ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C14
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 160/2013)
(Υπόθεση Αρ. 958/2018)
13 Ιανουαρίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2) ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
- ΚΑΙ -
xxxx ΑΓΡΟΤΗ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή
-----------------------------------------------
Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), για τους Εφεσείοντες.
Α. Αγρότου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τα γεγονότα της υπό κρίσης έφεσης είναι απλά, τουλάχιστον όπως αυτά απορρέουν από τα τεθέντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία.
Ο εφεσίβλητος- αιτητής πρωτοδίκως - εισήγαγε στις 22.1.2007 ένα μεταχειρισμένο όχημα τύπου Mercedes C180 με σκοπό να το θέσει σε ανάλωση. Για το σκοπό αυτό απαιτείται η καταβολή τυχόν αναλογούντων φόρων, δασμών ή τελών στη βάση του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/2004. Συναφώς συμπληρώθηκε και καταχωρήθηκε η σχετική ηλεκτρική διασάφηση στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων, γνωστού ως «Θησέας». Το Τμήμα Τελωνείων, σε επιθεώρηση του οχήματος, αλλά και σε σύγκριση των δηλωθέντων στοιχείων με τα σχετικά έγγραφα επέβαλε, μετά από το σχετικό υπολογισμό, φόρο ύψους ΛΚ2.024,00 ισοδύναμο με €3.458,00. Στο πεδίο 44.7 της διασάφησης σημειώθηκε ότι ο εφεσίβλητος πλήρωσε το ποσό υπό διαμαρτυρία και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του. Προστίθεται, όμως, όπως ορθά διαπιστώνει η Δημοκρατία στο περίγραμμα της, αλλά και στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι ουδέποτε διευκρινίστηκε ο λόγος για την επιφύλαξη αυτή, ούτε και αιτιολογείται στην ίδια τη διασάφηση ο λόγος της διαμαρτυρίας.
Πολύ αργότερα στις 15.10.2019, ο εφεσίβλητος αιτήθηκε την επιστροφή του πιο πάνω καταβληθέντος ποσού λόγω του γεγονότος ότι το Τμήμα Οδικών Μεταφορών διαπίστωσε κατά την προσπάθεια εγγραφής του οχήματος ότι το πλαίσιο του οχήματος ήταν παραποιημένο. Το Τμήμα Τελωνείων απέρριψε στις 26.4.2010 το αίτημα στηριζόμενο στο άρθρο 27 του πιο πάνω Νόμου και ότι η διαπίστωση του παραποιημένου πλαισίου έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο της νόμιμης πράξης θέσης σε ανάλωση του οχήματος. Ο φόρος συνεπώς ήταν οφειλόμενος κατά πάντα χρόνο και η επιστροφή του ήταν εκτός των συναφών διατάξεων του εν λόγω άρθρου.
Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης, η δε προσφυγή του στέφθηκε με επιτυχία υπό το φως των αναπτυχθέντων εκ μέρους του επιχειρημάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Τμήμα Τελωνείων δεν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων. Θεώρησε ότι η έρευνα δεν ήταν επαρκής εφόσον για να θεωρείται ως τέτοια πρέπει να επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το εξεταζόμενο ζήτημα. Εναπόκειτο συνεπώς στη διοίκηση να επιλέξει τον τρόπο εκπλήρωσης της πιο πάνω υποχρέωσης, υποχρέωση όμως που απέτυχε να εκπληρώσει δεδομένου ότι δεν διερεύνησε ό,τι ο εφεσίβλητος είχε θέσει ενώπιον της με την επιστολή του και έπρεπε να μην περιοριζόταν στο ότι όσα είχαν τεθεί προέκυψαν σε χρόνο μεταγενέστερο της πράξης. Περαιτέρω έκρινε ότι ο φυσικός έλεγχος που έγινε ήταν τυπικός. Όφειλε συνεπώς η διοίκηση να ερευνούσε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και μπορούσε, αν ήθελε, να ζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Να λεχθεί ότι στην πορεία του σκεπτικού του το Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση που ήγειρε η Δημοκρατία ότι ο εφεσίβλητος δεν υπέβαλε ένσταση εντός της προνοούμενης στο άρθρο 139 του Νόμου προθεσμίας των 60 ημερών, η οποία με την σειρά της αποτελεί προϋπόθεση για ενεργοποίηση της προθεσμίας των 75 ημερών που καθορίζεται στο Άρθρο 146.2 του Συντάγματος. Ο λόγος της απόρριψης ήταν ότι η διοίκηση δεν είχε πληροφόρηση περί της παραποίησης του πλαισίου προηγουμένως, ο δε έλεγχος που διενήργησε ήταν τυπικός. Συνεπώς ήταν χωρίς έρεισμα η εισήγηση ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να υποβάλει ένσταση. Δεν έχει εφεσιβληθεί η προδικαστική απόρριψη και συνεπώς δεν χρειάζεται να απασχολήσει περαιτέρω.
Οι τέσσερεις λόγοι έφεσης εστιάζουν, κατά τη θέση της εφεσείουσας Δημοκρατίας, στο ότι λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε την έρευνα του Τμήματος Τελωνείων τυπική, ή ότι η απόφαση του ήταν αναιτιολόγητη ή αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και ότι λανθασμένα εφάρμοσε το άρθρο 27 του Νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης. Οι λόγοι έφεσης είναι στην ουσία αλληλένδετοι και έτσι μπορούν να συνεξεταστούν. Η ουσία τους είναι ότι κατά το χρόνο επιβολής του φόρου κατανάλωσης, ο φόρος ήταν οφειλόμενος στη βάση όλων των στοιχείων και δεδομένων που είχε η διοίκηση ενώπιον της υπό το φως και της φιλοσοφίας που διέπει την επιβολή του δυνάμει του Νόμου που παραπέμπει σε επιβολή φόρου καθιστάμενου απαιτητού όταν προϊόντα εισάγονται στη Δημοκρατία ανεξάρτητα από την προτιθέμενη χρήση των προϊόντων ή τυχόν ελαττωματικότητα τους. Η μόνη νομοθετική διάταξη στην περίπτωση που ήταν σχετική ήταν το άρθρο 27, το οποίο και δεν εφαρμοζόταν εφόσον ο φόρος κατά τη θέση του οχήματος σε ανάλωση ήταν οφειλόμενος και δεν προβλέπεται εκεί δυνατότητα εξαίρεσης ή επιστροφής φόρου όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις.
Ο έλεγχος του οχήματος δεν ήταν τυπικός, αλλά αντίθετα ήταν εντός του ενδεδειγμένου τρόπου ενέργειας της διοίκησης και στη βάση των όσων ο αιτητής δήλωσε στη διασάφηση. Ο έλεγχος διενεργείται στη βάση ανάλυσης κινδύνου χρησιμοποιώντας αυτοματοποιημένες τεχνικές επεξεργασίες που αποσκοπούν στον εντοπισμό και ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων. Στόχο έχουν την αναγνώριση και ταυτοποίηση των εμπορευμάτων, τη λήψη δειγμάτων, τον έλεγχο της δασμολογικής κατάταξης, της αξίας, της ποσότητας, των εγγράφων που παρουσιάζονται και άλλα συναφή δεδομένα.
Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου είναι βασικά ότι αναγκάστηκε στο τέλος να καταβάλει φόρο για όχημα που δεν μπορούσε να εγγράψει και να κυκλοφορήσει στη βάση της απόφασης άλλου τμήματος της διοίκησης η οποία ερευνώντας το όχημα διαπίστωσε παραποίηση του πλαισίου του. Επομένως το Τμήμα Τελωνείων δεν προέβηκε σε δέουσα έρευνα ως όφειλε να πράξει με αποτέλεσμα να είχε εμποδιστεί να χρησιμοποιήσει το όχημα παρά το γεγονός ότι πλήρωσε το φόρο. Η απόφαση της ίδιας της Δημοκρατίας, μέσω άλλου κυβερνητικού Τμήματος, αποτέλεσε κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το διοικητικό όργανο. Δεν πρέπει να δημιουργούνται καταστάσεις πλάνης, ή η διοίκηση να ενεργεί αντιφατικά σε βλάβη του διοικούμενου. Το ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 27, αλλά με τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας τόσο κατά την εισαγωγή του οχήματος, όσο και κατά την εξέταση των ισχυρισμών του εφεσίβλητου όταν αναγκάστηκε να ζητήσει την επιστροφή του ποσού που πλήρωσε ως φόρο.
Εξετάζοντας την έφεση κρίνεται ότι αυτή πρέπει να επιτύχει. Ο λόγος είναι βασικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας ότι η διοικητική πράξη ήταν ακυρωτέα, βάσισε το σκεπτικό του στην έλλειψη δέουσας έρευνας. Όμως η έρευνα ήταν επαρκής από όλες τις απόψεις. Το σύστημα «Θησέας» χρησιμοποιείται από το Τμήμα Τελωνείων για τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων εισαγωγής του εμπορεύματος υπό το φως των πληροφοριών που ο ίδιος ο εισαγωγέας ή ο αντιπρόσωπος του καταγράφει στη σχετική διασάφηση. Το πλαίσιο λειτουργίας του ηλεκτρονικού συστήματος «Θησέας» έχει τεθεί κατά καιρούς ενώπιον των Δικαστηρίων και έχει αποτελέσει αντικείμενο αναφοράς, (δέστε ενδεικτικά τις A.A.Pilottos Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1804/2012, ημερ. 14.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D12, P.P. Body Art Gym Ltd v. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 577, Empex Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1295/2009, ημερ. 14.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:D256, Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 413/2009, ημερ. 22.6.2010, κ.ά.).
Ο έλεγχος σ΄ ότι αφορά το Τμήμα Τελωνείων διενεργείται στη βάση των στοιχείων που καταγράφονται στη διασάφηση. Αυτοματοποιημένα επιβάλλεται ο φόρος ανάλογα με την κατάταξη των εμπορευμάτων ως προς το είδος και την ταυτοποίηση τους. Όπως δείχνουν οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα μετελέγχου προς είσπραξη πρόσθετων οφειλόμενων στη βάση των γεγονότων συγκεκριμένης περίπτωσης, ή, και ως αποτέλεσμα δειγματοληπτικού ελέγχου. Κατά πάγια νομολογία, η έρευνα είναι δέουσα ή επαρκής εφόσον επεκτείνεται σε κάθε διαθέσιμο στοιχείο και γεγονός που σχετίζεται με την υπόθεση. Η έκταση και η μορφή της έρευνας που το διοικητικό όργανο υποχρεούται να διεξάγει κατά περίπτωση είναι συνυφασμένη με τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, (Logicom Public Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2014) 3 Α.Α.Δ. 16, ECLI:CY:AD:2014:C24). Η αναθεώρηση από το Δικαστήριο στοχεύει στην εξέταση κατά πόσο η έρευνα που είχε γίνει ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη έχοντας υπόψη όλα τα στοιχεία και τους παράγοντες που είναι σχετικοί με το αντικείμενο της έρευνας, (Χωματένος ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 120).
Υπό το φως της νομολογίας, διερωτάται κάποιος τι περαιτέρω έρευνα θα μπορούσε να κάμει το Τμήμα Τελωνείων εναντίον της απόφασης του οποίου στράφηκε η προσφυγή. Ορθά η Δημοκρατία στην έφεση της εντοπίζει τον τρόπο λειτουργίας του Τμήματος Τελωνείου μέσω του συστήματος «Θησέας», όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Τα στοιχεία της διασάφησης ελέχθηκαν ως προς την ορθότητα τους με το υπό αναφορά όχημα στο οποίο διενεργήθηκε και φυσικός έλεγχος που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυπικός. Το διαπιστωθέν πρόβλημα ήταν εξειδικευμένου τύπου αφορώντα στο πλαίσιο του οχήματος, η παραποίηση του οποίου διαπιστώθηκε μεταγενέστερα κατά την προσπάθεια εγγραφής από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών. Ήταν σαφώς στοιχείο μεταγενέστερο το οποίο ουδόλως αφορούσε το Τμήμα Τελωνείων το οποίο είχε την ευθύνη επιβολής φόρου, εάν και εφόσον το συγκεκριμένο όχημα επέφερε φορολογία, αφού εξέταζε τα δεδομένα του για σκοπούς τελωνειακής εισαγωγής και φορολογίας και όχι για εγγραφή του ως όχημα το οποίο θα κυκλοφορούσε εντός της Δημοκρατίας.
Ως προς τη θέση του Δικαστηρίου ότι έπρεπε η έρευνα να αφορούσε και τα όσα ο εφεσίβλητος ανέφερε στην επιστολή του με την οποία ζήτησε την επιστροφή του φόρου, αυτή επίσης ελέγχεται ως λανθασμένη για δύο λόγους: πρώτον η διαπίστωση της παραποίησης δεν αφορούσε το Τμήμα Τελωνείων και ήταν μεταγενέστερη των δεδομένων που ο εφεσίβλητος δήλωσε και είχαν ελεγχθεί από το Τμήμα. Δεύτερο, η προσβαλλόμενη πράξη ασφαλώς και αφορούσε ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 27, το οποίο και έχει ως εξής:
«27.(1) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει καταβάλει στο Διευθυντή οποιοδήποτε ποσό φόρου κατανάλωσης το οποίο δεν ήταν οφειλόμενο, ολόκληρο ή μέρος αυτού, τότε ο Διευθυντής είναι υπόχρεος να επιστρέψει στο πρόσωπο αυτό ολόκληρο το ποσό αυτό ή τη διαφορά αυτού.»
Πράγματι η εφεσείουσα Δημοκρατία ορθά εισηγείται ότι το άρθρο αυτό δεν αφήνει περιθώρια για επιστροφή καταβληθέντος φόρου εφόσον διαπιστωθεί ότι ο φόρος ήταν «οφειλόμενος». Ο φόρος εδώ ήταν σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, «οφειλόμενος» δυνάμει της ελεγχθείσας διασάφησης και της ταξινόμησης του οχήματος σε ορισμένη κατηγορία και κλάση. Για τους σκοπούς της τελωνειακής νομοθεσίας υπήρχε οφειλόμενος φόρος κατανάλωσης. Η εγγραφή του οχήματος για κυκλοφορία ήταν ξέχωρη διαδικασία που αφορούσε άλλο Τμήμα της διοίκησης. Η πληρωμή του οφειλόμενου φόρου υπό διαμαρτυρία δεν είχε οποιαδήποτε επίπτωση επί της νομιμότητας της διοικητικής πράξης περί επιβολής φόρου κατανάλωσης όχι μόνο γιατί δεν είχε εξηγηθεί ο λόγος της διαμαρτυρίας (δεν φαίνεται να υπήρξε διαμαρτυρία ως προς το ύψος του επιβληθέντος φόρου), αλλά ούτε και αποτέλεσε αντικείμενο της προσφυγής.
Έπεται ότι η θέση του Δικαστηρίου, όπως συνάγεται από το σκεπτικό του, ότι ήταν αναγκαία η διερεύνηση των ισχυρισμών του εφεσίβλητου περί παραποίησης του πλαισίου, με τη συλλογή πληροφοριών και στοιχείων από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, είναι εσφαλμένη εφόσον δεν θα είχε οποιαδήποτε επίπτωση με δεδομένο ότι ο φόρος ήταν κατά το χρόνο θέσης του οχήματος σε ανάλωση, νόμιμα οφειλόμενος.
Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