ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C31
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 127/2014
(Υπ. Αρ. 986/2011)
28 Ιανουαρίου, 2020
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
Τ.ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η Αίτηση.
*********************
Α. Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα - Αιτήτρια
Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας μαζί με Θάσο Χατζηλούκα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η Αίτηση
Άντης Κωνσταντίνου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος
**********************
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η διαδικασία της πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας καλύπτει ένα μεγάλο ιστορικό που ξεκινά το 2001 με την προαγωγή της Παπασάββα, εφεσείουσας, στην επίδικη θέση και καταλήγει μετά από επανεξέταση σε τέσσερις περιπτώσεις, κατόπιν επιτυχίας αριθμού προσφυγών, στην προαγωγή για πρώτη φορά της Κούλουμου, εφεσίβλητης, στην επίδικη θέση.
Παραθέτουμε συνοπτικά το ιστορικό για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
Εναντίον της αρχικής απόφασης της ΕΔΥ το 2001 με την οποία προήχθη η εφεσείουσα ασκήθηκε η προσφυγή Αρ. 262/2001 στην οποίαν εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 15/1/2002 λόγω του ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε τα προσόντα της θέσης. Ακολούθησε η καταχώρηση της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 3390/2002 που είχε ως αποτέλεσμα την επικύρωση στις 15/6/2005 της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Παπασάββα ν. Κούλουμου (2005) 3 Α.Α.Δ. 235). Ενόψει της εξέλιξης αυτής η ΕΔΥ προέβη σε επανεξέταση πλήρωσης της θέσης η οποία με απόφαση της προήξε αναδρομικά την εφεσείουσα από την 1/2/2001. Κατά της νέας απόφασης καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ.' αρ. 337/2002 η οποία επίσης με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 3/12/2003 είχε επιτυχή κατάληξη για τον ίδιο περίπου λόγο με την προηγούμενη. Η απόφαση αυτή δεν εφεσιβλήθηκε. Κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης η ΕΔΥ αποφάσισε εκ νέου την προαγωγή της εφεσείουσας, απόφαση που προσβλήθηκε με την προσφυγή Αρ. 144/2004. Με την απόφαση του ημερ. 26/10/2005 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν διαπίστωσης του ότι η κρίση της ΕΔΥ ότι η εφεσείουσα πληρούσε τα προσόντα της θέσης ήταν λανθασμένη εφόσον το μεταπτυχιακό ή το διδακτορικό που κατείχε δεν τη νομιμοποιούσε στη διεκδίκηση της θέσης, θέμα που έκρινε ότι απαντήθηκε δεσμευτικά με την απόφαση της Ολομέλειας στην προηγηθείσα Αναθεωρητική Έφεση. Η έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης αυτής αποσύρθηκε στην πορεία.
Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ΕΔΥ έκρινε ορθό όπως κατά την τρίτη επανεξέταση λάβει υπόψη της και νέα στοιχεία, ιδιαίτερα το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 9/1/2006 με το οποίο αναγνωρίζετο η ισοτιμία και αντιστοιχία του πτυχίου της Σχολής Κοινωνικής Πρόνοιας των Αθηνών που κατείχε η εφεσείουσα με πανεπιστημιακό τίτλο. Ενόψει του νέου στοιχείου, η ΕΔΥ έκρινε ως προσοντούχο την εφεσείουσα γι' αυτό και προχώρησε με την εκ νέου προαγωγή της στην επίδικη θέση. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε από την Κούλουμου η προσφυγή Αρ. 972/2006.
Κεντρικός άξονας των λόγων ακύρωσης στην τελευταία αυτή προσφυγή υπήρξε η θέση ότι η ΕΔΥ με το να λάβει υπόψη νέα στοιχεία, δηλ. το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ, κατά τρόπο που συνιστούσε επανάνοιγμα ενός ζητήματος που είχε καταστεί δικαστικά τελεσίδικο παραβίασε την αρχή του δεδικασμένου που είχε δημιουργηθεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 144/2004. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 19/11/2007 αποδέχθηκε την εισήγηση της Κούλουμου περί δεδικασμένου και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε από πλευράς Δημοκρατίας και εφεσείουσας με τις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 195/2007 και 202/2007 αντίστοιχα, στις οποίες εκδόθηκε απόφαση στις 16/6/2010 (βλ. Δημοκρατία ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293) με την οποίαν το Εφετείο αφού έκρινε ως ανεδαφικές τις θέσεις της Δημοκρατίας και της εφεσείουσας, Ενδιαφερόμενου Μέρους στην τότε διαδικασία, περί επιβεβλημένης επανεξέτασης του θέματος κατοχής των απαραίτητων προσόντων, απέρριψε τις εφέσεις ενόψει δεδικασμένου.
Ακολούθησε στη συνέχεια η τέταρτη επανεξέταση πλήρωσης της θέσης όπου για πρώτη φορά η ΕΔΥ θεωρώντας ως μόνες υποψήφιες για την επίδικη θέση την Κούλουμου και Κονή, με την απόφαση της ημερ. 30/5/2011 προήγαγε την Κούλουμου, στην επίδικη θέση αναδρομικά από την 1/2/2001. Σ' όσον αφορά την εφεσείουσα, έκρινε ότι δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης ενόψει των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών εξού και απεκλείσθη από την περαιτέρω διαδικασία. Εναντίον της τελευταίας απόφασης της ΕΔΥ καταχωρήθηκαν δύο προσφυγές δηλ. η υπ.' αρ. 986/2011 από την Παπασάββα και η υπ.' αρ. 916/2011 από την Κονή, οι οποίες κατόπιν συνεκδίκασης τους απορρίφθηκαν με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5/9/2014. Κατά της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η υπό κρίση έφεση στην οποία η εφεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης δεδικασμένου ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας. Με το δεύτερο λόγο που είναι συναφής με τον πρώτο προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε τα προσόντα της επίδικης θέσης. Συγκεκριμένα η εφεσείουσα εισηγείται ότι η κατοχή από την ίδια του πανεπιστημιακού διπλώματος συνιστούσε αμάχητο τεκμήριο ενόψει του ότι θεωρείτο ως απαραίτητο προσόν και στην κατώτερη θέση που υπηρετούσε, αυτή του Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας.
Ως προς το θέμα του δεδικασμένου, η εφεσείουσα εισηγείται ότι ενόψει της σπουδαιότητας και της εξαιρετικής σημασίας του πιστοποιητικού του ΚΥΣΑΤΣ που αναγνώριζε ότι η εφεσείουσα κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής η πιο πάνω αρχή. Η πιστοποίηση του ΚΥΣΑΤΣ, κατά την άποψη της, ανατρέχει στον χρόνο απόκτησης του προσόντος και όχι στην ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού οπότε το προσόν είχε την ίδια διαχρονική αξία και ισοτιμία που αναφέρετο στο Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως αναγνώρισε και η ΕΔΥ. Καταλήγει δε ότι το πιστοποιητικό δεν θεωρείτο ως νέο στοιχείο και το Εφετείο λανθασμένα στην απόφαση του στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 195/2007 και 202/2007 περιόρισε τη σημασία του στην βάση της ημερομηνίας έκδοσης του.
Εισηγήθηκε περαιτέρω, με παραπομπή σε νομολογία, ότι το διοικητικό όργανο διατηρεί την ευχέρεια επαναδιερεύνησης του θέματος προσόντων, όταν διαπιστώνεται λόγος.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι ίδιες εισηγήσεις ως προς την αξία του πιστοποιητικού του ΚΥΣΑΤΣ που καθιστούσε την εφεσείουσα προσοντούχα για την διεκδίκηση της επίδικης θέσης είχε τεθεί και πρωτόδικα από την Εφεσείουσα αλλά απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με το εξής σκεπτικό:
«Το σύνολο των νομικών ισχυρισμών της πλευράς της κας Παπασάββα, όπως αναπτύχθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορό της, περιστρέφεται γύρω από τη σημασία του προαναφερθέντος πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι η Καθ΄ης η Αίτηση εσφαλμένα κατά την επανεξέταση θεώρησε ως μη προσοντούχο την κα Παπασάββα και εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, ημερ. 16/6/2010. Προεκτείνοντας έθεσε ότι εντοπίζεται αντιφατική συμπεριφορά από την Καθ΄ης η Αίτηση κατά παραβίαση της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου, αφού αποτελεί αμάχητο τεκμήριο ότι η κα Παπασάββα κατέχει το απαιτούμενο πανεπιστημιακό προσόν λόγω κατοχής της αμέσως προηγούμενης θέσης, αυτής του Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας.
Με όλο το σεβασμό προς τις νομικές προσεγγίσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου για την εν λόγω Αιτήτρια, δεν εντοπίζονται οποιαδήποτε περιθώρια αποδοχής των θέσεών της. Το ζήτημα των προσόντων της κας Παπασάββα, και δη του απαραίτητου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου ή ισοδύναμου διπλώματος, με βάση το πιστοποιητικό ισοτιμίας, αναγνώρισης και αντιστοιχίας του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., έχει τελεσίδικα κριθεί μέσα από τις προηγούμενες σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λεπτομέρειες των οποίων έχουν ήδη παρατεθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν υπήρχε άλλη διέξοδος για την Καθ΄ης η Αίτηση προκειμένου να συμμορφωθεί με το σχετικό δεδικασμένο, ούτε και ήταν νομικά επιτρεπτή η εκ μέρους της επανεξέταση ζητήματος που συνιστούσε ήδη δεδικασμένο. Η επαναφορά από την πλευρά της Αιτήτριας του πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και γενικότερα των προσόντων της κας Παπασάββα, συνιστά, για πολλοστή φορά, παραγνώριση των δικαστικών δεδομένων και απροκάλυπτη προσβολή της νομικής κατάστασης που οι προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις διαμόρφωσαν, με πιο πρόσφατη, και απόλυτα διαφωτιστική, την απόφαση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 195/2007 και 202/2007, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο κάλυψε εξαντλητικά όλες τις παραμέτρους των προσόντων της Αιτήτριας που επιχειρεί να επαναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορός της.
Εισηγείται περαιτέρω η πλευρά της Αιτήτριας κας Παπασάββα ύπαρξη αμάχητου τεκμηρίου κατοχής των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, επικαλούμενη την υπηρεσία της σε αμέσως κατώτερη της προσβαλλόμενης θέση. Εισήγηση η οποία είναι έκθετη σε απόρριψη δεδομένου του δεδικασμένου των προηγούμενων, αλλεπάλληλων, δικαστικών αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της μη κατοχής από την εν λόγω αιτήτρια του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πανεπιστημιακού τίτλου ή ισοδύναμου διπλώματος.»
Δεν αμφισβητείται ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο προνοούσε για την κατοχή από τον υποψήφιο για προαγωγή πανεπιστημιακού ή ισοδύναμου διπλώματος στην Κοινωνιολογία ή στις Κοινωνικές Επιστήμες ή άλλου κατάλληλου διπλώματος. Όπως και ότι για πρώτη φορά τέθηκε θέμα αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ ότι η εφεσείουσα κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισοδύναμο δίπλωμα στην Κοινωνιολογία ή τις Κοινωνικές Επιστήμες, με την επιστολή του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 9/1/2006.
Μάλιστα εξαιτίας της έκδοσης του πιστοποιητικού αυτού κρίθηκε από την ΕΔΥ κατά την τρίτη επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ.' αρ. 144/2004, ότι ικανοποιείτο το Σχέδιο Υπηρεσίας ως προς τα προσόντα, με αποτέλεσμα την προαγωγή της εφεσείουσας , στην επίδικη θέση. Η απόφαση όμως αυτή της ΕΔΥ ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως αναφέραμε ανωτέρω, με την απόφαση του ημερ. 19/11/2007 στην προσφυγή Αρ. 972/2006, η οποία επικυρώθηκε στη συνέχεια με την απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 16/6/2010 στην Αναθεωρητική Έφεση Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293.
Στην απόφαση αυτή, όπως εντόπισε η Ολομέλεια, η μοναδική διαφορά που αναδύετο ήταν κατά πόσο η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση παραβίασε το δεδικασμένο ενόψει των προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων ως προς την κατοχή από την εφεσείουσα πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Αφού έγινε ανασκόπηση της μέχρι τότε νομολογίας ως προς την αρχή του δεδικασμένου, αποφασίστηκαν τα εξής τα οποία κρίνουμε να παραθέσουμε αυτούσια, εφόσον παρέχουν πλήρη και σαφή εικόνα ως προς το ιστορικό πλήρωσης της επίδικης θέσης και τι αποφασίστηκε κάθε φορά από το Ανώτατο Δικαστήριο:
«Από την πιο πάνω σύνοψη της νομολογίας διαφαίνεται ότι αποκτά καίρια σημασία τι ακριβώς είχε αποφασιστεί στην προσφυγή αρ. 144/04, αλλά και στις προηγηθείσες τρεις. Η προσεκτική μελέτη τους δεν επιβεβαιώνει τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας ή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Το σκεπτικό της απόφασης στην προσφυγή αρ. 144/04, είναι σαφέστατο και δεν παρέχεται πεδίο παρερμηνείας. Το Δικαστήριο εκεί, με συνθετική αναδρομή στις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, με ιδιαίτερη σαφήνεια έκρινε ότι η Παπασάββα ουδέποτε ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας ως προς την υπ' αυτής κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Καταγράφηκε δε ότι η Ε.Δ.Υ. στερείτο εκ νέου νομιμοποιητικού ερείσματος να θεωρήσει ότι η Παπασάββα κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο, στη βάση επιστολής από το Bradford University, ότι το σύνολο των προσόντων της, μη πανεπιστημιακού επιπέδου, μαζί με το σύνολο όλων των πτυχίων της ισοδυναμούσαν τουλάχιστον με πρώτο πτυχίο. Έγινε δεκτή η θέση της Κούλουμου, ότι η Ε.Δ.Υ. στην ουσία «δημιούργησε πανεπιστημιακό ή ισοδύναμο προσόν εκ του μη όντος», ενώ στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας το ζητούμενο ήταν «... τέτοιο αυτοτελές προσόν, ως πρώτο καταληκτικό τίτλο πανεπιστημιακού επιπέδου, που δεν πρέπει να είναι μεταπτυχιακός ή διδακτορικός, και τέτοιος δεν υπήρχε». Η απόφαση παραπέμπει στις δύο τότε προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις καταγράφοντας ότι η Παπασάββα δεν είχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα, και ότι «Ήταν σαφές από την αρχική διαδικασία, και ήταν σ' αυτή τη βάση που συζητήθηκε το θέμα, πως τίποτε απ΄ όσα κατείχε η ενδιαφερόμενη δεν ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας».
Με τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι απαραδέκτως επανέρχεται από τη Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος, ζήτημα ότι το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 144/04, αλλά και τα ακυρωτικά Δικαστήρια στις προηγούμενες προσφυγές δεν «ασχολήθηκαν με το πρώτο πτυχίο που κατείχε η εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο πρόσωπο ..». Αντίθετα, όλα τα Δικαστήρια, περιλαμβανομένης και της Ολομέλειας, στην ουσία δεν ασχολήθηκαν με οτιδήποτε άλλο, τα δε λεχθέντα υπ' αυτών σε σχέση με τα μεταπτυχιακά προσόντα, ήταν σε συσχετισμό και συνάρτηση με το μείζον ζητούμενο της διαπίστωσης της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Στην πρώτη προσφυγή υπ' αρ. 262/01, καταγράφηκε μάλιστα ότι η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το πτυχίο σπουδών στην Κοινωνική Πρόνοια από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, η δε κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι με βάση τα μεταπτυχιακά της προσόντα, η Παπασάββα είχε ενόψει σχετικής σημείωσης στο σχέδιο υπηρεσίας, το προσόν του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου, ήταν πεπλανημένη, απόφαση που επικυρώθηκε κατ' έφεση. Στη δεύτερη προσφυγή υπ' αρ. 337/02, και πάλι σαφέστατα αναγνωρίσθηκε ότι η συνένωση των διαφόρων σπουδών ώστε να αναγνωριστεί από την Ε.Δ.Υ. η ύπαρξη πανεπιστημιακού τίτλου, δεν ήταν ορθή. Αυτή η ενέργεια της Ε.Δ.Υ. είχε υπόβαθρο τη θεώρηση ότι η Παπασάββα δεν κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα, αυτό δε λέχθηκε χωρίς περιστροφές από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η προαγωγή της Παπασάββα ακυρώθηκε ελλείψει δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή αυτού του πρώτου τίτλου. Ως προς τα δεδομένα της υπ' αρ. 144/04, αυτά έχουν ήδη καταγραφεί προηγουμένως.
Όχι μόνο λοιπόν δημιουργήθηκε δεδικασμένο, αλλά και επιβεβαιώθηκε κατ' επανάληψη. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διερευνούσε, ελλιπώς έστω και εν πάση περιπτώσει πάντοτε λανθασμένα, αυτή τούτη την κατοχή του πρώτου τίτλου. Έπεται ότι η πρωτόδικη κρίση περί παραβίασης του δεδικασμένου, είναι ορθή.
Υπό το πρόσχημα του πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. η Ε.Δ.Υ. στην ουσία και πάλι αναγνώρισε το προσόν της Παπασάββα ως πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο, όχι μόνο σε σαφή παραγνώριση των Δικαστικών δεδομένων, αλλά και ανατρέχοντας πίσω στο 2001, χρόνο της επανεξέτασης, όταν ίσχυαν συγκεκριμένα νομικά και πραγματικά δεδομένα, τα οποία, στις περιστάσεις της υπόθεσης δεν ήταν δυνατό να ανατραπούν. Η προσκόμιση τέτοιων νέων στοιχείων, όπως ήταν το πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αποτελούσε στην ουσία προσβολή της προηγούμενης πραγματικής και νομικής κατάστασης, θεμελιωμένων σε πλείονες της μιας δικαστικής απόφασης. Σύμφωνα με τη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη - ανωτέρω - όπου αναφέρθηκαν με επιδοκιμασία και τα λεχθέντα υπό του Νικήτα, Δ., στην Ιγνατίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 620, το δεδικασμένο δεν επιτρέπει αναθεώρηση ήδη κριθέντων ζητημάτων υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων, εξουδετερώνοντας έτσι την τελεσιδικία των διαφορών. Η νομοθετική, εκ των υστέρων, δυνατότητα παρουσίασης πιστοποιητικού ισοδυναμίας από το αναγνωρισμένο διά Νόμου όργανο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., δεν θα ήταν δυνατό να αλλάξει τα κριθέντα σε βάρος, τώρα, της εφεσίβλητης - Κούλουμου. (Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου (1994) 3 Α.Α.Δ. 453 και Μάριου Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608). Σημειώνεται ότι η ίδια η βάση στην οποία επιδιώκει να στηριχθεί η Δημοκρατία, δηλαδή ο Ν. 68(Ι)/1996, εθεσπίσθη μετά τον κρίσιμο χρόνο.
Οι θέσεις της Δημοκρατίας και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ήταν δυνατή, ακόμη και επιβεβλημένη, η επανεξέταση της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου υπό το φως των αποφάσεων Χατζηγέρου και Ναζίρη, ανωτέρω, δεν ευσταθούν. Εκεί, αντίθετα με την υπό κρίση περίπτωση, λήφθηκε αρχικά ως δεδομένη η κατοχή συγκεκριμένου προσόντος ώστε να θεωρείτο ο ενδιαφερόμενος ως υποψήφιος. Η επανεξέταση της υποψηφιότητας ήταν επιβεβλημένη ώστε να ελεγχθεί, νομικώς και πραγματικώς, το βάσιμο της υπόθεσης ότι ο υποψήφιος ήταν τω όντι προσοντούχος. Εδώ, όμως, υπήρχε ήδη αρνητική τοποθέτηση ως προς το προσόν της Παπασάββα, επιβεβαιωμένη και από τις μεταγενέστερες Δικαστικές αποφάσεις. Δεν θα ήταν επομένως δυνατή ή και ανεκτή η μετατροπή της αρνητικής κρίσης, σε θετική προς αλλοίωση των δεδομένων, χρονικά, παραγματικά και νομικά. Δεν διαπιστωνόταν κανένας λόγος, στην έννοια της Ναζίρης - ανωτέρω - για επαναδιερεύνηση του προσόντος.»
Είναι φανερό από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης ότι το Εφετείο στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 195/2007 και 202/2007 δεν ασχολήθηκε μόνο με το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ, ως η εισήγηση της εφεσείουσας, αλλά και με το τι είχε αποφασιστεί στις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες, ως προς την κατοχή ή όχι πρώτου πανεπιστημιακού διπλώματος και τη σημασία του.
Στη βάση των ανωτέρω η εισήγηση της εφεσείουσας περί λανθασμένης διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη δεδικασμένου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σημειώνουμε ότι στην πιο πάνω απόφαση τονίστηκε όχι μόνον η ύπαρξη δεδικασμένου αλλά και ότι επιβεβαιώνετο κατ' επανάληψη με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές της Κούλουμου, ιδιαίτερα με την απόφαση στη προσφυγή Αρ. 144/2004, επί της οποίας η εφεσείουσα στήριξε κυρίως τις εισηγήσεις της, όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι η ίδια ουδέποτε ικανοποιούσε τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας για την κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου και αυτό ήταν σαφές από την αρχική διαδικασία.
Μια από τις εισηγήσεις της εφεσείουσας ήταν ότι η εφεσείουσα στις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες ήταν απλά ενδιαφερόμενο μέρος και υπό την ιδιότητα της αυτή δεν μπορούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, να θέσει το επιχείρημα του αμάχητου τεκμηρίου της κατοχής από την ίδια πανεπιστημιακού διπλώματος ως εκ του γεγονότος ότι η κατώτερη θέση που υπηρετούσε απαιτούσε επίσης πανεπιστημιακό τίτλο.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Η εφεσείουσα ήταν διάδικος σε όλες τις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες είτε στις προσφυγές ως Ενδιαφερόμενο Μέρος είτε στις Αναθεωρητικές Εφέσεις ως εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας κάθε φορά τις αποφάσεις της ΕΔΥ με τις οποίες τη θεωρούσε προσοντούχα για την επίδικη θέση. Είναι φανερό ότι δεν ετίθετο θέμα αμφισβήτησης της απόφασης της ΕΔΥ ως προς τα προσόντα της, ώστε να εμποδίζετο από την παράθεση των δικών της θέσεων.
Δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε ξεχωριστά και με λεπτομέρεια στο τι αποφασίστηκε στις διάφορες προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες ή με όλες τις εισηγήσεις της εφεσείουσας, οι οποίες προβλήθηκαν επίσης και αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στις εν λόγω διαδικασίες. Περιοριστήκαμε μόνο σε εκείνα τα σημεία που θεωρούμε σημαντικά για σκοπούς απόφασης μας.
Σ' όσον αφορά την διερεύνηση εκ νέου του θέματος του πιστοποιητικού του ΚΥΣΑΤΣ, ούτε η ΕΔΥ αλλ' ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχαν δικαίωμα επανεξέτασης του θέματος αυτού, ενόψει του δεδικασμένου (βλ. Βραχίμη ν. Χ"Χάννα (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 527 και Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 31). Η δε απόφαση της Ολομέλειας στην Κούλουμου (ανωτέρω) είναι σαφής για το θέμα κρίνοντας ότι «δεν διαπιστωνόταν κανένας λόγος, στην έννοια της Ναζίρης (ανωτέρω) για επαναδιερεύνηση του προσόντος».
Κρίνουμε την πρωτόδικη κρίση περί δεδικασμένου και έλλειψης προσόντων της επίδικης θέσης από πλευράς της εφεσείουσας απόλυτα ορθή.
Η κατάληξη μας αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο τρίτος λόγος έφεσης που προσβάλλει τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη κατοχή των προσόντων της επίδικης θέσης αποστερεί την αιτήτρια του δικαιώματος αμφισβήτησης των προσόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Ο λόγος αυτός είναι επίσης συναφής με τους υπόλοιπους που έχουμε ήδη εξετάσει και απορρίψει.
Επαναλαμβάνουμε ότι η εφεσείουσα ήταν διάδικος σε όλες τις προηγηθείσες δικαστικές διαδικασίες όπου θα μπορούσε να προβάλει θέμα ύπαρξης προσόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Η σπουδαιότητα που ενείχε το θέμα είναι δεδομένη εφόσον άπτετο της νομιμοποίησης του Ενδιαφερόμενου Μέρους καταχώρησης της προσφυγής. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η παράλειψη της αυτή σε συνάρτηση με τη μη ικανοποίηση από την ίδια την εφεσείουσα των προσόντων της επίδικης θέσης την εμποδίζει να εγείρει εκ των υστέρων τέτοιο θέμα. (βλ. xxx Θεοχαρίδης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 594, Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 31 και Δημοκρατίας ν. Α.Κ. Χατζηιωάννου & Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467). Ως εκ τούτου ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.