΣ v. Φιλιππίδης, Εφ.αρ.41/2015, 18.2.20, γίνεται ανασκόπηση της προηγούμενης νομολογίας η οποία θέτει με σαφήνεια τις σχετικές προϋποθέσεις: 

«Στη Νικολάου ν. Νικολάου (1992) 1 Α.Α.Δ. (Β) 1338 είχαν λεχθεί τα εξής:

«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, (1966) 3 All E.R., 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry (1977) 3 All E.R., 996, (H.L.) - Βλεπίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping (1981) 1 All E.R., 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal (1983) 1 All E.R., 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping (1988) 2 All E.R., 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O'Brien vRobinson (1973) 1 All E.R., 583 (H.L.)".

 

Στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (αρ.3) (1996)1 Α.Α.Δ. 315 στο ερώτημα πότε δικαιολογείται απόκλιση από το λόγο προηγούμενης δικαστικής απόφασης, λέχθησαν τα ακόλουθα:

 

«Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο (βλ.Chancery Lane Safe Deposit eta vI.R.C. [1966] 1 AllE.R. 1 (H.L.)· Ελευθερίου-Κάγκα v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 494/87- 13.2.1989)).

Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.

 

Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση ως προς το οποίο είναι το δίκαιο σε συγκεκριμένο τομέα και το πεδίο εφαρμογής του. Με αυτή την έννοια, οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν πηγή δικαίου, γιατί σ' αυτές αναζητείται και προσδιορίζεται το ισχύον δίκαιο [βλ. O'Connell vR. [1844] 11 CI. & F. 155, στη σελ. 372, ως προς τις πηγές του αγγλικού δικαίου]. Στο αγγλικό δικαιϊκό σύστημα, από το οποίο πηγάζει η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου, οι δικαστικές αποφάσεις διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην αποτύπωση και διατύπωση του κοινού δικαίου, την ανάπτυξη, καθώς και την προσαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου σε νέα κοινωνικά δεδομένα [βλ. μεταξύ άλλων, de Lasala vde Lasala [1979] 2 All ER 1146 (PC)]. Σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν, επίσης, οι δικαστικές αποφάσεις στην ερμηνεία των νόμων και τον προσδιορισμό του πεδίου το οποίο καλύπτουν. Στον τομέα αυτό, ο ρόλος της δικαστικής απόφασης είναι περιορισμένος, γιατί, εξ αντικειμένου, επικεντρώνεται στην ερμηνεία των νόμων».

 

Και παρακάτω:

«Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει ότι παρέχεται δυνατότητα απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις του, όπου συντρέχουν, σε γενικές γραμμές, οι προϋποθέσεις που προσδιορίζονται στη Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2). Οι αρχές αυτές σκιαγραφήθηκαν στη Republic ν. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, και έτυχαν αναγνώρισης και εφαρμογής έκτοτε σε μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις.»

 

Στη Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. Π.Ε.319/08, ημερ.7.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A474 αναφέρθησαν και τα εξής:

«Στο σύστημα του Κοινού Δικαίου, η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων ως μια από τις πηγές δικαίου αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες και συναρτάται άμεσα με τη βεβαιότητα του δικαίου και την επικράτηση του κράτους δικαίου (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Γιάλλουρου κ.α., ανωτέρω). Στο πιο κάτω απόσπασμα από τη Μελέτη «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» (1981) του Γ. Μ. Πική, σελ. 21, τονίζεται η μεγάλη σημασία της αρχής:-

«Με τη συστηματοποίηση του κοινού δικαίου επικρατεί η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις αρχές του κοινού δικαίου όπως προσδιορίζονται στις αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων της Αγγλίας. Η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων πηγάζει από την πεποίθηση ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για την επικράτηση κράτους δικαίου. Τα ευεργετήματα από το βέβαιο και σαφή προσδιορισμό του δικαίου κρίνεται ότι αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα από πιθανές ατέλειες του δικαίου. Η ανάπτυξη του κοινού δικαίου, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε Κώδικα, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με την εξουσία των δικαστών να προσδιορίζουν και να διατυπώνουν το δίκαιο, κατάστησε αναγκαία την υιοθέτηση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων για αποτροπή τάσεων προς την κατεύθυνση απονομής της δικαιοσύνης ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τις πεποιθήσεις των εκάστοτε δικαστών. Η απεριόριστη δικαστική εξουσία είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η απεριόριστη εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας στον τομέα της διακυβερνήσεως της χώρας. Όπως παρατηρεί ο Λόρδος Devlin, η απονομή της δικαιοσύνης βάσει προκαθορισμένων αρχών είναι προτιμητέα από τις ρήσεις του Καδή, όσο εμπνευσμένος και αν είναι ο τελευταίος. (βλ. "The Judgeby Patrick Devlinp. 106)».

 

Όπως επεξηγείται σε άλλο μέρος του ίδιου Συγγράμματος (σελ. 49-50):-

«Η καθιέρωση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους, τους εξής:-

α) Την πίστη ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικής αρμονίας, και

β) Στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας όλων των πολιτών έναντι του νόμου, που επιβάλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται στην ίδια θέση.»

 

Στην ίδια μελέτη συνοψίζεται τόσο το ιστορικό όσο και ο τρόπος που η αρχή εφαρμόζεται σε αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων. Στη σελ. 53 αναφέρονται τα εξής:-

«Μέχρι το 1966 η Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων θεωρούσε τον εαυτό της δεσμευμένο από προηγούμενες αποφάσεις του Σώματος. Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε το 1966, κατόπιν αποφάσεως της ολομέλειας της Δικαστικής Επιτροπής, με το δικαιολογητικό ότι αμετακίνητη προσκόλληση στην αρχή του δεσμευτικού προηγούμενων αποφάσεων του Σώματος μπορεί να οδηγήσει σε αδικία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και παράλληλα να παρεμβάλει αδικαιολόγητους περιορισμούς στην ανάπτυξη του δικαίου. Αναγνωρίζεται όμως στο προοίμιο της σχετικής αποφάσεως η σημασία της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων και επαναβεβαιώνεται η προσήλωση σ' αυτή σαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Η απόφαση της ολομέλειας αναφέρει ότι, ενώ οι προηγούμενες αποφάσεις της Δικαστικής Επιτροπής θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές, η Επιτροπή έχει την εξουσία να παρεκκλίνει από αυτές, όταν το κρίνει σωστό. Είναι φανερό, από το σκεπτικό που καθορίζει τη νέα πρακτική του Σώματος, ότι συμμόρφωση με τις αρχές που καθιερώθηκαν από προηγούμενες αποφάσεις πρέπει να είναι ο κανόνας και παρέκκλιση, όπως και απόκλιση, η εξαίρεση. Η προσέγγιση της Δικαστικής Επιτροπής τα τελευταία 15 χρόνια βεβαιώνει τη θέση αυτή.»

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε τα τελευταία 35 περίπου χρόνια, έχει κατ' επανάληψη υιοθετήσει την πρακτική που ακολουθεί το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας μετά το Practice Direction του 1966 (βλ. [1966] 3 All ER 77). Σύμφωνα με τις πάγιες, θα λέγαμε, αρχές της νομολογίας μας, προκύπτει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να είναι προσεκτικό προτού αποφασίσει να διαφοροποιηθεί από προηγούμενη απόφασή του. Αναγνωρίζεται μεγαλύτερη ευχέρεια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες αφορούν σε θεμελιακές συνταγματικές και διοικητικές αρχές δικαίου, π.χ. η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Γι' αυτό και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 ΑΑΔ 203η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση της πλειοψηφίας στην Kyriacou and Others ν. Minister of Interior (1988) 3A CLR 643, αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος».

 

Η αόριστη επίκληση της αλλαγής συνθηκών χωρίς καμία υπόδειξη της κατ΄ισχυρισμό λανθασμένης προσέγγισης της προηγούμενης νομολογίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τα κριτήρια για να εξεταστεί θέμα απόκλισης.  Με όλο το σεβασμό παρά το ότι αντιλαμβανόμαστε την ανησυχία του κ.Παρασκευά για το πώς καθορίζεται ο χρόνος-τρόπος προβολής υποψηφίων, δεν εξετάζομε το Νόμο από κοινωνική σκοπιά και πώς ενδεχομένως θα θεσπιστούν καλύτερες προϋποθέσεις.  Εκείνο που εξετάζουμε είναι τη συμβατότητα της διάταξης με το Σύνταγμα και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία σημειωτέον ταυτίζεται με το περιεχόμενο του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος.

Ακόμη όμως, και αν θεωρούσαμε όσα μας ελέχθησαν αρκετά για να εξετάσουμε θέμα απόκλισης, παρατηρούμε πως δεν προβλήθηκε κάτι απτό είτε ως λανθασμένη αρχή δικαίου που θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί είτε ότι η μέχρι τώρα νομολογιακή προσέγγιση δεν εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες.  Θα συμφωνήσουμε πως ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης είναι ιδιαίτερα πολύτιμος σε δημοκρατικά πολιτεύματα  αλλά αυτό είναι μια διαχρονική αξία και δεν έχει μεταβληθεί ενόψει της ύπαρξης μέσων κοινωνικής δικτύωσης.  Ακριβώς η νομολογία υποδεικνύει την ανάγκη όπως τεθούν προϋποθέσεις για την κάλυψη ενός υποψηφίου, κάτι το οποίο έχει έρεισμα στο Νόμο.  Συνεπώς, δεν μπορούμε να ομιλούμε ούτε για εσφαλμένη αρχή δικαίου ούτε για αλλαγή κοινωνικών συνθηκών oύτε περιστάσεων που παράγουν καταφανώς άδικα αποτελέσματα εάν ακολουθηθεί η υφιστάμενη νομολογιακή αρχή.  Ως αποτέλεσμα δεν συμφωνούμε πως χωρεί δυνατότητα απόκλισης από την προηγούμενη νομολογία.

 

Με δεδομένη λοιπόν την ύπαρξη της προηγούμενης νομολογίας βρίσκουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε απολύτως ορθή και καμιά εισήγηση περί του αντιθέτου δεν μπορεί να επιτύχει.  ΄Αλλωστε η ίδια η διάταξη δια της υιοθέτησης των προϋποθέσεων που θέτει, στην πράξη δίδει στο εφεσίβλητο ίδρυμα ευχέρεια να αποφασίσει για τον κάθε συγκεκριμένο υποψήφιο.  Οι τρεις υποψήφιοι στη συγκεκριμένη εκλογή, δηλαδή κ.κ. Αναστασιάδης, Μαλάς, Λιλλήκας πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Νόμου και επομένως θεωρούντο υποψήφιοι Πρόεδροι εν τη εννοία του Νόμου.  Δηλαδή ο κ.Αναστασιάδης ήταν αρχηγός πολιτικού κόμματος και τύγχανε της στήριξης και άλλου πολιτικού κόμματος, οι δε κ.κ. Μαλάς και Λιλλήκας είχαν την υποστήριξη κόμματος, σύμφωνα με το Νόμο.   Η εφεσείουσα όπως και άλλοι (τέσσερις  υποψήφιοι) έπρεπε να τύχουν εξέτασης, αποκλειομένων των (α), (β) και (γ) προϋποθέσεων, κάτω από το περιεχόμενο της προϋπόθεσης (δ).  Το ίδρυμα, δίδοντας αιτιολογία, αποφάσισε ότι δεν πληρούσαν τη συγκεκριμένη προϋπόθεση.  Παρά ταύτα, όπως παρατηρείται και πρωτοδίκως, το ίδρυμα προέβη σε ρυθμίσεις για παραχώρηση χρόνου στην εφεσείουσα, όπως και στους λοιπούς τέσσερις υποψηφίους.  Επ΄αυτής της πτυχής το πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλιν ορθά έκρινε πως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Νόμος ή ο τρόπος εφαρμογής του προκάλεσε τη στέρηση του βασικού τους δικαιώματος, της ελευθερίας της έκφρασης του λόγου και του διαλόγου.

 

Ενόψει των πιο πάνω και οι δύο λόγοι έφεσης δεν στοιχειοθετούνται και ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου ιδρύματος. 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο