ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C32
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 39/2014
(Υπ. Αρ. 227/2011)
28 Ιανουαρίου , 2020
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
T. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
APHRODITE HOTELS LTD,
Εφεσείοντες/Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η Αίτηση.
*********************
Κάτια Κακουλλή (κα), για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους Εφεσείοντες
Χρ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας , εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους
**********************
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα από τις 4/3/2002 ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και είχε ως κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα την εκμετάλλευση του ιδιόκτητου ξενοδοχείου με την επωνυμία Intercontinental Aphrodite Hills Resort Hotel στην Πάφο, το οποίο αποπερατώθηκε το Φεβρουάριο του 2005 και τέθηκε σε λειτουργία το Μάρτιο του ιδίου χρόνου.
Στα πλαίσια επίσκεψης ελέγχου από αρμοδίους λειτουργούς του ΦΠΑ που διήρκεσε από 8/8/2008 μέχρι 14/10/2009 εξετάστηκαν τα βιβλία, αρχεία και στοιχεία της εφεσείουσας που αφορούσαν στις φορολογικές περιόδους από 1/1/2005 μέχρι 30/9/2008, σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις της.
Ενόψει διαπιστώσεων κατά τον έλεγχο ότι οι φορολογικές δηλώσεις περιείχαν ανακρίβειες και σφάλματα ο Έφορος ΦΠΑ προέβη στην έκδοση της Βεβαίωσης Φόρου στη βάση του άρθρου 49(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(1)/2000) η οποία κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 18/11/2009, που ανέρχετο στο ποσό των €169.947,56.
Η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση, μέσω των ελεγκτών της, ημερ. 15/1/2010, με την οποίαν αποδέχετο μεν τα σημεία 1-9 της Βεβαίωσης αλλά αμφισβητούσε από το σημείο 10 το περιορισμό έκπτωσης του ποσού του Φόρου Εισροών ύψους €98.852,55 (ισάξιο σε Λ.Κ.57.855,83) που περιλαμβανόταν στο ποσό των €273.483,74 (ισάξιο σε Λ.Κ.125.066,02) και αφορούσε συμβουλευτικές υπηρεσίες που έλαβε στα πλαίσια σχετικής συμφωνίας παροχής υπηρεσιών ημερ. 1/11/2000, από την εταιρεία Lanitis Development Ltd για την κατασκευή του ξενοδοχείου της, σε τρεις περιπτώσεις μετά την εγγραφή της στο μητρώο του ΦΠΑ. Ήταν η θέση της ότι ως χρόνος παροχής των υπηρεσιών αυτών θα έπρεπε να θεωρηθεί η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου ημερ. 22/5/2005 της Lanitis προς αυτήν ούτως ώστε να αποτελούν συνεχείς παροχές και εξ ολοκλήρου φορολογητέες συναλλαγές και ο αντίστοιχος ΦΠΑ να εκπίπτει στην ολότητά του.
Με την επιστολή του ημερ. 10/12/2010 ο Έφορος απέρριψε την ένσταση της εφεσείουσας για τους λόγους που αναφέρει στην επιστολή του και τους οποίους παραθέτουμε κατωτέρω για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
"1. Μετά από ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που περιέχονται στον προσωπικό σας φάκελο - με έμφαση στα σχετιζόμενα με την πιο πάνω βεβαίωση φόρου - και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην επιστολή σας αποφαίνομαι τα εξής:
(α) Ο ισχυρισμός σας ότι ποσό φόρου εισροών ύψους €98852.55 λανθασμένα έχει βεβαιωθεί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Σημειώστε ότι ενώ είχατε ειδοποιηθεί με σχετική επιστολή ημερομηνίας 20.6.2006 ότι δεν σας παρεχόταν το δικαίωμα να διεκδικήσετε την έκπτωση ολόκληρου του ποσού του φόρου εισροών που αναγραφόταν στο τιμολόγιο που σας έκδωσε εκ των υστέρων η
συνδεόμενη προς εσάς εταιρεία LANITIS DEVELOPMENT PUBLIC
LTD αφού μέρος του ποσού αφορούσε και αναλογούσε σε χρονική περίοδο πέραν των έξι μηνών πριν την εγγραφή σας στο Μητρώο Φ.Π.Α. εντούτοις δεν είχατε προβεί σε οποιαδήποτε διορθωτική εγγραφή στα βιβλία της επιχείρησης σας.
(β) Σημειώστε επίσης ότι ο πραγματικός χρόνος παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών προς εσάς ήταν όταν αυτές εκτελέστηκαν και τιμολογήθηκαν από τους παροχείς των υπηρεσιών προς την εταιρεία LANITIS DEVELOPMENT PUBLIC LTD και όχι όταν η πιο πάνω εταιρεία εκ των υστέρων και κατόπιν σχετικής αίτησης από την Υπηρεσία Φ.Π.Α. σας έχει τιμολογήσει. Ως εκ τούτου η εταιρεία LANITIS DEVELOPMENT PUBLIC LTD παρά το γεγονός ότι της δόθηκε το δικαίωμα να σας τιμολογήσει εκ των υστέρων και αναδρομικά δεν μπορούσε να μεταθέσει και τον πραγματικό χρόνο εκτέλεσης των συγκεκριμένων υπηρεσιών. Συνεπώς οι υπηρεσίες που εκτελέστηκαν και τιμολογήθηκαν από τους παροχείς των εν λόγω υπηρεσιών προς την εταιρεία LANITIS DEVELOPMENT PUBLIC LTD
κατά το χρονικό διάστημα από 30/6/2000 μέχρι 21/9/2002 και οι οποίες μεταπωλήθηκαν προς εσάς αφορούσαν και αναλογούσαν σε χρονική περίοδο πέραν των έξι μηνών από την ημερομηνία εγγραφής σας στο Μητρώο Φ.Π.Α.
2. Με βάση τα πιο πάνω σημεία και ελλείψει των οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων κρίνω ότι η ένσταση σας δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχονται από το άρθρο 51 Α των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2010 (95(Ι)/2000) την απορρίπτω. Κατά συνέπεια η βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε με την επιστολή μου ημερομηνίας 18.11.2009 εξακολουθεί να ισχύει."
Στη συνέχεια η εφεσείουσα προσέβαλε την απορριπτική απόφαση με την καταχώρηση στις 15/2/2011 της προσφυγής Αρ. 227/2011 στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε κατ' αρχάς της προδικαστικής ένστασης που υπέβαλε η εφεσίβλητη ότι δηλ. η εφεσείουσα στερείτο εννόμου συμφέροντος προώθησης της προσφυγής, ενόψει του αιτήματος των ελεγκτών της ημερ. 26/5/2005 για διόρθωση λάθους και διεκδίκησης έκπτωσης φόρου εισροών ύψους Λ.Κ.125.066,02 σε σχέση με τιμολόγιο της Lanitis για υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί από 30/6/2000 μέχρι 29/2/2004. Το Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση για το λόγο ότι η απάντηση του Εφόρου επί του αιτήματος της εφεσείουσας είχε καθοδηγητικό και πληροφοριακό χαρακτήρα, ώστε να προχωρούσε η εφεσείουσα στις ανάλογες διορθώσεις των λογαριασμών της. Η απόρριψη της προδικαστικής εξέτασης συνιστά το αντικείμενο αντέφεσης που καταχωρήθηκε από πλευράς εφεσίβλητης.
Μετά την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με την εξέταση των λόγων ακύρωσης, στους οποίους κυρίαρχο στοιχείο έκρινε ότι κατείχε η θέση της εφεσείουσας ότι η παρούσα περίπτωση ενέπιπτε κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 45(1) του Νόμου 95(Ι)/2000, οπότε αυτή δικαιούτο στην έκπτωση που προβλέπεται από τον Κανονισμό 74(2)(δ) της ΚΔΠ 314/2001.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους λόγους ακύρωσης υπό το φως της σχετικής νομοθεσίας και επιχειρηματολογίας των δικηγόρων των διαδίκων, έκρινε ότι ο Κανονισμός 45(1) τον οποίο επικαλείτο η εφεσείουσα προς υποστήριξη της εισήγησης της ότι ο χρόνος λήψης των υπηρεσιών από την Lanitis ήταν ο χρόνος έκδοσης των τριών τιμολογίων, οπότε δικαιούτο στο δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισφορών, δεν ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του και θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.
Κατέληξε δε ότι ορθά κρίθηκε από την εφεσίβλητη ότι οι υπηρεσίες της περιόδου από 3/6/2000 μέχρι 21/9/2002 που μεταπωλήθηκαν από τη Lanitis στην εφεσείουσα ως ξεχωριστές υπηρεσίες, είχαν παρασχεθεί σε αυτήν έξι τουλάχιστον μήνες πριν από την εγγραφή της εφεσείουσας στο μητρώο, οπότε και δεν της παρείχετο δικαίωμα έκπτωσης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 74(2)(δ) της ΚΔΠ 314/2001. Έκρινε τέλος αβάσιμες τις υπόλοιπες θέσεις της εφεσείουσας, τονίζοντας την παράλειψη συμμόρφωσης της με την υποχρέωση της παρουσίασης και αποκάλυψης των αναγκαίων στοιχείων για σκοπούς προσδιορισμού των φορολογικών της υποχρεώσεων με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των εξουσιών του Εφόρου, σύμφωνα με το άρθρο 49(1) του Νόμου, βεβαίωσης του ποσού. Ήταν η διαπίστωση του ότι στην παρούσα περίπτωση είχαν διερευνηθεί όλες οι πτυχές και τα ουσιώδη στοιχεία και ήταν πλέον στη διακριτική ευχέρεια του Εφόρου η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Απέρριψε δε την προσφυγή.
Η απορριπτική απόφαση εφεσιβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται αριθμός συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχουν κεντρικό άξονα τη διαπίστωση ότι ο ουσιώδης χρόνος παροχής των υπηρεσιών είναι ο χρόνος έκδοσης των τιμολογίων των ξένων εμπειρογνωμόνων προς τη Lanitis και όχι ο χρόνος της εκ των υστέρων τιμολόγησης προς την εφεσείουσα.
Ενόψει των συνθηκών της υπόθεσης κρίνουμε σκόπιμο όπως εξεταστεί κατά πρώτον η έφεση και ανάλογα με το αποτέλεσμα να προχωρήσουμε στην εξέταση της αντέφεσης.
Συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματα του υπό το κράτος της εσφαλμένης εντύπωσης ότι η Lanitis έκδωσε τιμολόγιο ημερ. 22/5/2005 για τις υπηρεσίες της στη βάση δικαιώματος που η εφεσίβλητη έδωσε στη Lanitis «για να τιμολογήσει εκ των υστέρων, το οποίο δεν ήταν δυνατό να μεταθέσει και τον πραγματικό χρόνο εκτέλεσης των υπηρεσιών». Στην πραγματικότητα όμως, σύμφωνα με την εισήγηση της, η Lanitis τιμολόγησε την εφεσείουσα με τρία τιμολόγια ημερ. 30/6/2002, 31/12/2002 και 22/5/2005 για τα ποσά των Λ.Κ.721.109,00 141.420,44 και 246.641,83 αντίστοιχα χωρίς όμως να περιλάβει το ποσό του ΦΠΑ. Η Lanitis στη συνέχεια τιμολόγησε το ποσό του ΦΠΑ δηλ. Λ.Κ.125.066, 02 με το τιμολόγιο ημερ. 22/5/2005.
Έχουμε ανατρέξει στο Φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας, όπου μέσω των τεκμηρίων διαφαίνεται η όλη διαδικασία που ακολούθησε η εφεσίβλητη προς το σκοπό βεβαίωσης του πληρωτέου ΦΠΑ, μαζί με τις διάφορες επιστολές που αντηλλάγησαν με τον Έφορο του ΦΠΑ. Εντοπίζεται η επιστολή ημερ. 26/5/2005 της εφεσείουσας προς τον Έφορο όπου η ίδια παραδέχεται ότι η Lanitis, την οποία αποκαλεί «συγγενική της εταιρεία», από παραδρομή δεν είχε εκδώσει τιμολόγια και δεν χρέωσε ΦΠΑ. Επισύναπτε δε τιμολόγιο με το οποίο η Lanitis χρέωνε την εφεσείουσα για ΦΠΑ με το ποσό των Λ.Κ. 125.066,02. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του όλη την αλληλογραφία που αντηλλάγη με τον Έφορο, εφόσον επισυνάπτετο στην ένσταση, που καταλήγει στην απόφαση του Εφόρου να δοθεί δικαίωμα έκπτωσης φόρου ύψους Λ.Κ.67.210,19 στη βάση της Κατάστασης των συναλλαγών που ετοίμασε η εφεσείουσα, που περιλάμβανε τα τρία τιμολόγια, τα οποία όμως ο Έφορος δεν αποδέχθηκε ότι εκδοθήκαν κατά το χρόνο που παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των τεκμηρίων διαπίστωσε ότι από την έρευνα των στοιχείων της Lanitis προέκυπτε ότι «τα τιμολόγια αγοράς των υπηρεσιών συμβούλων εκδίδονταν από τους προμηθευτές στο όνομα της και στη συνέχεια η Lanitis Ltd, χωρίς να εκδίδει τιμολόγια ΦΠΑ, μετέφερε με εσωτερικές εγγραφές το κόστος αγοράς των συγκεκριμένων υπηρεσιών στην αιτήτρια».
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του έκρινε ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 74(1)(δ) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 314/2001, για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στην εφεσείουσα σε χρόνο που προηγείτο των 6 μηνών από την ημερομηνία εγγραφής της στο Μητρώο ΦΠΑ δεν μπορούσε να παρασχεθεί δικαίωμα έκπτωσης. Παραθέτουμε αυτούσιο τον Κανονισμό 74(1)(δ) που διέπει το ζήτημα απαιτήσεων για απαλλαγή από ΦΠΑ, για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«74(1) Τηρουμένων των παραγράφων (2) και (8) πιο κάτω, με τη λήψη απαίτησης που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο (5) πιο κάτω, ο Έφορος δύναται να εξουσιοδοτήσει υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο να θεωρήσει ωσάν να ήταν φόρος εισροών—
....................................................................................
(2) Φ.Π.Α. δεν μπορεί να θεωρηθεί ως να ήταν φόρος εισροών δυνάμει της παραγράφου (1) πιο πάνω—
................................................................................
(δ) σε σχέση με υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί στο σχετικό πρόσωπο 6 μήνες ή περισσότερο πριν την ημερομηνία κατά την οποία το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ήταν, ή απαιτείτο να είναι, εγγεγραμμένο.»
Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι είναι και δική μας διαπίστωση ότι αφ' ης στιγμής ο Έφορος διέκρινε σφάλματα στα στοιχεία του Φακέλου της εφεσείουσας, ορθά ακολούθησε τη διαδικασία έκδοσης βεβαίωσης (βλ. LSE Lifestyle Enterprises Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 193 και George & Costas Tourist Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφ. 6/2012, ημερ. 15/1/2018), ECLI:CY:AD:2018:C14.
Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την πορεία που ακολούθησε ο Έφορος και την έρευνα στην οποίαν προέβη προς βεβαίωση του ποσού του ΦΠΑ, τις οποίες κρίνουμε ικανοποιητικές.
Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταγράφεται με λεπτομέρεια η κάθε εισήγηση από πλευράς των διαδίκων τις οποίες εξέτασε και προέβη στα συμπεράσματα του.
Δεν τέθηκε ενώπιον μας από μέρους της εφεσείουσας οτιδήποτε που να ανατρέπει τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη και αναιτιολόγητη η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει από τη συμφωνία μεταξύ της Lanitis και της εφεσείουσας ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες ήταν συνεχείς υπηρεσίες εν τη εννοία του Κανονισμού 45(1)(β).
Παραθέτουμε το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση στο οποίο διαφαίνεται ο τρόπος που το Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα:
«Δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της συμφωνίας ότι οι συμβουλευτικές και άλλες υπηρεσίες, οι οποίες θα αγοράζονταν από τους ξένους εμπειρογνώμονες για τις ανάγκες της ανέγερσης του ξενοδοχείου, αποτελούσαν υπηρεσίες παρεχόμενες για ορισμένη περίοδο «έναντι αντιπαροχής το όλο ή μέρος της οποίας καθορίζεται ή είναι πληρωτέο περιοδικώς ή από καιρό σε καιρό», μέσα στην έννοια του Κανονισμού 45(1).»
Παραθέτουμε στη συνέχεια τον Κανονισμό 45(1) που έχει ως πλαγιότιτλο «Συνεχείς παροχές υπηρεσιών»:
«45(1)Τηρούμενης της παραγράφου (2) πιο κάτω, όταν παρέχονται υπηρεσίες για ορισμένη περίοδο έναντι αντιπαροχής το όλο ή μέρος της οποίας καθορίζεται ή είναι πληρωτέο περιοδικώς ή από καιρό σε καιρό, οι υπηρεσίες αυτές θεωρούνται ότι παρέχονται χωριστά και διαδοχικά κατά το προγενέστερο από τα ακόλουθα χρονικά σημεία—
(α) Όταν λαμβάνεται πληρωμή από τον προμηθευτή σε σχέση με τις παροχές, ή
(β) όταν ο προμηθευτής εκδίδει τιμολόγιο Φ.Π.Α. αναφορικά με τις παροχές.»
Η εφεσείουσα εισηγείται ότι δεν τεκμηριώνετο από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία η διαπίστωση του ότι οι υπηρεσίες δεν ήταν συνεχείς και μάλιστα χωρίς να παρασχεθεί αιτιολογία. Με αναφορά στους όρους της συμφωνίας με την Lanitis, υπέβαλε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 45(1)(β) και θα έπρεπε συνεπώς να θεωρηθεί ότι οι υπηρεσίες παρέχοντο κατά την έκδοση του κάθε τιμολογίου για κάθε μια από τις παροχές και επρόκειτο όντως για συνεχείς υπηρεσίες για τις οποίες εκδόθηκαν τιμολόγια περιοδικά.
Είναι φανερό, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι υπηρεσίες που αφορούν τα τρία τιμολόγια και παρασχέθηκαν από τη Lanitis για την περίοδο από 30/6/2000 μέχρι 29/2/2004 δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συνεχείς ώστε να εφαρμόζετο ο Κανονισμός 45(1). Στη συμφωνία με τη Lanitis δεν υπήρχε σαφής καθορισμός της χρονικής περιόδου που παρέχοντο οι υπηρεσίες, ούτε ποιο μέρος της αντιπαροχής ποια περίοδο αφορά ή ποιο μέρος της αντιπαροχής για ποια περίοδο είναι πληρωτέα, όπως διαλαμβάνει η παράγραφος 1 του Κανονισμού.
Κρίνουμε ότι η αιτιολογία των πιο πάνω διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι επαρκής και πηγάζει από τα στοιχεία του Φακέλου και των διαφόρων εγγράφων του Φακέλου που εξέτασε ο Έφορος στα οποία γίνεται εκτενής αναφορά πιο πάνω στην απόφαση μας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χρόνος παροχής των υπηρεσιών από τη Lanitis είναι ο χρόνος έκδοσης των τιμολογίων από τους αλλοδαπούς παροχείς, που ήταν η περίοδος από 30/6/2000 μέχρι 29/9/2002.
Ήταν εισήγηση της εφεσείουσας ότι η πιο πάνω διαπίστωση ήταν αυθαίρετη, εφόσον δεν υποστηρίζεται από τους Κανονισμούς. Από την άλλη, συνεχίζει, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να γνωρίζει το πραγματικό χρόνο παροχής των υπηρεσιών αυτών.
Σύμφωνα με την θέση της εφεσίβλητης, την οποία ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει της συμφωνίας με τη Lanitis όπου οι υπηρεσίες λαμβάνοντο από τη Lanitis και αυτή πλήρωνε τους ξένους εμπειρογνώμονες για την παροχή των υπηρεσιών, η Lanitis έπρεπε να εφαρμόσει τη μέθοδο της αντίστροφης χρέωσης όπως αναφέρεται στη Βεβαίωση ημερ. 6/4/2005 προς τη Lanitis, που αυτή δεν εφάρμοζε. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, ασκώντας την εξουσία που του παρέχετο από το άρθρο 49 του Νόμου 95(1)/2000 ο Έφορος έκρινε ότι ο πραγματικός χρόνος παροχής των υπηρεσιών ήταν ο χρόνος που εκτελέστηκαν οι εργασίες και τιμολογήθηκαν από τους ξένους εμπειρογνώμονες προς τη Lanitis.
Ως εκ των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στο άρθρο 11(3) του περί ΦΠΑ Νόμου 246/1990 και το άρθρο 9(3) του περί ΦΠΑ Νόμου 95(Ι)/2000 μέχρι 172(Ι)/2003 που προνοούν ότι ο ΦΠΑ καθίσταται οφειλόμενος κατά το χρόνο παροχής των υπηρεσιών, έκρινε ότι για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι ξένοι εμπειρογνώμονες προς τη Lanitis από 30/6/2000 μέχρι 21/9/2002, οι οποίες μεταπωλήθηκαν στην εφεσείουσα, και τους αναλογούσε ΦΠΑ εκ ΛΚ57.855,83 δεν μπορούσε να παρασχεθεί δικαίωμα έκπτωσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 74(2)(δ) της ΚΔΠ314/2001. Κρίνουμε τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ότι ήταν ευλόγως επιτρεπτά στη βάση των ενώπιον του δεδομένων.
Ως προς την άλλη εισήγηση της εφεσείουσας ότι ακόμη και να λαμβάνετο υπόψη ο χρόνος τιμολόγησης λήψης των υπηρεσιών από τους παροχείς προς τη Lanitis, θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής ο Κανονισμός 48 των πιο πάνω Κανονισμών, που αναφέρεται σε υπηρεσίες στην οικοδομική βιομηχανία, σημειώνεται ότι τέτοια εισήγηση δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γεγονός που επισημαίνει και η δικηγόρος του εφεσίβλητου στο περίγραμμα αγόρευσης της. Συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο (βλ. Κανέλλης κ.ά. ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου (2004) 3 Α.Α.Δ. 426, Πολυβίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 494, Ανδρούλλα Μακκούλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφ. 104/2011 και 114/2011, ημερ. 18/10/2017 και xxx Σεργίου - Σουρουλλά ν. xxx Θεοχαρίδου Παπαευσταθίου, Αναθ. Έφ. 74/2013, ημερ. 10/10/2019).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Ενόψει της απόφασης μας αυτής η εξέταση της αντέφεσης από πλευράς εφεσίβλητης κατά της απόρριψης της προδικαστικής της ένστασης ως προς τη νομιμοποίηση της εφεσείουσας καταχώρησης της προσφυγής καθίσταται περιττή.
Τα έξοδα της έφεσης εκ €3.000 να πληρωθούν από την εφεσείουσα στην εφεσίβλητη. Καμιά διαταγή για τα έξοδα της αντέφεσης.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
T. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.