ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C498
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση αρ. 111/13)
27 Νοεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxx Mushawar ΗΠΑ (μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της xxx Serman)
2. Capsize Ltd, εκ Λεμεσού
3. Just Right Investments Ltd, εκ Λεμεσού
4. Bellquest Investments Ltd, εκ Λεμεσού
5. Merousio Holdings Ltd, εκ Λεμεσού
6. Μ. Kasinos Properties Services Ltd, εκ Λεμεσού
Εφεσείουσες/Αιτήτριες
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΅έσω Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών
Εφεσίβλητοι/Καθ'ων η Αίτηση
-------------------------------------
Α.Μαππουρίδης & Tarik Kadri, για τους Εφεσείοντες
Λ.Ουστά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι
ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των εφεσειουσών οι οποίες είχαν αιτηθεί τη μεταβίβαση από την εφεσείουσα 1 προς τις υπόλοιπες, ακινήτου ιδιοκτησίας δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου, αίτημα το οποίο αρχικά είχε υποβληθεί στο Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο οποίος παρέπεμψε το ζήτημα στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο οποίος και δεν το αποδέχθηκε.
Σύμφωνα με τα παρουσιασθέντα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου, η εφεσείουσα 1 είναι τουρκοκύπρια διαμένουσα μονίμως στις ΗΠΑ από το 1973. Τον Μάιο του 2010 απέκτησε την κυριότητα της τουρκοκυπριακής επίδικης περιουσίας Τεμάχια 3x6 και 3x7 στο Ζύγι της επαρχίας Λάρνακας, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα της, ο οποίος λόγω της τουρκικής εισβολής το 1974 εγκατέλειψε την περιουσία αυτή και εγκαταστάθηκε στα κατεχόμενα, ήτοι σε περιοχή μη ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία, όπου και παρέμεινε μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του στις 4.11.1999. Η μεταβίβαση της περιουσίας δυνάμει της κληρονομικής διαδοχής έτυχε της ανεπιφύλακτης έγκρισης του Διευθυντή του Κτηματολογίου στη βάση αντίστοιχης επιστολής του Διευθυντή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Η εφεσείουσα 1 στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 2010 συνήψε σύμβαση πώλησης της επίδικης περιουσίας με τις εφεσείουσες 2-6 ώστε αυτή να μεταβιβαστεί επ΄ ονόματι τους ανά 1/5 μερίδιο, υπό την επιφύλαξη να συνεχίσει η κατοχή των ακινήτων από τους πρόσφυγες που διέμεναν σε αυτή. Οι εφεσείουσες 2-6 είναι όλες εταιρείες, δεόντως εγγεγραμμένες στη Δημοκρατία.
Στη βάση εκθέσεως της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ενημερώθηκε το Δεκέμβρη του 2010 από τον Κηδεμόνα ότι το αίτημα για την πώληση της περιουσίας ήταν αδύνατο να εγκριθεί γιατί δεν ικανοποιούνταν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις του σχετικού περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, αρ.139/91 (εφεξής «ο Νόμος»). Συνεπώς ο Διευθυντής του Κτηματολογίου απάντησε αρνητικά στους εφεσείοντες με επιστολή ημερ.12.1.2011, η οποία και αποτέλεσε την προσβαλλόμενη πράξη. Ο Διευθυντής αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο Κηδεμόνας «δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για αποδοχή των αγοραπωλητηρίων εγγράφων, ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής και επειδή ο πρωτογενής ιδιοκτήτης της πωλούμενης περιουσίας εγκατέλειψε την περιουσία του στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, λόγω της τουρκικής εισβολής και εγκαταστάθηκε στα κατεχόμενα μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του».
Το Δικαστήριο αφού απέρριψε σχετική προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείτο εκτελεστότητας διότι κατά την εισήγηση της Δημοκρατίας ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, (και δεν υπάρχει επ΄αυτού αντέφεση), προχώρησε να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης αποφασίζοντας ότι ορθά ο Κηδεμόνας δεν ενέκρινε την επιδιωκόμενη πώληση από την εφεσείουσα 1 στις εφεσείουσες 2-6 στη βάση των διατάξεων του Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε. Δεν δέχθηκε την επιχειρηματολογία των εφεσειουσών ότι ο Κηδεμόνας υπερέβηκε τις αρμοδιότητες του επειδή στο Νόμο δεν προβλεπόταν ο,τιδήποτε για «πρωτογενή ιδιοκτήτη». Ούτε δέχθηκε το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαζε τα προστατευόμενα από το Σύνταγμα δικαιώματα κάτω από τα ’ρθρα 23 και 26 αντίστοιχα, περί δικαιώματος ιδιοκτησίας και ελευθερίας στη σύναψη συμβάσεων. Ούτε και ότι δημιουργείτο ανισότητα λόγω φυλετικής διάκρισης κατά παραβίαση του ’ρθρου 28 του Συντάγματος. Απέρριψε επίσης την εισήγηση ότι ακόμη και αν ο Νόμος μπορεί να θεωρηθεί ότι λαμβάνει ως κριτήριο τον «ιδιοκτήτη» και όχι την «περιουσία», το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 15.9.2004 δημιούργησε εξαίρεση που αφορά σε ιδιοκτήτη τουρκοκυπριακής περιουσίας που έφυγε στο εξωτερικό για μόνιμη παραμονή πριν το 1974, όπως ήταν η περίπτωση της εφεσείουσας 1.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι μετά την απόφαση ημερ. 15.9.2004 του Υπουργικού Συμβουλίου, ακολούθησε σχετική τροποποίηση του Νόμου που ρύθμιζε και το επίδικο ζήτημα. Όχι μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και η ίδια η κατάθεση στο Κτηματολόγιο των αγοραπωλητηρίων εγγράφων τον Ιούνιο του 2010 ήταν μεταγενέστερες της εν λόγω τροποποίησης πράξεις, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 7.5.2010. Συνεπώς, καθώς κρίθηκε, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ίσχυε πλέον, ενώ δεν αμφισβητήθηκε ότι η επίδικη περιουσία υπαγόταν νομίμως στη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 3 του Νόμου προνοεί για τους παράγοντες που προσμετρούν στην άρση της διαχείρισης τουρκοκυπριακής περιουσίας από τον Κηδεμόνα, αλλά κανένας από τους λόγους ή παράγοντες αυτούς δεν συνέτρεχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση εφόσον σημασία είχε το καθεστώς του ιδιοκτήτη κατά την έναρξη εφαρμογής του Νόμου. Κατά συνέπεια, αν και ο όρος «πρωτογενής ιδιοκτήτης», όντως δεν απαντάται στο Νόμο, εντούτοις η έννοια του ιδιοκτήτη παραπέμπει σε εκείνο τον ιδιοκτήτη της περιουσίας κατά το χρόνο που αυτή περιήλθε στον Κηδεμόνα. Στην επίδικη περίπτωση αυτό σήμαινε ότι κάλυπτε τον πατέρα της εφεσείουσας 1 και όχι την ίδια, ως ήταν η δική της εισήγηση. Κατά τα υπόλοιπα, η νομολογία απαντούσε όλες τις θέσεις των εφεσειουσών και έγινε προς τούτο ειδική αναφορά στην Fezile Ahmet ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1482/2010, ημερ. 24.9.2012, στην οποία έγιναν άλλες παραπομπές σε σχετική νομολογία που εφαρμοζόταν και στην υπό κρίση περίπτωση.
Το Δικαστήριο επίσης απέρριψε τη θέση των εφεσειουσών ότι η μεταβίβαση της περιουσίας υπό την επιφύλαξη της κατοχής των προσφύγων που την χρησιμοποιούν, δεν εμποδίζεται από το Νόμο, διότι εκείνο το οποίο στην πραγματικότητα εισηγούνταν οι εφεσείουσες ήταν η αποξένωση της περιουσίας από την ίδια ως τουρκοκύπρια ιδιοκτήτρια προς όφελος κυπριακών εταιρειών για τις οποίες δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι ελέγχονται από τουρκοκύπριους ώστε να πληρούνται οι όροι «τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία», όπως αυτοί ερμηνεύονται στο άρθρο 2 του Νόμου. Επομένως, εάν μεταβιβαζόταν η περιουσία, αυτή θα έπαυε να ήταν τουρκοκυπριακή παρά το γεγονός ότι η έκρυθμη κατάσταση δεν έχει ακόμη λήξει.
Με επτά λόγους έφεσης επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειουσών να δέχεται κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας το γεγονός ότι η ιδιοκτησία ήταν όντως τουρκοκυπριακή. Εστιάζει όμως το επιχείρημα του για ανατροπή της απόφασης στο ότι η μεταβίβαση από τον πατέρα της εφεσείουσας 1 προς την ίδια έγινε χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη ότι η περιουσία θα παρέμενε στον Κηδεμόνα και επομένως εφόσον η κληρονόμος της περιουσίας - εφεσείουσα 1 - κατοικούσε από το 1973, πριν δηλαδή την τουρκική εισβολή, στις ΗΠΑ, δεν θα έπρεπε να θεωρείτο ως «τουρκοκύπρια» εν τη εννοία του Νόμου και ούτε η περιουσία της «εγκαταλειφθείσα». Συνεπώς θα έπρεπε να γίνει δεκτή η μεταβίβαση από την ίδια προς τρίτους. Η αντίθετη θέση που προβάλλεται από τη Δημοκρατία είναι ότι η μεταβίβαση της περιουσίας προς την εφεσείουσα 1, δεν άλλαξε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το καθεστώς της κηδεμονίας της περιουσίας, ούτε διαφοροποίησε τον έλεγχο της περιουσίας αυτής από τον Κηδεμόνα, ο οποίος ορίστηκε από το Νόμο να διαχειρίζεται και να διαφυλάττει αυτή την περιουσία για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση λόγω της τουρκικής εισβολής.
Εξετάζοντας την έφεση θα πρέπει αρχικά να υπομνησθεί ότι όπως έχει κατ΄ επανάληψη τονισθεί από τη νομολογία, η θέσπιση του Νόμου δεν είχε ποτέ και δεν έχει σκοπό να περιορίσει μονίμως ή να αποστερήσει τα δικαιώματα των νομίμων ιδιοκτητών της εγκαταληφθείσας περιουσίας, αλλά να τύχει διαχείρισης για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο και μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης. Στην απόφαση της Ολομέλειας Zehra Kemal Ahmet a.o. v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 135, υποδείχθηκε ότι το προοίμιο του Νόμου κατέγραψε επεξηγηματικά ότι η ψήφιση αυτού κατέστη αναγκαία λόγω της μαζικής μετακίνησης τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της εισβολής σε περιοχές που εξακολουθούν να είναι υπό τον έλεγχο των τουρκικών δυνάμεων εισβολής με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν οι αντίστοιχες περιουσίες των τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας. Ο Νόμος κατέστησε τον Υπουργό Εσωτερικών, Κηδεμόνα των περιουσιών αυτών, ώστε να δύναται να τις διαχειρίζεται συμφώνως των διατάξεων του Νόμου διαρκούσης της εκρύθμου καταστάσεως, ως «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνεται δε κάθε ιδιοκτησία που ανήκει σε τουρκοκύπριους στις ελεγχόμενες περιοχές, ενώ «τουρκοκύπριος» σημαίνει αυτόν που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες περιοχές.
Όπως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της ερμηνείας που δόθηκε στην προηγηθείσα Fezile Ahmet - ανωτέρω - σημασία έχει το καθεστώς του ιδιοκτήτη κατά την έναρξη εφαρμογής του Νόμου. Εάν ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης είχε τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό κατά το χρόνο κατά τον οποίο η περιουσία του περιήλθε υπό καθεστώς διαχείρισης από τον Κηδεμόνα τότε είναι δυνατή η άρση ή μερική άρση της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος (α) του Νόμου. Η πιο πάνω ερμηνεία είναι ορθή έχοντας υπόψη το σκοπό του Νόμου, αλλά και την γραμματική και τελεολογική ερμηνεία αυτού. Δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί η ερμηνεία αυτή, που αποδίδει ορθά τη στόχευση του Νόμου, με το γεγονός ότι στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα 1 κατέστη ιδιοκτήτης των ακινήτων πολύ αργότερα και μόλις το 2010 δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα της. Σημασία έχει ότι η ιδιοκτησία αυτή κατά την ημερομηνία εφαρμογής του Νόμου ανήκε στον πατέρα της, ο οποίος λόγω της τουρκικής εισβολής εγκατέλειψε την περιουσία, εγκατασταθείς στα κατεχόμενα. Η διαχείριση επομένως της περιουσίας αυτής, όπως και των υπολοίπων, από τον Κηδεμόνα ήταν μία αναγκαιότητα, ούτως ώστε να μη μείνουν απροστάτευτες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες, ως αποτέλεσμα της μαζικής μετακίνησης των ιδιοκτητών τους. Παράλληλα, δεν μπορεί να διαφοροποιείται η κατάσταση λόγω του γεγονότος ότι η μεταβίβαση της περιουσίας επ΄ ονόματι της εφεσείουσας 1 δυνάμει κληρονομίας ενεκρίθη από το Κτηματολόγιο και τον Κηδεμόνα χωρίς καμιά επιφύλαξη και ούτε τέθηκε οποιοσδήποτε περιορισμός στον τίτλο ιδιοκτησίας. Ο Κηδεμόνας δεν είχε δικαιοδοσία να εμποδίσει την κληρονομική διαδοχή και σε αυτό το πλαίσιο ήταν που ενεργούσε κατά τη μεταβίβαση και δεν παρίστατο ανάγκη να τεθεί οποιαδήποτε επιφύλαξη, η οποία άλλωστε τεκμαίρεται να υφίσταται εκ του Νόμου, εφόσον η αποξένωση της περιουσίας σε τρίτους, υπόκειται έτσι κι΄ αλλιώς στην έγκριση του Κηδεμόνα, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Ορθά η Δημοκρατία εισηγείται ότι η μεταβίβαση λόγω κληρονομίας δεν άλλαξε το καθεστώς της κηδεμονίας και της διαχείρισης εκ μέρους του Κηδεμόνα προς όφελος, στο τέλος της ημέρας, της ίδιας της περιουσίας αυτής.
Παρόμοια γεγονότα υφίσταντο και στην υπόθεση Fezile Ahmet - ανωτέρω - όπου η τουρκοκύπρια αιτήτρια είχε εγκατασταθεί στη Μ. Βρετανία από το 1959 και μόλις το 2008 έγινε μεταβίβαση του τεμαχίου της δυνάμει δωρεάς από τον τουρκοκύπριο πατέρα της, ο οποίος όμως είχε τη συνήθη διαμονή του στις κατεχόμενες περιοχές. Όταν η αιτήτρια συμβλήθηκε με ελληνοκύπριους αγοραστές για την πώληση του τεμαχίου συνάντησε την άρνηση του Κηδεμόνα και το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή εναντίον της άρνησης αυτής, μεταξύ άλλων και διότι ο αρχικός τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης ουδέποτε μετανάστευσε ή απέκτησε μόνιμη διαμονή στο εξωτερικό ή στις ελεύθερες περιοχές και ούτε η ίδια η αιτήτρια ως νέα ιδιοκτήτρια είχε επιστρέψει για μόνιμη εγκατάσταση στις ελεγχόμενες περιοχές με αποτέλεσμα η περιουσία να θεωρείτο εγκαταληφθείσα και τεθείσα υπό τον Κηδεμόνα. Να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε και η Ολομέλεια με την πρόσφατη απόφαση της στην Αhmet v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 219/12 ημερ. 2.7.2019, απέρριψε την έφεση με δύο διαφορετικά σκεπτικά τα οποία όμως δεν διαφοροποιούν την ουσία της πρωτόδικης κρίσης. Κατά την απόφαση της πλειοψηφίας η εφεσείουσα είχε αυτομάτως αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα κατά το χρόνο της Συμφωνίας Εγκαθίδρυσης και η έννοια του «τουρκοκύπριου» και της «τουρκοκυπριακής περιουσίας» παρέπεμπαν σε περιουσία που εκ του Νόμου πέρασε στο καθεστώς της κηδεμονίας εξαιτίας και μόνο του γεγονότος ότι αυτή η περιουσία βρισκόταν σε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ανήκουσα σε τουρκοκύπριο που δεν είχε τη συνήθη διαμονή του σε αυτές. Το άλλο σκεπτικό της μειοψηφίας εστίασε την προσοχή του στο χρόνο εφαρμογής του Νόμου, ούτως ώστε εφόσον ο τότε τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης από το 1974 και εντεύθεν διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές, η περιουσία του θεωρείτο εγκαταληφθείσα.
Περαιτέρω, μπορούν να προστεθούν για την υπό κρίση έφεση και τα εξής: πρώτον, το γεγονός ότι στο αγοραπωλητήριο τέθηκαν όροι για τη συνέχιση της κατοχής της περιουσίας από τους διαχειριζόμενους αυτή πρόσφυγες δεν διαφοροποιεί την όλη κατάσταση. Το ζήτημα δεν μπορεί να μετακυλείται προς απόφαση στους όποιους όρους του πωλητηρίου, εφόσον παραμένει το πρωταρχικό πρόβλημα ότι πρόκειται για περιουσία που έχει περιέλθει στον Κηδεμόνα λόγω της φύσεως της. Δεύτερον, όπως υποδείχθηκε και κατά τη συζήτηση, δεν μπορεί το καθεστώς της κηδεμονίας να αλλάξει διότι η ιδιοκτήτρια αποφάσισε να το πωλήσει σε τρίτους ώστε να τεθεί εκτός της κηδεμονικής διαχείρισης ενόσω η έκρυθμη κατάσταση υφίσταται και κατά τα άλλα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αποξένωσης που προνοούνται στο άρθρο 3 του Νόμου. Από την άποψη αυτή η έφεση είναι και αλυσιτελής.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτή ήταν η κύρια επιχειρηματολογία των εφεσειουσών, τα δε υπόλοιπα ζητήματα τα οποία ηγέρθησαν από τους λόγους έφεσης έχουν ήδη απαντηθεί από τη νομολογία κατ΄ επανάληψη. Συναφώς, η συνταγματικότητα του Νόμου είναι δεδομένη δυνάμει των αποφάσεων Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001)1 Α.Α.Δ. 1077, Α.Chr.Solomonides Ltd a.o. v. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Βalce (2010)1 A.A.Δ. 680. Δεν τίθεται θέμα συνεπώς καταστρατήγησης οποιωνδήποτε συνταγματικών διατάξεων, ούτε υφίσταται παραβίαση του ’ρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ή του Πρωτοκόλλου 4 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σχετικές προς τούτο είναι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις Mehmet Yilmaz ν. Δημοκρατίας και τριών άλλων αιτήσεων, Αίτηση αρ. 4722/05, ημερ. 28.8.2012, Niazi Kazali and Hakan Kazali v. Cyprus και οκτώ άλλων αιτήσεων, ημερ. 6.3.2012. Ούτε και τίθεται θέμα φυλετικής διάκρισης ή ανισότητας δυνάμει του ’ρθρου 28 του Συντάγματος. Οι τουρκοκυπριακές περιουσίες τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης δυνάμει του Νόμου, ο οποίος θεσπίστηκε για να ρυθμίσει μια έκτακτη πολιτειακή ανάγκη.
Η έφεση απορρίπτεται με 2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΜΑ