ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης για τους Εφεσείοντες. για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-02-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ν. GRUPO MECHANICA DEL VUELO SISTEMAS S.A., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2013, 3/2/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:C45

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2013)

 

3 Φεβρουαρίου 2020

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

                  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ,

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ ΚΑΙ

ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ,

Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση

ΚΑΙ

 

GRUPO MECHANICA DEL VUELO SISTEMAS S.A.,

Εφεσιβλήτων/Αιτητών

-------------------------------------------------

 

Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,

για τους Εφεσείοντες.

Δ. Ιατρίδου (κα), για Καριτζή & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

για τους Εφεσίβλητους.

 

-------------------------------------------------

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους προσφεύγοντες-εφεσίβλητους στην προσφυγή που άσκησαν εναντίον της Δημοκρατίας αναφορικά με ακύρωση διαγωνισμού σχετιζόμενου με την αγορά σύνθετου συστήματος καταχώρησης αναφοράς, επεξεργασίας, αποθήκευσης και διαβίβασης δεδομένων σχετικά με αλιευτικές δραστηριότητες (αλιεύματα, εκφορτώσεις, πωλήσεις και μεταμορφώσεις). 

 

         Για την πιο πάνω προσφορά είχαν υποβάλει ενδιαφέρον και οι εφεσίβλητοι.  Κατά τη διάρκεια όμως της αποσφράγισης των προσφορών εκ παραδρομής αποσφραγίστηκε ο φάκελος της οικονομικής προσφοράς από το Συμβούλιο Προσφορών για όλους τους οικονομικούς φορείς, ενώ κατά τους όρους του διαγωνισμού η αποσφράγιση της οικονομικής προσφοράς έπρεπε να γίνει μόνο για τις προσφορές που δεν είχαν απορριφθεί στο στάδιο της τεχνικής αξιολόγησης. Ο άλλος προσφοροδότης που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον είχε αποκλειστεί από το διαγωνισμό επειδή κατά την αξιολόγηση της είχε διαπιστωθεί ότι η ημερομηνία λήξης της εγγύησης συμμετοχής είχε οριστεί ένα μήνα πριν την καθορισμένη για το σκοπό αυτό ημερομηνία.  Σε σχέση με την προσφορά των εφεσιβλήτων, η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε επισημάνει ότι δεν είχε προσκομιστεί συγκεκριμένο πιστοποιητικό από την κατασκευάστρια εταιρεία του ηλεκτρονικού υπολογιστή που θα αποδείκνυε την ανθεκτικότητα του σε θαλάσσιο σκάφος.  Σε αίτημα της Επιτροπής Αξιολόγησης οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι ο υπολογιστής θα τοποθετείτο σε αδιάβροχη θήκη, γεγονός που δεν ικανοποιούσε τους όρους των προσφορών.  Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν επίσης ικανοποιήσει τον όρο περί πιστοποιητικού βεβαίωσης για την ανθεκτικότητα του εκτυπωτή σε θαλάσσιο-αλιευτικό σκάφος.  Παρόλο που η Επιτροπή Αξιολόγησης εισηγήθηκε την κατακύρωση της προσφοράς στους εφεσίβλητους, εξέφρασε παράλληλα έντονες επιφυλάξεις αναφορικά με τη λειτουργικότητα και καταλληλότητα του εξοπλισμού που πρότειναν οι εφεσίβλητοι στο αλιευτικό σκάφος. 

 

        Στις 12.1.2009, το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου ακύρωσε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 34(5)(β) της Κ.Δ.Π. 201/2007 το διαγωνισμό, εναντίον δε της απόφασης αυτής οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή, ενώ στο μεταξύ η Επιτροπή Αξιολόγησης πέτυχε παράταση της ισχύος του διαγωνισμού μέχρι 15.3.2009.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών με απόφαση της ημερ. 29.7.2009 ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών κρίνοντας ότι υπήρξε ουσιώδης παρατυπία κατά την αποσφράγιση των οικονομικών φακέλων των προσφοροδοτών, ενώ η ακύρωση της διαδικασίας του διαγωνισμού ήταν αναιτιολόγητη και έπασχε από έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για την απόκλιση από την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης.

 

        Το Συμβούλιο Προσφορών στις 27.8.2009 αποφάσισε όπως ζητήσει από την Επιτροπή Αξιολόγησης την επανεξέταση του θέματος ώστε η Επιτροπή να υποβάλει στο Συμβούλιο έκθεση με την οποία θα τεκμηριώνονταν οι διαπιστώσεις και εισηγήσεις της.  Η δε Επιτροπή Αξιολόγησης στη συνεδρία της 22.9.2009 επαναξιολόγησε τα έγγραφα των προσφορών και την αλληλογραφία, εμμένοντας στις προηγούμενες διαπιστώσεις της ως προς τις αποκλίσεις και τον αποκλεισμό των δύο προσφοροδοτών, εισηγούμενη την ακύρωση του διαγωνισμού. 

 

        Εν τέλει το Συμβούλιο Προσφορών στη συνεδρία του ημερ. 16.10.2009 έκρινε ότι η όλη διαδικασία είχε ήδη λήξει εφόσον ο διαγωνισμός είχε εκπνεύσει στις 15.3.2009, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σε ισχύ έγκυρες προσφορές.  Είναι αυτή την απόφαση που οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν με την προσφυγή τους επιδιώκοντας την ακύρωση της δεδομένου ότι το Συμβούλιο Προσφορών αντί της οφειλόμενης επανεξέτασης μετά την επιτυχή ιεραρχική προσφυγή ακύρωσε το διαγωνισμό, θεωρώντας ότι δικαιούντο επίσης σε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη ή άρνηση του Συμβουλίου Προσφορών να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο μετά την ακυρωτική απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή ήταν άκυρη και παράνομη και θα έπρεπε να διαταχθεί να γίνει ό,τι είχε παραλειφθεί.  Προέβαλαν διάφορους λόγους ακυρότητας τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέταξε σε τρεις ενότητες που αφορούσαν τη μη συμμόρφωση με δεσμευτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και συνακόλουθης παράλειψης οφειλόμενης επανεξέτασης, παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης και επιλογή της δυσμενέστερης για τους εφεσίβλητους απόφασης. 

 

         Απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων ότι η επίδικη πράξη ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους εφεσίβλητους, θεωρώντας ότι το Συμβούλιο Προσφορών είχε μετά την ακυρωτική απόφαση από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών τη διακριτική ευχέρεια, είτε να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή με αποτέλεσμα να  υποχρεώνεται να επανεξετάσει το ζήτημα, είτε να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, εάν μπορούσε να εντάξει την περίπτωση εντός της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2007) 3 Α.Α.Δ. 588.  Αντ΄ αυτού, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, ως ήταν η επιλογή του Συμβουλίου Προσφορών, ζήτησε νέες εισηγήσεις από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία εισηγήθηκε τον τερματισμό του διαγωνισμού λόγω εκπνοής της ισχύος του, εισήγηση που το Συμβούλιο υιοθέτησε.  Επομένως, κατά το Δικαστήριο, το Συμβούλιο Προσφορών ακύρωσε εκ νέου το διαγωνισμό με διαφορετική αιτιολογία, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά του να ήταν πέραν από καταχρηστική και σε κατάφωρη παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

  Αναφερόμενο στη νομολογία περί κατάχρησης εξουσίας, αλλά και της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, όπως οι αρχές αυτές κωδικοποιήθηκαν και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/99, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διοίκηση, δηλαδή, η αναθέτουσα αρχή επικαλούμενη την ίδια αυτής παράλειψη, την καθυστέρηση της έκδοσης απόφασης από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών αγνοώντας μια δημιουργηθείσα υπέρ των εφεσιβλήτων ευνοϊκή κατάσταση, αποφάσισε την ακύρωση του διαγωνισμού παραβιάζοντας τις εν λόγω αρχές και εκμηδενίζοντας στην ουσία τη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής και το αποτέλεσμα της που ήταν υπέρ των εφεσιβλήτων. 

 

        Η Δημοκρατία με τους τέσσερεις λόγους έφεσης της διατείνεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε πρωτοδίκως τόσο διότι απέρριψε την προδικαστική ένσταση της ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα πράξη, ενώ, εν πάση περιπτώσει, λανθασμένα αποφάσισε ότι η αναθέτουσα αρχή ακύρωσε το διαγωνισμό εφόσον η διοίκηση ήταν δέσμια να τερματίσει τη διαδικασία με δεδομένο ότι η ισχύς της προσφοράς είχε ήδη λήξει στις 15.3.2009.  Το μόνο που έκανε η αναθέτουσα αρχή μετά την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ήταν να ζητήσει επανεξέταση του θέματος από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία και εισηγήθηκε την ακύρωση του διαγωνισμού.  Διαπιστωθείσας, όμως, της λήξης της ισχύος των προσφορών, η όλη διαδικασία παρέμεινε εν πάση περιπτώσει χωρίς νόμιμο έρεισμα. 

 

        Διαφορετική είναι η θέση των εφεσιβλήτων οι οποίοι εισηγούνται ότι η απόφαση της αναθέτουσας αρχής να ακυρώσει το διαγωνισμό αποτελούσε πράξη για την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν δεδομένου ότι η διοίκηση ενήργησε με τρόπο καταχρηστικό παραβιάζοντας τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.  Περαιτέρω, ορθά το Δικαστήριο ανέφερε ότι μπορούσε η αναθέτουσα αρχή να προσβάλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, αλλά αντ΄ αυτού κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης προφασιζόμενη τη λήξη της ισχύος του διαγωνισμού, αποφάσισε την ακύρωση του διαγωνισμού κατά παράβαση όλων των αρχών του διοικητικού δικαίου. 

 

        Εξετάζοντας τα εγερθέντα ζητήματα, το πρώτο που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη ήταν κατά την προδικαστική ένσταση της εφεσείουσας Δημοκρατίας απλά πληροφοριακού χαρακτήρα ή ενείχε τα στοιχεία της εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Η  προδικαστική αυτή ένσταση δεν είχε τεθεί στο δικόγραφο των εφεσειόντων πρωτοδίκως, είχε όμως εισαχθεί στη γραπτή τους αγόρευση και απαντήθηκε από τους εφεσίβλητους και αποτέλεσε και ζήτημα προς απόφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως, παρά το γεγονός ότι παραβιάστηκε το λεκτικό και το πνεύμα του Κανονισμού 7 του περί του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ο οποίος βέβαια ισχύει τόσο για τους αιτητές, όσο και για τους καθ΄ ων η αίτηση, εν τούτοις το ζήτημα της εκτελεστότητας της διοικητικής πράξης τέθηκε και αποφασίστηκε χωρίς να εγερθεί ένσταση από τους εφεσίβλητους, αποτέλεσε δε και μέρος των αγορεύσεων των διαδίκων ενώπιον της Ολομέλειας.

 

  Όπως υποδείχθηκε και κατά τη συζήτηση προς τους εφεσίβλητους δεν υπήρξε από την αναθέτουσα αρχή «ακύρωση» του διαγωνισμού όπως λανθασμένα αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως όπου με την παράγραφο Α των θεραπειών καταγράφεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν άκυρη και παράνομη χωρίς έννομο αποτέλεσμα διότι αντί της οφειλόμενης επανεξέτασης, η διοίκηση «ακύρωσε» το διαγωνισμό.  Η απόφαση της αναθέτουσας αρχής ημερ. 22.10.2009, πράγματι δεν αναφέρεται σε ακύρωση διαγωνισμού, αλλά στο πραγματικό γεγονός ότι η ισχύς της προσφοράς είχε λήξει στις 15.3.2008 και κατά συνέπεια δεν υπήρχαν πλέον έγκυρες προσφορές με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία να θεωρείτο τερματισθείσα. Η επιστολή που απεστάλη στους εφεσίβλητους είχε ως εξής:

 

«Tender 18/2008

 

With reference to the above Tender, pursuant to the meeting of the Tender Board of the Ministry of Agriculture, Natural Resources and Environment of the 16th of October 2009 and our previous correspondence (your letter with the subject "Renewal of validity Tender - Tender 18/2008 from the Republic of Cyprus, Ministry of Agriculture, Natural Resources and Environment - Department of Fisheries and Marine Research" of the 27th of January 2009),we inform you that the validity of the Tender expired on the 15th of March 2009, therefore there are no valid Tenders and the whole procedure is terminated.

 

Eventually, we would like to inform you that new Tender will be published soon.»

 

        Πληροφοριακού χαρακτήρα πράξη έχει χαρακτηρισθεί από τη νομολογία, και έχει πλειστάκις επιβεβαιωθεί, ότι είναι εκείνη η θέση της διοίκησης η οποία απλά πληροφορεί τον διοικούμενο περί ορισμένης κατάστασης επί της νομικής ή πραγματικής πτυχής της υπόθεσης.  Στη Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, η Ολομέλεια με αναφορά στην προηγηθείσα Δημοκρατία ν. Sun Oil Bunkering Ltd  (1994) 3 C.L.R. 26, αποφάσισε ότι το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή, η γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Το κύριο χαρακτηριστικό της εκτελεστής πράξης, σύμφωνα και με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 236-237, είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης.  Αντίθετα, πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα είναι εκείνη που πληροφορεί τον διοικούμενο για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου και δεν εμπεριέχει βούληση της διοίκησης που δημιουργεί υποχρεώσεις στο διοικούμενο.  Στην απόφαση Μεταφορική Εταιρεία Λουβαρά «Μελ» Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 554, ECLI:CY:AD:2014:C911, η Πλήρης Ολομέλεια έκρινε ότι οι εκεί προσβαλλόμενες πράξεις δεν ήσαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αλλά απλού πληροφοριακού χαρακτήρα δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες είχαν με αυτές πληροφορηθεί για την ημερομηνία  ισχύος έναρξης των Συμβάσεων και για την ημερομηνία που οι σχετικές άδειας θα έχαναν την ισχύ τους αυτόματα και ως αποτέλεσμα της νομοθεσίας.

 

        Στην Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 196, κρίθηκε ότι επιστολή της διοίκησης με την οποία πληροφορείτο ο εφεσείων ότι όφειλε να προσκομίσει βεβαίωση του ΕΤΕΚ για την αρχιτεκτονική εργασία στο πλαίσιο αίτησης για άδεια οικοδομής ήταν μόνο πληροφοριακού χαρακτήρα χωρίς να περιλάμβανε απόφαση για απόρριψη της αίτησης, δεν ήταν εκτελεστού χαρακτήρα εφόσον δεν παρήγαγε νόμιμα αποτελέσματα, αλλά περιείχε πληροφόρηση για τα νομοθετικά ισχύοντα.

 

        Η επιστολή που έχει παρατεθεί πιο πάνω αυτούσια, δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη δεδομένου ότι η διοίκηση απλώς πληροφόρησε τους εφεσίβλητους περί της λήξης του διαγωνισμού, δηλαδή, της εκπνοής των προσφορών ώστε να μην υπήρχε πλέον σε ισχύ οτιδήποτε για να διεκπεραιωθεί περαιτέρω.  Όπως χαρακτηριστικά καταγράφηκε στην επιστολή δεν υπήρχαν έγκυρες προσφορές και η όλη διαδικασία τερματίζεται. Αυτό ήταν ένα αντικειμενικό δεδομένο, η πληροφόρηση περί του οποίου δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει έννομα αποτελέσματα στους εφεσίβλητους εφόσον εξ αντικειμένου η περαιτέρω διαδικασία των προσφορών ήταν αδύνατο να προχωρήσει. 

 

        Η σύγχυση που δημιουργήθηκε σχετιζόταν με το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η ακύρωση της προηγηθείσας απόφασης του Συμβουλίου Προσφορών στις 12.1.2009 δυνάμει των προνοιών του                  Κανονισμού 34(5)(β) της Κ.Δ.Π. 201/2007, που προνοεί ότι επί της διαπιστώσεως ότι κανένας από τους προσφέροντες δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους και στις προδιαγραφές των εγγράφων του διαγωνισμού, τότε μπορεί να αποφασιστεί ακύρωση του διαγωνισμού.  Η ακύρωση αυτής της απόφασης του Συμβουλίου Προσφορών από την Αναθεωρητική Αρχή οδήγησε την αναθέτουσα αρχή σε διαδικασία επανεξέτασης, κατά την οποία, όμως, διαπιστώθηκε ότι η παράταση που είχε ήδη δοθεί κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Αξιολόγησης μέχρι 15.3.2009, είχε ήδη περάσει.  Η αναθέτουσα αρχή δεν είχε άλλη επιλογή παρά να προβεί σ΄ αυτή την οφειλόμενη διαπίστωση και καθηκόντως να πληροφορούσε τους εφεσίβλητους  περί του γεγονότος αυτού.  Το δικαίωμα και η νόμιμη προσδοκία  των εφεσιβλήτων μετά την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν να τύχει η προσφορά τους επανεξέτασης.  Αυτό βεβαίως έγινε.  Όταν όμως κατά τη διαδικασία επανεξέτασης διαπιστώθηκε ότι ήδη ο διαγωνισμός είχε εκπνεύσει, η όλη διαδικασία τερματίστηκε καθηκόντως.

 

        Διαφορετική αντιμετώπιση θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η διοίκηση θα παρήγαγε νέα διοικητική πράξη επί εδάφους ανύπαρκτου.  Τέτοια ενέργεια της θα ήταν αλυσιτελής και ενάντια εν πάση περιπτώσει και στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής η οποία είχε διαπιστώσει ουσιώδη παρατυπία ώστε η όλη διαδικασία αξιολόγησης από την αναθέτουσα αρχή να ήταν «παράτυπη και παράνομη».  Έπεται ότι και επί της ουσίας η αναθέτουσα αρχή εκείνο που όφειλε να πράξει ήταν να αιτιολογούσε την απόφαση της περί της εν πάση περιπτώσει ακύρωσης του διαγωνισμού, ο οποίος μιαίνετο με το παράτυπο άνοιγμα των οικονομικών φακέλων.

 

        Η ακύρωση διαγωνισμού είναι επιτρεπτή στη βάση είτε των όρων του διαγωνισμού, είτε στη βάση των προνοιών των ισχυόντων Κανονισμών περί σύναψης συμβάσεων (Flecha Contracting Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 604), είτε στη  βάση οριστικής ανάκλησης της διαδικασίας διαπραγμάτευσης με ουσιαστική ακύρωση αν το αποτέλεσμα δεν θα είναι προς το δημόσιο συμφέρον, (CCC Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 427).

        Η αναθέτουσα αρχή εν πάση περιπτώσει δεν παραμένει δεσμευμένη εσαεί από την προηγούμενη απόφαση της και μπορεί να διαφοροποιηθεί για καλό λόγο μετά την επανεξέταση που διενεργεί μετά την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία και δεν εξομοιώνεται με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ώστε να δημιουργείται δεδικασμένο, όπως λανθασμένα αναφέρουν οι εφεσίβλητοι, (Vouros Healthcare Ltd v. Υπουργείου Υγείας (2012) 3 Α.Α.Δ. 316 και Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ν. Podium Engineering Ltd, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 192/2010, ημερ. 29.1.2016), ECLI:CY:AD:2016:C56.  Κατά μείζονα λόγο, εκπνεύσασα διαδικασία δεν μπορεί να δημιουργήσει έννομα αποτελέσματα.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση άλλων λόγων.

 

        Η έφεση επιτυγχάνει με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

 

                                                  Δ.

 

                                                Δ.

 

                                                Δ.

 

                                                Δ.

 

                                                Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο