ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C184
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 8/2013)
4 Ιουνίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
BLADE ENTERPRISES LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Ελένη Σάββα και Μιχάλης Χατζητζιοβάννης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Δήμητρα Καλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Στις 12.1.2011, οι εφεσίβλητοι, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων, ζήτησαν γραπτώς από την εφεσείουσα εταιρεία και το ενδιαφερόμενο μέρος να τους υποβάλουν προσφορές για την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας. Αυτή θα αφορούσε την αποστολή, καθημερινώς, προς τους ιδίους αποκομμάτων από όλα τα έντυπα μέσα ενημέρωσης του Κυπριακού Τύπου, με δημοσιεύματα που θα αναφέρονταν στη δραστηριότητα των τμημάτων τους. Η εν λόγω υπηρεσία θα παρεχόταν από τον επιτυχόντα προσφοροδότη, δυνάμει συμβάσεως, για ένα χρόνο, από 15.2.2011 έως 14.2.2012, έναντι του ποσού των €5.000,00.
Η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος απέστειλαν, εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, η κάθε μια, τις προσφορές τους, οι οποίες εξετάστηκαν σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδοχή της προσφοράς του ενδιαφερομένου μέρους και η απόρριψη, για συγκεκριμένο λόγο, εκείνης της εφεσείουσας. Η τελευταία πληροφορήθηκε περί τούτου με επιστολή ημερομηνίας 8.2.2011, το περιεχόμενο της οποίας είχε ως εξής:-
«Επιθυμώ να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας στον πιο πάνω διαγωνισμό και να σας πληροφορήσω ότι το Υπουργείο, ως η Αναθέτουσα Αρχή, αποφάσισε να αναθέσει τη σύμβαση στους κυρίους Media Monitoring Electronic Cyprus Ltd.
Η δική σας προσφορά δεν έχει επιλεγεί γιατί δεν έχετε επισυνάψει, ως έπρεπε, στοιχεία που να βεβαιώνουν ότι έχετε εξασφαλίσει άδεια χρήσης των πνευματικών δικαιωμάτων των δημοσιευμάτων που θα μας αποστέλλετε.»
Η εφεσείουσα, διαφωνώντας με την πιο πάνω απόφαση, καταχώρισε την προσφυγή αρ. 413/2011, με την οποία ζήτησε την ακόλουθη θεραπεία:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του λειτουργού του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων όπως εκφράστηκε με την επιστολή του ημερομηνίας 8/02/2011 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Τοιουτοτρόπως, προσβλήθηκε η απόφαση για ανάθεση της σύμβασης στο ενδιαφερόμενο μέρος και για μη επιλογή της δικής της προσφοράς. Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις, τελικώς, απέρριψε την προσφυγή.
Στη συνέχεια, καταχωρίστηκε η παρούσα έφεση. Με αυτήν, προσβάλλεται, μεταξύ άλλων, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν προσέβαλε, πρωτοδίκως, όπως θεωρήθηκε, τη νομιμότητα του υπό αναφορά όρου. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ορθή. Η γενικότητα, η οποία, ομολογουμένως, χαρακτηρίζει την αιτηθείσα, ως άνω, θεραπεία εξειδικεύεται με ό,τι προβάλλεται, στη συνέχεια, στα νομικά σημεία. Στο νομικό σημείο 2, αναφέρεται πως η απαίτηση για τον εν λόγω όρο στερείται νομικής βάσεως, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη πράξη να «είναι ασυμβίβαστη με τον Νόμο περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων του 1996 μέχρι 2007, την ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα πληροφόρησης που κατοχυρώνονται με το άρθρο 19 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.» Η εφεσείουσα συμπληρώνει την εισήγησή της στο νομικό πεδίο, παραπέμποντας, αναφορικά με την πιο πάνω πτυχή, σε γνωμάτευση του δικηγόρου της, ημερομηνίας 14.12.2010, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν νομικής πλάνης.
Με τα νομικά σημεία που ηγέρθησαν στην προσφυγή, ετέθη, ακριβώς, θέμα νομιμότητας του συγκεκριμένου όρου. ΄Οταν δε, σε μια προσφυγή, εγείρεται ζήτημα νομιμότητας όρου του διαγωνισμού, δεν τίθεται θέμα εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος. Αυτός έχει τέτοιο συμφέρον, δεδομένου ότι στρέφεται κατά της πράξης η οποία αφορά την απόρριψη της προσφοράς του ιδίου, (βλ. Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης & Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137 και Δημοκρατία ν. Μάριος Θεοχαρίδης Λτδ (2008) 3 Α.Α.Δ. 488). Σημειώνεται, συναφώς, πως, από τα εγερθέντα στην εν λόγω προσφυγή νομικά σημεία, δεν προκύπτει, οπουδήποτε, αμφισβήτηση του μέρους της διοικητικής πράξης με την οποία έγινε δεκτή η προσφορά του ενδιαφερομένου μέρους.
Στην παρούσα περίπτωση, η εφεσείουσα, όντως, δε συμμορφώθηκε με τον πιο πάνω όρο του υπό αναφορά Διαγωνισμού και δεν το αμφισβητεί αυτό. Επί λέξει, ο συγκεκριμένος όρος έλεγε τα εξής: «Θα πρέπει να προσκομίσετε στοιχεία που να βεβαιώνουν ότι έχετε εξασφαλίσει τα πνευματικά δικαιώματα των δημοσιευμάτων που θα μας αποστέλλετε.» Συμπεριλήφθηκε στο Διαγωνισμό, κατόπιν σχετικής γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, αντίθετης με τη γνωμάτευση του συνηγόρου της εφεσείουσας που της είχε κοινοποιηθεί, ώστε να αποτελούσε μέρος της κάθε προσφοράς. Δεν αμφισβητήθηκε δε ότι επρόκειτο για ουσιώδη όρο.
Εν προκειμένω, αυτή θεωρείται ότι ήταν η κατεύθυνση της προσφυγής της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε του θέματος τούτου, αναφέροντας, σχετικά, τα εξής:-
«Για τους λόγους και με βάση τη νομολογία που αναφέρονται από τη Δημοκρατία και το Ε.Μ., συμφωνώ μαζί τους ως προς το θέμα επί της ουσίας, που καλύπτει βεβαίως και προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ως προς την έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Συμφωνώ περαιτέρω και με την απόφαση του αδελφού μου δικαστή Νικολάτου, στην οποία έχω παραπεμφθεί από τη Δημοκρατία, Blade Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας, 1093/2009, 10.10.2012[1], το αιτητικό[2] της οποίας και με εκφράζει.»
Η εφεσείουσα, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, εγείρει θέμα ότι το Δικαστήριο «δεν έδωσε επαρκή αιτιολογία για την σοβαρή επιχειρηματολογία που τέθηκε υπόψη του από πλευράς αιτήτριας/εφεσείουσας». Αυτό, όπως προκύπτει από το, ως άνω παρατεθέν από την απόφασή του απόσπασμα, αιτιολόγησε την κρίση του αναφορικά με το θέμα «της ουσίας» και της νομιμοποίησης της εφεσείουσας για καταχώριση της προσφυγής, δηλαδή ως προς το θέμα της έλλειψης «εννόμου συμφέροντος», με την υιοθέτηση, ειδικά, της αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης στην υπόθεση Blade Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1093/2009, 10.10.2012, με την οποία και συμφώνησε πλήρως. Η πρακτική αυτή εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων και κρίθηκε θεμιτή, παρέχουσα, έτσι, επαρκή αιτιολογία σε σχέση με την κρίση του Δικαστηρίου στην ενώπιόν του εξεταζόμενη υπόθεση, (βλ. P. & R. Final Formation Ltd v. Εφοριακού Συμβουλίου κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 482, Χαλλάη ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 533, Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2009) 1 Α.Α.Δ. 1063, Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 212.)
΄Οσον αφορά την ουσία του θέματος που απασχόλησε στην υπόθεση Blade Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 3 και 4. Με αυτούς, προβάλλεται ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τον όρο «αναπαραγωγή» στον περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμο του 1976, (Ν. 59/1976), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»), και τον ταύτισε, εσφαλμένα, με τη διαδικασία της αποδελτίωσης, στην οποία αφορούσε η ζητηθείσα υπηρεσία. Επιπρόσθετα, υποβάλλεται ότι το Δικαστήριο «παρερμήνευσε και δεν εφάρμοσε σωστά τις αρχές της ελεύθερης ροής πληροφοριών και του δικαιώματος πληροφόρησης». Για τη διατύπωση κρίσης ως προς τους πιο πάνω λόγους, απαιτείται η εξέταση των σχετικών προνοιών του Νόμου.
Το ερώτημα, βασικά, που τίθεται προς εξέταση είναι κατά πόσο η εφεσείουσα, νόμιμα, αποκλείστηκε από το Διαγωνισμό. Η απάντηση σε αυτό εξαρτάται από τη ορθότητα της εισήγησής της ότι ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο δικαίωμα συμμετοχής στο Διαγωνισμό θα είχαν μόνο εταιρείες που κατείχαν άδεια εκμετάλλευσης από τους φορείς των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για σκοπούς αποδελτίωσης, αντίκειται στο Νόμο, για το λόγο ότι η αποδελτίωση εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 7(2) του Νόμου.
Υπό το φως της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, είναι χρήσιμη η παράθεση των σχετικών με την υπόθεση προνοιών του Νόμου και η ερμηνευτική προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Blade Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, το σκεπτικό της οποίας υιοθετήθηκε στην εκκαλούμενη απόφαση. ΄Αμεσα σχετικές με το θέμα που εξετάζεται είναι οι πρόνοιες των άρθρων 2, 3, 7 και 13 του Νόμου. Κατά το άρθρο 2 του Νόμου, «αναπαραγωγή» σημαίνει:-
«την άμεση ή έμμεση παραγωγή, με οποιοδήποτε μέσο ή μορφή, προσωρινά ή μόνιμα, ενός ή περισσοτέρων αντιτύπων, του συνόλου ή μέρους επιστημονικού, φιλολογικού, μουσικού, ή καλλιτεχνικού έργου, ταινίας ή ηχογράφησης, βάσεις δεδομένων ή εκπομπή·»
Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(α) του Νόμου, προστατεύσιμα έργα και πράξεις είναι, μεταξύ άλλων: «Υπό μεν δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας - (i) Επιστημονικά έργα (ii) φιλολογικά έργα, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (iii) μουσικά έργα (iv) καλλιτεχνικά έργα, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών πάσης φύσεως (v) ταινίες (vi) βάσεις δεδομένων (vii) ηχογραφήσεις (viii) εκπομπές και (ix) δημοσιεύσεις προτέρως αδημοσιεύτων έργων».
Στο άρθρο 7(2) του Νόμου, απαριθμούνται περιπτώσεις εξαιρέσεων, όπου το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας δε συνοδεύεται και από το δικαίωμα ελέγχου, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση:-
«(στ) της παραθέσεως αποσπασμάτων από έργα, τα οποία δημοσιεύθηκαν, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει προς τη χρηστή πρακτική και εφόσον η έκταση αυτών δεν υπερβαίνει την έκταση που δικαιολογείται από το σκοπό αυτό, περιλαμβανομένης της παραθέσεως αποσπασμάτων από άρθρα εφημερίδων και περιοδικών υπό μορφή συνοψίσεως του τύπου, νοουμένου ότι γίνεται μνεία της πηγής προελεύσεως και του ονόματος του δημιουργού, το οποίο εμφαίνεται επί του έργου που χρησιμοποιείται με τον τρόπο αυτό»
Το άρθρο 13 ρυθμίζει τα σχετικά με τις περιπτώσεις προσβολής του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και τα αντίστοιχα ένδικα μέσα και θεραπείες.
Στην Blade Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, επισημάνθηκε ότι οι εφημερίδες και τα περιοδικά, κύριο αντικείμενο της προσφοράς για σκοπούς αποδελτίωσης, στην έκταση που αυτές/αυτά περιλάμβαναν άρθρα, επιστολές, εκθέσεις και φωτογραφίες, ενέπιπταν στις κατηγορίες των φιλολογικών και
των καλλιτεχνικών έργων. Κατά συνέπεια, αυτά τύγχαναν της προστασίας του Νόμου και της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, (η «Οδηγία»). Ειδική μνεία έγινε στις εξαιρέσεις του άρθρου 7(2) του Νόμου και, ιδιαίτερα, στην πρόνοια της παραγράφου (στ), λόγω της συνάφειας του περιεχομένου της με το αντικείμενο της υπό αναφορά προσφοράς. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αποδελτίωση, τεχνική διεργασία μέσω αποθήκευσης στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή αποσπασμάτων ή ολοκλήρου του έργου που προστατεύεται από το Νόμο, συνιστά «αναπαραγωγή», κατά το άρθρο 2 του Νόμου και το άρθρο 2 της Οδηγίας. Επομένως, απαιτείτο, για τη νομιμότητά της, η συγκατάθεση των δικαιούχων.
Η πιο πάνω αντίληψη του θέματος είναι ορθή, όπως ορθή είναι και η παρατήρηση του Δικαστηρίου στην υπόθεση ΜΜC Media Monitoring Electronic Ltd ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 602/2011, 5.9.2013, ότι, σε περιπτώσεις όπου προκύπτει ζήτημα προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας, η εκάστοτε αναθέτουσα αρχή πρέπει να εξετάζει την τήρηση της νομιμότητας αναφορικά με τις υπηρεσίες του διαγωνισμού που προκηρύττει, ούτως ώστε να μη συμμετέχει σε αποδοχή υπηρεσιών που εξασφαλίζονται κατά παράνομο τρόπο.
Το Δικαστήριο, πρωτόδικα, αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η διαδικασία της αποδελτίωσης εκφεύγει των απαγορευτικών διατάξεων του Νόμου και, συνακόλουθα, δεν προϋποθέτει άδεια χρήσης των πνευματικών δικαιωμάτων, διότι εξυπηρετεί μίαν υπέρτερη αρχή, ήτοι την ελευθερία έκφρασης, που περιλαμβάνει το δικαίωμα λήψης και μετάδοσης πληροφοριών, ουσιαστικά, υιοθέτησε το ακόλουθο σκεπτικό από την υπόθεση Blade Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας:-
«Το αντικείμενο της επίδικης προσφοράς αφορά σε δραστηριότητες μεταξύ άλλων, αναπαραγωγής ολόκληρων αποκομμάτων από εφημερίδες και περιοδικά και όχι αποσπασμάτων, μέσω μίας εκτενούς διαδικασίας που περιλαμβάνει σάρωση, μετατροπή τους σε ψηφιακό αρχείο και περαιτέρω επεξεργασία του αρχείου αυτού, με βασικό χαρακτηριστικό την αρχειοθέτηση.
Οι εν λόγω ενέργειες δεν γίνονται από το πρόσωπο που αφορά το δημοσίευμα, αλλά από τρίτους που διενεργούν αυτή τη δραστηριότητα στα πλαίσια της επιχειρηματικής τους δράσης έναντι αμοιβής. Επομένως η εμπορική εκμετάλλευση των αποκομμάτων άρθρων εφημερίδων και περιοδικών δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εξαίρεση που προνοείται στην παράγραφο (στ) ούτε πρόκειται για πράξη που ασκείται στα πλαίσια της ελευθερίας της έκφρασης και πληροφόρησης, αλλά στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ανάδοχης εταιρείας που περιλαμβάνει την εκμετάλλευση, για εμπορικούς σκοπούς, ενός πνευματικού έργου.»
Από την πιο πάνω προσέγγιση, τονίζονται, συγκεκριμένα, τα ακόλουθα: H παροχή υπηρεσιών αποδελτίωσης, με τη μορφή της αναπαραγωγής αποσπασμάτων από ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, εφημερίδες, περιοδικά κ.λπ., σχετικών με τις δραστηριότητες της αναθέτουσας αρχής, γίνεται, στη προκειμένη περίπτωση, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής, πάνω στη βάση συγκεκριμένης σύμβασης με εταιρεία που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο εν λόγω αντικείμενο. Αυτό, ακριβώς, το στοιχείο της αποκόμισης οικονομικού οφέλους καθιστά τη διαδικασία της συλλογής και, ακολούθως, της επεξεργασίας και αποστολής των έργων τρίτων δημιουργών στον αποδέκτη, όπως ορθά επισημάνθηκε στην Βlade Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, εμπορικής φύσεως, με αποτέλεσμα να θέτει την περίπτωση εκτός και των εξαιρέσεων του «ενημερωτικού σκοπού» των παραγράφων (ζ) και (ιδ) του άρθρου 7(2) του Νόμου. Η δε πρόνοια της παραγράφου (στ) του εν λόγω άρθρου αναφέρεται σε επεξεργασία, «υπό μορφή συνοψίσεως του τύπου», η οποία, βεβαίως, διαφοροποιείται από την υπό κρίση υπόθεση, όπου η αποδελτίωση αφορά ολόκληρα αποκόμματα άρθρων εφημερίδων και περιοδικών. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ακόμα και σε επεξεργασία ήσσονος μορφής, το στοιχείο της αποκόμισης κέρδους μεταβάλλει τη φύση της διεργασίας σε επιχειρηματική, θέτοντας την έξω από τη προνομιακή εμβέλεια του «ενημερωτικού σκοπού» των εξαιρέσεων του άρθρου 7(2) του Νόμου.
Το ζήτημα απασχόλησε το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, (Δ.Ε.Ε.), στην υπόθεση C-5/08, Infopaq International A/S v. Danske Dagblades Forening. Αυτό, αφού εξέτασε διάφορες συναφείς έννοιες, όπως «αναπαραγωγή», «αναπαραγωγή εν μέρει», «προσωρινές και μεταβατικές πράξεις αναπαραγωγής», σε σχέση με μικρά αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, συμπεριλαμβανομένων άρθρων του τύπου, αποφάνθηκε ότι: «Πράξη πραγματοποιούμενη κατά τη μέθοδο συλλογής δεδομένων, η οποία συνίσταται σε αποθήκευση σε μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή αποσπάσματος προστατευόμενου έργου, που αποτελείται από ένδεκα λέξεις καθώς και από εκτύπωση του αποσπάσματος αυτού, δύναται να εμπίπτει στην έννοια της εν μέρει αναπαραγωγής του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29ΕΚ ...». Κατά το Δ.Ε.Ε., ακόμα και τα διάφορα τμήματα ενός έργου «προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού εφόσον μετέχουν, καθεαυτά, στην πρωτότυπη δημιουργία όλου του έργου» και «περιλαμβάνουν ορισμένα από τα στοιχεία που αποτελούν την έκφραση της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του έργου αυτού».
Επιπρόσθετα, το Δ.Ε.Ε. επεσήμανε πως το άρθρο 2 της Οδηγίας δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά, υποδεικνύοντας ότι, ακόμα και μικρά αποσπάσματα έργων, όπως ορισμένες μεμονωμένες φράσεις, ή ορισμένα τμήματα φράσεων του οικείου κειμένου, (άρθρων εφημερίδων κ.λπ.), που έχουν τη δυνατότητα να μεταδώσουν στον αναγνώστη την πρωτοτυπία ενός δημοσιεύματος, τίθενται υπό την προστατευτική ασπίδα του άρθρου 2 της Οδηγίας. Ως αποτέλεσμα, κατέληξε ότι: «Η πράξη εκτυπώσεως αποσπάσματος αποτελούμενου από ένδεκα λέξεις, που πραγματοποιείται κατά τη μέθοδο συλλογής δεδομένων, η οποία συνίσταται στη σάρωση και τη μετατροπή τους σε ψηφιακό αρχείο, ακολουθούμενη από ψηφιακή επεξεργασία της αναπαραγωγής, αποθήκευση μέρους της αναπαραγωγής αυτής και εκτυπώσεώς της, δεν πληροί την προϋπόθεση περί του μεταβατικού χαρακτήρα του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, ..., και, επομένως, η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη συγκατάθεση των οικείων δικαιούχων των δικαιωμάτων του δημιουργού».
Υπό το φως των πιο πάνω, διαπιστώνεται, εν κατακλείδι, ότι η υπό αναφορά αποδελτίωση, με τον τρόπο και υπό τις περιστάσεις που θα διενεργείτο στην παρούσα υπόθεση, συνιστούσε, αφενός, αποθήκευση στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή αποσπασμάτων ή ολοκλήρων των έργων, ήτοι αναπαραγωγή έργου υποκειμένου στην προστασία του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, και, αφετέρου, επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνεπώς, δε διαπιστώνεται αυτή να σχετιζόταν με πράξη αφορώσα τα δικαιώματα έκφρασης και πληροφόρησης, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα. Δεν έχει αποδειχθεί, εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση με τις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η εφεσείουσα, τυχόν άμεσος επηρεασμός του δικαιώματος πληροφόρησης του κοινού από τον τεθέντα όρο της κατοχής άδειας εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος όρος κρίνεται νόμιμος και ουσιώδους φύσεως, προς τον οποίον η εφεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε. Επομένως, ορθά το εκδικάσαν Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή στερείτο εννόμου συμφέροντος προσβολής της κατακύρωσης του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ
[1] Αφορούσε προηγούμενη υπόθεση, στην οποία η εφεσείουσα είχε λάβει μέρος σε παρόμοιο μειοδοτικό διαγωνισμό.
[2] Προφανώς εννοεί «αιτιολογικό».