ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δ. Καλλίγερος με Θ. Χ'Λούκα (ασκούμενο) για Γ.Ε., για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΣΙΑΝΤΗ κ.α. ν. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.145/2012, 17/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D322

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.145/2012

 

 

17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

 

       1.  xxxx ΤΣΙΑΝΤΗ

                                   2.  xxxx ΤΟΥΜΑΖΟΥ

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΕΣ/ΑΙΤΗΤΡΙΕΣ

 

και

 

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ/ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ

--------------------

 

 

Π. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες

Δ. Καλλίγερος με Θ. Χ'Λούκα (ασκούμενο)  για Γ.Ε., για τον Εφεσίβλητο

----------------------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η  απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε πρώτα τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα Έφεση, ως αυτά εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν αμφισβητούνται:

 

"Oι αιτήτριες, ως ιδιοκτήτριες του τεμαχίου αρ.72, αρ. σχεδίου xxxx στο χωριό Παλαιομέτοχο, είχαν αιτηθεί και εξασφαλίσει στις 7 Σεπτεμβρίου 2006, πολεοδομική άδεια (ΛΕΥ/1065/2006), για την ανέγερση πρατηρίου πώλησης πετρελαιοειδών.  Η εν λόγω άδεια, όπως είναι αποδεκτό, είχε διάρκεια ισχύος 3 χρόνια. 

 

Επειδή είχαν δημιουργηθεί ομάδες αμφισβήτησης της ορθότητας χορήγησης αδείας για ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών από περιοίκους, η αρμοδία αρχή προχώρησε, στις 30 Μαϊου 2007, σε ανάκληση της πιο πάνω πολεοδομικής αδείας.  Η τότε ενδιαφερόμενη εταιρεία Hellenic Petroleum Cyprus Ltd, καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή με αριθμό 815/2007.  Η προσφυγή είχε επιτυχή κατάληξη, και, στις 20 Δεκεμβρίου 2007 η εν λόγω πολεοδομική άδεια «αναβίωσε». 

 

Στη συνέχεια, η Πολεοδομική Αρχή επαναξιολογώντας τα δεδομένα, με επιστολή ημερ. 25 Ιανουαρίου 2008, ενημέρωσε τους ενδιαφερόμενους για την πρόθεση της να ανακαλέσει την εν λόγω πολεοδομική άδεια και όντως στις 5 Μαϊου 2008 προχώρησε σε ανάκληση.  Οι αιτήτριες καταχώρισαν, στο Ανώτατο Δικαστήριο, την προσφυγή 769/2008 και πέτυχαν, στις 25 Σεπτεμβρίου 2008, ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής.  Μετά από την έκδοση της εν λόγω  δικαστικής απόφασης το Υπουργείο Υγείας ανέθεσε, σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, τη διενέργεια μελέτης αναφορικά με τις επιπτώσεις στους κατοίκους της περιοχής από την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών.  Η εν λόγω μελέτη ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2009 και γνωστοποιήθηκε στην Πολεοδομική Αρχή στις 27 Αυγούστου 2009.  Τελικώς, η εταιρεία Hellenic Petroleum Cyprus Ltd απέσυρε το ενδιαφέρον της και έτσι το έργο δεν υλοποιήθηκε. 

 

Οι αιτήτριες είχαν, στο μεταξύ, συμβληθεί με την εταιρεία Lucoil Cyprus Ltd, η οποία, ενεργώντας ως ειδικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος των αιτητριών, υπέβαλε στις 20 Ιουλίου 2009 νέα αίτηση, (ΛΕΥ/1579/2009) για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών με διαφορετική μελέτη και σχέδια.  Η Πολεοδομική Αρχή, με απόφαση της ημερ. 7 Οκτωβρίου 2009, αρνήθηκε την χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής αδείας λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη μελέτη για τις επιπτώσεις στην υγεία συγκεκριμένων κατοίκων της περιοχής στο Παλαιομέτοχο.  Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι δεν υποβλήθηκε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόφασης, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Ν.90/1972) ούτε καταχωρήθηκε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.  

 

Οι δικηγόροι των αιτητριών, με επιστολή τους ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2009, πληροφόρησαν την Πολεοδομική Αρχή ότι οι ενδιαφερόμενοι προτίθενται να υλοποιήσουν την ανάπτυξη η οποία είχε εγκριθεί και εξουσιοδοτηθεί, με βάση την αρχικώς εκδοθείσα πολεοδομική άδεια του 2006 (ΛΕΥ/1065/2006). 

 

Η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή με επιστολή της ημερ. 30 Δεκεμβρίου 2009, απαντώντας στους δικηγόρους των αιτητριών, επεσήμανε ότι η Πολεοδομική ΄Αδεια του 2006 είχε λήξει στις 7 Σεπτεμβρίου 2009.  Σε απάντηση οι δικηγόροι με επιστολή ημερ. 13 Ιανουαρίου 2010, ισχυρίστηκαν ότι η εν λόγω πολεοδομική άδεια υπολειπόταν σε ισχύ ακόμη 18 μήνες.  Περί τα τέλη Μαρτίου 2010 οι αιτήτριες άρχισαν οικοδομικές εργασίες για ανέγερση του πρατηρίου πώλησης πετρελαιοειδών.  Η Πολεοδομική Αρχή επέδωσε στις ιδιοκτήτριες και στα άλλα πρόσωπα, που είχαν συμφέρον επί της ακίνητης ιδιοκτησίας, Ειδοποίηση Επιβολής, με στόχο τον τερματισμό των οικοδομικών εργασιών.  Εναντίον της πιο πάνω Ειδοποίησης Επιβολής οι ενδιαφερόμενοι καταχώρισαν στις 3 Μαϊου 2010 τις προσφυγές 534/2010, 535/2010 και 536/2010.    Στο μεταξύ στις 24 Μαρτίου 2010 ο ΄Επαρχος Λευκωσίας καταχώρισε εναντίον των αιτητριών την Ποινική υπόθ. 6235/2010 και στις 11 Νοεμβρίου 2010 οι αιτήτριες είχαν καταδικαστεί ότι ανήγειραν οικοδομή άνευ αδείας.  Ασκήθηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω καταδίκης η οποία και απερρίφθη. 

 

Στο μεταξύ,  οι αιτήτριες με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 11 Οκτωβρίου 2010, υπέβαλαν αίτηση για ανανέωση της ισχύος της  Πολεοδομικής Αδείας 1065/2006.  Η Πολεοδομική Αρχή με επιστολή της ημερ. 9 Νοεμβρίου 2010 επανέλαβε τη θέση ότι η πολεοδομική άδεια είχε εκπνεύσει στις 7 Σεπτεμβρίου 2009, συνεπώς, δεν ήταν εφικτό να προβεί σε ανανέωση μη ισχύουσας πολεοδομικής αδείας. 

 

Η προσφυγή των Εφεσειουσών, η οποία σκοπούσε την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

"Οι αιτήτριες απέκτησαν δικαιώματα και την προσδοκία απόλαυσης των καρπών της παραχώρησης σ΄αυτές της πολεοδομικής αδείας 1065/ 2006.  Είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση με τις δύο ανακλήσεις, που κρίθηκαν δικαστικώς παράνομες, προκάλεσαν καθυστέρηση στην έναρξη των εργασιών για την ανέγερση του εν λόγω σταθμού πώλησης πετρελαιοειδών.

 

Η προσπάθεια της διοίκησης να σταματήσει την παρανόμως αναγειρόμενη οικοδομή, όπως είχε καταφανεί με την απόφαση του δικαστηρίου, και επιβεβαιώθηκε στο εφετείο, (βλ. Ποινική έφεση 117710, Τσιαντή και άλλη ν. Επάρχου Λευκωσίας, ημερ. 24 Μαϊου 2011, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εκληφθεί ότι προκάλεσε εμπόδια στις αιτήτριες, αφού ο ΄Επαρχος εφάρμοσε, ως όφειλε την κειμένη νομοθεσία. 

 

 

Οι αιτήτριες άφησαν να διαρρεύσει ο χρόνος της τριετούς διάρκειας ισχύος της πολεοδομικής αδείας χωρίς να υποβάλουν αίτηση για την ανανέωση της, γεγονός που δεν επιτρέπει άλλη αντιμετώπιση, παρά ότι αυτή έχει εκπνεύσει.  Πέραν όμως τούτου, οι αιτήτριες, επέλεξαν μια εντελώς διαφορετική πορεία για την υλοποίηση της πρόθεσης τους για ανέγερση σταθμού πετρελαιοειδών.  Συμβλήθηκαν με την εταιρεία Lucoil Cyprus Ltd, άλλη από την αρχική του 2006 (Hellenic Petroleum Cyprus Ltd), και υπέβαλαν νέα αίτηση, με νέα σχέδια για απόκτηση πολεοδομικής αδείας.  Η αίτηση δεν έγινε αποδεχτή για λόγους που δεν ενδιαφέρουν, αφού δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα της. 

 

Αυτή η νέα διαδικασία, επηρεάζει δυσμενώς την πορεία της υπόθεσης. 

 

Η επιλεκτική χρήση της πολεοδομικής αδείας του 2006, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επιτυχία, αφού ο χρόνος ισχύος της έχει παρέλθει.  Η εισήγηση του συνηγόρου των αιτητριών ότι με βάση το εδάφιο (3) του άρθρου 28 του Ν.90/72, η ανανέωση είναι εφικτή με μόνη την υποχρέωση να μην αντίκειται στις πρόνοιες του δημοσιευμένου Σχεδίου  Ανάπτυξης, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή, γιατί αυτή είναι η υφιστάμενη σήμερα πρόνοια, που επήλθε με την τροποποίηση του βασικού Νόμου, με το ΄Αρθρο 8 του Ν.46(Ι)/2011, που σημειώνω δημοσιεύτηκε στις 8 Απριλίου 2011.

 

 ΄Εχοντας ως δεδομένο ότι η πολεοδομική άδεια 1065/2006, εκδόθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2006 και η αίτηση για την ανανέωση της υποβλήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2010, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι εφαρμογή έχουν οι πρόνοιες του αρ.28 του Νόμου, όπως ίσχυαν την επίδικη περίοδο.

 

Τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 28 του βασικού Νόμου 9/72, αντικαταστάθηκαν με βάση το αρ.2 του Ν.29(Ι)/2005, που δημοσιεύθηκε στις 24 Μαρτίου 2005.  Το άρθρο 28(1), (2) όπως διαμορφώθηκε προέβλεπε:

 

«28.-(1)  ΄Ανευ επηρεασμού των διατάξεων του παρόντος Μέρους ως προς την ανάκλησιν ή τροποποίησιν πολεοδομικής αδείας, πάσα χορήγησις πολεοδομικής αδείας προς ανάπτυξιν ακινήτου Ιδιοκτησίας ενεργεί προς όφελος της ακινήτου ιδιοκτησίας και απάντων των κατά καιρούς εχόντων εν αυτή συμφέρον προσώπων, εκτός καθ΄ην έκτασιν άλλως προβλέπει η άδεια:

 

Νοείται ότι η ούτω χορηγουμένη πολεοδομική άδεια λήγει και στερείται κύρους κατόπιν της παρελεύσεως χρονικού διαστήματος τριών ετών από της ημερομηνίας της ειδοποιήσεως περί της χορηγήσεως αυτής ή τοιούτου μακροτέρου χρονικού διαστήματος οίον ήθελεν ορισθή εν τη ρηθείση ειδοποιήσει, εκτός εάν εντός του ρηθέντος τριετούς ή, αναλόγως της περιπτώσεως, μακροτέρου χρονικού διαστήματος η ανάπτυξις ουσιαστικώς ήρξατο και τελή υπό ενεργόν εκτέλεσιν κατά τον χρόνο ότε η άδεια έδει να λήξη.»

 

«(2)  Αναφορικά με το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην επιφύλαξη του εδαφίου (1), κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί σε οποιαδήποτε διαδικασία ότι η σχετική ανάπτυξη άρχισε ουσιαστικά και τελούσε σε ενεργό εκτέλεση κατά το χρόνο που η άδεια έπρεπε να λήξει, εκτός αν σχετικό πιστοποιητικό έχει εξασφαλιστεί από την Πολεοδομική Αρχή κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε το αργότερο τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία λήξης της ισχύος της άδειας:

 

Νοείται ότι ο πιο πάνω χρονικός περιορισμός ισχύει και εφαρμόζεται μόνο για τις άδειες, οι οποίες εκδίδονται μετά την έναρξη της ισχύος του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005, ενώ για τις άδειες που εκδόθηκα πριν από την έναρξη ισχύος του ειρημένου Νόμου θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των καταργούμενων εδαφίων (2), (3) και (4).»

 

 

Από τα ενώπιον μου τεθέντα γεγονότα και από τη μελέτη των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν δεν υπήρξε, από πλευράς  αιτητριών, αίτημα για έκδοση πιστοποιητικού έναρξης εργασιών, πόσο μάλλον τρεις μήνες πριν τη λήξη της ισχύος της αδείας.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να αρνηθούν το αίτημα για ανανέωση της πολεοδομικής αδείας 1065/2006, ήταν δικαιολογημένο."

 

Οι Εφεσείουσες προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση ως εσφαλμένη με τέσσερις λόγους έφεσης και συγκεκριμένα ότι αυτή καταστρατηγεί (α) τον "Κανονισμό" του δεδικασμένου (1ος λόγος), (β) τον Νόμο (2ος λόγος), (γ) τις Αρχές της Καλής Πίστεως και Χρηστής Διοίκησης (3ος λόγος) και (δ) ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένο ότι η επιφύλαξη του εδαφίου 1 του Άρθρου 18 του Νόμου (εννοώντας προφανώς το Άρθρο 28) εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση.  Παρόλα ταύτα οι Εφεσείουσες τόσο με το περίγραμμα τους όσο και ενώπιον μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος τους περιορίστηκε στον τρίτο λόγο έφεσης που αφορά την καταστρατήγηση των Αρχών της Καλής Πίστης και την Χρηστή Διοίκηση.  Με αυτά τα δεδομένα θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 εγκαταλείφθηκαν και συνεπώς δεν θα εξεταστούν.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τις Εφεσείουσες στο περίγραμμα του πολύ περιεκτικά προώθησε τον 3ο λόγο ως ακολούθως:

 

"Είναι φανερό ότι στην παρούσα περίπτωση, ούτε η Διοίκηση αλλά ούτε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκαν με την παραβίαση των κανόνων καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Ποιος δημιούργησε την καθυστέρηση και το εμπόδιο στην αδειοτοδημένη ανάπτυξή; Η απάντηση είναι σαφής. Ήταν ο τότε Υπουργός Εσωτερικών, όπου με δύο αλλεπάλληλες ανακλήσεις αδειών, εμπόδισε τις εφεσείουσες από τον να αρχίσουν το αδειοδοτημένο έργο. Περαιτέρω όμως, ποιες ήταν οι τύχες των ανακλήσεως; 'Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης και οι δύο ανακλήσεις, ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως, ηθικός αυτουργός της καθυστέρησης ήταν η Διοίκησης, διά τον Υπουργού Εσωτερικών. Μπορεί όμως η Διοίκηση να επικαλείται τα δικά της λάθη για την καθυστέρηση των διοικούμένων να ζητήσούν ανανέωση της άδειας τους; 'Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω η απάντηση εδόθη κατά τρόπο κατηγορηματικό στην υπόθεση Υπόθεση αρ. 713/00 Ανδριανή Λεωνίδα Σάββα ν. 1. Υπουργού Εσωτερικών κα, ημερ.19/4/2ΟΟ4. Το σχετικό απόσπασμα από το κείμενο της αυθεντίας, βρίσκεται πιο πάνω στη σελ. 2 του παρόντος περιγράμματος. Ο μ. Δικαστής Ράλλης Γαβριηλίδης, κατά τρόπο κατηγορηματικό και που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, αποφάσισε ότι παρόμοια άρνηση ήταν αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Στο σχετικό κείμενο φαίνεται να επιδοκιμάζει την άποψη της Νομικής Υπηρεσίας: «η περαιτέρω ανανέωση της πολεοδομικής άδειας της 3.4.1996 δε μπορούσε να εμποδιστεί»."

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.  Τόνισε ιδιαίτερα την στάση και συμπεριφορά που επέδειξαν οι Εφεσείουσες οι οποίες, ενώ είχαν το χρόνο να αποταθούν έγκαιρα για ανανέωση της Πολεοδομικής τους  Άδειας, αυτές συζήτησαν και υπέβαλαν νέα αίτηση για πολεοδομική άδεια με ενδιαφερόμενη άλλη εταιρεία πετρελαιοειδών.  Όταν η νέα αίτηση απερρίφθηκε δεν ασκήθηκε εναντίον της απόρριψης προσφυγή, αλλά οι Εφεσείουσες επανήλθαν στην παλαιά πολεοδομική άδεια του 2006 προκειμένου να την ανανεώσουν. Αυτά κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας και ιδιαίτερα υπό των όσων αποφασίστηκαν στην Ανδριανή Σάββα ν. Υπουργού Εσωτερικών κ.α. Υποθ. 713/00 ημερ. 19.4.2004 έστω και αν είναι απόφαση Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση και συνεπώς μη δεσμευτική.  Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής πολύ συνοπτικά είναι ότι πολεοδομική άδεια εξεδόθη στις 8.4.1996 με τριετή ισχύ.  Η δικαιούχος της δεν ξεκίνησε εργασίες για την προτεινόμενη ανάπτυξη, ελλείψει άδειας οικοδομής την οποία ο Έπαρχος αρνείτο να εκδώσει.   Σε προσφυγή που ακολούθησε εξεδόθη απόφαση στις 18.9.2000 στη βάση ότι ο Έπαρχος παράνομα δεν εξέδωσε την άδεια οικοδομής.  Το παράνομο της άρνησης  του Επάρχου κρίθηκε ότι οφείλετο σε λόγους ουσίας.  Με αυτό το υπόβαθρο το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση του Τμήματος Πολεοδομίας να ανανεώσει την άδεια ημερ. 8.4.1996 προσέκρουε στην Αρχή της Καλής Πίστης και της Χρηστής Διοίκησης.

 

Στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Τσικκουρή κ.α. Α.Ε. 19/11 ημερ. 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:C570 λέχθηκαν σχετικά με τις Αρχές της Χρηστής Διοίκησης και Καλής Πίστης:

 

"Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του εξουσίας εφαρμόζει τις βασικές νομικές αρχές που διέπουν τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων.  Τα διοικητικά όργανα κατά την ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας οφείλουν να κατευθύνονται από τις αρχές της εύρυθμης, της αγαθής ή της χρηστής διοίκησης, όπως ορίζεται από την αρχή της αμεροληψίας, την αρχή της ισότητας, την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της αναλογικότητας: άρθρα 50 και 51 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου:

«50. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να ενεργούν σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα, ώστε την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις.

51.-(1) Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο.»

Προκύπτει από την νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων και του ΣτΕ, ότι η αρχή της καλής πίστης οριοθετείται αρνητικά παρά θετικά: τι δεν πρέπει να πράττει η διοίκηση η οποία οφείλει να μην εξαπατά, να μην αιφνιδιάζει, να μην διαταράσσει και να μην καταταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον διοικούμενο, ο οποίος ενεργεί καλή τη πίστει.  Η δε διοίκηση κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων θα πρέπει να μην οδηγείται σε άδικες και ανεπιεικείς λύσεις (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, σ.211-212, Π. Δαγτόγλου, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, και Α.Ν. Λοϊζου, Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σ.355, Λευκωσία, 2001). 

Προκύπτει ότι για να απαντηθεί αν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης θα πρέπει να εξεταστεί, αν η διοίκηση έχει εκμεταλλευτεί μια κατάσταση από την οποία προκύπτει πλάνη, απάτη ή απειλή, ζήτημα που ανάγεται ιδιαιτέρως στο κώλυμα που δημιουργείται στη διοίκηση να επικαλεστεί τις ίδιες τις παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης ή να αρνείται στον ιδιώτη την υπέρ του συναγωγή των ωφελημάτων και νομίμων συνεπειών που προκύπτουν από την εν λόγω κατάσταση (Τamassos Tobacco Suppliers & Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60).  Συνδέεται όμως η ανωτέρω πρόταση με το ότι η αρχή της καλής πίστης δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου, τις οποίες ουδόλως δύναται να μεταβάλει (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).  Ως δε γενική αρχή ή ρήτρα του διοικητικού δικαίου έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύει εκεί όπου δεν υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου (ΣΕ 2786/89, 17/1997) ή κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος.  Συνεπώς υπερισχύει από τους κανόνες που θεσπίζονται με Κανονιστικές Πράξεις που εκδίδονται δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, εκτός αν στον εξουσιοδοτικό Νόμο προβλέπεται άλλως πως (ΣΕ 1596, 1987).  Διασφαλίζεται κατ΄ αυτό τον τρόπο η αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητες τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς λύσεις και οι δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρμογή των κανόνων δικαίου προς τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις.  Οδηγεί δε το διοικητικό όργανο στην αποφυγή κακόπιστων και ανεπιεικών επιλογών βλαπτικών για το διοικούμενο (Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, σ.87-88, 96). 

 

Στην Κέκκου ν. Φενέκ κ.α. Α.Ε. 112/12, 114/12 και 115/12 ημερ. 24.4.2018 η Ολομέλεια είπε τα ακόλουθα σχετικά:

 

"Η καλή πίστη δεν συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης.  Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της Καλής Πίστης δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται. (βλ. επίσης Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Droussiotis v. C.B.C, (1984) 3 C.L.R. 546, Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας υπόθ. Αρ. 573/94 - 8.3.1996.)"

 

Έχοντας εξετάσει τα γεγονότα της υπόθεσης κρίνουμε ότι η παρούσα διαφοροποιείται από την υπόθεση Ανδριανή Σάββα (άνω) επί της οποίας στηρίζονται οι Εφεσείουσες.  Εδώ, όπως προαναφέραμε, η Πολεοδομική Άδεια (ΛΕΧ/1065/2006) εξεδόθη στις 7.9.2006 με τριετή ισχύ.  Συνεπώς έληγε η ισχύς της 6.9.2009.  Σύμφωνα με τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα η 2η ανάκληση της πολεοδομικής άδειας στις 5.5.2008 ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 25.9.2008.  Συναφώς οι Εφεσείουσες είχαν ακόμη χρόνο μέχρι την 6.9.2009 που έληγε η ισχύς της επίδικης πολεοδομικής άδειας να προχωρήσουν στην ανάπτυξη που προέβλεπε η άδεια τους και έγκαιρα να αιτηθούν την ανανέωση της.  Ουδέν έπραξαν περί τούτου. Αντ'  αυτού συνεβλήθησαν με άλλη εταιρεία πετρελαιοειδών, την Lucoil Cyprus Ltd και στις 20.7.2009 υπέβαλαν νέα αίτηση με διαφορετική μελέτη και σχέδια για έκδοση πολεοδομικής άδειας.  Η αίτηση απορρίφθηκε στις 7.10.2009 και η απόφαση απόρριψης της δεν προσεβλήθη με οιονδήποτε τρόπο.  Πολύ αργότερα από τη λήξη της τριετούς ισχύος της αρχικής πολεοδομικής άδειας του 2006, ήτοι στις 22.12.2009 δηλ. μετά από πάροδο 3½ μηνών, οι Εφεσείουσες επανήλθαν σ'  αυτήν δηλοποιώντας με επιστολή των συνηγόρων τους την πρόθεση τους να την υλοποιήσουν και αυτό έπραξαν περί τα τέλη Μαρτίου 2010 με την έναρξη οικοδομικών εργασιών.  Παρατηρούμε συναφώς ότι οι Εφεσείουσες είχαν το χρόνο τουλάχιστον από 25.9.2008 μέχρι 6.9.2009 να προχωρήσουν σε διαβήματα υλοποίησης της εγκριθείσας ανάπτυξης για ένα τουλάχιστον έτος όπως και χρόνο για να εξασφαλίσουν τυχόν αναγκαία ανανέωση της άδειας του 2006.  Οι αιτιάσεις που τώρα προβάλλουν για μη υλοποίηση της ανάπτυξης δεν μπορούν να αποδοθούν σε οιονδήποτε άλλο παρά στον εαυτό τους.  Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα παραβίασης των αρχών της Καλής Πίστης και Χρηστής Διοίκησης στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.   

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Τα έξοδα ύψους €2.500 να είναι εις βάρος των Εφεσειόντων.

 

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο