ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C517
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 106/2013
(Υποθ. Αρ. 1473/2009)
9 Δεκεμβρίου, 2019
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. ΨΑΡΑ,
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΜΟΥΣΙΑΒΕΣΙΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ
Εφεσείοντες/Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ/Η ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΔΑΣΜΟΥ
Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση
--------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για Εφεσείοντες/Αιτητές
Μαρία Χατζηγεωργίου (κα), δικηγόρος Α΄ της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση
Ασπασία Ευσταθίου (κα) για κ.κ. Ευστάθιος Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη
-------------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, 64 στον αριθμό, ήταν μεταξύ των 521 δικαιούχων των αγροτικών κτημάτων τα οποία βρίσκονται στην περιοχή του νέου αναδασμού στην Αθηαίνου. Κατά την πρώτη συνεδρίαση των δικαιούχων ιδιοκτητών στις 7/7/2009 στην οποίαν παρευρέθηκαν μόνο 150 ιδιοκτήτες της επηρεαζόμενης περιοχής, η διαδικασία ψηφοφορίας δεν ολοκληρώθηκε παρά μόνο συντάχθηκε η έκθεση από την εκπρόσωπο του Επάρχου, η υπογραφή της οποίας ολοκληρώθηκε στις 11/8/2009. Την έκθεση υπέγραψαν 309 δικαιούχοι ιδιοκτήτες που τάχθηκαν υπέρ της εφαρμογής των μέτρων αναδασμού δηλ. ποσοστό 59.3% από το σύνολο των δικαιούχων. Με το ποσοστό αυτό θεωρήθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4(β) του περί Ενοποίησης και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων Νόμο (Ν.24/1969), ότι λήφθηκε απόφαση υπέρ της ενοποίησης και αναδιανομής που δεσμεύει όλους τους ιδιοκτήτες της περιοχής αναδασμού με αποτέλεσμα γνωστοποίηση της σχετικής απόφασης μαζί με τη σύσταση του Συνεταιρισμού να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 18/9/2009. Στη συνέχεια στις 28/9/2009 πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση των ιδιοκτητών της επηρεαζόμενης γης κατά την οποία εξελέγησαν από τους παρόντες δικαιούχους ιδιοκτήτες ή αντιπροσώπους τους τρία αιρετά μέλη της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής καθώς και δύο αιρετά μέλη της Επιτροπής Εκτιμήσεως.
Οι εφεσείοντες που ήταν δικαιούχοι ιδιοκτήτες αλλά δεν συγκατατίθεντο με τον δεύτερο Αναδασμό προσέβαλαν την εγκυρότητα της απόφασης για διενέργεια νέου αναδασμού στην Αθηαίνου και της σύνθεσης της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής με την Προσφυγή Αρ. 1473/2009 στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ενέταξε τους λόγους ακύρωσης σε τρεις ενότητες, σε εκείνους που αναφέρονται στην παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος σε σχέση με το δικαίωμα ιδιοκτησίας, (πρώτη ενότητα), στη δεύτερη εκείνους που σχετίζονται με την πλάνη ως προς τις πρόνοιες του άρθρου 8 του Νόμου 24/1969 με την παράτυπη λήψη απόφασης για τον αναδασμό (δεύτερη ενότητα) και τους σχετικούς με την παράνομη συμμετοχή των Κ. Κ, Γ. Π. και Ν. Λ. στην Επιτροπή Ενοποίησης και Αναδιανομής και στην Επιτροπή Εκτιμήσεως (τρίτη ενότητα).
Σ' ό,τι αφορά τους λόγους της πρώτης ενότητας, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο ως προς την ακίνητη περιουσία του κάθε ενός των εφεσειόντων, αντικείμενο του αναδασμού, ή το βαθμό και την έκταση που αυτή ενδέχετο να επηρεαστεί, για να αποφασιστεί κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος των εφεσειόντων που απορρέει από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Με τα δεδομένα αυτά έκρινε την εισήγηση περί συνταγματικής παραβίασης γενική και αόριστη, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την εξέταση του θέματος αυτού. Προχώρησε δε στην απόρριψη της πρώτης ενότητας των λόγων ακύρωσης.
Ως προς τη δεύτερη ενότητα των λόγων ακύρωσης έκρινε ότι η συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 8 και 9 του Νόμου 24/1969 οδηγεί στην ασφαλή διαπίστωση ότι η απόφαση για ενοποίηση και αναδιανομή μπορούσε να ληφθεί κατά την πρώτη συνεδρία των δικαιούχων ιδιοκτητών αλλά και μεταγενέστερα, οπότε η σχετική ψηφοφορία μπορούσε να μην ολοκληρωθεί κατά την πρώτη συνεδρία, αλλά να επεκτείνετο χρονικά. Θεώρησε ότι η επέκταση μέχρι τις 11/8/2009, ημερομηνία που ολοκληρώθηκε η ψηφοφορία, αφορούσε στη διαδικασία υπογραφής των συμφωνούντων στον αναδασμό δικαιούχων ιδιοκτητών της έκθεσης, που είχεν συνταχθεί στις 7/7/2009.
Διαπίστωσε περαιτέρω ότι κατά την πρώτη συνεδρία ήταν αρκετό να διαφανεί ότι η πλειοψηφία των δικαιούχων ιδιοκτητών ήταν ευνοϊκή χωρίς να καθίστατο απαραίτητη η διενέργεια σχετικής ψηφοφορίας και λήψη απόφασης. Συνεχίζει δε ότι «φάνηκε» στον Έπαρχο κατά την πρώτη συνεδρία ότι η πλειοψηφία των παρόντων ιδιοκτητών γης ήταν ευνοϊκή για τον αναδασμό, γι' αυτό και προχώρησε με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας στις 11/8/2009. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση δεν λήφθηκε στα πλαίσια νέας συνεδρίας στις 11/8/2009, γεγονός που επιβεβαίωνε και ο πλαγιότιτλος του άρθρου 9 του πιο πάνω Νόμου, καθώς και οι πρόνοιες του Κανονισμού 11 των Κανονισμών για την Ενοποίηση και Αναδιανομή Αγροτικών Κτημάτων του 1987 (Κ.Δ.Π. 165/1987). Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του απέρριψε και τη δεύτερη ενότητα των λόγων ακύρωσης.
Σε σχέση με την τρίτη ενότητα των λόγων ακύρωσης οι εφεσείοντες αμφισβητούσαν με την Προσφυγή τους την εκλογή των μελών της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής και Επιτροπής Εκτιμήσεως, ως εκ της ταυτόχρονης ιδιότητας τους των δικαιούχων ιδιοκτητών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στον ορισμό του όρου «δικαιούχος ιδιοκτήτης» στο άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες των άρθρων 10(1) και 14(1) του ιδίου Νόμου, έκρινε ότι κατά την συνεδρία ημερ. 28/9/2009 ορθά επιλέγησαν τα πιο πάνω τρία πρόσωπα ως μέλη των δύο Επιτροπών. Σ' ό,τι αφορά την εισήγηση περί αυθαίρετου υπολογισμού της αξίας ορισμένων ακινήτων, το Δικαστήριο την απέρριψε ως ατεκμηρίωτη και συνακόλουθα μετέωρη.
Ως αποτέλεσμα της απόρριψης και της τρίτης ενότητας των λόγων ακύρωσης, με την απόφαση του ημερ. 17/7/2013 το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση με την παρούσα έφεση με πέντε λόγους. Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός περί αποστέρησης του δικαιώματος των εφεσειόντων της ελεύθερης απόλαυσης της περιουσίας τους στη βάση του Άρθρου 23 του Συντάγματος αποτελούσε μια γενική και αόριστη αναφορά, κατά τρόπο που καθιστούσε αδύνατη την εξέταση του εγερθέντος θέματος της αντισυνταγματικότητας.
Προς υποστήριξη του πρώτου λόγου πρόταξαν ότι το γεγονός και μόνο ότι ο αναδασμός επιφέρει στέρηση της ιδιοκτησίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ιδιοκτητών, ισοδυναμεί με παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος αλλά και του 26 ως προς το δικαίωμα της ελευθερίας των συμβάσεων. Θα μπορούσε δε, κατά την άποψη τους, η στέρηση αυτή να επιτευχθεί μόνο με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης, έναντι καταβολής βεβαίως δίκαιης αποζημίωσης. Εισηγήθηκαν περαιτέρω, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου τους, ότι το Δικαστήριο αγνόησε τους μικροϊδιοκτήτες γης τους οποίους είτε δεν αποζημίωσαν είτε δεν τους προσέφεραν ίσης αξίας γη. Με αναφορά στην Προσφυγή Συμεωνίδης ν. Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Αρ. 641/1999, ημερ. 15/9/2000, η οποία παραπέμπει στην υπόθεση του ΕΔΑΔ Sporrong and Lonnroth v Sweden A52 para 60 (1982) υπέβαλαν τη θέση ότι ο αναδασμός παραβιάζει επίσης το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που προβλέπει για το δικαίωμα της «ειρηνικής απόλαυσης» της περιουσίας από τον κάθε πολίτη δηλ. να έχει, χρησιμοποιεί, διαθέτει ή υποθηκεύει την περιουσία του. Είναι εισήγηση τους ότι στέρηση περιουσίας μπορεί να γίνει μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και κατόπιν εξισορρόπησης δύο παραγόντων δηλαδή του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των επηρεαζομένων.
Παραπονούνται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και προσδιορίζει στην απόφαση του τις θέσεις τους περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου περί Ενοποίησης και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων (Ν.24/1969) και παραβίασης του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εν τούτοις απέφυγε να τις εξετάσει και να αποφασίσει.
Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει στην απόφαση του, η μοναδική αναφορά που εντοπίζετο στα νομικά σημεία της προσφυγής για τη συγκεκριμένη εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας, εξαντλείτο στο ότι «η όλη διαδικασία παραβιάζει αντισυνταγματικά τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία των αιτητών αφού ενώ δικαιούνται στην ελεύθερη απόλαυση της, τους αφαιρείται αναγκαστικά, αντίθετα στην επιθυμία τους και αντίθετα απ' ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση προβλέπουν». Κατόπιν παράθεσης σχετικής νομολογίας ως προς την αναγκαιότητα εξειδίκευσης του νομικού θέματος της αντισυνταγματικότητας στο δικόγραφο των Αιτητών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω αναφορά δεν παρείχε κανένα στοιχείο ή λεπτομέρεια της περιουσίας, αντικείμενο του αναδασμού, και την έκταση επηρεασμού της ώστε να επιβάλλετο η εξέταση του, γι' αυτό και δεν το εξέτασε τελικά.
Προς το σκοπό εξέτασης της εισήγησης περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου 24/1969 ανατρέξαμε κατ' αρχάς στα δικόγραφα της προσφυγής και στα τεκμήρια που κατατέθηκαν με αυτά. Είναι και δική μας διαπίστωση, ότι η μοναδική αναφορά σ' ό,τι αφορά την κατ΄ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα του Νόμου 24/1969 στη νομική βάση της Προσφυγής, είναι εκείνη που εντόπισε το Δικαστήριο και καταγράψαμε ανωτέρω, η οποία προβάλλεται γενικά και αόριστα.
Η νομολογία είναι σαφής για το θέμα ότι δηλαδή η γενική επίκληση νομοθεσίας ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή για να καταστεί επίδικο, αλλά θα πρέπει να προσδιοριστεί επακριβώς στα δικόγραφα το άρθρο ή τα άρθρα του Νόμου που αμφισβητούνται και οι συνταγματικές διατάξεις προς τις οποίες προσκρούουν και να αποφασίζεται μετά από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Δεν είναι αρκετή η επιχειρηματολογία στην αγόρευση των αιτητών για να θεωρηθεί το θέμα επίδικο. Η αρχή αυτή τέθηκε στην υπόθεση Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), στην οποία υιοθετήθηκαν οι αρχές που έθεσε προγενέστερη νομολογία (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Παφίτη ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 522, Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672 και Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 256).
Στην πρόσφατη υπόθεση Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.ά., Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 2/2016 και 7/2016, ημερ. 3/3/2017, τονίστηκε ότι «συνταγματικά ζητήματα συνιστούν κατά πάγια νομολογία, νομικά θέματα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, ώστε να επιβάλλεται να προβάλλονται με επαρκή προσδιορισμό».
Συνεπώς το συνταγματικό ζήτημα που ηγέρθη εν προκειμένω, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί χωρίς να είχε προδιαγραφεί στα δικόγραφα με την απαραίτητη σαφήνεια, όπως επιβάλλει η νομολογία. Αυτεπάγγελτη εξέταση του δεν χωρεί (βλ. Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.ά. (ανωτέρω)).
Η δε πρόσθετη αναφορά σε νομολογία ή επιχειρήματα στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων δεν καθιστά το θέμα επίδικο προς εξέταση, αλλ' ούτε και είναι αρκετή η ανάπτυξη του (βλ. Περικλέους ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37).
Ενόψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλει την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο των ισχυρισμών των εφεσειόντων περί ασυνέπειας, εξυπηρέτησης αλλότριων σκοπών και κακόπιστης στάσης από πλευράς εφεσίβλητης καθώς και τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η λήψη απόφασης μεταγενέστερα της πρώτης συνεδρίασης, ήταν καθόλα νόμιμη. Προβλήθηκε εισήγηση από πλευράς εφεσειόντων ότι οποιαδήποτε απόφαση υπέρ η κατά της εφαρμογής μέτρου ενοποίησης ή αναδιανομής θα πρέπει να λαμβάνεται κατά την πρώτη συνεδρία των δικαιούχων, όπως επιβάλλει το άρθρο 8(2) του Νόμου 24/1969, δηλ. εδώ στις 7/7/2009. Παραπονούνται δε ότι η φράση «φάνηκε» στον Έπαρχο ότι η πλειοψηφία των δικαιούχων ευνοούσε το μέτρο του αναδασμού όπως καταγράφηκε, σε εισαγωγικά, αποτελούσε εικασία και/ή υποθετική κρίση του Επάρχου.
Έχουμε ήδη παραθέσει ανωτέρω τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την εισήγηση των εφεσειόντων περί ύπαρξης πλάνης σε σχέση με τις πρόνοιες του άρθρου 8 του πιο πάνω Νόμου, την οποίαν απέρριψε ως αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.
Όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι πρόνοιες του άρθρου 8(2), στις οποίες δόθηκε έμφαση από πλευράς εφεσειόντων, δεν θα πρέπει να ιδωθούν μεμονωμένα αλλά σε συνάρτηση με εκείνες του άρθρου 9 που ακολουθεί και φέρει τον πλαγιότιτλο «Απόφασις ενοποιήσεως και αναδιανομής και Συνεταιρισμός Ενοποιήσεως και Αναδιανομής». Παραθέτουμε αυτούσια τα άρθρα 8 και 9 για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«8.-(1) Μετά πάροδον δεκαπέντε ημερών από της δημοσιεύσεως του καταλόγου ως ετροποποιήθη υπό του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο Έπαρχος συγκαλεί την πρώτην συνεδρίασιν των δικαιούχων ιδιοκτητών των οποίων τα ονόματα εμφαίνονται εις τον κατάλογον.
(2) Κατά την πρώτην συνεδρίασιν οι δικαιούχοι ιδιοκτήται καλούνται όπως αποφασίσωσιν υπέρ ή κατά της εφαρμογής οιουδήποτε μέτρου ενοποιήσεως και αναδιανομής επί της ιδιοκτησίας αυτών. Εάν φανή εις τον Έπαρχον ότι η πλειοψηφία των δικαιούχων ιδιοκτητών της επηρεαζομένης περιοχής ευνοεί το μέτρον τούτο, ούτος συντάσσει έκθεσιν επί τούτω υπογραφομένην υφ' όλων των δικαιούχων ιδιοκτητών οίτινες ευνοούσι την τοιαύτην ενέργειαν.
9.-(1) Οσάκις κατά την πρώτην ταύτην συνεδρίασιν ή μεταγενεστέρως η τοιαύτη έκθεσις υπογράφεται υπό της πλειοψηφίας των δικαιούχων ιδιοκτητών και οσάκις οι ούτως υπογράφοντες δικαιούχοι ιδιοκτήται κέκτηνται ιδιοκτησίαν ήτις εν συνόλω ανταποκρίνεται προς πλέον του ημίσεος της ολικής εγγεγραμμένης αξίας της επηρεαζομένης περιοχής, θα τεκμαίρεται ότι ελήφθη απόφασις ενοποιήσεως και αναδιανομής και ότι συνεστήθη Συνεταιρισμός Ενοποιήσεως και Αναδιανομής (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως "ο Συνεταιρισμός").
(2) Γνωστοποίησις επί τούτω δημοσιεύεται υπό του Επάρχου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.
(3) Κατά την πρώτην συνεδρίασιν των δικαιούχων ιδιοκτητών ή καθ' οιανδήποτε μεταγενεστέραν συνεδρίασιν κληθείσαν προς εξέτασιν του ενδεχομένου υιοθετήσεως αποφάσεως ενοποιήσεως και αναδιανομής δικαιούχος ιδιοκτήτης δύναται όπως αντιπροσωπεύηται υφ' όλας τας απόψεις υπό αντιπροσώπου αλλ' ουδείς αντιπρόσωπος δύναται να αντιπροσωπεύη πλέον του ενός εικοστού του ολικού αριθμού των δικαιούχων ιδιοκτητών.
(4) Ληφθείσα απόφασις περί ενοποιήσεως και αναδιανομής δεσμεύει πάντας τους ιδιοκτήτας εντός της περιοχής ενοποιήσεως και αναδιανομής και δεν δύναται να ανακληθή ειμή κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.
(5) Μετά την λήψιν αποφάσεως περί ενοποιήσεως και αναδιανομής πάντες οι εντός της περιοχής ενοποιήσεως και αναδιανομής ιδιοκτήται καθίστανται μέλη του Συνεταιρισμού Ενοποιήσεως και Αναδιανομής.»
Είναι φανερό από το συνδυασμό των προνοιών πιο πάνω άρθρων ότι η απόφαση για εφαρμογή των μέτρων αναδιανομής μπορεί να ληφθεί κατά την πρώτη συνεδρία των δικαιούχων ιδιοκτητών αλλά και μεταγενέστερα, ώστε η ψηφοφορία να μη διενεργείται μόνο κατά την πρώτη συνεδρία, ως η εισήγηση από πλευράς εφεσειόντων, αλλά να επεκτείνεται, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση όπου η έκθεση ολοκληρώθηκε στις 11/8/2009. Δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη στα άρθρα αυτά ως προς την ανάγκη σύγκλησης άλλης συνεδρίας για ολοκλήρωση της ψηφοφορίας. Η δυνατότητα επέκτασης της ψηφοφορίας επιβεβαιώνεται επίσης και από τον Κανονισμό 11 των Κανονισμών για την Ενοποίηση και Αναδιανομή Αγροτικών Κτημάτων του 1987 (Κ.Δ.Π. 165/1987) που προβλέπει ότι η Έκθεση του Επάρχου θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον Τύπο 5 του Πίνακα των Κανονισμών. Στον Τύπο αυτό πριν τις υπογραφές των δικαιούχων υπάρχει η εξής ρητή αναφορά «Οι δικαιούχοι ιδιοκτήτες της περιοχής που καθορίστηκε για την ενοποίηση και αναδιανομή μέσα στα όρια του χωριού..... αποδέχθηκαν στην πρώτη συνεδρίαση τους που έγινε την...... και μεταγενέστερα την εφαρμογή μέτρων ενοποίησης......».
Ως προς τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναβολή λήψης απόφασης κατά την πρώτη συνεδρία και η μεταγενέστερη υπογραφή της Έκθεσης ήταν νόμιμη εφόσον «φάνηκε» στον Έπαρχο ότι η πλειοψηφία των παρευρισκόμενων ήταν «...ευνοϊκή», που κατά την εισήγηση των εφεσειόντων καταδεικνύει εικασία και/ή υποθετική κρίση του Επάρχου, που δεν μπορούσε να αποτελέσει δικαστική κρίση, προβλέπεται από τον ίδιο το Νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 8(2) ανωτέρω που προνοεί «εάν φανή εις τον Έπαρχον ότι η πλειοψηφία των δικαιούχων ιδιοκτητών ευνοεί το μέτρο τούτο, ...........»
Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι η εν λόγω πρόνοια του άρθρου 8(2) είναι σαφής.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Σ' όσον αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης που είναι συναφής με τον δεύτερο και προσβάλλει τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στις 11/8/2009 είχεν πραγματοποιηθεί συνεδρίαση των δικαιούχων, δεν μπορεί επίσης να πετύχει. Η αποδιδόμενη στο πρωτόδικο Δικαστήριο της πιο πάνω αναφοράς διαψεύδεται από το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση όπου αναφέρει ρητά «Κοντολογίς η σχετική απόφαση δεν λήφθηκε στα πλαίσια νέας συνεδρίας, ως ισχυρίζονται οι αιτητές και συγκεκριμένα στα πλαίσια συνεδρίας που έλαβε χώρα στις 11/8/2009, απλά γιατί κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν έλαβε χώρα συνεδρία, αλλά τεκμαίρεται από την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας που ολοκληρώθηκε στις 11/8/2009».
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του πιο πάνω Νόμου η απόφαση τεκμαίρεται ότι έχει ληφθεί όταν η έκθεση του Επάρχου «υπογράφεται υπό της πλειοψηφίας των δικαιούχων ιδιοκτητών και οσάκις οι ούτως υπογράφοντες δικαιούχοι ιδιοκτήται κέκτηνται ιδιοκτησίαν ήτοι εν συνόλω ανταποκρίνεται προς πλέον του ημίσεος της ολικής εγγεγραμμένης αξίας της επηρεαζόμενης περιοχής».
Συνεπώς ούτε ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΄Εκθεση του Επάρχου επεξηγεί τον τρόπο που η εφεσίβλητη οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ποσοστό 63.29% της εγγεγραμμένης αξίας των ιδιοκτησιών των δικαιούχων τάχθηκαν υπέρ της εφαρμογής των μέτρων του αναδασμού.
Τον συγκεκριμένο λόγο οι εφεσείοντες συναρτούν επίσης και με τους δεύτερο και πέμπτο λόγους έφεσης ως προς το πότε και πού λήφθηκε η υπογραφή των δικαιούχων ιδιοκτητών. Προς εξέταση του λόγου αυτού ανατρέξαμε στα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν πρωτόδικα και ιδιαίτερα στην Έκθεση του Επάρχου, που είναι Παράρτημα ΙΙΙ στην ένσταση. Σ' αυτήν υπάρχει καταγραφή της αξίας της ιδιοκτησίας του κάθε δικαιούχου που αποδέχθηκε την εφαρμογή των μέτρων αναδασμού.
Καταλήγει στην Έκθεση ότι 309 ιδιοκτήτες τάχθηκαν υπέρ του Αναδασμού που είναι ποσοστό 59.31% του συνόλου των δικαιούχων του οποίου η συνολική εγγεγραμμένη ή καταχωρημένη αξία ανέρχεται σε €12.066,13 δηλ. σε ποσοστό 63.29% της συνολικής αξίας της περιοχής του Αναδασμού στη βάση των αρχείων του οικείου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και του Καταλόγου που δημοσιεύθηκε, για τον οποίον δεν υπεβλήθη καμιά ένσταση. Αυτή ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Δεν παρουσιάστηκε οτιδήποτε που θα μπορούσε να καταστήσει τα πιο πάνω δεδομένα ως μη ανταποκρινόμενα προς την πραγματικότητα ή ήταν εσφαλμένα. Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει.
Την ίδια κατάληξη θα πρέπει να έχει και ο τρίτος λόγος έφεσης που προσβάλλει τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την επιλογή και συμμετοχή των πιο πάνω τριών προσώπων στις δύο Επιτροπές. Είναι εισήγηση των εφεσειόντων ότι η εκλογή τους, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, στη συνεδρίαση ημερ. 28/9/2009 συνιστά αντίφαση εφόσον τέτοια συνεδρίαση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Από την άλλη πρόβαλαν τη θέση ότι οι έχοντες συμφέρον από την όποια απόφαση θα ληφθεί, δεν συμμετέχουν σε συνεδρίαση συλλογικού οργάνου.
Η σύνθεση των δύο Επιτροπών δηλαδή της Επιτροπής Ενοποιήσεως και Αναδιανομής και της Επιτροπής Εκτιμήσεως προβλέπεται από τα άρθρα 10 και 14 του Νόμου 24/69. Παραθέτουμε αυτούσια τα άρθρα:
«10(1) Πάντα τα μέτρα ενοποιήσεως και αναδιανομής τελούσιν υπό τον έλεγχον και επίβλεψιν της Επιτροπής Ενοποιήσεως και Αναδιανομής (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως "η Επιτροπή") πρόεδρος της οποίας είναι ο Διευθυντής, και μέλη ο Έπαρχος, ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας, ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και τρεις δικαιούχοι ιδιοκτήται εκλεγόμενοι ως προνοείται εις το άρθρον 11.»
«14.-(1) Οιαδήποτε εκτίμησις επί τη βάσει του παρόντος Νόμου ενεργείται υπό της επιτροπής εκτιμήσεως συνισταμένης εκ τεσσάρων (4) ex-officio μελών ήτοι ενός υπαλλήλου του Τμήματος υποδεικνυομένου υπό του Διευθυντή, όστις θα είναι και ο πρόεδρος της επιτροπής, ενός υπαλλήλου του Τμήματος Γεωργίας υποδεικνυομένου υπό του Διευθυντή του Τμήματος τούτου, ενός υπαλλήλου του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων υποδεικνυομένου υπό του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και ενός υπαλλήλου της επαρχιακής διοικήσεως υποδεικνυομένου υπό του Επάρχου και δύο αιρετών μελών, εκλεγομένων υπό των δικαιούχων ιδιοκτητών:
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του ιδίου Νόμου μετά τη λήψη απόφασης για ενοποίηση και αναδιανομή οι δικαιούχοι ιδιοκτήτες προβαίνουν στην εκλογή τριών εξ αυτών ως μελών της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής.
Ενόψει της ρητής πρόνοιας στα πιο πάνω άρθρα του Νόμου ότι τα αιρετά μέλη προέρχονται από τους δικαιούχους ιδιοκτήτες, η εκλογή των προσώπων για τα οποία παραπονούνται οι εφεσείοντες στις δύο Επιτροπές έγινε νομότυπα, υπό την ιδιότητα τους ως δικαιούχων ιδιοκτητών σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου 24/1969, όπως ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ως προς την εισήγηση περί παραβίασης των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και ιδιαίτερα του άρθρου 42(2) του Νόμου 158(Ι)/1999, ενόψει ύπαρξης ρητής πρόνοιας στο Νόμο για την εκλογή των μελών των δύο Επιτροπών η επίκληση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου δεν είναι επιτρεπτή (βλ. Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).
Τα πρόσωπα αυτά εκλέγησαν κατά τη συνεδρία που συγκλήθηκε από τον Έπαρχο στις 28/9/2009, σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρήθηκαν και είναι το Παράρτημα VΙ στην ένσταση.
Συνεπώς και ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.