ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C88
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 141/2013
5 Μαρτίου, 2020
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ,
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ]
xxx ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείοντα/Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η αίτηση.
------------------------
Αυγουστίνος Τσάρκατζιης για Χρίστο Πατσαλίδη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Έλενα Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσείων διεκδίκησε διορισμό στη θέση Πρώτου Ταχυδρομικού Επιθεωρητή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ») με απόφαση της ημερομηνίας 16.3.2009 (στο εξής «η πρώτη απόφαση») προήξε στη θέση αυτή τον xxx Παυλίδη (στο εξής «το ενδιαφερόμενο μέρος»), παραγκωνίζοντας το πλεονέκτημα που ο εφεσείων κατείχε, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή, στη βάση ότι ήταν καλύτερη η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους από την ίδια και τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην προφορική εξέταση. Ο εφεσείων άσκησε επιτυχώς την προσφυγή αρ. 483/09 κατά της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ. Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την ακυρωτική του απόφαση ημερομηνίας 10.1.2012, ότι «. οι λόγοι που δόθηκαν για παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή αποτελούν πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ και επομένως ο δεύτερος λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει».
Συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πιο πάνω προσφυγής, η ΕΔΥ επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης σε συνεδρία της στις 8.2.2012 και αποφάσισε την προαγωγή, πάλιν, του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του εφεσείοντα, αναδρομικά από 16.3.2009, αφού έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις ευθύνες του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ο Πρώτος Ταχυδρομικός Επιθεωρητής είναι:
"(1) Υπεύθυνος για-
(α) Την οργάνωση, διοίκηση και αποτελεσματική λειτουργία ενός ή/και περισσότερων τομέων εργασίας του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών
(β) την ετοιμασία μελετών και την υποβολή εισηγήσεων για τη βελτίωση και ανάπτυξη των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών.
(2) Επιθεωρεί τα επαρχιακά και άλλα ταχυδρομικά γραφεία.
(3) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν."
Από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει σαφώς ότι ο κάτοχος της θέσης Πρώτου Ταχυδρομικού Επιθεωρητή, θέση η οποία είναι η δεύτερη στην ιεραρχία του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, ασκεί εποπτικά/διευθυντικά καθήκοντα.
Ο Παυλίδης εργάστηκε από τον Μάιο του 1993 έως τον Νοέμβριο του 1995 ως Business Development and Administration Manager στην Εταιρεία Plotin Sunquest Travel, από τον Ιανουάριο του 1996 έως το τέλος Δεκεμβρίου του 2006 ως Διευθυντής στην εταιρεία Paulcon Travel Ltd και από τον Ιανουάριο του 2007 μέχρι 4.6.2007, ημερομηνία που έληγαν οι αιτήσεις, ως Γενικός Διευθυντής της εταιρείας Sunspot Tours (Cyprus) Ltd.
Συνολικά ο Παυλίδης εργάστηκε στις πιο πάνω θέσεις σε διευθυντικά καθήκοντα πέραν των 13 ετών, θέσεις που απαιτούσαν ισχυρή προσωπικότητα, υψηλή κριτική ικανότητα και λήψη αποφάσεων κάτω από δύσκολες και/ή πιεστικές συνθήκες. Η πείρα του Παυλίδη είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, πέραν των πέντε ετών, από την οκταετή πείρα που απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.»
Ακολούθως, ο εφεσείων καταχώρησε νέα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ επί τη βάσει ότι παραβίαζε το δεδικασμένο και παραγνωρίστηκε η σύσταση του Διευθυντή, η οποία ήταν υπέρ του, καθώς και το πλεονέκτημα που διέθετε, χωρίς να δίδεται ειδική και/ή επαρκής αιτιολογία. Υποστήριξε, συγκεκριμένα, ότι το στοιχείο της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης της και δεν θεωρήθηκε ικανό για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που διέθετε ο ίδιος.
Απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το στοιχείο της πείρας που επικαλέστηκε η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, δεν καλυπτόταν από το δεδικασμένο καθότι η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.1.2012 «ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι οι λόγοι που δόθηκαν από την Επιτροπή, για παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή, συνιστούσαν πλημμελή άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, χωρίς όμως οποιαδήποτε αναφορά στην «πείρα» του ενδιαφερόμενου μέρους». Δεδομένου δε ότι επρόκειτο για θέση διευθυντική, ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, θεώρησε ότι δεν ήταν άτοπο για την ΕΔΥ να δώσει, όπως και έδωσε, ιδιαίτερη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Όσον αφορά το πλεονέκτημα που διέθετε ο εφεσείων, επισήμανε ότι το στοιχείο αυτό δεν φέρει μαζί του αυτόματη υπεροχή ώστε να προεξοφλά την καταλληλόλητα για τη θέση, αλλά πρέπει να εξετάζεται υπό το φως και των υπόλοιπων στοιχείων και η απόφαση να αιτιολογείται επαρκώς, όπως και έγινε, κατά το Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση. Ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.
Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την προώθηση πέντε λόγων έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε με τη σειρά που προβάλλονται. Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου σε σχέση με την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους, με αποτέλεσμα την απόρριψη σχετικής ένστασης του εφεσείοντα. Ο εφεσείων υποστηρίζει, όπως υποστήριξε και πρωτόδικα, ότι το στοιχείο της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης, αντικείμενο της Προσφυγής 483/09, αλλά δεν θεωρήθηκε ικανό να υπερακοντίσει το πλεονέκτημα του ή ότι η πείρα προσέδιδε στο ενδιαφερόμενο μέρος υπεροχή έναντι του ιδίου. Ούτε ηγέρθη τέτοιο ζήτημα από τους εφεσίβλητους, καθ' ων η αίτηση στην εν λόγω προσφυγή, οι οποίοι υποστήριξαν την απόφαση της ΕΔΥ βασιζόμενοι μόνο στην υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση ενώπιον της και της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Επικαλούμενος νομολογία[1], ο εφεσείων εισηγείται εξάλλου, ότι εφόσον ένας αιτητής δεν μπορεί να προβάλει, σε μεταγενέστερες δικαστικές διαδικασίες,νέα ζητήματα που θα μπορούσε να είχε προβάλει σε διαδικασίες που προηγήθηκαν, κατ' αναλογία θα πρέπει να ισχύουν οι ίδιοι περιορισμοί και για τους εφεσίβλητους. Εν προκειμένω, η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν γνωστή και οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να την είχαν επικαλεστεί για να αιτιολογήσουν την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που διαθέτει ο εφεσείων, δεν το έπραξαν όμως, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται στην προβολή της.
Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Χατζηλούκα ν Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643). Επί του ίδιου θέματος, παρατηρείται στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», 1988, σελ. 83 ότι το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει «μόνο τα κριθέντα σημεία δικαίου υπό του δικαστού. Ήτοι, τον λόγον δια τον οποίον ηκυρώθη η πράξις και τον οποίον δεν ημπορεί να επαναλάβη η διοίκησις κατά την ενέργειαν της δευτέρας πράξεως». Ο τρόπος με τον οποίο συμμορφώνεται η διοίκηση ανάγεται στη διακρτική της ευχέρεια, όμως τα δεδομένα, νομικά και πραγματικά, όπως αυτά ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορεί να μεταβληθούν (βλ. Ναζίρης ν Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 ΑΑΔ 38).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ΕΔΥ δρούσε στα πλαίσια επανεξέτασης, συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 483/09, προς αποκατάσταση της νομιμότητας και δεσμευόταν μόνο από το ακυρωτικό δεδικασμένο, δηλαδή από τα πορίσματα στα οποία βασίστηκε η ακυρωτική δικαστική απόφαση. Υπενθυμίζεται συναφώς, ότι το αντικειμενικό δεδικασμένο που προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 483/09 αφορούσε στην κρίση της ΕΔΥ αναφορικά με την καλύτερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στις προφορικές συνεντεύξεις ως λόγο παραγνώρισης του πλεονεκτήματος που διέθετε ο εφεσείων- αιτιολογία που κρίθηκε από το Δικαστήριο ως τουλάχιστον ανεπαρκής - και όχι στην πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του εφεσείοντα. Το στοιχείο της πείρας, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο,ότι δεν καλυπτόταν από το δεδικασμένο. Επομένως, η ΕΔΥ είχε καθήκον να διενεργήσει επανεξέταση με αναφορά στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του χρόνου της πρώτης εξέτασης, υπό το φως των διαπιστώσεων της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης και να αιτιολογήσει την απόφαση της, όπως και έκανε. Η σχετική περικοπή από την υπό αναφορά διοικητική απόφαση στην οποία αναλύεται η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ως πρόσθετη ειδική αιτιολογία παραγνώρισης του πλεονεκτήματος, παρατίθεται ανωτέρω.
Ο 1ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται μαζί στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα. Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Επίσης λανθασμένη θεωρείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι λόγοι που παρέθεσε η ΕΔΥ για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του εφεσείοντα, συνιστούν επαρκή αιτιολογία. Προβάλλεται, τέλος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα αυτό χωρίς να εξετάσει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους δεν ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, άρα δεν μπορούσε να προσμετρήσει ως στοιχείο αξίας, και χωρίς να εξετάσει τη θέση του εφεσείοντα ότι σε κάθε περίπτωση διέθετε και αυτός επιπλέον πείρα, πέραν της οκταετούς, που τον καθιστούσε προσοντούχο.
Η επίδικη θέση, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι η δεύτερη στην ιεραρχία του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και ο κάτοχός της ασκεί εποπτικά/διευθυντικά καθήκοντα. Οι εφεσίβλητοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας ότι η13ετή πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους σε διευθυντικές θέσεις, καθώς και η επιπλέον πείρα του, πέραν της οκταετούς που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας, επαυξάναν την αξία του, καθιστώντας τον, παράλληλα με την υπεροχή του στην προφορική εξέταση, ως τον καταλληλότερο για την κατάληψη της θέσης. Οι δύο αυτοί παράγοντες, ήτοι η μεγαλύτερη πείρα και η καλύτερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική συνέντευξη, αποτελούσαν συνάμα, όπως υποστηρίζουν, επαρκή αιτιολογία για την παράκαμψη του πλεονεκτήματος του εφεσείοντα.
Θεωρούμε χρήσιμο να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε οκταετή τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση, από την οποία τριετής τουλάχιστον πείρα να ήταν σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα, που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών. Εν προκειμένω, η ΕΔΥ αναφέρθηκε διεξοδικά στα εποπτικά/διευθυντικά καθήκοντα του ενδιαφερόμενου μέρους σε ιδιωτικές εταιρείες στις οποίες εργάστηκε, από το 1993 μέχρι τον Ιούνιο 2007, σε διάφορες διευθυντικές θέσεις -Business Development and Administration Manager, Διευθυντής και Γενικός Διευθυντής- καταλήγοντας, ότι η πείρα που κατείχε ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και κατά πολύ μεγαλύτερη από την οκταετή πείρα που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.
Παρατηρούμε ότι και ο εφεσείων, πέραν του πλεονεκτήματος που κατείχε λόγω της μακράς του πείρας σε θέματα ταχυδρομικά, αφού κατείχε τη θέση Ταχυδρομικού Λειτουργού από το 1978, ικανοποιούσε την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για οκταετή πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία τριετή τουλάχιστον πείρα σε διευθυντικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών, στη βάση της καταγραμμένης κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής στα πρακτικά της, ότι:
«.Από το 1995 ασκεί τα καθήκοντα του Υπεύθυνου στον τομέα Marketing Datapost των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Λεμεσού και τα καθήκοντα του συνίστανται στην προώθηση πώλησης υπηρεσιών του Τμήματος προς το κοινό και συγκεκριμένα στην ενημέρωση πελατών για την Υπηρεσία EMS/Datapost, στην προώθηση διαφημιστικών εκστρατειών, στην επίλυση προβλημάτων που ανακύπτουν από πελάτες και στην παρακολούθηση και καθοδήγηση λειτουργών που ασχολούνται με την παραλαβή και παράδοση αντικειμένων EMS/Datapost.»
Ωστόσο, αναφερόμενη στην πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ως πρόσθετο συντριπτικό στοιχείο αξίας που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ του, παρά το πλεονέκτημα που διέθετε ο εφεσείων, η ΕΔΥ παρέλειψε να αναφερθεί ισότιμα και να αντιπαραβάλει και αξιολογήσει, ως όφειλε, την επιπρόσθετη της απαιτούμενης οκταετούς πείρας του σχεδίου υπηρεσίας, που φαίνεται να διέθετε και ο εφεσείων ως πρόσθετο προσόν (βλ. Περικλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 2/14, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:C15). Διαπιστώνεται επομένως κενό αιτιολογίας, καθιστώντας την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ τρωτή. Η δε υπερτόνιση από την ΕΔΥ της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους, χωρίς συγκριτική στάθμιση με την πείρα του εφεσείοντα, άφηνε να νοηθεί ότι ο εφεσείων δεν κατείχε παρόμοιες ιδιότητες ή προσόντα, σε σαφή αναντιστοιχία προς το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μας, η έφεση πρέπει να πετύχει.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται με έξοδα €2500 πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα.
Π. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1]Παπαδόπουλοςν Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και Σώσειλος ν Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 329/2003, ημερομηνίας 6.9.2004