ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Αλεξία Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες. Χρίστος Βωνιάτης για Στέλιος Ιερωνυμίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-06-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΞΗΡΟΤΥΡΗ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 74/2014, 10/6/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:C191

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 74/2014

 

10 Ioυνίου, 2020

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                                Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η αίτηση,

 

-         ΚΑΙ  -

 

χχχ ΞΗΡΟΤΥΡΗ,

                   Εφεσιβλήτου/Αιτητή.

------------------------

Αλεξία Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Χρίστος Βωνιάτης για Στέλιος Ιερωνυμίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσίβλητος, Αντιστράτηγος εν αποστρατεία,  πρόσβαλε με επιτυχία πρωτοδίκως την νομιμότητα της απόφασης των εφεσειόντων να μην του αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο χρόνος υπηρεσίας του στον Ελληνικό Στρατό.  Η διχογνωμία των διαδίκων έχει στο επίκεντρο το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς στην περίπτωση του.

 

Ο εφεσίβλητος υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό όταν στις 14.3.1989 προσελήφθη με σύμβαση στο Στρατό της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου, στις 9.5.1990 διορίστηκε στη μόνιμη θέση Ταγματάρχη και ακολούθως, ανελίχθηκε ιεραρχικά μέχρι τις ανώτατες βαθμίδες.  Κατά την αφυπηρέτησή του, την 1.6.2010, κατείχε τη θέση του Υποστρατήγου.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 20.10.1995 προς το ΓΕΕΦ/ΔΤΘ, ο εφεσίβλητος ζήτησε  όπως του αναγνωρισθεί ως συντάξιμη η βεβαιωμένη υπηρεσία του στον Ελληνικό Στρατό των δεκαέξι ετών, τριών μηνών και δεκατριών ημερών,  με βάση διακρατική σύμβαση μεταξύ της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, για τη συνταξιοδότηση των κρατικών υπαλλήλων. Το αίτημα διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού το οποίο, με επιστολή του Διευθυντή του ημερομηνίας 14.12.1995, πληροφόρησε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας ότι «η όλη φιλοσοφία» της Σύμβασης ήταν ο επιμερισμός, μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων χωρών, της δαπάνης για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των δικαιούχων που βρίσκονταν στην υπηρεσία κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της Σύμβασης (1.6.1995) ή αποχώρησαν από την υπηρεσία από την 1.1.1993 και ότι «κάθε χώρα θα καταβάλλει στους δικαιούχους τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που δικαιούνται για τα έτη υπηρεσίας τους στη χώρα αυτή». Υποδεικνυόταν, περαιτέρω, ότι ο εφεσίβλητος θα έπρεπε, όταν αφυπηρετούσε, να υποβάλει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στις Ελληνικές Υπηρεσίες καθώς και αντίγραφο της πράξης συνταξιοδότησής του από την Κύπρο, για να του καταβληθούν από το Ελληνικό Δημόσιο τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που του αναλογούσαν για την υπηρεσία του στην Ελλάδα.

 

Μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο εφεσίβλητος, τον Μάιο 2006, υπέβαλε εκ νέου το αίτημα του στο Υπουργείο Άμυνας το οποίο το προώθησε, με τη σειρά του, στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.  Με επιστολή του ημερομηνίας 8.6.2006, ο Διευθυντής του Τμήματος απάντησε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση των δεδομένων και ότι ίσχυαν οι απόψεις του Τμήματος όπως αυτές εκφράστηκαν στην επιστολή του ημερομηνίας 14.12.1995.

 

Ως έχει αναφερθεί, ο εφεσίβλητος αφυπηρέτησε από το Στρατό της Δημοκρατίας την 1.6.2010, λόγω ορίου ηλικίας, και του καταβλήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα υπολογισμένα από το Γενικό Λογιστήριο σύμφωνα με την πραγματική του υπηρεσία στον Κυπριακό Στρατό, ήτοι για 255 μήνες συντάξιμης υπηρεσίας για την περίοδο από 14.8.1989 μέχρι 31.5.2010.  Η απόφαση αυτή, η οποία ήταν η προσβαλλόμενη πρωτοδίκως, κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 29.6.2010.

 

Αποδεχόμενο τη σχετική θέση του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο  έκρινε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής του αιτήματος του για επανεξέταση - υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου - και έκδοσης της επίδικης απόφασης, ήταν σε ισχύ οι κοινοτικές αρχές που απαγορεύουν άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών και διακινούμενων υπηκόων άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και ο Κανονισμός ΕΚ883/2004, που αφορά στον συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικών Ασφαλίσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Συνεπώς, η διοίκηση όφειλε στα πλαίσια της δέουσας έρευνας, να εξετάσει την περίπτωση του εφεσίβλητου κάτω από τις «υπερνομοθετικές αρχές» του κοινοτικού δικαίου και να διερευνούσε το ενδεχόμενο αυτή  να ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής οποιουδήποτε σχετικού κοινοτικού Κανονισμού. Κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο  Κανονισμός (ΕΚ)883/2004 ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και υπολογισμού της σύνταξής του και ετύγχανε εφαρμογής  ratione temporis.  Η δε αναφορά του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού στο διοικητικό φάκελο ότι «τα δεδομένα που αφορούν την περίπτωση δεν έχουν διαφοροποιηθεί», δεν επέτρεπε τον δικαστικό έλεγχο.  Υπό το φως των διαπιστώσεων του το Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας και συνακόλουθη νομική και πραγματική πλάνη.

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται σε όλη της την έκταση με τέσσερεις λόγους έφεσης.  Οι λόγοι 1, 3 και 4, οι οποίοι αφορούν ουσιαστικά στα ζητήματα του εφαρμοστέου δικαίου, της δέουσας έρευνας και του ενδεχόμενου πλάνης, μπορούν να εξεταστούν μαζί.

 

Προσβάλλοντας ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής του αιτήματος επανεξέτασης και έκδοσης της επίδικης απόφασης ετύγχανε εφαρμογής η κοινοτική νομοθεσία, ως ανωτέρω, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι ο ουσιώδης χρόνος σε σχέση με το αίτημα του εφεσίβλητου ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός διακινήθηκε ως εργαζόμενος στην Κυπριακή Δημοκρατία, ήτοι κατά την 14.3.1989, και όχι ο χρόνος υποβολής της αίτησης του για επανεξέταση. Το ερώτημα, κατά τους εφεσείοντες, δεν είναι πότε o εφεσίβλητος άσκησε το δικαίωμα του ελεύθερης διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αν το άσκησε ποτέ, επαναλαμβάνοντας επ' αυτού τη θέση που προώθησαν πρωτοδίκως, ότι πριν την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004, η διακίνηση μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν διακίνηση/κυκλοφορία εντός της Ένωσης, ώστε να εφαρμόζεται το σχετικό πρωτογενές και παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν κράτος μέλος.  Ο εφεσίβλητος, καθ' όλο τον ουσιώδη χρόνο, μέχρι και την έκδοση της επίδικης απόφασης, κατοικούσε και εργαζόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν μετακινήθηκε προς οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ασκώντας το δικαίωμα του για ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Ένωσης.  Συνεπώς, δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωσή του, η οποία ήταν «καθαρά εσωτερική» σε ένα κράτος μέλος, το κοινοτικό δίκαιο, και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παρεισέφρησε πλάνη στην απόφαση της διοίκησης είναι εσφαλμένη.

 

Προσεγγίζοντας το θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Σημασία έχει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που ο αιτητής υπέβαλε το αίτημα επανεξέτασης από (sic) το πρίσμα του κοινοτικού Δικαίου και εκδόθηκε η επίδικη απόφαση (2006 και 2010 αντίστοιχα), οι κοινοτικές αρχές που απαγορεύουν άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών και διακινούμενων υπηκόων άλλων κρατών/μελών καθώς και οι σχετικοί κοινοτικοί κανονισμοί ήταν σε εφαρμογή.»

 

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν.158(Ι)/99)  ως έχει τροποποιηθεί:

 

«9. Όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης. Όταν η διοίκηση, έπειτα από πάροδο εύλογου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου.»

 

 

Ο εφεσίβλητος, με το αίτημα που υπεβλήθη τον Μάιο 2006 προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ζητούσε εκ νέου τις απόψεις του Τμήματος «λαμβανομένης υπόψη τυχόν διαφοροποίησης των δεδομένων, ενόψει της ένταξης μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».  Όταν αυτό υπεβλήθη, βρισκόταν σε ισχύ, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο,  ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης («ο Κανονισμός»), στον οποίο ο εφεσίβλητος έκανε ιδιαίτερη αναφορά.  Το άρθρο 8(1) αυτού ορίζει:

 

«1. Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά οιαδήποτε σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας που εφαρμόζεται μεταξύ των κρατών μελών η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του. Ωστόσο, εξακολουθούν να ισχύουν ορισμένες διατάξεις συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας που έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, εφόσον είναι ευνοϊκότερες για τους δικαιούχους ή είναι αποτέλεσμα ειδικών ιστορικών συγκυριών και έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ. Προκειμένου να εξακολουθήσουν να ισχύουν οι εν λόγω διατάξεις, πρέπει να συμπεριληφθούν στο παράρτημα ΙΙ. Εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι που καθιστούν αδύνατη την επέκταση ορισμένων από αυτές τις διατάξεις σε όλα τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, τούτο πρέπει να διευκρινίζεται».

 

Παρατηρούμε ότι στο παράρτημα ΙΙ του εν λόγω Κανονισμού, δεν περιλαμβάνονται, ως παραμένουσες σε ισχύ, οποιεσδήποτε διατάξεις της διμερούς σύμβασης για τη συνταξιοδότηση κρατικών υπαλλήλων των Δημοκρατιών της Κύπρου και της Ελλάδας, στην οποία στηριζόταν το αιτιολογικό της πρώτης απορριπτικής απόφασης της διοίκησης ημερομηνίας 14.12.1995.

 

 

Το στοιχείο της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λοιπόν, το οποίο έθεσε ο εφεσίβλητος ενώπιον της διοίκησης με την επαναφορά του αιτήματός του, ήταν σημαντικό και δικαιολογούσε τη διενέργεια νέας έρευνας από τη διοίκηση και τη λήψη απόφασης λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών διατάξεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.  Αντί αυτού, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού επέμεινε με την επιστολή ημερομηνίας 8.6.2006  προς το Υπουργείο Άμυνας ότι «τα δεδομένα που αφορούν την περίπτωση δεν έχουν διαφοροποιηθεί», ως έχει αναφερθεί.

 

Ακολουθώντας τα βήματα της Ελληνικής νομολογίας, η κυπριακή νομολογία επιτάσσει ότι αν ο αιτητής θέσει στη διοίκηση ουσιώδη στοιχεία, τα οποία καθιστούν επιβεβλημένη τη διεξαγωγή νέας έρευνας, η διοίκηση οφείλει να διεξάγει τη δέουσα έρευνα.  Σε περίπτωση που δεν το πράξει, η απόφαση της καθίσταται τρωτή (χχχ Ταλιώτης ν Δήμου Λεμεσού, Αναθεωρητική Έφεση Αρ.188/2010, ημερ. 21.12.2015).  Σύμφωνα δε με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελίδα 241: «Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν».  Τα «νεωστί προκύπτοντα» στοιχεία δεν εμποδίζουν, βέβαια, τη διοίκηση, από του να καταλήξει στην έκδοση ταυτόσημης, με την αρχική, πράξης.  

 

Εν προκειμένω, η παράλειψη της διοίκησης να εξετάσει και να αξιολογήσει τα σχετιζόμενα με την υπόθεση νέα στοιχεία που έθεσε ο εφεσίβλητος ενώπιον της, καθιστούσε την εκκαλούμενη απόφαση πλημμελή λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, με συνεπακόλουθο να μην μπορεί να αποκλειστεί η εμφιλοχώρηση πλάνης στη λήψη της.  Τα επιχειρήματα και οι ισχυρισμοί που ανάπτυξε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με το θέμα της εφαρμογής προνοιών της ευρωπαϊκής νομοθεσίας δεν μπορούν να αναπληρώσουν το κενό της έλλειψης δέουσας έρευνας και να παράσχουν έρεισμα στην απόφαση της διοίκησης (JMC Polytrade ν Δημοκρατίας (1992) 3 AAΔ 294, Αχιλλέως ν ΕΔΥ (1992) 3 ΑΑΔ 565 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.  Ενόψει της κατάληξής μας, δεν θα εξετάσουμε το 2ο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου της θέσης των εφεσειόντων, ότι η αναγνώριση και προσμέτρηση προϋπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος για σκοπούς αρχαιότητας, μισθολογικής κατάταξης και σύνταξης, εξαρτάται από το κατά πόσο ασκήθηκε δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης.  Αυτό για να μην επηρεαστεί τυχόν επανεξέταση του αιτήματος του εφεσίβλητου από τη διοίκηση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσιβλήτου. 

 

 

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο