ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C180
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 24/14
3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
M.C.A. HOTELS LTD
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ/ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΕΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------------
Γ. Αμπίζας, για την Εφεσείουσα
Κ. Σταυρινός για Γ.Ε., για την Εφεσίβλητη:
-------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Παρπαρίνος, Δ. Οι Εφεσείοντες ενεγράφησαν στο Μητρώο Φ.Π.Α. στις 1.8.1998 με αντικείμενο δραστηριότητας τη διαχείριση αριθμού ξενοδοχείων και Τουριστικών διαμερισμάτων ευρισκομένων στην Λάρνακα και Αγία Νάπα.
Κατόπιν ελέγχου της επιχείρησης τους από Λειτουργούς του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α., Λάρνακος για τις φορολογικές περιόδους 1.1.2000 μέχρι 31.12.2006, αποφασίστηκε η ακύρωση εγγραφής των Εφεσειόντων από το Μητρώο Φ.Π.Α. από 31.12.2006. Την ίδια μέρα τερματίστηκαν και οι δραστηριότητές τους. Γνωστοποιήθηκε η πιο πάνω απόφαση με επιστολή της Εφόρου Φ.Π.Α. ημερ. 13.6.2008. Με την επιστολή αυτή όπως και με τη νεότερη ημερ. 24.6.2008 κάλεσαν τους Εφεσείοντες όπως κατά την υποβολή της τελικής φορολογικής τους δήλωσης να αποδώσουν τον φόρο εκροών που αναλογεί στα περιουσιακά στοιχεία που παρέμειναν στην κατοχή τους κατά την ημερομηνία της διαγραφής τους από το Μητρώο Φ.Π.Α.
Οι Εφεσείοντες υπέβαλαν φορολογική δήλωση, ως αποτέλεσμα, με μηδενικά ποσά. Ενόψει αυτού αλλά και των στοιχείων που προέκυψαν από τον προηγηθέντα έλεγχο, ότι σύμφωνα με τις οικονομικές τους καταστάσεις είχαν περιουσιακά στοιχεία καθαρής λογιστικής αξίας £184.008 κρίθηκε η φορολογική τους δήλωση που κάλυψε την περίοδο 1.10.2006 - 31.12.2006 ως ελλιπής και/ή ανακριβής. Η Έφορος, ως αποτέλεσμα, προέβη σε Βεβαίωση Φόρου, κατά την καλύτερη κρίση της, συμφώνως του Άρθρου 49(1) των Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2008. Με επιστολή της ημερ. 25.9.2008, ειδοποίησε τους Εφεσείοντες περί επιβολής φόρου σ' αυτούς ύψους €47.159,45. Ακολούθησε ένσταση των Εφεσειόντων ημερ. 24.11.2008. Με αυτήν προβάλλεται ότι η πραγματική αξία των πάγιων περιουσιακών στοιχείων που περιλήφθηκαν στον Ισολογισμό της 31.12.2006 είναι μηδενική και παράλληλα υποστηρίζουν πως δεν οφείλουν να αποδώσουν φόρο εκροών για στοιχεία του παγίου ενεργητικού για τα οποία δεν διεκδικήθηκε φόρος εισροών ή για υπηρεσίες σε σχέση με συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία πριν την 1.2.2002, για την οποία η σχετική νομοθεσία δεν τους παρείχε το δικαίωμα διεκδίκησης φόρου εισροών.
Η Έφορος Φ.Π.Α., υιοθέτησε υπηρεσιακή εισήγηση για μερική αποδοχή της ένστασης και μείωση της επιβληθείσας Βεβαίωσης Φόρου από €47.159,45 σε €34.865,45. Γνωστοποιήθηκε αυτό στους Εφεσείοντες με σχετική επιστολή η οποία ανέφερε:
"Αναφέρομαι στην ένσταση που υποβάλατε στις 24 Νοεμβρίου 2008 με βάση το άρθρο 51Α των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 2000 μέχρι 2009, για την προς εσάς εκδοθείσα στις 25 Σεπτεμβρίου 2008 βεβαίωση φόρου ύψους €47.159,45 και αφού μελέτησα τα διάφορα σημεία της ένστασης σας, με την παρούσα επιστολή σας γνωστοποιώ την απόφασή μου.
2. Δεν αποδέχομαι τις αναθεωρημένες Οικονομικές Καταστάσεις της εταιρείας σας για το οικονομικό έτος που έληξε στις 31/12/2006, σύμφωνα με τις οποίες ο πάγιος εξοπλισμός της εταιρείας είχε μηδενική αξία, γιατί δεν προσκομίσατε αποδεικτικά στοιχεία που να εξηγούν την διαφορά τους από τις αντίστοιχες αρχικές Οικονομικές Καταστάσεις για το ίδιο οικονομικό έτος, σύμφωνα με τις οποίες η καθαρή λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σας ήταν ύψους £184.008.
3. Αποδέχομαι ότι τα στοιχεία πάγιου εξοπλισμού αξίας £38.258 που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία «υαλικά, ρουχισμός και σκεύη κουζίνας», ως εκ της φύσεως τους, όντως είχαν μηδενική αξία κατά τον τερματισμό των δραστηριοτήτων της εταιρείας σας. Επίσης αποδέχομαι την θέση σας ότι τα τιμολόγια φόρου εισροών συνολικής αξίας £9.711 κατά την 31/12/2006 για τα οποία είτε δεν διεκδικήθηκε φόρος εισροών εκ μέρους σας, είτε αυτά βεβαιώθηκαν κατά την βεβαίωση ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2008 και νοουμένου ότι αυτά συμπεριλαμβάνονται στον πάγιο εξοπλισμό, δεν θα έπρεπε να βεβαιωθούν κατά την βεβαίωση ημερομηνίας 25 Σεπτεμβρίου 2009. Επομένως η καθαρή λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία είχατε υποχρέωση να αποδώσετε φόρο εκροών κατά τον τερματισμό της εγγραφής σας στο Μητρώο ΦΠΑ ήταν £136.039 και όχι £184.008.
4. Με βάση τα πιο πάνω, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχονται από το άρθρο 51Α των περί Φ.Π.Α. Νόμων 95(Ι) του 2009, με την παρούσα επιστολή αποδέχομαι μερικώς την ένστασή σας και σας πληροφορώ ότι η βεβαίωση φόρου μειώνεται από €47.159,45 σε €34.865,45 ...»
Αίτηση ακυρώσεως που ακολούθησε απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι κρίθηκε ότι "η επίδικη βεβαίωση φόρου βασίστηκε στην αξία που οι ίδιοι οι Αιτητές απέδωσαν στα περιουσιακά τους στοιχεία μέσα από τις οικονομικές τους καταστάσεις που έληγαν στις 31.12.2006". Επίσης δεν αποδέχτηκε την θέση των Εφεσειόντων ότι "άλλο η πραγματική αξία και άλλο η λογιστική αξία". Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση:
"Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί του όρου «αξία» (value), καθώς και διάφορες μέθοδοι μέτρησης της. Η «λογιστική αξία» ως το ποσό στο οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται, μετά την αφαίρεση οποιωνδήθποτε σωρευμένων αποσβέσεων και σωρευμένων ζημιών απομείωσης, σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό του όρου στο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 16, δεν μπορεί να είναι εξωπραγματική. Περαιτέρω, παρόλο που στην παράγραφο 4(2) του Τέταρτου Παραρτήματος των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 95(1)/2000 μέχρι 2009 δεν γίνεται ρητή αναφορά σε «λογιστική αξία», υπό τις περιστάσεις αυτή είναι ουσιαστικά η αξία που αντικατοπτρίζει τη χρηματική αντιπαροχή που θα ήταν πληρωτέα από τους αιτητές, αν επρόκειτο κατά το χρόνο της ακύρωσης της εγγραφής τους από το Μητρώο ΦΠΑ να αγοράσουν αγαθά όμοια ή πανομοιότυπα και της ίδιας ηλικίας και κατάστασης με τα παραδοθέντα.
Επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας από την Έφορο Φ.Π.Α. όπως και τον λόγο ακυρώσεως ότι η απόφασή της δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
Οι Εφεσείοντες θεωρούν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη και την προσβάλλουν με 5 λόγους έφεσης. Ειδικότερα προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου συμπεριλαμβανομένων των Παραρτημάτων του, όταν δεν έστρεψε την προσοχή του στην απαίτηση του Νόμου για λήψη της πραγματικής και όχι της λογιστικής αξίας (1ος λόγος). Επίσης έσφαλε όταν έκρινε ότι η απαιτούμενη από το νόμο "αξία" ισοδυναμούσε με την αναφερόμενη στις οικονομικές καταστάσεις, λογιστική αξία, απορρίπτοντας την εισήγηση ότι "άλλο η πραγματική αξία και άλλο η λογιστική αξία" (2ος λόγος). Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ερμηνεία του Δικαστηρίου της παραγρ. 4 του Τέταρτου Παραρτήματος του Νόμου και των απαιτούμενων προϋποθέσεων και τρόπου για τον προσδιορισμό της αξίας της παράδοσης των περιουσιακών στοιχείων και την κατ' επέκταση βεβαίωση φορολογίας. Με τους λόγους έφεσης 4 και 5 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι έγινε εκ μέρους της Εφόρου ενδελεχής έρευνα και εξέταση της υπόθεσης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Εφόρου είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη και ότι η αιτιολογία της συμπληρώνεται με επάρκεια από τα στοιχεία του Διοικητικού φακέλου.
Στην ενώπιον μας συζήτηση της Εφέσεως το μεγαλύτερο μέρος αναλώθηκε στην ερμηνεία του Άρθρου 6 (1) του Δεύτερου Παραρτήματος και άρθρο 4(2) του Τέταρτου Παραρτήματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος πρόβαλε ότι σε αυτά δεν αναφέρεται η "λογιστική αξία" αλλά χρησιμοποιείται λεπτομερής συλλογισμός προς προσδιορισμό της αξίας (πραγματικής ή αγοραίας) των περιουσιακών στοιχείων. Οι δύο αξίες διαφέρουν και σύμφωνα με τους Εφεσείοντες η πραγματική αξία των στοιχείων είναι μηδέν. Συνεπώς η Βεβαίωση Φόρου είναι εσφαλμένη όπως και η πρωτόδικη απόφαση.
Αντίθετα η ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Πάγια είναι η αρχή ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν ασκεί διοίκηση και δεν υποκαθιστά την κρίση του Διοικητικού Οργάνου με την δίκη του. Εφόσον διαπιστώνεται η παροχή από το Νόμο εξουσίας για επιβολή του φόρου, το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι αν η απόφαση της Εφόρου ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του δεν ήταν ως θέμα λογικής συνέπειας δυνατή (Βλέπε Βαρναβίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376)
Στην υπόθεση της Ολομέλειας Κυπριακή Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 λέχθηκαν:
"Ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία. (Kokos Athanasiou Motors Ltd n. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21) Βλ. επίσης Fine Art Developments plc v. Customs and Excise Commissioners (1966) 1 All E.R. 888)"
Στην παρούσα υπόθεση η Έφορος είχε στην κατοχή της την λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων όπως αυτή υπολογίστηκε από τους Εφεσείοντες στις οικονομικές καταστάσεις τους που έληξαν στις 31.12.2006. Με βάση δε αυτή προχώρησε στη Βεβαίωση Φόρου ημερ. 25.9.2008 σύμφωνα με την οποία βεβαιώθηκε το ποσό των €47.159,45 ως φόρος οφειλόμενος από τους Εφεσείοντες στην φορολογική περίοδο 1.10.2006-31.12.2006. Μετά την ένσταση των Εφεσειόντων ημερ. 24.11.2008, η Έφορος με επιστολή της ημερ. 23.2.2009 ζήτησε από τους Εφεσείοντες τα κάτωθι στοιχεία:
"(α) Αναλυτική κατάσταση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων ανά είδος τα οποία είχατε στην κατοχή σας κατά τις 31.12.2006 (όπως αυτά δηλώθηκαν στις οικονομικές καταστάσεις του 2006) στην οποία να αναφέρεται το έτος απόκτησης τους.
(β) Οποιαδήποτε άλλα επιπρόσθετα στοιχεία έχετε στην κατοχή σας, πέραν από εκείνα που υποβλήθηκαν μέχρι σήμερα, τα οποία να υποστηρίζουν την ένστασή σας."
Οι Εφεσείοντες απάντησαν με επιστολή τους ημερ 3.3.2009 και έθεσαν διάφορα στοιχεία και η Έφορος με επιστολή της ημερ. 16.11.2009 γνωστοποίησε των απόφαση της επί της ενστάσεως:
"Αναφέρομαι στην ένσταση που υποβάλατε στις 24 Νοεμβρίου 2008 με βάση το άρθρο 51Α των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 2000 μέχρι 2009, για την προς εσάς εκδοθείσα στις 25 Σεπτεμβρίου 2008 βεβαίωση φόρου ύψους €47.159,45 και αφού μελέτησα τα διάφορα σημεία της ένστασης σας, με την παρούσα επιστολή σας γνωστοποιώ την απόφασή μου.
2. Δεν αποδέχομαι τις αναθεωρημένες Οικονομικές Καταστάσεις της εταιρείας σας για το οικονομικό έτος που έληξε στις 31/12/2006, σύμφωνα με τις οποίες ο πάγιος εξοπλισμός της εταιρείας είχε μηδενική αξία, γιατί δεν προσκομίσατε αποδεικτικά στοιχεία που να εξηγούν την διαφορά τους από τις αντίστοιχες αρχικές Οικονομικές Καταστάσεις για το ίδιο οικονομικό έτος, σύμφωνα με τις οποίες η καθαρή λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σας ήταν ύψους £184.008.
3. Αποδέχομαι ότι τα στοιχεία πάγιου εξοπλισμού αξίας £38.258 που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία «υαλικά, ρουχισμός και σκεύη κουζίνας», ως εκ της φύσεως τους, όντως είχαν μηδενική αξία κατά τον τερματισμό των δραστηριοτήτων της εταιρείας σας. Επίσης αποδέχομαι την θέση σας ότι τα τιμολόγια φόρου εισροών συνολικής αξίας £9.711 κατά την 31/12/2006 για τα οποία είτε δεν διεκδικήθηκε φόρος εισροών εκ μέρους σας, είτε αυτά βεβαιώθηκαν κατά την βεβαίωση ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2008 και νοουμένου ότι αυτά συμπεριλαμβάνονται στον πάγιο εξοπλισμό, δεν θα έπρεπε να βεβαιωθούν κατά την βεβαίωση ημερομηνίας 25 Σεπτεμβρίου 2009. Επομένως η καθαρή λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία είχατε υποχρέωση να αποδώσετε φόρο εκροών κατά τον τερματισμό της εγγραφής σας στο Μητρώο ΦΠΑ ήταν £136.039 και όχι £184.008.
4. Με βάση τα πιο πάνω, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχονται από το άρθρο 51Α των περί Φ.Π.Α. Νόμων 95(Ι) του 2009, με την παρούσα επιστολή αποδέχομαι μερικώς την ένστασή σας και σας πληροφορώ ότι η βεβαίωση φόρου μειώνεται από €47.159,45 σε €34.865,45 ...»
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Συναφώς το θέμα όπως εξηγείται στην απόφαση της Εφόρου ημερ. 16.11.2009, δεν είναι η ερμηνεία του άρθρου 6(1) του Δεύτερου Παραρτήματος και του Άρθρου 4 του Τέταρτου Παραστήματος του Ν.95(Ι)/2000 όπως έχει τροποποιηθεί αλλά διότι οι Εφεσείοντες δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία που να εξηγούν τη διαφορά των Αναθεωρημένων Οικονομικών Καταστάσεων για το οικονομικό έτος που έληγε στις 31.12.2006 στις οποίες παρουσιάζετο ότι ο πάγιος εξοπλισμός είχε μηδενική αξία ενώ οι αντίστοιχες αρχικές οικονομικές καταστάσεις για το ίδιο οικονομικό έτος κατεδείκνυαν καθαρή λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας των Εφεσειόντων ότι ήταν ύψους €184.008. Αυτό δεν προσεβλήθη πρωτοδίκως με την αίτηση ακυρώσεως. Αντίθετα για όσα στοιχεία πάγιου εξοπλισμού δόθηκαν αποδεικτικά στοιχεία και ήταν ύψους €38.258 και τιμολόγια που δόθησαν και αφορούσαν φόρο εισροών συνολικής αξίας €9.711 κατά την 31.12.2006 για την οποία δεν διεκδικήθηκε φόρος εισροών η Έφορος αποδέχτηκε μέρος των Αναθεωρημένων Οικονομικών Καταστάσεων. Αποτέλεσμα ήταν η καθαρή λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων, για τα οποία οι Εφεσείοντες είχαν πλέον υποχρέωση να αποδώσουν φόρο εκροών κατά τον τερματισμό της εγγραφής τους στο Μητρώο Φ.Π.Α, να υποβιβαστεί σε £136.037 από £184.008.
Η αίτηση ακυρώσεως ήτο συνεπώς πρωτοδίκως απορριπτέα ενόψει του ότι δεν υπεβλήθη σχετικός λόγος ακυρώσεως. Απόρροια αυτού είναι και η απόρριψη της έφεσης. Δεν είναι δυνατή η κατ' έφεση εξέταση θέματος το οποίο δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως διοικητική πράξη ημερ. 16.11.2009.
Η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/γκ