ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C129
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 119/2014)
(Υπόθεση Αρ. 937/2012)
28 Απριλίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΧΧ ΜΑΡΚΟΥ
Εφεσείοντας /Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης / Καθ΄ης η Αίτηση
__________
Βρ. Χατζηχάννας, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Ε. Τόλλα (κα), εκ μέρους Μ. Ηλιάδη και Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
__________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας προσέφυγε κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Ε.Δ.Υ., που δημοσιεύτηκε την 4.5.2012, με την οποία προήγαγε το Ενδιαφερόμενο Μέρος στη μόνιμη θέση Ανώτερου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, από 1.5.2012. Η προσφυγή του απορρίφθηκε και καταχώρησε την παρούσα έφεση.
Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. λήφθηκε σε συνεδρία της ημερ.22.3.2012 στην οποία κλήθηκε και παρέστηκε ο Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών ο οποίος, αφού προέβηκε στη σύσταση του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως του, κατά την θέση του, καταλληλότερου υποψηφίου αποχώρησε. Αιτιολογώντας ο Διευθυντής την σύσταση του προέβηκε σε σύγκριση των υποψηφίων. Αναφερόμενος στο Ενδιαφερόμενο Μέρος και τον Εφεσείοντα έλαβε υπόψη ότι ήταν ίσοι σε αξία και ότι είχαν ισοδύναμα ακαδημαϊκά προσόντα. Ο Διευθυντής ανάφερε ότι γνώριζε προσωπικά τους υποψηφίους και πως για σκοπούς της σύστασης του είχε διαβουλευτεί με τους άμεσα προϊστάμενους τους και μελέτησε τους Προσωπικούς τους Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, ωστόσο κανένα στοιχείο που να διαφοροποιεί τον ένα έναντι του άλλου δεν ανάφερε.
Καθίσταται συνεπώς πρόδηλο και αναδεικνύεται και από την ίδια την σύσταση, πως η παράμετρος που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν ότι υπερτερούσε του Εφεσείοντα σε αρχαιότητα. Αμφότεροι υπηρετούσαν στη θέση του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού 1ης Τάξης για περίοδο πέραν των τριών ετών, διαζευκτικό απαιτούμενο προσόν για τη επίδικη θέση προαγωγής, ο Εφεσείοντας από 1.8.2005 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος από 1.5.2005, δηλαδή από τρείς μήνες προηγουμένως.
Στη Χαραλάμπους ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αρ. Υπόθ. 583/2011, ημερ.25.4.2012, αρχαιότητα πέντε μηνών σε σχέση με προϋπηρεσία 12 χρόνων χαρακτηρίστηκε οριακή. Αναφέρθηκε πως:
«Έχει βεβαίως κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι η οριακή αρχαιότητα μπορεί να έχει τη δική της σημασία στην περίπτωση που όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα. Το ίδιο ισχύει και για τη συνακόλουθη πείρα που επιφέρει η μεγαλύτερη αρχαιότητα. Η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγων, εκτός και εάν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα, (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Πανίκος Γεωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116). Έχει καθοριστεί επίσης ότι και μικρή διαφορά στην αρχαιότητα ενέχει τη δική της σημασία επί ισοδυναμίας των υπολοίπων κριτηρίων. Έτσι στις υποθέσεις Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, αναγνωρίστηκε ότι αρχαιότητα 11 μόνο μηνών ήταν επαρκής για να προσθέσει νομίμως στην αξία του υποψηφίου. Σημαντική, θεωρήθηκε αρχαιότητα δεκαοκτώ μηνών στις υποθέσεις ΧΧΧ Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1280/07, ημερ. 23.2.2010, και ΧΧΧ Παρτάσης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.2008. Ακόμη και συμβολική αρχαιότητα λόγω ηλικίας είναι διά νόμου ένα αναγνωρισμένο διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του ατόμου που την κατέχει και μπορεί να ληφθεί νομίμως υπόψη στις κατάλληλες περιπτώσεις, (Αλευρά ν. Ηρακλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585). Εδώ η αρχαιότητα των πέντε μηνών δεν είναι βέβαια σημαντική, ούτε συγκρίσιμη με την αρχαιότητα των 11 ή 18 μηνών που προαναφέρθηκε, αλλά δεν παύει να είναι ένα στοιχείο δυνητικά υπέρ του αιτητή, στο σύνολο των κριτηρίων.»
Στην προκείμενη περίπτωση η αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε σχέση με τον Εφεσείοντα ήταν τρείς μήνες σε εύρος προϋπηρεσίας επτά χρόνων και ήταν οριακή. Ωστόσο, θα μπορούσε να είχε ρυθμιστικό ρόλο, αν σε όλες τις άλλες σχετικές παραμέτρους ο Εφεσείοντας και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν ισοδύναμοι.
Αυτό δεν συνέβαινε, κατά τον Εφεσείοντα, που διατείνεται ότι υπερείχε του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε σχέση με τα προσόντα που διαθέταν, που είναι ένα από τα τρία στοιχεία κρίσης σύμφωνα με το διαχρονικά αναλλοίωτο άρθρο 35(3) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2011, όπως ίσχυε τότε, σήμερα οι περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ.3) του 2017, που προνοεί ότι: «Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται ΅ε βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα». Και αποδίδει στην κατ' ισχυρισμό υπεροχή του στα προσόντα αποφασιστική σημασία, δεδομένου ότι είναι κοινό έδαφος πως ο Εφεσείοντας και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν σε αξία ίσοι, ενώ η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε αρχαιότητα ήταν, όπως διαπιστώνεται, οριακή.
Κατά τον Εφεσείοντα εμφιλοχώρησε πλάνη ως προς τα επιπρόσθετα προσόντα του ιδίου και του Ενδιαφερόμενου Μέρους τα οποία αν και δεν απαιτούνταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είχαν κριθεί ως σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Η εσφαλμένη προσέγγιση διαμόρφωσε τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος, που ήταν παράμετρος που επηρέασε την απόφαση της Ε.Δ.Υ., ενώ το ζήτημα δεν αποτιμήθηκε σωστά ούτε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Προέχει, συνεπώς, η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι το «Δίπλωμα Ηλεκτρονικής Μηχανικής (Laurea di Dottore), Ancora University, Ιταλία», του Εφεσείοντα, που το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αναγνώρισε ως ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως προσόν, γιατί ήταν αυτό που είχε θεωρηθεί ως το απαιτούμενο για τον διορισμό του στην αρχική του θέση στη Δημόσια Υπηρεσία.
Είναι κοινό έδαφος ότι το «Δίπλωμα Ηλεκτρονικής Μηχανικής (Laurea di Dottore)» είχε ληφθεί υπόψη ως το απαιτούμενο προσόν για τον διορισμό του Εφεσείοντα στην αρχική του θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, όπως και για το Ενδιαφερόμενο Μέρος το «Δίπλωμα Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας» από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, που αυτός κατείχε. Θέτοντας αυτά εκτός της εξίσωσης, ο Διευθυντής αρχικά, η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια και εν κατακλείδι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησαν τον Εφεσείοντα και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ίσους σε προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσείοντας διάθετε ως επιπρόσθετο προσόν «Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διεύθυνση με Ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης (2003) (Ισότιμο προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master - Αναγνώριση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερ.14.2.2011)», ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος «Master in Public Sector Management, Cyprus International Institute of Management (30.9.2008)».
Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα εδράζεται στη θέση πως το «Δίπλωμα Ηλεκτρονικής Μηχανικής (Laurea di Dottore)» που κατείχε είναι ισχυρότερο προσόν από αυτό που ήταν απαιτούμενο για τον αρχικό του διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία. Η παρατήρηση της Εφεσίβλητης πως αυτό αναγνωρίστηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. την 26.3.2009, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο από τον διορισμό του, ως ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Δεν απαιτείτο να κατείχε τίτλο Master για να διοριστεί.
Στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 787, 795, η Ολομέλεια απέρριψε την άποψη ότι, ως ζήτη΅α γενικής αρχής, προσόν που συγκαταλέγεται στα απαιτού΅ενα του σχεδίου υπηρεσίας δεν ΅πορεί σε κα΅ιά περίπτωση να έχει και πρόσθετη ση΅ασία, αναφέροντας πως υπάρχει περιθώριο κατά την αξιολόγηση για συγκριτική προς τα άνω θεώρηση ανάλογα ΅ε ό,τι το προσόν επιπλέον ε΅περιέχει και σε συνάρτηση πάντοτε ΅ε τις ανάγκες της θέσης. Επισήμανε, ωστόσο, πως: «Διακρίνονται οι περιπτώσεις χρησι΅οποίησης του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση δύο φορές. Χρειάζεται βέβαια προσοχή. Δεν είναι εφικτή ή παραδεκτή η σύγκριση ανό΅οιων εναλλακτικών προσόντων ή, ακό΅α, του ίδιου κατ' ουσίαν προσόντος για προτί΅ηση του ενός προσόντος έναντι του άλλου». Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κόκκινου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 199, επικρίθηκε από την Ολομέλεια η προσέγγιση της διοίκησης να προβεί σε θετικές παρατηρήσεις αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος τίτλου ως σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, που ήταν μέρος των προσόντων που είχαν ληφθεί υπόψη κατά τον διορισμό του στην προηγούμενη της θέσης προαγωγής. Κρίθηκε πως η διοίκηση είχε έτσι μετατρέψει το συγκεκριμένο τίτλο από βασικό απαιτούμενο σε πλεονέκτημα. Επρόκειτο για τίτλο Barrister-At-Law, που είχε ληφθεί υπόψη για την εγγραφή του ενδιαφερόμενου μέρους στο μητρώο δικηγόρων, προϋπόθεση για την προηγούμενη της θέσης προαγωγής. Σημειώνεται πως ο περί Δικηγόρων Νόμος έθετε τον τίτλο Barrister-At-Law στο ίδιο επίπεδο με το πτυχίο νομικής του αιτητή, ωστόσο, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε και πανεπιστημιακό τίτλο Bachelor of Laws (LL.B) που ήταν, από μόνο του, ικανοποιητικό προσόν για την εγγραφή του ως δικηγόρου.
Όπως εξηγήθηκε στη Χαραλαμπίδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 327/2006 και 328/2006, ημερ.6.7.2007, η Κόκκινου βασίστηκε στο ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε εξετάσει τα ειδικά προσόντα που απαιτούνταν για προαγωγή, και που δεν περιλά΅βαναν ακαδη΅αϊκά προσόντα, αλλά εφόσον έλαβε υπ΄όψη της το προσόν του Barrister-At-Law του ενδιαφερό΅ενου μέρους ως σχετικό ΅ε τα καθήκοντα της θέσης, τίτλος που ήταν ΅έρος των προσόντων για διορισ΅ό στην προηγού΅ενη θέση, όφειλε ταυτοχρόνως να είχε λάβει υπ΄όψη της και την πολύ πιο ΅ακρά πείρα του αιτητή στη δικηγορία, πράγ΅α που δεν είχε κάνει. Επαναλήφθηκε εμφαντικά ότι: « Η υπόθεση δεν απαγορεύει [ . ] να ληφθεί υπ΄όψη, ως προσόν σχετικό ΅ε τα καθήκοντα της θέσης, προσόν το οποίο αποτέλεσε ΅έρος των απαραίτητων προσόντων για προαγωγή στην προηγού΅ενη θέση, εφ΄όσον αυτό συνσταθ΅ίζεται ΅ε τα όποια ανάλογα προσόντα των άλλων υποψηφίων.» Στη Χαραλαμπίδης κρίθηκε πως το Graduate Diploma in Applied Science, που το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε, πέραν του B.Sc. in Civil Engineering μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν, παρά το ότι είχε αποτελέσει, μαζί με το B.Sc., βασικό προσόν το οποίο είχε καταστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος προσοντούχο για την προηγούμενη θέση. Αυτή η προσέγγιση ακολουθήθηκε στην Ρούσου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 478, ECLI:CY:AD:2014:C796, 483 όπου η Ολομέλεια επανάλαβε ότι: «Δεν έχει καθιερωθεί από τη νομολογία γενική αρχή απαγορευτική της εκ νέου για σκοπούς προαγωγής εκτίμησης προσόντος με το οποίο υπάλληλος διορίστηκε σε αρχική ή προηγούμενη θέση» και πως συνεπώς: «προσόν που χρησιμοποιήθηκε για διορισμό δεν αποκλείεται να προσμετρήσει και σε επόμενη προαγωγική διαδικασία» Εξηγήθηκε ότι (σελ.485): «Εκείνο το οποίο απαγορεύεται είναι η μετατροπή προσόντος από βασικό προσόν σε πλεονέκτημα, όπως έγινε στη Δημοκρατία ν. Παπαδοπούλου [Παπαχριστοδούλου] (2002) 3 Α.Α.Δ. 329. Εκεί, βασικό προσόν που ήταν ένα από τα απαιτούμενα και ήταν στην ίδια μοίρα με τα υπόλοιπα, για σκοπούς διορισμού εφόσον δεν διαφοροποιείτο το ένα από το άλλο, κρίθηκε ως μεγαλύτερης βαρύτητας θέτοντας το έτσι, σε διαφορετικό επίπεδο από τα άλλα. Με τον τρόπο αυτό το διορίζον όργανο αλλοίωσε το σχέδιο υπηρεσίας.» Γίνεται αναφορά στη διάκριση της χρησιμοποίησης του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση δύο φορές, αναφέροντας πως: «Ακριβώς το ζητούμενο είναι η χρήση του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση». Στη Ρούσου, η Ολομέλεια επεσήμανε πως στην Κόκκινου δεν είχε γίνει αναφορά στη Πογιατζή και πως η Κόκκινου δεν αφορούσε ευθέως το ζήτημα που απασχολούσε στη Ρούσου. Στην Κόκκινου το προσόν είχε υπερεκτι΅ηθεί από την Ε.Δ.Υ., χωρίς ταυτόχρονα να συνεκτι΅ηθεί και η υπέρτερη πείρα του άλλου υποψηφίου ώστε να γίνει ορθή σύγκριση για σκοπούς προαγωγής. Στη Ρούσου ο εφεσείοντας κατείχε Bachelor of Science που δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και Master in Business Administration (MBA). Για τον διορισμό του εφεσείοντα στη προηγούμενη θέση είχε χρησιμοποιηθεί το MBA, που ικανοποιούσε την προϋπόθεση πανεπιστημιακού διπλώματος, τίτλου ή ισότιμου προσόντος σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Το επίδικο ζήτημα ήταν ακριβώς κατά πόσο το MBA ΅πορούσε ή όχι να προσ΅ετρήσει στην κρίση της Ε.Δ.Υ. και να συνυπολογιστεί για σκοπούς προαγωγής τη στιγ΅ή που όντως είχε χρησι΅οποιηθεί για το διορισ΅ό του εφεσείοντα στην προηγού΅ενη θέση. Αποφασίστηκε ότι μπορούσε.
Όπως στη Ρούσου το MBA, έτσι και στην παρούσα υπόθεση ο υπό εξέταση ως πρόσθετο προσόν τίτλος ήταν το μόνο προσόν που είχε χρησιμοποιηθεί για τον αρχικό διορισμό. Και όπως συνέβηκε στη Χαραλαμπίδης, ο αρμόδιος Διευθυντής και η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκαν με το ζήτημα των ακαδημαϊκών προσόντων, παρά το ότι ακαδημαϊκά προσόντα δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, όπως και στη παρούσα περίπτωση.[1] Αναφέρθηκε ότι εφ΄όσον είχαν επιλέξει να επεκταθούν και σε άλλα στοιχεία, όφειλαν να είχαν λάβει υπ΄όψη τους και συνσταθ΅ίσει όλα τα ακαδη΅αϊκά προσόντα όλων των υποψηφίων. Σε κάθε περίπτωση, στη Ρούσου ξεκαθαρίζεται (σελ.483-4) ότι: «Η απλή ικανοποίηση της απαιτού΅ενης από το σχέδιο υπηρεσίας πενταετούς πείρας στην προηγού΅ενη θέση, επέτρεπε στον υπάλληλο να είναι βεβαίως υποψήφιος για προαγωγή. Αυτό ό΅ως δεν εξαντλεί το θέ΅α. Η αξιολόγηση γίνεται πάντοτε σε συνάρτηση ΅ε περαιτέρω συγκριτικά στοιχεία, τα οποία σχετίζονται ΅ε τα κριτήρια προαγωγής, ήτοι, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Διαφορετικά το διορίζον όργανο χωρίς να σταθ΅ίζει άλλα κριτήρια και χωρίς σύγκριση των υποψηφίων δεν θα είναι σε θέση να προβαίνει σε οποιαδήποτε επιλογή».
To «Δίπλωμα Ηλεκτρονικής Μηχανικής (Laurea di Dottore)» του Εφεσείοντα, αναγνωρισμένο ως ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, δεν χρησιμοποιήθηκε σε όλη του την έκταση, στην έννοια ότι ήταν υπέρτερο του απαιτούμενου για τον αρχικό διορισμό του Εφεσείοντα στη Δημόσια Υπηρεσία. Υπήρχε «κατάλοιπο» προσόντος που δεν θα έπρεπε να αγνοηθεί κατά τη διαδικασία της προαγωγής. Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Δοθείσης της πιο πάνω διαπίστωσης, τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων του Εφεσείοντα και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ορθά εκτιμημένα, καταδείκνυαν υπεροχή του Εφεσείοντα έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους, αφού κατείχε ένα περισσότερο δίπλωμα επιπέδου Master, στην έκταση που αυτό δεν είχε «αναλωθεί» ως απαιτούμενο για τον αρχικό του διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία.
Όπως έχει τονιστεί στη Σολομωνίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 135/2013, ημερ.3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44: «Τα πρόσθετα προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν εφόσον συνιστούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης». Η μη ορθή αξιολόγηση του πρόσθετου μεταπτυχιακού τίτλου του εκεί εφεσείοντα κρίθηκε ότι «στέρησε στο Δικαστήριο να αντιληφθεί το συγκεκρι΅ένο συσχετισ΅ό που έγινε ΅εταξύ Εφεσείοντα και ΕΜ αναφορικά ΅ε το κριτήριο των προσόντων, λα΅βανο΅ένου υπόψιν ότι οι διάδικοι κρίθηκε πως ήταν περίπου ισοδύνα΅οι».
Όταν, επομένως, ο Διευθυντή διατύπωνε τη θέση ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε ισοδύναμα ακαδημαϊκά προσόντα με τον Εφεσείοντα βρισκόταν σε πλάνη και ως εκ τούτου η σύσταση του έπασχε.
Κατά συνέπεια επιτυγχάνει και ο πρώτος λόγος έφεσης που προσβάλλει την κρίση ότι η σύσταση δεν έπασχε, όπως και ο τέταρτος που αφορά στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή επειδή έκρινε ότι δεν υπήρχε πλάνη από τον Διευθυντή ή την Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τα προσόντα του Εφεσείοντα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή επειδή έκρινε ότι μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, από μόνα τους, δεν προσέδιδαν έκδηλη υπεροχή στο κάτοχο τους, ενώ με τον συναφή έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της προσφυγής στη βάση, μεταξύ άλλων, της επιμέρους κρίσης ότι δεν είχε καταδειχθεί έκδηλη υπεροχή του Εφεσείοντα.
Σε σχέση με την σημασία των μη απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων, στη Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 395, η Ολομέλεια, μετά από ανασκόπηση της νομολογίας, κατέληξε ότι:
« . τα πρόσθετα, ΅η προβλεπό΅ενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λα΅βάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρ΅όδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθ΅ίσει την κατά περίπτωση ση΅ασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να ΅ην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο ση΅είο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να ΅ην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση ΅ε τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επε΅βαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθ΅ιση στοιχείων και παραγόντων.»
Επομένως, μη απαιτούμενα από σχέδιο υπηρεσίας προσόντα δεν προσδίδουν έκδηλη υπεροχή στο κάτοχο τους και συνεπώς ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Όμως, η προϋπόθεση να καταδείξει ο προσφεύγον ότι υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που επιλέγηκε, εγείρεται όταν κατά την πλήρωση της θέσης, διορισμού ή προαγωγής, λήφθηκαν υπόψη όλα όσα μπορούσαν να προσμετρήσουν και να επηρεάσουν την απόφαση. Εφόσον τα γεγονότα αυτά, όπως διαπιστώνονται από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, ήταν υπόψη του αρμοδίου οργάνου, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, για προαγωγή ή διορισμό, με την κρίση του αρμοδίου οργάνου. Για να ακυρωθεί σε τέτοια περίπτωση η απόφαση διορισμού ή προαγωγής θα πρέπει ο προσφεύγον να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που διορίστηκε ή προάχθηκε. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74). Όταν, όμως, ως αποτέλεσμα πλάνης, ουσιαστικά δεδομένα δεν λήφθηκαν υπόψη, η απόφαση θα ακυρωθεί χωρίς να εγείρεται ζήτημα κατάδειξης έκδηλης υπεροχής, ούτε καν υπεροχής. Με την ακύρωση είναι η εκ νέου κρίση, του ιδίου του αρμοδίου οργάνου που θα αναζητηθεί, στη βάση του διαμορφωμένου πραγματικού υπόβαθρου που όφειλε να λάβει υπόψη.
Ο Εφεσείοντας δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους, όμως αυτό δεν απαιτείται. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας όσον αφορά τα προσόντα του Εφεσείοντα και σε αυτή την έκταση ο έκτος λόγος έφεσης, με τον οποίο εγειρόταν και αυτό το ζήτημα, επιτυγχάνει.
Το αποτέλεσμα καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με τον πέμπτο λόγος έφεσης, με τον οποίο εγείρεται ανεξάρτητο ζήτημα.
Η έφεση επιτυγχάνει και η απόφαση προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους, που δημοσιεύτηκε την 4.5.2012, ακυρώνεται
Τα έξοδα της έφεσης ύψους 2.500 και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον το ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] «Απαιτούμενα Προσόντα:
(1)(α) Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, 1ης Τάξης
(β) Οκταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού.
(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.»