ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις. Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλέκος Ευαγγέλου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-01-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 206/2012 amp;amp; 50/2013, 30/1/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:C36

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 206/2012 & 50/2013)

(Υπ. Αρ. 48/2009, 49/2009, 50/2009 και 51/2009)

 

 

30 Ιανουαρίου 2020

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ,

ΓΙΑΣΕΜΗ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

      Αναθεωρητική Έφεση 206/2012

 

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση,

ν.

 

        xxxx ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

                                     xxxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

                                      xxxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητων/Αιτητών.

 

-------------------------------------

 

                                                    Αναθεωρητική Έφεση 50/2013

 

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση,

ν.

 

xxxx ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

 

Εφεσίβλητου/Αιτητή.

 

 

 

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

 

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.

 

 

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η άρνηση των εφεσειόντων να τοποθετήσουν τους εφεσίβλητους, τροχονόμους του Δήμου Λευκωσίας, στη μισθολογική κλίμακα Α5, οδήγησε τους τελευταίους να διεκδικήσουν δικαστικώς αυτή την αναβάθμιση.  Από μια προσφυγή καταχώρισαν έκαστος των τριών εφεσιβλήτων στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 206/2012 και μια προσφυγή καταχώρισε ο εφεσίβλητος στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 50/2013.     

 

 

Το Δικαστήριο και στις τέσσερις προσφυγές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες λανθασμένα δεν ικανοποίησαν το αίτημα και ακύρωσε την αρνητική απόφαση προς τους εφεσιβλήτους.

 

Θα παραθέσουμε το ιστορικό της υπόθεσης όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη διαδικασία, από τις Προσφυγές 48/2009, 49/2009 και 50/2009:

 

″Όλοι οι αιτητές προσελήφθηκαν ως τροχονόμοι στον καθ' ου η αίτηση Δήμο Λευκωσίας από τις 2/11/1998 επί δοκιμασία. Στην επιστολή προσφοράς διορισμού ημερ. 5/10/1998 επισυναπτόταν και το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας.

 

Κατά ή περί το έτος 1998 δημοσιεύτηκε το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του τροχονόμου (θέση πρώτου διορισμού) με τις συνδυασμένες κλίμακες Α2, Α5, Α7.

 

Στις 22/5/2000 ο καθ' ου η αίτηση Δήμος έστειλε επιστολή στους αιτητές πληροφορώντας τους ότι στις 18/5/2000 επικυρώθηκε ο επί δοκιμασία διορισμός τους στην υπηρεσία του Δήμου.

 

Σύμφωνα με τη σημείωση αρ. 2 του προαναφερόμενου σχεδίου υπηρεσίας οι υπάλληλοι θα προχωρούν από την κλίμακα Α2 στην κλίμακα Α5, μόλις φθάσουν στο σημείο της κλίμακας Α2 που αντιστοιχεί με την αφετηρία της κλίμακας Α5 και στη συνέχεια από την κλίμακα Α5 στην κλίμακα Α7 μόλις φθάσουν στο σημείο της κλίμακας Α5 που αντιστοιχεί με την αφετηρία της κλίμακας Α7. Αν όμως ευρίσκοντο σε σημείο της κλίμακας Α2 ψηλότερο από την αφετηρία της κλίμακας Α5 θα τοποθετούνται στην κλίμακα Α5 με βάση το μισθό τους στην κλίμακα Α2.

 

Είναι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι «κατά ή περί το Νοέμβριο του 2004» έφτασαν στο σημείο της κλίμακας Α2 που αντιστοιχεί με την αφετηρία της Α5 αλλά ο καθ' ου παρέλειψε να τους τοποθετήσει στην αφετηρία της Α5. Αντ' αυτού κατά ή περί την 2/11/2004 τους τοποθέτησε στη βαθμίδα 7 της κλίμακας Α2. Κατά ή περί τις 2/11/2008, οι αιτητές έφθασαν στην κλίμακα Α2 βαθμίδα 10 που αντιστοιχεί με τη 3η βαθμίδα της κλίμακας Α5 αλλά και πάλιν παρέλειψε ο καθ' ου η αίτηση να τους τοποθετήσει σ' αυτή την κλίμακα με αποτέλεσμα την καταχώρηση των παρουσών προσφυγών.″

 

 

Λόγω των αντικρουόμενων εκδοχών ως προς το ποιο ήταν το «εν ισχύι» σχέδιο υπηρεσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, διέταξε την προσαγωγή μαρτυρίας. Κατατέθηκαν ένορκες δηλώσεις αντιστοίχως και αντεξετάστηκαν η εκ των αιτητών εφεσίβλητη xxx Κωνσταντίνου και εκ μέρους των εφεσειόντων η ΜΠ, Λειτουργός, για θέματα προσωπικού στο Δήμο Λευκωσίας.

