ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A326
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 50/2016)
18 Ιουλίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
xxx ΠΑΥΛΙΔΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ
ΝΙΚΟΛΑ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΥΛΙΔΗ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2017,
ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Μιχάλης Δειλινός, για την Αιτήτρια - Εφεσείουσα.
Θεοδώρα Πιπερή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση - Εφεσίβλητους.
Φίλιππος Καμένος, για Μαρκίδης, Μαρκίδης και Σία Δ.Ε.Π.Ε., και Ρούλα Ιάσονος, για Chrysses Demetriades & Co. L.L.C., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος - The Cyprus Cement Company Limited.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: H υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή αρ. 5699/2013 της εφεσείουσας, αφορώσα σε απαίτηση για την επιστροφή συγκεκριμένων ακινήτων (τα ακίνητα). Τα ακίνητα αποτελούσαν μέρος μεγαλύτερης έκτασης γης, στην περιοχή Μονή της επαρχίας Λεμεσού, ιδιοκτησία αποβιώσαντος προσώπου, από το οποίο η εφεσείουσα φαίνεται ότι έλκει δικαίωμα ιδιοκτησίας σε αυτή. Η εν λόγω γη είχε απαλλοτριωθεί το 1954, προς το σκοπό δημιουργίας εργοστασίου και άλλων σχετικών υποδομών για την κατασκευή σκυροκονιάματος και παρεμφερών προϊόντων.
Από την απαίτηση, ανωτέρω, της εφεσείουσας για επιστροφή των ακινήτων, φαίνεται να προκύπτουν, βασικά, δύο, αλληλένδετα μεταξύ τους, θέματα. Το πρώτο, που είναι νομικό, αφορά στην ερμηνεία του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Το δεύτερο αφορά στο κατά πόσο τα ακίνητα χρησιμοποιήθηκαν, πράγματι, για τον, ως άνω, προοριζόμενο σκοπό. Η εν λόγω απαίτηση βασίζεται στις σχετικές πρόνοιες του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και στο άρθρο 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, (Ν. 15/1962).
Το Διοικητικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε την υπόθεση, την απέρριψε, για δύο βασικά λόγους. Με τον έναν από αυτούς, με τον οποίο ασχολήθηκε, μάλλον, συνοπτικά, αποφάσισε πως «.η αιτήτρια δεν έχει αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός αναφορικά με τα ακίνητα που κατ' ισχυρισμόν της δεν χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, υποστηρίζοντας ότι αυτά βρίσκονται εκτός του περιφραγμένου χώρου και παραπέμποντας σε σχετική αεροφωτογραφία.» Η εφεσείουσα, έχοντας κατά νου, προφανώς, την πιο πάνω κρίση, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλει ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο «.λανθασμένα αποφάνθηκε ότι στη βάση των προσκομισθέντων στοιχείων η αιτήτρια δεν έχει αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός αναφορικά με τα επίδικα ακίνητα .». Συνοδεύει δε το λόγο αυτό με εκτενή αιτιολογία, εξετάζοντας από κάθε άποψη την πιο πάνω δικαστική κρίση.
Η εφεσείουσα, ωστόσο, σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, δεν περιορίστηκε στην καταχώριση μόνο του πέμπτου λόγου έφεσης. Σε μεταγενέστερο στάδιο, καταχώρισε και την υπό εξέταση αίτηση, με την οποία ζητά από το παρόν Δικαστήριο να επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας συγκεκριμένου προσώπου, το οποίο και κατονομάζει, «.αναφορικά με τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς για το αν έχουν χρησιμοποιηθεί τα επίδικα ακίνητα από την ημέρα της επικύρωσης της απαλλοτρίωσης και μετά, για το σκοπό της απαλλοτρίωσης ή/και οποιοδήποτε άλλο σκοπό.» Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στους Κ. 3 και Κ. 4 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 και στη Δ.35, Κ. 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Αντιμετώπισε δε την ένσταση της εφεσίβλητης, Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς, επίσης, του ενδιαφερομένου μέρους, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, προς όφελος του οποίου είχε γίνει η απαλλοτρίωση, δηλαδή της ιδιωτικής εταιρείας The Cyprus Cement Company Limited.
Η εφεσείουσα, προφανώς, παραγνωρίζει τα όρια της δυνατότητας που παρέχεται με τη Δ.35, Κ. 8 για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κατά το στάδιο έφεσης, εννοείται. Σχετικές επί τούτου είναι η υπόθεση Λοΐζίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 2 Α.Α.Δ. 89, ECLI:CY:AD:2014:B104 καθώς, επίσης, η υπόθεση Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396, στην οποία είχαν λεχθεί, στις σελίδες 398 έως 399, σχετικά, τα εξής:-
«Η εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπισθεί παρά την λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίαση της στο Εφετείο.
Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό την θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ρόλος αυτός δύσκολα συμβιβάζεται με την λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας. Γι' αυτό μαρτυρία μπορεί να ληφθεί μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχει καθορίσει η νομολογία. .
. Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια η σύνοψη της ή όπου είναι δυνατό ολόκληρο το κείμενο της πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά την σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα.»
Η εφεσείουσα, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ακριβώς, προσβάλλει την προαναφερθείσα διαπίστωση του Δικαστηρίου, από κάθε άποψη και με αρκετή λεπτομέρεια, όπως προκύπτει από τη σχετική αιτιολογία. Βέβαια, δεν είναι ορθό να λεχθεί οτιδήποτε, στο παρόν στάδιο, σε σχέση με την πιθανή έκβαση του πιο πάνω λόγου. Σημειώνεται, όμως, ότι από την ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση προκύπτει, σαφώς, πως η μαρτυρία, την οποία η εφεσείουσα επιθυμεί να προσκομίσει στο στάδιο αυτό, ήταν από προηγουμένως γνωστή στην ίδια και στη διάθεσή της. Μπορούσε να την είχε θέσει ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, ήτοι, κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας. Δεν το έπραξε, όμως, για τους δικούς της λόγους. Η παράλειψη αυτή δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί, ώστε να της δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει την υπόθεσή της. Άλλωστε, όπως εξηγείται στη σχετική νομολογία, ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο δεν έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να δέχεται και να αξιολογεί μαρτυρία, επί της οποίας δεν υπάρχει πρωτόδικη κρίση.
Η παρούσα περίπτωση δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις που έχει θέσει η πιο πάνω νομολογία, προκειμένου να επιτραπεί η προσφορά μαρτυρίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του. Επομένως, η υπό εξέταση αίτηση της εφεσείουσας δεν μπορεί να επιτύχει· πόσο, μάλλον, όταν τα θέματα, τα οποία ιδιαιτέρως την ενδιαφέρουν, φαίνεται να καλύπτονται από τον πέμπτο λόγο έφεσης.
Η πιο πάνω αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/φκ