ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C212
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 163/2013)
2 Ιουλίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx TOFAN,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Νατάσα Ιακώβου, για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Χρίστος Αλεξάνδρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: H εφεσείουσα, ρουμανικής υπηκοότητας, αφίχθηκε, τελευταία φορά, στη Δημοκρατία στις 10.12.2007 και, στις 12.2.2008, τέλεσε στο Δημαρχείο Ιδαλίου πολιτικό γάμο, (ο «γάμος»), με το xxx xxx Alom, υπήκοο Μπαγκλαντές, ο οποίος υπήρξε αιτητής πολιτικού ασύλου. Στις 15.5.2008, εξασφάλισε δελτίο εγγραφής της ως πολίτης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Σε κατοπινό χρόνο, στο πλαίσιο ερευνών που διεξήγαγε το Κλιμάκιο Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας και στη βάση στοιχείων που συνελέγησαν από αυτό, προέκυψαν αμφιβολίες αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου. Ως αποτέλεσμα, το θέμα τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, η οποία διαβίβασε την άποψή της στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»). Η τελευταία αποφάσισε, στις 14.3.2013, ότι ο γάμος ήταν εικονικός και ακύρωσε το δελτίο εγγραφής της εφεσείουσας, κηρύσσοντάς την, συγχρόνως, απαγορευμένη μετανάστρια, δυνάμει του άρθρου 6(1)ζ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (το «Κεφ. 105»). Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή ημερομηνίας 27.3.2013 και, αργότερα, στις 28.6.2013, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, με επακόλουθο τη σύλληψή της, την 1.7.2013, και την κράτησή της στα Αστυνομικά Κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών.
Εναντίον των πιο πάνω διαταγμάτων, καταχωρίστηκε προσφυγή. Παράλληλα, καταχωρίστηκε μονομερής αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα αναστολής της κράτησης και της απέλασης της εφεσείουσας. Στις 5.7.2013, ενώ αυτή μεταφέρθηκε για σκοπούς απέλασης στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο ανέστειλε το διάταγμα απέλασης και τη διαδικασία απέλασης της εφεσείουσας «μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της ... Προσφυγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου». Την ίδια ημέρα, η Διευθύντρια ανέστειλε την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 28.6.2013. Η εφεσείουσα, αρχικά, παρέμεινε υπό κράτηση στα Αστυνομικά Κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών και, στις 9.7.2013, μεταφέρθηκε στο χώρο κράτησης αλλοδαπών στη Μεννόγεια.
Ακολούθως, στις 12.7.2013, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα κράτησης της εφεσείουσας. Διέταξε όπως αυτή αφεθεί ελεύθερη με περιοριστικούς όρους. Κατά την ίδια ημερομηνία, η Διευθύντρια προέβη στην ακύρωση του διατάγματος απέλασης της εφεσείουσας ημερομηνίας 28.6.2013 και προχώρησε στην έκδοση νέων διαταγμάτων, με το ίδιο περιεχόμενο, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψή της στις 13.7.2013 και την απέλασή της στις 15.7.2013. Σημειώνεται ότι τα νέα διατάγματα της 12.7.2013 προσβλήθηκαν με προσφυγή και, τελικά, ακυρώθηκαν με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 5739/2013, Τofan v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5.10.2018.
Η εφεσείουσα, με νέα αίτησή της, ημερομηνίας 16.7.2013, (η «αίτηση»), ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο όπως αυτό επιληφθεί ζητήματος παρακοής εκ μέρους των εφεσιβλήτων των διαταγμάτων του που εκδόθηκαν στις 5.7.2013 και στις 12.7.2013, (τα «διατάγματα»), και εξαναγκάσει τούτους σε υπακοή ή/και όπως τούς επιβάλει ποινή για τη μη συμμόρφωσή τους με τα διατάγματα. Η αίτηση βασίστηκε, κυρίως, στο άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (o «N. 14/1960»), και στη Δ.42Α των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (Κ.Π.Δ.), (η «Δ.42Α»), η οποία διέπει, μεταξύ άλλων, τα της επιδόσεως δικαστικών διαταγμάτων για την εξασφάλιση της υπακοής και συμμόρφωσης προς αυτά. Υποστηρίχτηκε από ένορκη δήλωση δικηγόρου, ο οποίος εργαζόταν στο γραφείο των δικηγόρων της εφεσείουσας.
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων, η οποία στηρίχτηκε στις ίδιες, ως άνω, διατάξεις και συνοδεύτηκε από ένορκες δηλώσεις του Υπουργού Εσωτερικών, (ο «Υπουργός»), και της Διευθύντριας. Στη βάση αυτών, ηγέρθησαν, πρωτόδικα, τέσσερα προδικαστικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων η παράλειψη προσωπικής επίδοσης των διαταγμάτων προς τη Διευθύντρια και τον Υπουργό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με το πιο πάνω προδικαστικό ζήτημα, παρατήρησε πως η επίδοση του διατάγματος ημερομηνίας 5.7.2013 προς τη Διευθύντρια έγινε την ίδια ημέρα στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Δεν ασχολήθηκε με την επίδοση του εν λόγω διατάγματος προς τον Υπουργό, ενόψει του ότι έκρινε πως, επί της ουσίας, η αίτηση δεν ευσταθούσε εναντίον του. Δεν ασχολήθηκε, επίσης, με το θέμα της προσωπικής επίδοσης του διατάγματος ημερομηνίας 12.7.2013 προς τα ίδια πρόσωπα, γιατί έκρινε πως δεν ετίθετο ζήτημα παρακοής του, αφού δεν υπήρχε σε αυτό η αναγκαία οπισθογράφηση. Εν πάση περιπτώσει, η θέση του Υπουργού και της Διευθύντριας στις ένορκες δηλώσεις τους ήταν ότι ουδέποτε τους επιδόθηκαν προσωπικά τα διατάγματα. Αντί τούτου, οι επιδόσεις έγιναν στα αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών και του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αντίστοιχα. Η Διευθύντρια ανέφερε, ωστόσο, ότι η ίδια έλαβε ενημέρωση, σχετικά, προερχομένη, όμως, από άτυπη πηγή. Ο δε Υπουργός είπε ότι, για τη συγκεκριμένη υπόθεση, του έγινε πληροφόρηση εκ των υστέρων.
Παρεμπιπτόντως, τα ίδια ισχύουν σε σχέση και με την αίτηση. Από τις ένορκες δηλώσεις του επιδότη, προκύπτει ότι, στις 17.7.2013, αυτή επιδόθηκε στην υπεύθυνη του Αρχείου του Υπουργείου Εσωτερικών, για τον Υπουργό, και στην υπεύθυνη του Αρχείου του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για τη Διευθύντρια. Η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε, με αντίθετη, από την πλευρά της, ένορκη ομολογία ή με αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων, τις πιο πάνω θέσεις και τα γεγονότα που προέκυπταν, ως ανωτέρω, από τις ένορκες δηλώσεις που αφορούσαν την επίδοση των διαταγμάτων και της αίτησης. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει ζήτημα παράβασης της υποχρέωσής της για γνωστοποίηση της δικαστικής διαδικασίας παρακοής με τον ενδεδειγμένο, σύμφωνα με τον Κ. 2 της Δ.42Α, δικονομικά τρόπο, δηλαδή με προσωπική επίδοση των διαταγμάτων και της αίτησης στους επηρεαζομένους.
Με το άρθρο 42[1] του Ν.14/1960, παρέχεται δικαιοδοσία στο δικαστήριο για την αντιμετώπιση πράξεων καταφρονητικών του κύρους, της υπόστασης και της αποτελεσματικότητας των αποφάσεών του και για τον εξαναγκασμό προς υπακοή στα διατάγματά του. Καθορίζεται δε σειρά πράξεων, που συνιστούν το πλημμέλημα της καταφρόνησης του δικαστηρίου. Το δικονομικό πλαίσιο για εξαναγκασμό προς συμμόρφωση προσώπου με διάταγμα δικαστηρίου θεσμοθετείται με τις πρόνοιες της Δ.42Α, η τήρηση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο άρθρο 42 του Ν. 14/1960, (βλ. Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 750 και Μαυρονικόλα v. Ξάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ. 293). Η αυστηρότητα των προβλεπομένων τιμωρητικών μέτρων που επιδιώκονται μέσω αιτήσεως αυτής της φύσεως, (σύλληψη και περιορισμός, κατάσχεση περιουσίας), εναντίον του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται το διάταγμα επιβάλλει, επί ποινή ακυρώσεως της διαδικασίας, (βλ. Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401, Oικονομίδου v. Ph. Economides Εstates Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1145), τη διαπίστωση της συνδρομής των δικονομικών προϋποθέσεων της Δ.42Α, ήτοι την ύπαρξη διατάγματος, δεόντως οπισθογραφημένου, και την προσωπική επίδοση αυτού και της αίτησης με την οποία ζητούνται τα τιμωρητικά μέτρα προς το εν λόγω πρόσωπο.
Στην παρούσα υπόθεση, το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν, τελικά, γνώση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, των διαταγμάτων δεν μπορεί να θεραπεύσει την ελαττωματική επίδοσή τους. Ο Κ. 2 της Δ.42Α προβλέπει ότι:-
«2. An office copy of the order shall be served on the person to whom the order is directed. The service shall, unless otherwise directed by the Court or a Judge, be personal."
Προκύπτει, λοιπόν, ότι η προσωπική επίδοση, εφόσον δεν είχε διαταχθεί διαφορετικά από το Δικαστήριο, αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της αίτησης. Η απόδειξη δε του γεγονότος αυτού βάρυνε την εφεσείουσα, στο μέτρο των κανόνων της ποινικής δίκης. Δεν υπήρχε έδαφος για αποδοχή της αίτησης, σε περίπτωση ύπαρξης οποιασδήποτε λογικής αμφιβολίας επί των στοιχείων που συνέθεταν την κατηγορία, (βλ. Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1085, Πέτσα v. Πιερίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1716, Ι.Μ. v. Ρ.Μ. Έφεση Αρ. 19/2016, 12.11.2018).
Η συνήγορος της εφεσείουσας, απαντώντας σε σχετική επισήμανση του Δικαστηρίου τούτου επί του ζητήματος της επίδοσης, εισηγήθηκε ότι αυτό δεν αποτελεί θέμα της έφεσης. ΄Οντως, επί του προκειμένου, δεν υπάρχει λόγος έφεσης, ούτε και αντέφεση υπάρχει. Παρά ταύτα, το θέμα τούτο αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως, το οποίο αφορά το δικαιοδοτικό θεμέλιο και εξετάζεται από το ίδιο το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, (βλ. Δημοκρατία v. Mατθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Δημοκρατία v. Kουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Συγχρόνως, το άρθρο 25(3) του Ν. 14/1960 και η Δ.35, Κ. 8, των Κ.Π.Δ. παρέχουν εξουσία στο Εφετείο για επέμβασή του σε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης που δεν έχει προσβληθεί με την έφεση ή με αντέφεση, προς επίλυση των πραγματικών επιδίκων ζητημάτων, με σκοπό την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579 και Aναστασίου v. Χαραλάμπους Αναστασίου, Έφεση Αρ. 41/2018, 22.4.2020).
Στην παρούσα υπόθεση, με τα διατάγματα, ο Υπουργός και η Διευθύντρια διατάσσονταν να αναστείλουν το διάταγμα απέλασης και τη διαδικασία απέλασης της εφεσείουσας και να την αφήσουν ελεύθερη, με τους καθορισμένους περιοριστικούς όρους. Σαφώς, επρόκειτο περί διαταγμάτων, τα οποία, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους, έπρεπε να είχαν επιδοθεί προσωπικά στον Υπουργό και στη Διευθύντρια, προκειμένου αυτοί να γνώριζαν περί της βούλησης του Δικαστηρίου για αναστολή ή και για ακύρωση των υπό αναφορά διοικητικών πράξεων, δηλαδή των διαταγμάτων σύλληψης και απέλασης της εφεσείουσας. Η ανάγκη δε τούτη καθίστατο επιτακτικότερη, δεδομένης της πρόθεσης της τελευταίας, ένεκα μεταγενέστερων πράξεων του Υπουργού και της Διευθύντριας οι οποίες θεωρήθηκε ότι συνιστούσαν παρακοή, για προώθηση αίτησης με σκοπό τον εξαναγκασμό τους προς υπακοή σε αυτά.
Η λανθασμένη, λοιπόν, επίδοση των διαταγμάτων, καθώς και η λανθασμένη επίδοση της αίτησης, η οποία, όπως αναφέρεται πιο πάνω, επίσης, δεν ήταν προσωπική, ευρίσκονται σε αντίθεση με τις διατάξεις της Δ.42Α, οι οποίες, όπως έχει ήδη λεχθεί, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση άσκησης της σχετικής δικαιοδοσίας. Στην υπόθεση Krashias Shoe Factory v. Adidas, τονίστηκε ότι η Δ.42Α καθιστά την προσωπική επίδοση, τόσο του οπισθογραφημένου διατάγματος όσο και της αίτησης προς εξαναγκασμό σε υπακοή προς αυτό, απαρέγκλιτο όρο για την καταδίκη του προσώπου που δε συμμορφώνεται.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ
[1] «42. Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού έκαστον δικαστήριον θα έχη εξουσίαν να εξαναγκάζη εις υπακοήν προς οιονδήποτε διάταγμα εκδοθέν υπ' αυτού, διατάττον ή απαγορεύον την εκτέλεσιν οιασδήποτε πράξεως, διά προστίμου ή φυλακίσεως ή μεσεγγυήσεως πραγμάτων. ...»