 

Για λόγους που εξηγούνται, πρωτοδίκως έγινε αποδεχτή η εκδοχή των εφεσιβλήτων.

 

Με τις δύο εφέσεις που καλύπτουν οκτώ λόγους η 206/2012 και έξι λόγους η 50/2013, οι εφεσείοντες αμφισβητούν αυτή τούτη την αξιολόγηση που έγινε πρωτοδίκως.

 

Α.Ε. 206/2012

Ο ευπαίδευτος συνήγορος, υποστήριξε, προωθώντας σωρευτικά τους λόγους έφεσης 1, 2 και 5, ότι το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εδράζεται στην παραγνώριση των εγγράφων που κατατέθηκαν και περιλαμβάνονται στους διοικητικούς φακέλους. Το επίμαχο σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορούσε να είναι άλλο, πρόσθεσε ο κ. Πολυβίου, παρά αυτό που υιοθετήθηκε από το Δήμο Λευκωσίας στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που επέβαλλε ο προϋπολογισμός του 1996 (Ν. 8(ΙΙ)/1996). Αυτό καθόριζε και τις υποχρεώσεις των εφεσειόντων έναντι των εφεσιβλήτων.

 

Όπως είναι παγίως νομολογημένο, στη διοικητική δίκη την πρωτοβουλία έναρξης και προσδιορισμού του αντικειμένου της δίκης, έχει βασικά ο αιτητής. Τη διαμόρφωση όμως της δικαστικής κρίσης επί των εγειρομένων θεμάτων έχει, κατά κύριο λόγο, ο διοικητικός δικαστής. Η διοικητική δίκη έχει εξεταστικό και ανακριτικό χαρακτήρα, προσφέροντας στο δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως θέματα τα οποία πηγάζουν από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, χωρίς να υπάρχει ο περιορισμός διατήρησης του πλαισίου που ήδη οι διάδικοι έθεσαν για σκοπούς προώθησης της υπόθεσης τους. Η εξεταστική διαδικασία για την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων επαφίεται στην κρίση του διοικητικού δικαστή, ο οποίος έχει το καθήκον συγκέντρωσης όλων των πραγματικών περιστατικών τα οποία συνθέτουν την υπό κρίση υπόθεση.

 

Επί του προκειμένου, υπήρχε και προβλήθηκε από τους εφεσίβλητους - αιτητές σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο ήταν διάφορο από το σχέδιο υπηρεσίας το οποίο οι εφεσείοντες - καθ'ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι ίσχυε σε σχέση προς τους πρώτους. Έχοντας μια τέτοια διάσταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στο να ακούσει, επί του προκειμένου, μαρτυρία. Αυτό έγινε και στις δύο περιπτώσεις - προσφυγές που είχαν ενώπιον τους δύο διαφορετικοί Δικαστές. (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 A.A.Δ. 257, Παφιτανής ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 247).

 

Το Δικαστήριο πρέπει να έχει πάντοτε κατά νου τον εξεταστικό χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας και πρωταρχικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας. (Βλ. Petrolina Ltd κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, (2002) 4(Α) Α.Α.Δ. 321). Στο πλαίσιο ικανοποίησης του εν λόγω παράγοντα απαιτείται η διεξαγωγή ελέγχου κατά πόσο η μαρτυρία αυτή είναι εύλογα σχετική και αποδεικνύει συγκεκριμένο επίδικο θέμα. (Βλ. Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106.) Σε αντίθετη περίπτωση το ίδιο το Δικαστήριο θα επεδίωκε την αναζήτηση τέτοιας μαρτυρίας. (Βλ. Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72).

 

Παραπονείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων γιατί το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι. Το σχέδιο υπηρεσίας που υπήρχε στους διοικητικούς φακέλους ήταν, και έπρεπε, κατά την εισήγησή του, να αποτελέσει τη βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Ευθαρσώς, παραδέχτηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι, το σχέδιο υπηρεσίας δεν έχει δημοσιευθεί. Τούτου δοθέντος παρέμεινε ως εσωτερικό κείμενο που δεν δημοσιεύτηκε - δεν γνωστοποιήθηκε προς τρίτους - συνεπώς, δεν ήταν στοιχείο αντικειμενικό το οποίο μπορούσε να αποτελέσει τη στέρεη βάση επί της οποίας το Δικαστήριο να εξαγάγει συμπεράσματα. Η εισήγηση ότι η μαρτυρία της κας Μ.Π., δεν έγινε αποδεχτή πρωτοδίκως, επειδή αυτή είχε προσληφθεί στο Δήμο Λευκωσίας μετά το 1998, επίδικη περίοδο πρόσληψης των αιτητών, είναι λανθασμένη, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Κατ' αρχάς υπάρχει ένα αναντίλεκτο χρονικό κενό. Η πρόσληψη της κας Μ.Π. είχε γίνει δύο περίπου χρόνια (4 Ιανουαρίου 2010) μετά από την πρόσληψη των εφεσιβλήτων. Συνεπώς, ευλόγως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή  δεν μπορούσε να γνωρίζει τις λεπτομέρειες που προηγήθηκαν της αποστολής επιστολών διορισμού των εφεσιβλήτων με περιεχόμενο την ανέλιξη στις κλίμακες, χωρίς χρονικό περιορισμό.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε θεωρήσει, τη μαρτυρία που προσέφεραν οι εφεσίβλητοι, ως πιο πειστική. Σημειώνουμε επί του προκειμένου ότι η επιστολή διορισμού με επισύναψη του σχεδίου υπηρεσίας χωρίς χρονικό περιορισμό, δεν αμφισβητήθηκε ότι ήταν στην κατοχή των εφεσιβλήτων.

 

Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 5 κρίνονται απορριπτέοι.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του τη μαρτυρία που προσκομίστηκε στην Προσφυγή 49/2009 για τις Προσφυγές 48/2009 και 50/2009.

 

Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν. Δεν είχε, σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, εγερθεί οποιοδήποτε θέμα για διαφοροποίηση των γεγονότων μεταξύ των τριών συνεκδικαζόμενων προσφυγών. Δόθηκε μαρτυρία από μια εκ των εφεσιβλήτων, τότε αιτητών, και δεν υπήρχε αναγκαιότητα να δοθεί μαρτυρία απ' όλους τους αιτητές, όταν το αντικείμενο των προσφυγών ήταν το ίδιο και η προβληθείσα θέση των εφεσειόντων επίσης η ίδια.

 

Ο τρίτος λόγος κρίνεται ανεδαφικός.

 

Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης ουσιαστικώς επαναλαμβάνουν όσα έχουν εκτεθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης αμφισβητείται η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης άρνησης. Όπως αναφέρεται με το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, η επίκληση της άρνησης εδραζομένης σε μη νομική υποχρέωση, δυνάμει νόμου ή κανονισμού, δεν αποτελεί «άρνηση» στη βάση του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

 

Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να επιτύχει, καθότι εδράζεται στη μη αποδεχθείσα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, όπως εξηγείται πιο πάνω, θέση ότι στο σχέδιο υπηρεσίας, δυνάμει του οποίου διορίστηκαν οι εφεσίβλητοι, υπήρχε η πρόνοια για το χρονικό ορόσημο (της 16ης Φεβρουαρίου 1996).

 

Το έννομο συμφέρον, που προτάθηκε με τον έβδομο λόγο έφεσης, δεν υπήρξε ποτέ καθότι το σχέδιο υπηρεσίας, που εφαρμοζόταν, ήταν αυτό που υπήρχε στους φακέλους των εφεσειόντων, συνεπώς, κακώς πέτυχαν οι καταχωρηθείσες προσφυγές των εφεσιβλήτων.

 

Και πάλι παρατηρούμε ότι το όλο επιχείρημα εδράζεται στην απορριφθείσα θέση ότι το «εν ισχύι» σχέδιο υπηρεσίας ήταν αυτό που υπήρχε στους φακέλους του Δήμου Λευκωσίας. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όπως ήδη αποφασίσαμε.

 

Όταν η διοίκηση αντιλαμβάνεται εσφαλμένως την ύπαρξη ή μη ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επηρέασαν την κρίση της και επ' αυτών στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, τότε υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα.

