ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C174
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 154/2013
1 Ιουνίου, 2020
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ]
xxx ΒΟΝΤΑ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση.
------------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Ριάνα Παριουρτίδη (κα) για ΑΝΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΙ Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη προσφυγή της εφεσείουσας. Με την προσφυγή ζητείτο η ακύρωση της απόφασης του εφεσίβλητου, Πανεπιστήμιο Κύπρου (στο εξής «το Πανεπιστήμιο»), ημερομηνίας 4.1.2011 με την οποία πληροφορείτο η εφεσείουσα ότι δεν δικαιούται σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα, παρά το διορισμό της στη συντάξιμη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, επειδή δεν υπηρέτησε στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, λόγω απουσίας της με άδεια άνευ απολαβών, από το διορισμό της στη θέση αυτή μέχρι και την αφυπηρέτηση της.
Τα γεγονότα μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:
Η εφεσείουσα διορίστηκε ως λέκτορας στο Πανεπιστήμιο δυνάμει σύμβασης ημερομηνίας 23.8.1993, για την περίοδο 1.9.1993 μέχρι 31.8.1996, διορισμός ο οποίος ανανεώθηκε με δύο διαδοχικές συμφωνίες των μερών μέχρι 31.8.1999.
Πριν τη λήξη της σύμβασης το Πανεπιστήμιο πρόσφερε στην εφεσείουσα και αυτή αποδέχτηκε, διορισμό στη θέση Επίκουρης Καθηγήτριας στο Τμήμα Μαθηματικών και Στατιστικής από 1.7.1999 με σύμβαση τριετούς διάρκειας, η οποία έληγε στις 30.6.2002. Πριν από τη λήξη της, όμως, το Πανεπιστήμιο πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι η εργοδότησή της θα συνεχιζόταν μέχρι και τις 6.4.2005, ακολούθως θα ενεργοποιείτο η διαδικασία αξιολόγησης της για να αποφασιστεί η συνέχιση ή μη της απασχόλησής της ή η ανέλιξη της στη βαθμίδα της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας. Μετά τη λήξη της συμφωνίας, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου αποφάσισε την μη ανέλιξη της εφεσείουσας στη θέση αυτή και την ανανέωση της σύμβασης απασχόλησης της στη θέση Επίκουρης Καθηγήτριας. Κατόπιν δε αιτημάτων της εφεσείουσας, τα οποία εγκρίθηκαν από την Σύγκλητο και την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου («η Επιτροπή»), της παραχωρήθηκε άδεια άνευ απολαβών για το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 και για την περίοδο από 1.7.2008 μέχρι 30.6.2009 αντίστοιχα, για οικογενειακούς λόγους.
Κατά την 76η συνεδρία της, στις 20.6.2008, η Επιτροπή αποφάσισε την ανέλιξη της εφεσείουσας στη βαθμίδα της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας από 1.7.2008, επικυρώνοντας σχετική απόφαση της Συγκλήτου. Παράλληλα αποφασίστηκε η μισθολογική τοποθέτηση της, από την ίδια ημερομηνία, μεταξύ της 4ης και 5ης βαθμίδας της κλίμακας Α15, και από 1.6.2010 στην 5η βαθμίδα της κλίμακας. Η εφεσείουσα αποδέχτηκε την προσφορά διορισμού της, πληροφόρησε δε το Πανεπιστήμιο ότι θα συνέχιζε να βρίσκεται σε άδεια απουσίας άνευ απολαβών μέχρι τις 30.6.2009. Με τη λήξη της άδειας απουσίας που της είχε παραχωρηθεί, η εφεσείουσα δεν επέστρεψε στα καθήκοντα της, ενώ με επιστολή της ημερομηνίας 1.7.2009 υπέβαλε αίτημα πρόωρης αφυπηρέτησης. Η Επιτροπή ενέκρινε το αίτημα με ισχύ από 1.7.2009.
Ακολούθως, στη συνεδρία της ημερομηνίας 23.3.2010, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων της εφεσείουσας υπό το φως σημειώματος του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού, σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα δεν είχε αφυπηρετήσει από συντάξιμη θέση. Και αυτό γιατί από την ημερομηνία του διορισμού της στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας μέχρι την αφυπηρέτησή της δεν είχε υπηρετήσει στη θέση αυτή, βρισκόμενη με άδεια άνευ απολαβών και δεν είχε υπηρετήσει σε αυτή. Η εφεσείουσα δικαιούτο, επομένως, μόνο εφάπαξ ποσό. Η Επιτροπή, αφού ζήτησε και έλαβε υπόψη γνωμάτευση των νομικών της συμβούλων, ότι με την αποδοχή του αιτήματος της εφεσείουσας για πρόωρη αφυπηρέτηση, αυτή έπαυσε στις 6.7.2010 να είναι μέλος του Ακαδημαϊκού Προσωπικού χωρίς δυνατότητα επανόδου της, στη συνεδρία της ημερομηνίας 20.4.2010 αποφάσισε «όπως υιοθετηθούν οι πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου και οι Κανονισμοί Συνταξιοδότησης Ακαδημαϊκού Προσωπικού».
Η εφεσείουσα, με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 26.5.2010 προς τον Πρόεδρο και Μέλη του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, ζήτησε την εξέταση του όλου θέματος των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων ισχυριζόμενη ότι η μη πλήρης και ορθή καταβολή των δημόσιων ωφελημάτων της εκτός από ενέργεια αντίθετη στην καλή πίστη, ήταν και πράξη παράνομη που έπληττε το νόμιμο δημόσιο δικαίωμα.
Ακολούθως, με επιστολή της ημερομηνίας 18.7.2010 προς το Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών του Πανεπιστημίου, η εφεσείουσα ζήτησε ενημέρωση αναφορικά με ποσό ύψους €72.952,71 που είχε κατατεθεί στο λογαριασμό της και κατά πόσο αυτό σχετιζόταν με την πρόωρη αφυπηρέτηση της. Απαντώντας με επιστολή του ημερομηνίας 23.8.2010, ο Διευθυντής ενημέρωσε την εφεσείουσα ότι επρόκειτο για φιλοδώρημα που της παραχωρήθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 81/91) και αντιστοιχούσε στο ένα δωδέκατο των τελευταίων μηνιαίων απολαβών της για κάθε μήνα υπηρεσίας της στο Πανεπιστήμιο.
Με νέα επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 30.9.2010 προς το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ενώ «κατέβαλε όλα τα νόμιμα δικαιώματα και τις εισφορές της και αποπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της τόσο προς το Πανεπιστήμιο, όσο και προς το Κράτος, εντούτοις το Πανεπιστήμιο δεν της έχει καταβάλει έως τώρα τη σύνταξη που νόμιμα δικαιούται». Περαιτέρω, στις 9.12.2010, υπέβαλε παράπονο,μέσω του δικηγόρου της, στην Επίτροπο Διοικήσεως σε σχέση με την άρνηση του Πανεπιστημίου να της καταβάλει τη σύνταξη που, κατά την ίδια, νόμιμα δικαιούται.
Η Επιτροπή στη συνεδρία της που έλαβε χώρα στις 11.12.2010, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, όπως παραμείνει στην απόφαση να καταβληθεί στην εφεσείουσα «μόνο φιλοδώρημα», και να της ζητηθεί όπως καταβάλει στο Πανεπιστήμιο συγκεκριμένο ποσό - εισφορές από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων - που της είχε επιστραφεί όταν διορίστηκε στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, καθότι της είχε καταβληθεί αχρεωστήτως. Ακολούθως, κοινοποιήθηκε η επίδικη απόφαση στο δικηγόρο της εφεσείουσας, με επιστολή του Πανεπιστημίου ημερομηνίας 4.1.2011 με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Αναφέρομαι στις επιστολές σας ημερομηνίας 26/05/2010 και 30/09/2010 με τις οποίες επαναφέρετε το ζήτημα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων της κας xxx Βόντα.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει την άποψη ότι η πελάτισσά σας δεν δικαιούται σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα, αφού παρά το γεγονός ότι διορίστηκε σε συντάξιμη θέση, ήτοι στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, εντούτοις δεν υπηρέτησε ούτε και μία ημέρα στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, λόγω του γεγονότος ότι από τον διορισμό της στη θέση αυτή μέχρι και την αφυπηρέτησή της απουσίαζε με άδεια άνευ απολαβών.
Συνεπεία της πιο πάνω απόφασής του, το Πανεπιστήμιο Κύπρου κατέβαλε στην πελάτισσά σας δυνάμει του Κανόνα 5 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 81/91) φιλοδώρημα ύψους €72.952,71.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου μελέτησε τις επιστολές σας και έκρινε ότι δεν υποβλήθηκε οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να δικαιολογεί αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασής του.»
Η εφεσείουσα, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης του Πανεπιστημίου, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο προβάλλοντας αριθμό λόγων για τους οποίους η επίδικη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί. Το δε Πανεπιστήμιο, πέραν των όσων αντιπαρέβαλε αναφορικά με την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη, ισχυρίστηκε ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη διότι καταχωρήθηκε μετά τη συνταγματική προθεσμία των 75 ημερών από την ημέρα που η εφεσείουσα έλαβε γνώση της απόφασης του να της καταβληθεί φιλοδώρημα δυνάμει του Κανονισμού 5 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991. Με τη δεύτερη προβλήθηκε ότι η απόφαση που προσβαλλόταν με την προσφυγή δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη βεβαιωτική της απόφασης του Πανεπιστημίου να καταβληθεί στην εφεσείουσα μόνο φιλοδώρημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη θέση του Πανεπιστημίου ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη, την απέρριψε, ως έχει αναφερθεί, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια αναμφιβόλως γνώριζε τουλάχιστον από τις 9.12.2010, όταν υπέβαλλε και το σχετικό παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, πως δεν επρόκειτο να της παραχωρηθούν οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα για υπηρεσία στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας. Γνώριζε ακόμα από τον Αύγουστο του 2010 ότι της είχε παραχωρηθεί μόνο το εφάπαξ φιλοδώρημα στη βάση του Κανονισμού 5 της Κ.Δ.Π. 81/91 καθώς και το ακριβές ποσό που της πιστώθηκε. Εάν πίστευε ότι υπήρχε οποιαδήποτε ασάφεια θα μπορούσε με την επίδειξη ελάχιστης επιμέλειας να διευκρινίσει το θέμα (Βλ. Γεωργίου v. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197). Άλλωστε όσα αναφέρει στο παράπονο της προς την Επίτροπο Διοίκησης ότι ο καθ΄ ου η αίτηση «αρνείται να της καταβάλει σύνταξη στην πιο πάνω βαθμίδα ως δικαιούται» ότι «η μη πλήρης και ορθή καταβολή των δημοσίων ωφελημάτων της πελάτισσας μου, εκτός από ενέργεια αντίθετη στην καλή πίστη, είναι και παράνομη διοικητική πράξη/παράλειψη που πλήττει νόμιμο δημόσιο δικαίωμα» είναι αποκαλυπτικά της πλήρους γνώσης της.»
Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι με βάση το σύνολο των δεδομένων, εσφαλμένα απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας ως εκπρόθεσμη και δεν προχώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη εξέταση των νομικών λόγων ακύρωσης που αυτή ήγειρε. Αυτό γιατί με τις επιστολές της ημερομηνίας 26.5.2010, 30.9.2010 και 9.12.2010 είχε διαμαρτυρηθεί για την παράλειψη του Πανεπιστημίου να της καταβάλει όλα όσα συνταξιοδοτικά ωφελήματα εδικαιούτο μετά την αφυπηρέτησή της από τη μόνιμη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, ζητώντας σεβασμό του περιουσιακού της δικαιώματος σε συνταξιοδότηση. Η διοίκηση, όμως, δεν εξέτασε το αίτημά της. Η επιστολή του Πανεπιστημίου ημερομηνίας 23.8.2010 περιείχε απλώς μια γενική και όχι πλήρη πληροφόρηση ότι της πιστώθηκε φιλοδώρημα, χωρίς αναφορά στο αίτημα της για συνταξιοδότηση λόγω μονιμοποίησης και με βάση τη διακρατική σύμβαση Ελλάδος - Κύπρου και το ευρωπαϊκό δίκαιο περί της εργασίας πολίτη σε άλλη χώρα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εφεσείουσα επικαλείται ως νέο στοιχείο τη γνωστοποίηση στην οποία προέβη για πρώτη φορά προς το Πανεπιστήμιο με την επιστολή της ημερομηνίας 26.5.2010, ότι λόγω του διορισμού της στη μόνη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας κατέβαλε στο Ταμείο Συντάξεων, αναδρομικά, ό,τι όφειλε για όλα τα χρόνια που είχε εργαστεί, όπως άλλωστε της είχε ζητηθεί να πράξει από το Πανεπιστήμιο. Το παράπονο της στην Επίτροπο Διοικήσεως υπεβλήθη ακριβώς λόγω της παράλειψης του Πανεπιστημίου να καταστήσει πλήρως γνωστή την απόφαση του, ενώ επανήλθε, λόγω μη ανταπόκρισης στο αίτημα της, με νέα επιστολή ημερομηνίας 30.9.2010, επικαλούμενη το Άρθρο 29 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ζητώντας την άμεση εξέταση του αιτήματός της και ικανοποίηση του δημόσιου δικαιώματος της. Το νέο αίτημα της εξετάστηκε για πρώτη φορά στη συνεδρία της Επιτροπής στις 11.12.2010 και απορρίφθηκε, ενώ η απορριπτική αυτή απόφαση της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή του Πανεπιστημίου ημερομηνίας 4.1.2011.
Στην αντίπερα πλευρά, οι εφεσίβλητοι, υπεραμυνόμενοι την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούνται ότι τα γεγονότα της υπόθεσης επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσφυγή της εφεσείουσας ήταν εκπρόθεσμη.
Η προθεσμία των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής, είναι επιτακτική και ανατρεπτική ως ζήτημα δημόσιας τάξης και ερμηνεύεται, κατά πάγια νομολογία, αυστηρά (βλ. Γανωματής ν Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 133). Όπου η διοικητική πράξη δεν δημοσιεύεται, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημέρα που ο προσφεύγων λαμβάνει πλήρη γνώση της πράξης. Πλήρης θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη (βλ. Δήμος Λεμεσού ν Νικολαΐδη (2005) 3 ΑΑΔ 591). Η γνώση μπορεί να τεκμαρθεί και από τη συμπεριφορά του διοικούμενου (βλ.Ploussiou v. Central Bank (1982) 3 CLR 230και Michaelidou-DemetriouvRepublic (1984) 3 CLR 888), ενώ η επάρκεια της κρίνεται αντικειμενικά κατά περίπτωση, στη βάση του συνόλου των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4 Α.Α.Δ. 1951).
Κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 3 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991, ΚΔΠ 81/91, ετήσια σύνταξη και εφάπαξ ποσό ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας παραχωρείται:
«Στο μόνιμο ακαδημαϊκό προσωπικό που θα έχει συμπληρώσει κατά την αφυπηρέτηση του υπηρεσία τριών ή περισσότερων ετών .».
Από την άλλη, φιλοδώρημα παραχωρείται κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 5:
«Στο μη μόνιμο ακαδημαϊκό προσωπικό . μετά την αποχώρησή του, .ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων απολαβών για κάθε μήνα υπηρεσίας, χωρίς να απαιτείται ελάχιστος χρόνος υπηρεσίας. Φιλοδώρημα υπολογιζόμενο με τον τρόπο αυτό χορηγείται και στο μόνιμο ακαδημαϊκό προσωπικό που έχει υπηρεσία κάτω από τρία χρόνια»
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναφορά στην επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας ημερομηνίας 26.5.2010, ότι το Πανεπιστήμιο «αρνείται να της καταβάλει σύνταξη στην πιο πάνω βαθμίδα», ήταν αποκαλυπτική της γνώσης της εφεσείουσας για τη θέση του Πανεπιστημίου αναφορικά με το ζήτημα της συνταξιοδότησής της. Η επιστολή δε του Πανεπιστημίου ημερομηνίας 23.8.2010, με την οποία ενημέρωσε την εφεσείουσα ότι της παραχωρήθηκε φιλοδώρημα σύμφωνα με τον Κανονισμό 5, ανωτέρω - το οποίο, μάλιστα, της καταβλήθηκε - ήταν καθοριστική των δικαιωμάτων της, ενώ της γνωστοποιούσε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να είναι σε θέση, αν το επιθυμούσε, να ενεργήσει εμπρόθεσμα προς άσκηση αίτησης ακύρωσης της διοικητικής απόφασης. Αυτή, όμως, δεν το έπραξε. Η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι κατά το χρόνο υποβολής του παραπόνου της προς την Επίτροπο Διοικήσεως, στις 9.12.2010, η εφεσείουσα γνώριζε πως δεν επρόκειτο να της παραχωρηθούν οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα για υπηρεσία στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, είναι ορθή. Σημειώνουμε την αναφορά του δικηγόρου της στην εν λόγω επιστολή προς την Επίτροπο Διοικήσεως, ότι το Πανεπιστήμιο «αρνείται να της καταβάλει σύνταξη στην πιο πάνω βαθμίδα ως δικαιούται», ενώ η μη πλήρης και ορθή καταβολή στην εφεσείουσα των δημοσίων ωφελημάτων που κατ' ισχυρισμό δικαιούται, χαρακτηρίζεται ως «παράνομη διοικητική πράξη/παράλειψη, που πλήττει νόμιμο δημόσιο δικαίωμα», αναφορές οι οποίες ορθά θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστηρίου ως αποκαλυπτικές της πλήρους γνώσης της εφεσείουσας.
Όσον αφορά την επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας ημερομηνίας 30.9.2010 προς το Πανεπιστήμιο ζητώντας, κατ' επίκληση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, όπως επιληφθούν του όλου θέματος των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της άμεσα, παρατηρούμε ότι αυτή δεν περιείχε οποιοδήποτε στοιχείο που να επέβαλλε τη διενέργεια νέας έρευνας. Το γεγονός του διορισμού της εφεσείουσας στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας και η αναδρομική καταβολή από την ίδια στο Ταμείο Συντάξεων μέρους των οφειλών της, ήταν βεβαίως ήδη γνωστά στο Πανεπιστήμιο και δεν συνιστούσαν στοιχεία που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση της απόφασής του.
Σε συμφωνία, λοιπόν με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι η προσφυγή της εφεσείουσας καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
K. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου