ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σαββίδου Eλενίτσα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας. (1995) 3 ΑΑΔ 410
Mιχαηλίδου Kάννα Στέλλα ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112
Xατζηβασιλείου Παναγιώτης ν. Aρχής Λιμένων Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Ιωάννη Ιωνά Αγγελή και Άλλης (1999) 3 ΑΑΔ 161
Γιαγκουλλής Όθωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 481
Mαυρομμάτη Όλγα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 662
Μεστάνας Πέτρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 213
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Νικολαΐδης Ευαγόρας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2005) 3 ΑΑΔ 325
Βασιλειάδης Αντώνης και Άλλες ν. Mάρως Κληρίδου - Τσιάππακαι Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 403
Ζωδιάτης Γιώργος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιάκωβου Φεσσά (2009) 3 ΑΑΔ 141
Τσουδερός Ξενοφών ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 189
Πατσαλίδης Σωφρόνης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 738
Κυπριακή Δημοκρατία και άλλη ν. Δόνας Πολυδώρου και άλλης (2013) 3 ΑΑΔ 15
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αφροδίτης Ευαγγέλου και άλλης (2013) 3 ΑΑΔ 414
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:C337
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφεσεις Αρ. 232/2012 και 239/2012)
(Υποθέσεις Αρ. 1061/2009 και 1172/2009)
19 Ιουλίου 2019
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 232/2012)
Μεταξύ:
xxxx ΣΠΥΡΟΥ
Eφεσείοντα/Αιτητή
- και -
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Eφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση
-------------------------
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 239/2012)
Μεταξύ:
xxxx ΑΓΑΠΙΟΥ
Eφεσείοντα/Αιτητή
- και -
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Eφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση
-------------------------
Ε. Τόλα (κα) για Μ. Ηλιάδη, για τον εφεσείοντα στην ΑΕ232/12.
Χρ. Χριστάκη προσωπικά και για A. Πετουφά, για τον εφεσείοντα στην ΑΕ239/12.
Στ. Μαξιούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφ. Μέρος στην ΑΕ232/12.
------------------------
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: H πλήρωση των θέσεων Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού (στο εξής: «η επίδικη θέση») η οποία είναι θέση προαγωγής στην Αρχή Λιμένων Κύπρου (στο εξής: «η Αρχή») δεν είχε ομαλή εξέλιξη. Η πρώτη σχετική απόφαση για την προαγωγή αριθμού Λιμενικών Λειτουργών 1ης Τάξης συμπεριλαμβανομένων των ενδιαφερομένων μερών xxxx Παπαϊωάννου και xxxx Λαμπριανού (στο εξής «τα ΕΜ») στην επίδικη θέση, η οποία λήφθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής (στο εξής: «το Συμβούλιο»), στις 22.5.1995, προσβλήθηκε από τους Εφεσείοντες και από άλλα πρόσωπα που δεν είχαν επιλεγεί και ακυρώθηκε γιατί διαπιστώθηκε ότι είχαν αγνοηθεί παράτυπα οι αξιολογήσεις για τη διευθυντική ικανότητα του έτους 1994 και ότι είχε παραγνωριστεί η αρχαιότητα των αιτητών στη σύσταση. Ακολούθησε επανεξέταση (1η) και αναδρομική προαγωγή των ίδιων υποψηφίων, η οποία ακυρώθηκε λόγω παράνομης συγκρότησης του Συμβουλίου. Διενεργήθηκε νέα επανεξέταση (2η) με αποτέλεσμα την αναδρομική προαγωγή των ΕΜ στην επίδικη θέση από 22.5.1995 όμως η απόφαση ακυρώθηκε γιατί παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα των αιτητών χωρίς αιτιολογία και γιατί το Συμβούλιο έδωσε βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα των ΕΜ χωρίς να αξιολογήσει τη σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Η επανεξέταση (3η) που ακολούθησε, είχε ως κατάληξη τη προαγωγή πέντε υποψηφίων μεταξύ των οποίων και τα ΕΜ. Η εγκυρότητα όμως των προαγωγών αμφισβητήθηκε με νέες προσφυγές οι οποίες είχαν και πάλι ακυρωτικό αποτέλεσμα λόγω πλάνης της Αρχής αναφορικά με την αρχαιότητα του εφεσείοντα xxxx Σπύρου και παράβαση του δεδικασμένου σε σχέση με την αιτιολογία της αξιολόγησης των προσόντων των ΕΜ. Νέα επανεξέταση (4η) οδήγησε στην προαγωγή των ΕΜ στην επίδικη θέση με αναδρομική ισχύ από 22.5.1995 όμως η απόφαση προσβλήθηκε με νέες προσφυγές και ανατράπηκε λόγω μη τήρησης άρτιων πρακτικών κατά παράβαση του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(1)/99.
Διενεργήθηκε επανεξέταση (5η) από το Συμβούλιο το οποίο επέλεξε ξανά τα ΕΜ ως τους καταλληλότερους. Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν για άλλη μια φορά τη νομιμότητα των προαγωγών όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε τις προσφυγές επικυρώνοντας τη διοικητική απόφαση.
Οι εφεσείοντες επιδιώκουν τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας διάφορους λόγους έφεσης. Ο εφεσείων xxxx Σπύρου (Α.Ε. αρ. 232/2012) υποβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι:
(α) η προσφυγή του δεν είχε προοπτική επιτυχίας επειδή οι καθ' ων η αίτηση - εφεσίβλητοι, μεταξύ τριών ισότιμων υποψηφίων επέλεξαν τους δύο και ότι η απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (1ος λόγος έφεσης),
(β) ο ισχυρισμός για υπεροχή του στην αξία δεν ήταν αποδεκτός και ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορούσε να εγερθεί λόγω δεδικασμένου (2ος λόγος έφεσης),
(γ) η εξέταση του πιο πάνω ισχυρισμού θα κατέληγε ουσιαστικά στην έκφραση πρωτογενών διαπιστώσεων και αξιολόγηση των διαδίκων από το Δικαστήριο (3ος λόγος έφεσης),
(δ) το Συμβούλιο δεν παραγνώρισε την αξία του αλλά κατέγραψε τα σημεία στα οποία υπήρχε οριακή υπεροχή αιτιολογώντας την επιλογή του και ότι οι διαφορές των διαδίκων στην βαθμολογημένη αξία ήταν οριακές (4ος λόγος έφεσης),
(ε) δεν ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός του περί πλάνης του Συμβουλίου της Αρχής αναφορικά με την αρχαιότητα του στην θέση του Λιμενικού Λειτουργού Γ΄ Τάξης και υποβάθμισης της σχετικής υπεροχής του έναντι των ΕΜ σ' αυτό το κριτήριο κατά παράβαση του δεδικασμένου (5ος λόγος έφεσης),
(στ) ήταν αιτιολογημένη η απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής να θεωρήσει ως σχετικό το προσόν «Ραδιοτηλεγραφητή» του ΕΜ Παπαϊωάννου και ότι δεν ήταν αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι η Αρχή κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν χρησιμοποιούσε τέτοιο εξοπλισμό (6ος λόγος έφεσης) και ότι,
(ζ) η επίδικη απόφαση ήταν αρκούντως και δεόντως αιτιολογημένη (7ος λόγος έφεσης).
Από την άλλη, ο εφεσείων xxxx Αγαπίου (Α.Ε. αρ. 239/2012) αμφισβητεί την ορθότητα των πρωτόδικων ευρημάτων σύμφωνα με τα οποία:
(α) δεν υπερείχε του ΕΜ σε αξία και ότι υπήρχε κώλυμα έγερσης του συγκεκριμένου ισχυρισμού λόγω δεδικασμένου (1ος λόγος έφεσης),
(β) οι καθ' ων η αίτηση - εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε επιμέρους αξιολόγηση των προσόντων του (2ος λόγος έφεσης),
(γ) η Αρχή αιτιολόγησε επαρκώς τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο Δίπλωμα της Σχολής Ραδιοτηλεγραφητών του ΕΜ Παπαϊωάννου - (3ος λόγος έφεσης),
(δ) τα πρακτικά της αποφασιστικής συνεδρίας του Συμβουλίου ήταν λεπτομερή και άρτια (4ος λόγος έφεσης) και ότι,
(ε) η επίδικη απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη (5ος λόγος έφεσης).
Από πλευράς εφεσίβλητης και ΕΜ υποστηρίχθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Το θέμα των διαπιστώσεων αναφορικά με την αξία των διαδίκων και το δεδικασμένο
Με τους λόγους έφεσης υπ' αρ. 2-4 ο εφεσείων xxxx Σπύρου και με το λόγο έφεσης υπ' αρ. 1 ο εφεσείων xxx Αγαπίου αμφισβητούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις εκτιμήσεις του Συμβουλίου για την βαθμολογημένη αξία των διαδίκων, υποστηρίζοντας ότι υπερείχαν των ΕΜ στο συγκεκριμένο κριτήριο και ότι αυτή η υπεροχή τους αδικαιολόγητα παραγκωνίστηκε. Βάλλουν επίσης κατά της πρωτόδικης κρίσης περί κωλύματος έγερσης του σχετικού ισχυρισμού λόγω δεδικασμένου που προέκυψε από την απόφαση στις προσφυγές αρ.471/2004 και 615/2004. Εισηγούνται σχετικά ότι το εύρημα του Δικαστηρίου στις υποθέσεις αρ. 471/2004 και 615/2004 ήταν ότι υπερείχαν οι αιτητές κατά 1 με 2 εξαίρετα κατ' έτος και ότι αυτό το πραγματικό δεδομένο δεν μπορεί να αλλοιωθεί με δικαστική απόφαση ούτε και να ανατραπεί από δεδικασμένο.
Το επίμαχο σημείο της πρωτόδικης απόφασης έχει ως ακολούθως:
«Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η υπεροχή του σε αξία παραγνωρίστηκε. Παραθέτει με συγκριτικούς πίνακες την αξιολόγηση των ενδιαφερομένων μερών και του ιδίου για τα τελευταία, ως προς τον ουσιώδη χρόνο, δώδεκα χρόνια, δηλαδή τις βαθμολογίες τους για τα έτη 1983-1994.
Σε συμφωνία με τον δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση καταλήγω ότι ο αιτητής κωλύεται να εγείρει τον ισχυρισμό περί παραγνώρισης της αξίας του, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου. Στην υπόθεση υπ' αρ. 471/2004 κ.ά. ημερομηνίας 19.4.2006, το δικαστήριο εξετάζοντας τον ίδιο ισχυρισμό κατέληξε ότι από τον έλεγχο των εμπιστευτικών εκθέσεων προκύπτει σχετική ισοδυναμία γιατί γενικά όλοι είναι εξαίρετοι. Προσθέτει ακόμα ότι είναι γεγονός ότι οι αιτητές υπερέχουν οριακά σε ένα ή δύο επί μέρους στοιχεία, τα οποία όμως δεν αλλάζουν την εικόνα. Εκτός τούτου, θεωρώ ότι ουσιαστικά ο αιτητής καλεί το δικαστήριο όπως προβεί το ίδιο σε πρωτογενούς φύσης διαπιστώσεις και να αξιολογήσει τον αιτητή σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Το Συμβούλιο δεν παραγνώρισε την αξία του αιτητή, αλλά κατέγραψε τα σημεία στα οποία υπάρχει οριακή υπεροχή του σε σχέση με το κριτήριο της αξίας και αιτιολόγησε στη συνέχεια την επιλογή του. Εξάλλου, όπως είδαμε, οι διαφορές στη βαθμολογημένη αξία μεταξύ του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών είναι οριακές. Όπως έχει επισημανθεί από τη νομολογία, η αξία κρίνεται με τη γενική βαθμολογία και όχι με τα επί μέρους στοιχεία της (Μεστάνας v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, 218).
Οι επί μέρους διαφορές μεταξύ υποψηφίων που δεν είναι ουσιαστικές, αλλά οριακές δεν αλλοιώνουν την κατά το μάλλον ή ήττον ισοδυναμία τους».
Πράγματι οι ίδιοι ισχυρισμοί είχαν τεθεί από τους εφεσείοντες στα πλαίσια των προσφυγών που είχαν ασκήσει κατά της απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 17.2.2004 (3η επανεξέταση) για προαγωγή των ΕΜ (βλ. xxxx Σπύρου κ.ά. v. Aρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 471/2004 κ.ά. ημερ. 19.4.2006). Λέχθηκαν τότε από το Δικαστήριο τα ακόλουθα σχετικά:
«Παραπονούνται οι αιτητές και στις δύο προσφυγές ότι παραγνωρίστηκε η υπέρτερη αξία τους που προβάλλει στις εμπιστευτικές εκθέσεις. Η Αρχή ως προς το κριτήριο αυτό αναφέρει ότι τα ΕΜ έχουν εξαίρετες εμπιστευτικές εκθέσεις και οποιαδήποτε διαφορά με άλλους υποψηφίους είναι οριακή χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα. Από τον έλεγχο των εμπιστευτικών εκθέσεων προκύπτει σχετική ισοδυναμία γιατί γενικά όλοι είναι εξαίρετοι. Είναι γεγονός ότι οι αιτητές υπερέχουν οριακά σε 1 ή 2 επί μέρους στοιχεία, τα οποία δεν αλλάζουν την εικόνα».
Οι εφεσείοντες παρότι ήσαν επιτυχόντες διάδικοι στις πιο πάνω προσφυγές αφού η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε για άλλους λόγους, είχαν τη δυνατότητα να εφεσιβάλουν την απόφαση στην έκταση που θεωρούσαν ότι προέκυπταν ζητήματα δέσμευσης προς βλάβη τους (βλ. Χατζηγεωργίου v. KΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 82). Δεν το έπραξαν και συνεπώς κωλύονται να εγείρουν παρόμοιο ισχυρισμό σε μεταγενέστερες προσφυγές μεταξύ των ίδιων διαδίκων αφού το ζήτημα πλέον καλύπτεται με δεδικασμένο inter partes. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 149:
«Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμα της. Εξ ου και οι αποφάσεις Μιλτιάδους και Χαραλάμπους (ανωτέρω), σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου. Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε. Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Iσχύει inter partes».
Συνεπώς είναι ορθή η πρωτόδικη κατάληξη ότι στην εν λόγω προσφυγή υπήρξε δεδικασμένο για το ζήτημα της αξίας των διαδίκων (βλ. Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141).
Αλλά και επί της ουσίας ο σχετικός ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Η νομολογία έχει υιοθετήσει την άποψη ότι διαφορά μέχρι και 5 εξαίρετα στις υπηρεσιακές εκθέσεις παραπέμπει σε ουσιαστική ισοδυναμία και δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε υπεροχή. Επίσης έχει νομολογηθεί ότι ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα έχουν τα τελευταία χρόνια και ότι δεν είναι επιτρεπτό για τη διοίκηση να απομονώσει οριακές διαφορές μεταξύ των υποψηφίων από το απώτερο παρελθόν για να στοιχειοθετήσει διαφορά στο συγκεκριμένο κριτήριο. Αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η γενική αξιολόγηση ενός υποψηφίου και όχι αποσπασματικές διακυμάνσεις (βλ. Μαυρομμάτη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, Βασιλειάδης κ.ά. v. Tσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Πατσαλίδης v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 738, Ελευθερίου v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 120, Αττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438, Δημοκρατία κ.ά. v. Πολυδώρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 15).
Ως αποτέλεσμα οι σχετικοί λόγοι έφεσης θα πρέπει να απορριφθούν.
Το θέμα της αρχαιότητας και το δεδικασμένο
Kαθόσον αφορά το ζήτημα της αρχαιότητας, ο εφεσείων xxxx Σπύρου προβάλλει (5ος λόγος έφεσης) ότι υπερείχε των ΕΜ, γεγονός που κατά πλάνη και αντίθετα προς το δεδικασμένο αγνοήθηκε από την Αρχή και από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η ερμηνεία που έδωσε το Συμβούλιο είναι ορθή. Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την εκκαλούμενη απόφαση:
«Δεν συμφωνώ ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη ως προς την αρχαιότητα. Αντίθετα, στο τηρηθέν πρακτικό σημειώνεται ότι ο αιτητής υπερτερεί σε αρχαιότητα κατά 18 μήνες, αλλά και το γεγονός ότι η αρχαιότητα αυτή ανάγεται στον αρχικό διορισμό του όταν υπηρέτησε ως Λεμβούχος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο ο αιτητής, όσο και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν ως Λιμενικοί Λειτουργοί 2ης Τάξης την 1.4.1979 και ως Λιμενικοί Λειτουργοί 1ης Τάξης στις 15.6.1982. Άρα είναι ορθή η διαπίστωση της Αρχής ότι η διαφορά σε αρχαιότητα ανάγεται στον αρχικό διορισμό. Επίσης δεν παρουσιάζεται παραβίαση του δεδικασμένου, αφού στην προσφυγή 471/2004 η τότε προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε γιατί το Συμβούλιο της Αρχής είχε θεωρήσει εσφαλμένα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν είτε αρχαιότερα του αιτητή, είτε είχαν την ίδια αρχαιότητα με αυτόν.
Ο αιτητής πράγματι διαθέτει κάποια υπεροχή σε αρχαιότητα η οποία όμως ανάγεται στον διορισμό του ως Λιμενικού Λειτουργού. Η αρχαιότητα αυτή σημειώθηκε από το Συμβούλιο, αλλά κρίθηκε ότι δεν μπορεί να βαρύνει υπέρ του, πλην οριακά».
Σε συμφωνία με τις εισηγήσεις της εφεσίβλητης και των ΕΜ καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι και σε αυτό το σημείο ορθή. Αυτό που διαπιστώθηκε στην προσφυγή αρ. 471/2004 και απετέλεσε έναν από τους λόγους της ακυρωτικής απόφασης ήταν ότι οι εφεσίβλητοι τελούσαν υπό πλάνη ως προς την πραγματική αρχαιότητα των διαδίκων. Και αυτό γιατί δεν είχε ληφθεί υπόψιν ο αρχικός διορισμός του εφεσείοντα από 1.10.1977 στη θέση του Λεμβούχου από όπου στην συνέχεια προήχθη στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού 2ης τάξης την 1.4.1979, ημερομηνία κατά την οποίαν διορίστηκαν απευθείας στην ίδια θέση και τα ΕΜ.
Κατά την τελευταία επανεξέταση όμως, το Συμβούλιο συμμορφούμενο με τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης σημείωσε ότι ο xxx Σπύρου υπερτερούσε σε αρχαιότητα 18 μηνών αναγόμενη στον αρχικό διορισμό στην οποίαν - όπως τόνισε - «δεν θα μπορούσε να αποδοθεί σημασία πέραν της οριακής». Εναπόκειτο βεβαίως στο Συμβούλιο να εκτιμήσει τις προεκτάσεις της όποιας αρχαιότητας και να προσδώσει την ανάλογη βαρύτητα. Από τη στιγμή που η σχετική αναφορά στην αρχαιότητα βρισκόταν σε συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων και συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία δεν υπήρξε εν προκειμένω υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου. Εφόσον δεν προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στις εκτιμήσεις που καθηκόντως διενεργούνται από τα αρμόδια διοικητικά όργανα ούτε και αξιολογεί τη σημασία της συγκεκριμένης αρχαιότητας ως πραγματικού στοιχείου για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Όπως έχει εξάλλου επανειλημμένα νομολογηθεί αναφορικά με την αρχαιότητα, εκείνο που κυρίως λαμβάνεται υπόψη είναι η ημερομηνία διορισμού στην αμέσως προηγούμενη θέση και συνεπώς η πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα (Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.112, Μεστάνας v. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 213 Τσουδερός v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 189).
Το θέμα των προσόντων και οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου
Οι εφεσείοντες (6ος λόγος της έφεσης αρ. 232/2012 και 3ος λόγος της έφεσης αρ. 239/2012) υπέβαλαν ότι το δίπλωμα του ΕΜ xxx Παπαϊωάννου της Σχολής Ραδιοτηλεγραφητών και Τεχνικών Σχολών Θεσσαλονίκης «ο Λεύκιππος» δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης γιατί η Αρχή δεν χρησιμοποιεί πλέον τέτοιου είδους εξοπλισμό. Επομένως η θεώρηση του ως πρόσθετου προσόντος και η οποιαδήποτε βαρύτητα που του αποδόθηκε από το Συμβούλιο ήταν αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα πλάνης. Η θέση του Συμβουλίου για το πιο πάνω δίπλωμα αντικατοπτρίζεται στα πρακτικά του όπου σημειώθηκε ότι:
«.θεωρείται κάπως βοηθητικό στην άσκηση των καθηκόντων του έχοντας υπόψη ότι η Αρχή χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό λόγω της επικοινωνίας που απαιτείται αφενός μεταξύ των υπαλλήλων λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης έκτασης των λιμενικών χώρων και αφετέρου της επικοινωνίας με τους χρήστες των λιμενικών χώρων. Στο πρόσθετο αυτό προσόν, ως μη προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, του δίνεται μικρή βαρύτητα».
Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την αποδοχή του συγκεκριμένου προσόντος ήταν ορθή επισημαίνοντας τα ακόλουθα:
«Εκτός του ότι από την Αρχή σημειώνεται ότι η βαρύτητα που δίνεται στο συγκεκριμένο προσόν είναι μικρή, περαιτέρω εξηγείται γιατί το συγκεκριμένο προσόν έχει σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Δεν αντιλαμβάνομαι τι περαιτέρω εξηγήσεις ή αιτιολογία θα έπρεπε να δώσει η Αρχή και δεν συμφωνώ ότι θα έπρεπε να προχωρήσει σε ανάλυση του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού τον οποίο χρησιμοποιεί, για να αιτιολογήσει την αξιολόγηση ενός προσόντος στο οποίο, ούτως ή άλλως, δόθηκε μικρή βαρύτητα».
Μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Αποτελεί σταθερή νομολογιακή αρχή ότι δεν παραγνωρίζονται προσόντα που δεν προβλέπονται μεν από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά είναι συναφή με τα καθήκοντα και της ευθύνες της θέσης. Τα πρόσθετα αυτά προσόντα αξιολογούνται και συσταθμίζονται κατά περίπτωση μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία για την επιλογή του καταλληλότερου. Εφόσον κρίνονται ως συναφή δίδεται σε αυτά η ανάλογη βαρύτητα η οποία δεν μπορεί να είναι ούτε υπερβολική ούτε και εντελώς οριακή (βλ Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Νικολαΐδης v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 325, Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Δημοκρατία v. Eυαγγέλου (2013) 3 Α.Α.Δ. 414). Το Συμβούλιο αρμοδίως αξιολόγησε το δίπλωμα του ΕΜ και του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα αιτιολογώντας επαρκώς την απόφαση του. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έκταση σε ένα κατ' εξοχήν τεχνικό ζήτημα στο οποίο βέβαια το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός αν η ερμηνεία που δίδεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Η αξιολόγηση του κατά πόσον το συγκεκριμένο πρόσθετο προσόν εξυπηρετεί τα καθήκοντα και της ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης ανήκει αποκλειστικά στο διοικητικό όργανο το οποίο έχει και την ευθύνη της ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε πρωτογενή ευρήματα αναφορικά με τη σχετικότητα ενός πρόσθετου προσόντος. (βλ. Σαββίδου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 410, Γιαγκουλλής v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 481). Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο κατηύθυνε την προσοχή του στο πρόσθετο προσόν του ΕΜ και εξήγησε γιατί το θεώρησε ως σχετικό σημειώνοντας παράλληλα ότι η σημασία που του αποδόθηκε δεν ήταν καθοριστική. Κατά τη γνώμη μας τόσο ο χειρισμός του θέματος από το Συμβούλιο όσο και η βαρύτητα που αποδόθηκε στο πρόσθετο προσόν του ΕΜ ήταν μέσα στα πλαίσια των νομολογιακών αρχών που προαναφέρθηκαν.
Κάτω από τις περιστάσεις οι λόγοι έφεσης αναφορικά με το πρόσθετο προσόν του ΕΜ δεν ευσταθούν.
Αναφορικά με τη βεβαίωση φοίτησης στο Γ΄ έτος του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών του εφεσείοντα xxxx Αγαπίου για την οποίαν υποβάλλεται (λόγος έφεσης 2) ότι δεν αξιολογήθηκε από το Συμβούλιο, κατ' άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν ήταν υποχρεωμένο το Συμβούλιο να προβεί σε επιμέρους αξιολόγηση του. Οι λόγοι είναι προφανείς. Το Συμβούλιο, αναφέρθηκε σε πτυχία και διπλώματα των υποψηφίων τα οποία και αξιολόγησε αναφορικά με τη σχετικότητα τους με την επίδικη θέση. Η απλή βεβαίωση φοίτησης σε ένα έτος πανεπιστημιακών σπουδών στα νομικά δεν μπορούσε - όπως ορθά σημειώθηκε πρωτόδικα - να εξισωθεί με τα πιο πάνω ακαδημαϊκά προσόντα και να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης ως προς τη σχετικότητα του. Με βάση τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του Συμβουλίου δεν προκύπτει ότι η βεβαίωση που επικαλείται ο εφεσείων μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν ούτως ώστε να λαμβάνονταν ουσιωδώς υπόψη σε συνάρτηση πάντοτε με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας.
Το θέμα της πληρότητας των πρακτικών του Συμβουλίου
Με τον 4ο λόγο της έφεσης αρ. 239/2012 προβάλλεται ότι το Συμβούλιο παραβίασε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης της υπόθεσης xxxx Σπύρου κ.ά. v. Αρχής Λιμένων, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2206/2006 και 139/2007, ημερ. 27.5.2009 και το άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99 ως έχει τροποπ.) καθότι δεν τηρήθηκαν άρτια και λεπτομερή πρακτικά. Ισχυρίζεται συναφώς ο εφεσείων ότι τα πρακτικά είναι ανυπόγραφα και ότι δεν αποδεικνύεται η έγκαιρη και δέουσα πρόσκληση των δύο απόντων από τη συνεδρία μελών.
Στην υπόθεση xxxx Σπύρου κ.α. (πιο πάνω) η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε λόγω μη τήρησης άρτιων πρακτικών υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Ενώ είχαν ληφθεί από το Συμβούλιο δύο αποφάσεις σε δύο ξεχωριστές ημερομηνίες ο τρόπος διατύπωσης των πρακτικών δεν ήταν κατατοπιστικός ως προς το τι ακριβώς συζητήθηκε σε κάθε μια από τις δύο συνεδρίες, δεν υπήρχαν υπογραφές και το κυριότερο, δεν αναφέρονταν τα ονόματα των παρισταμένων.
Στην παρούσα υπόθεση τα πρακτικά του Συμβουλίου ημερ. 30.6.2009 είναι συντεταγμένα κατά τρόπο άρτιο και επεξηγούν με επάρκεια και λεπτομέρεια τον τρόπο διεκπεραίωσης του έργου του μέχρι και τη λήψη της επίδικης απόφασης. Καταγράφονται τα ονόματα όλων των παρόντων καθώς και των τριών απόντων (λόγω απρόβλεπτου κωλύματος) μελών και σημειώνεται ότι όλα τα μέλη είχαν προσκληθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Στο τέλος δε τα πρακτικά φέρουν την ημερομηνία σύνταξης και την υπογραφή του Προέδρου του Συμβουλίου ο οποίος έχει και τη σχετική προς τούτο αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 7(4) του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Nόμου του 1973 (Ν. 38/73 ως έχει τροποπ.).
Ορθά επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον αντίστοιχο λόγο ακύρωσης κρίνοντας ότι τηρήθηκαν εν προκειμένω οι σχετικές πρόνοιες του άρθρου 24(1) του Ν.158(Ι)/99. Συνακόλουθα θα πρέπει να απορριφθεί και αυτός ο λόγος έφεσης.
To θέμα της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης
Με τους υπόλοιπους λόγους (αρ. 1 και 7 στην έφεση 232/2012) και (αρ. 5 στην έφεση 239/2012) αμφισβητείται εν γένει η αιτιολογία της επίδικης απόφασης και βάλλεται ως εσφαλμένο το περί του αντιθέτου εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο σχετικός ισχυρισμός δεν έγινε πρωτόδικα δεκτός με το εξής σκεπτικό:
«Βρίσκω ότι η αιτιολογία είναι επαρκής και καθόλου καταχρηστική. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβω όσα λέχθηκαν προηγουμένως για την επιλογή της Αρχής. Επρόκειτο για ουσιαστικά τρεις ισότιμους υποψηφίους και η Αρχή για τους λόγους που εξηγεί στο τηρηθέν πρακτικό επέλεξε τους δύο».
Τα πιο πάνω συνάδουν με τη νομολογία και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Το Συμβούλιο παρέθεσε όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά τρόπο ώστε η επιλογή του να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Η εκτεταμένη αναφορά στα κριτήρια επιλογής δεν ανέδειξε παρά οριακές διαφορές μεταξύ των διαδίκων οι οποίες δεν περιόριζαν το πεδίο επιλογής του Συμβουλίου στη διακριτική ευχέρεια του οποίου εναπόκειτο πλέον να επιλέξει τους καταλληλότερους, αιτιολογώντας την απόφαση του όπως και έπραξε.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να καταδείξουν ότι υπερέχουν έκδηλα των ΕΜ και επίσης απέτυχαν να τεκμηριώσουν άλλο βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την ακύρωση της επίδικης απόφασης η οποία είναι επαρκώς αιτιολογημένη και εύλογα επιτρεπτή.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χ"Βασιλείου v Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755:
«Η αξιολόγηση των υποψηφίων αποτελεί έργο του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις εκτιμήσεις της διοικητικής αρχής αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας των υποψηφίων με τις δικές του. Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι το δικαστήριο, εάν βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατό να μην επέλεγε για προαγωγή τον ίδιο υποψήφιο, δεν είναι από μόνο του επαρκής λόγος για επέμβαση στην απόφαση του διορίζοντος οργάνου (Βλ. Christou & Others v. R., 4 R.S.C.C.1,6».
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α.Ρ. Λιάτσου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμή, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.