 

Το ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν με πλάνη περί τα πράγματα ήτοι, έδωσαν αρνητική απάντηση στο αίτημα για ανέλιξη των εφεσειόντων, είναι έκδηλο. Κατ' αντίθεση με ό,τι προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Η ύπαρξη της επιστολής διορισμού, που οι εφεσείοντες τότε, κατά το στάδιο πρόσληψης των εφεσιβλήτων, έδωσαν, με την επισύναψη του σχεδίου υπηρεσίας που πρόσφερνε τη δυνατότητα μισθολογικής ανέλιξης, χωρίς αναφορά στο χρονικό περιορισμό (της 16ης Φεβρουαρίου 1996), ουδόλως λήφθηκε υπόψη.

 

Το όλο θέμα εντάσσεται και κάτω από την αρχή της καλής πίστης, που ρυθμίζεται και νομοθετικά με το άρθρο 51 του περί                   Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), υπό το γενικό τίτλο «Αρχές της Χρηστής Διοίκησης». Με το άρθρο 50 του ίδιου Νόμου επιβάλλεται στο διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να ενεργεί σύμφωνα με το «περί δικαίου αίσθημα» εφαρμόζοντας τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις αποφεύγοντας «ανεπιεικείς και άδικες λύσεις». 

 

Η διατύπωση που απαντάται στην υπόθεση Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Γιαννάκη Τσικκουρή κ.ά., Α.Ε. 19/2011, ημερ.                      22 Δεκεμβρίου 2016, αναφορικά με την καλή πίστη που αναμένεται ότι θα έπρεπε να διέπει κάθε ενέργεια της διοίκησης, είναι, κατά τη γνώμη μας, πολύ εύστοχη:

 

«Προκύπτει από τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων και του Στ.Ε., ότι η αρχή της καλής πίστης οριοθετείται αρνητικά παρά θετικά: Τι δεν πρέπει να πράττει η διοίκηση η οποία οφείλει να μην εξαπατά, να μην αιφνιδιάζει, να μην διαταράσσει και να μην καταταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο, ο οποίος ενεργεί καλή τη πίστει. Η δε διοίκηση κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων θα πρέπει να μην οδηγείται σε άδικες και ανεπιεικείς λύσεις. (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, σελ. 211-212, Π. Δαγτόγλου, Αθήνα - Κομοτινή, 2004 και Α.Ν. Λοΐζου, Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 355, Λευκωσία 2001).

 

Προκύπτει ότι για να απαντηθεί αν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης θα πρέπει να εξεταστεί, αν η διοίκηση έχει εκμεταλλευτεί μια κατάσταση από την οποία προκύπτει πλάνη, απάτη ή απειλή, ζήτημα που ανάγεται ιδιαιτέρως στο κώλυμα που δημιουργείται στη διοίκηση να επικαλεστεί τις ίδιες τις παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης ή να αρνείται στον ιδιώτη την υπέρ του συναγωγή των ωφελημάτων και νομίμων συνεπειών που προκύπτουν από την εν λόγω κατάσταση. (Tamassos Tabacco Suppliers & Co. v. Της Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60

 

Επί του προκειμένου, η καλή πίστη, που πραγματεύεται ο έκτος λόγος έφεσης, εδράζεται στην πεποίθηση των εφεσειόντων ότι ενεργούσαν στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, χωρίς διακρίσεις.

 

Τέτοια εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή. Υπήρχε ένα νομικό καθεστώς που δημιουργήθηκε με την εργοδότηση των εφεσιβλήτων, στη βάση της επιστολής πρόσληψης, περιλαμβανομένου του προταθέντος προς αυτούς σχεδίου υπηρεσίας, άνευ χρονικού περιορισμού.

 

Η μονομερής διαφοροποίηση που έγινε από τους εφεσείοντες, με την άρνηση υλοποίησης των συμφωνηθέντων, σαφώς αποτελεί ενέργεια με την οποία πλήττεται και παραβιάζεται η αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις ενέργειες της διοίκησης, όπως την έχουμε αναλύσει πιο πάνω.

 

Συνεπώς, οι λόγοι 4, 6, 7 και 8 κρίνονται απορριπτέοι.

 

Με βάση τα πιο πάνω, οι εφέσεις απορρίπτονται με €3.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

 

 

                                                Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

                                               

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο