ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Δ. Εργατούδη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-06-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. ν. CORBY HOLDINGS LIMITED MERTON INVESTMENTS LIMITED, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 38/13, 3/6/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:C214

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 38/13)

(Υποθέσεις Αρ. 1004/10 και 1005/10)

 

3 Ιουνίου, 2019

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ

Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση

 

ΚΑΙ

 

CORBY HOLDINGS LIMITED

MERTON INVESTMENTS LIMITED

Εφεσίβλητες/Αιτήτριες

 

---------

Δ. Εργατούδη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες.

Α. Λαδάς με Δ. Λαδά (κα), για τις εφεσίβλητες.

 

---------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Το κυρίαρχο θέμα των δύο προσφυγών που συνεκδικάστηκαν, όπως προωθήθηκε πρωτοδίκως και ενώπιον μας κατ΄ έφεση, ήταν η ορθή ερμηνεία του άρθρου 9(1) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, Ν. 52/1980, όπως τροποποιήθηκε[1] (ο Νόμος) και κατά πόσο, σε περίπτωση πώλησης μετοχών εταιρείας δυνάμει συμβολαίου, ιδιοκτήτριας ακίνητης περιουσίας, παρέχεται ή όχι στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, η εξουσία να προβαίνει σε εκτίμηση της αξίας της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας και να επιβάλει πρόσθετη φορολογία, με βάση την εκτίμηση του, ενώ δεν συντρέχουν οι περιστάσεις της πρώτης επιφύλαξης του άρθρου 9(1), του Νόμου.

 

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν των επίδικων αποφάσεων του Διευθυντή τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, καταγράφονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Οι αιτήτριες υπέβαλαν στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων την καθορισμένη Δήλωση για τη διάθεση των μετοχών που κατείχαν στην εταιρεία Cardioline Ltd, δηλώνοντας το σχετικό προϊόν διάθεσης των μετοχών.

 

Ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων προχώρησε στην επιβολή αναθεωρημένης φορολογίας μετά από εκτίμηση της αγοραίας αξίας της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας Cardioline Ltd κατά την ημερομηνία διάθεσης των μετοχών.

 

Οι Αιτήτριες υπέβαλαν ένσταση κατά της ανωτέρω φορολογίας ισχυριζόμενες ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικότερα το άρθρο 9(1) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου (Ν.52/80), ως έχει τροποποιηθεί, το προϊόν διάθεσης των μετοχών είναι αυτό που δηλώνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη γι΄ αυτό και δεν έπρεπε να γίνει εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας Cardioline Ltd. Εν πάση δε περιπτώσει οι Αιτήτριες ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η εκτίμηση της εν λόγω ακίνητης περιουσίας ήταν υπερβολική, υποβάλλοντας προς τούτο σχετική έκθεση εκτίμησης από ιδιώτες εκτιμητές.

 

Ο Διευθυντής, μετά την εξέταση της έκθεσης εκτίμησης που υπέβαλαν οι Αιτήτριες, συμφώνησε με τους ιδιώτες εκτιμητές και μείωσε την εκτίμησή του στο ποσό το οποίο είχαν οι ιδιώτες εκτιμητές προτείνει.

 

Ο Διευθυντής, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των Αιτητριών σε σχέση με την ερμηνεία της επίδικης νομοθετικής διάταξης, έλαβε απόφαση επί των ενστάσεων και απέστειλε στις Αιτήτριες Ειδοποίηση Επιβολής Τελικής Φορολογίας, ημερομηνίας 26.05.2010, μαζί με συνοδευτική επιστολή στην οποία δίδεται η αιτιολογία της απόφασης.»

 

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που ακύρωσε τις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις με τις οποίες επεβλήθη από τους καθ΄ ων η αίτηση-εφεσείοντες, πρόσθετη φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών στις αιτήτριες εταιρείες-εφεσίβλητες, λόγω λανθασμένης και πεπλανημένης ερμηνείας της επίμαχης νομοθετικής πρόνοιας, αποτελεί το αντικείμενο των δύο συνεκδικαζόμενων εφέσεων.

 

Επιβάλλεται η πρόταξη του επίμαχου άρθρου 9(1) του Νόμου:

 

«9.-(1) Το προϊόν της διάθεσης ιδιοκτησίας είναι το ποσό το οποίο δηλώνεται από τους συμβαλλομένους:

Νοείται ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης της δήλωσης από το Διευθυντή, ο τελευταίος δικαιούται, το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία της δήλωσης, να προβεί σε έρευνα και αν αποδεδειγμένα διαπιστωθεί ότι η δήλωση ήταν ψευδής έχει δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή φόρου πάνω στη διαφορά μεταξύ του ποσού της δήλωσης και του ποσού της αποδειχθείσας διάθεσης της ιδιοκτησίας και τόκο προς 9% από την ημέρα της καταβολής του φόρου με βάση τη δήλωση των συμβαλλομένων:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση διάθεσης μετοχών εταιρείας,   το προϊόν της διάθεσης της ιδιοκτησίας υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση την ακίνητη ιδιοκτησία.»

 

Κατά τους εφεσίβλητους, δεν παρέχεται στο Διευθυντή η εξουσία να προβαίνει σε εκτίμηση της αξίας της πωληθείσας ιδιοκτησίας για σκοπούς επιβολής φορολογίας, ακόμη και πέραν του δηλωθέντος από τους συμβαλλομένους ποσού. Τόσο στην περίπτωση πώλησης ακινήτου ως «ιδιοκτησίας», όσο και στην περίπτωση πώλησης μετοχών εταιρείας, ιδιοκτήτριας ακίνητης περιουσίας, το προϊόν της διάθεσης στο οποίο επιβάλλεται η φορολογία είναι «το ποσό το οποίο δηλώνεται από τους συμβαλλομένους». Στις υπό εξέταση περιπτώσεις, όπου το μόνο περιουσιακό στοιχείο των εφεσίβλητων εταιρειών κατά την ημερομηνία διάθεσης, ήταν τα συγκεκριμένα ακίνητα και ως προϊόν διάθεσης είχε δηλωθεί το σύνολο του τιμήματος πώλησης των μετοχών τους, δεν ετίθετο θέμα περαιτέρω εκτίμησης από το Διευθυντή, ο οποίος λανθασμένα ερμήνευσε τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 9(1).

Αναμενόμενη η θέση των εφεσειόντων οι οποίοι υποστήριξαν μετ΄ επιτάσεως τα περί του αντιθέτου, παραπέμποντας σε νομολογία πρωτόδικων Δικαστηρίων και Αναθεωρητικού Εφετείου:[2] Η δεύτερη επιφύλαξη, θεωρούν, αφορά στο γενικό κανόνα που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο και δεν απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης επιφύλαξης για να τύχει εφαρμογής.

 

 Το Δικαστήριο απορρίπτοντας τις θέσεις των εφεσειόντων και την ερμηνεία που απέδωσαν στις υπό αναφορά διατάξεις, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Κατ΄ αρχάς, στο ουσιαστικό μέρος του άρθρου 9(1), πριν από τις επιφυλάξεις, ρητά αναφέρεται ότι το προϊόν της διάθεσης ιδιοκτησίας είναι το ποσό το οποίο δηλώνεται από τους συμβαλλομένους. Το τι περιλαμβάνει ο όρος "ιδιοκτησία" ρητά προνοείται στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου ότι:

 

"«Ιδιοκτησία» σημαίνει ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στη Δημοκρατία, καθώς και μετοχές εταιρειών των οποίων η ιδιοκτησία συνίσταται και από ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στη Δημοκρατία".

 

Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι, τόσο το φορολογούμενο προϊόν διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας, όσο και το προϊόν διάθεσης μετοχών εταιρείας η οποία είναι ιδιοκτήτρια και ακίνητης περιουσίας, όπως εδώ, είναι το ποσό το οποίο δηλώνεται από τους συμβαλλομένους. Αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα ερμηνείας της σχετικής πρόνοιας, αλλά απλής ανάγνωσής της.

 

Την πιο πάνω γενική πρόνοια η οποία εφαρμόζεται τόσο σε κατευθείαν διάθεση ακίνητης περιουσίας, όσο και σε διάθεση μετοχών εταιρείας, ακολουθούν οι δύο προαναφερθείσες επιφυλάξεις.

 

Η απλή ανάγνωση του λεκτικού των δύο επιφυλάξεων δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ότι η πρώτη επιφύλαξη αναφέρεται και εφαρμόζεται και πάλι στην περίπτωση διάθεσης ιδιοκτησίας γενικά (περιλαμβανομένων και μετοχών εταιρείας) και προβλέπεται εκεί τρόπος ενέργειας του Διευθυντή σε περίπτωση αμφισβήτησης "της δήλωσης". Το σε ποια "δήλωση" αναφέρεται, είναι αναμφίβολο ότι παραπέμπει στο αμέσως προηγούμενο λεκτικό του άρθρου σχετικά με το ποσό "το οποίο δηλώνεται από τους συμβαλλομένους", αυτό δηλαδή το οποίο, όπως έχω εντοπίσει, ξεκάθαρα περιλαμβάνει και το προϊόν διάθεσης ιδιοκτησίας μετοχών.

 

Ακολουθεί η δεύτερη επιφύλαξη στην ίδια πρόνοια η οποία πράγματι αναφέρεται μόνο στην περίπτωση φορολόγησης του προϊόντος διάθεσης μετοχών, για να επεξηγήσει ότι σ΄ αυτή την περίπτωση, το προϊόν της διάθεσης της ιδιοκτησίας, υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση την ακίνητη ιδιοκτησία της εταιρείας και όχι άλλη περιουσία, όπως π.χ. εξοπλισμό, κινητά κλπ.

 

Τα πιο κάτω συμπεράσματα και/ή διαπιστώσεις ξεκάθαρα εξάγονται από το λεκτικό του άρθρου 9(1) ως συνόλου μαζί με τις δύο επιφυλάξεις: [.]

Το πιο πάνω είναι το λεκτικό της ίδιας της πρώτης επιφύλαξης του άρθρου 9(1), πλην των εν τη παρενθέσει δικών μου προσθηκών. Εξάλλου, όπως αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση στην υπόθεση Theodosis Karaolis Holdings Ltd (ανωτέρω), η οποία ας σημειωθεί ακυρώθηκε κατ΄ έφεση για άλλους λόγους [Βλπ (2009) 3 ΑΑΔ 62], ο σκοπός της επιβολής φόρου κεφαλαιουχικών κερδών, δυνάμει του Νόμου και επί προϊόντων διάθεσης μετοχών, ήταν η πάταξη του φαινομένου της έμμεσης πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας μέσω της πώλησης μετοχών της εταιρείας στην οποία ανήκε η ακίνητη ιδιοκτησία, αποφευγομένης έτσι της καταβολής φόρου κεφαλαιουχικών κερδών. Ήρθε δε ο νομοθέτης να εξισώσει ουσιαστικά την απευθείας διάθεση ακίνητης περιουσίας με την έμμεση διάθεσή της μέσω διάθεσης μετοχών εταιρείας η οποία είναι ιδιοκτήτρια ακινήτου. Θα ήταν επομένως παράδοξο, εν πάση περιπτώσει, η πρώτη επιφύλαξη, με τη γενικότητα με την οποία διατυπώνεται, να μην εφαρμοζόταν και στην περίπτωση διάθεσης μετοχών, απλά και μόνο επειδή ακολουθεί και δεύτερη επιφύλαξη η οποία διευκρινίζει ότι είναι μόνο με βάση την ακίνητη περιουσία της εταιρείας που υπολογίζεται το προϊόν διάθεσης μετοχών.

 

Σε σχέση δε με τούτο, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις στοχευμένες λέξεις που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης και συγκεκριμένα στις λέξεις "ψευδής" (δήλωση) και "του ποσού της αποδειχθείσας διάθεσης της ιδιοκτησίας".

 

Κατ΄ αρχάς δε είναι αρκετό εάν αποδειχθεί, κατόπιν έρευνας, ότι είχε δηλωθεί από τους συμβαλλομένους ως προϊόν διάθεσης, ποσό το οποίο απλά τυγχάνει να είναι χαμηλό ή χαμηλότερο από οποιαδήποτε εκτίμηση στην οποία προέβηκε ο Διευθυντής. Μια τέτοια δήλωση χαμηλότερου ποσού δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ως "ψευδής" δήλωση εάν για παράδειγμα ο διαθέτης επείγετο να πωλήσει σε χαμηλότερη τιμή, ή είχε άλλους ειδικούς λόγους να διαθέσει προς τον αγοραστή σε χαμηλή τιμή. Εάν αυτή όντως ήταν η πραγματική και αληθής τιμή-προϊόν διάθεσης, σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως "ψευδής". Σύμφωνα με το καθαρό, κατά την άποψή μου λεκτικό, και σύμφωνα με το όλο πνεύμα της επιφύλαξης, "ψευδής"  δήλωση είναι μόνο εκείνη η οποία διαφέρει και είναι χαμηλότερη "του ποσού της αποδεχθείσας διάθεσης της ιδιοκτησίας", σύμφωνα με το λεκτικό το οποίο επέλεξε ο νομοθέτης.»

 

Οι εφεσείοντες με τέσσερεις λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης:

 

Το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 9(1), με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένη κατάληξη (1ος λόγος).

 

Το εύρημα του Δικαστηρίου, ότι τόσο στην περίπτωση διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας, όσο και στην περίπτωση πώλησης μετοχών εταιρείας κατέχουσας ακίνητη ιδιοκτησία, το προϊόν διάθεσης είναι το ποσό που δηλώνεται από τους συμβαλλόμενους, είναι λανθασμένο (2ος λόγος έφεσης).  

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 9(1), αναφέρεται μόνο  στη περίπτωση διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας μέσω μέτοχων (3ος λόγος έφεσης).

 

Εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τόσο στην περίπτωση απευθείας διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας, όσο και στην περίπτωση διάθεσης μετοχών εταιρείας ιδιοκτήτριας ακίνητης περιουσίας, εάν η δήλωση των συμβαλλομένων ως προς το προϊόν της διάθεσης αμφισβητείται από το Διευθυντή, τότε ο Διευθυντής δικαιούται να προβεί σε έρευνα και αν αποδεδειγμένα διαπιστωθεί ότι η δήλωση των συμβαλλομένων ήταν ψευδής, έχει τότε και μόνον τότε δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή φόρου πάνω στη διαφορά μεταξύ του ποσού της δήλωσης και του ποσού της αποδειχθείσας διάθεσης της ιδιοκτησίας (4ος λόγος έφεσης).

 

Λόγω της συνάφειας και των τεσσάρων λόγων έφεσης - όλοι περιστρέφονται γύρω από  την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 9(1) του Νόμου και των δύο επιφυλάξεων με αναφορά στις εξουσίες που παρέχονται στο Διευθυντή κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων - θα εξεταστούν ενιαία.

 

 

Πάγια νομολογία επιτάσσει αυστηρή ερμηνεία των φορολογικών διατάξεων σχετικών με φορολογικές συναλλαγές ή εξαιρέσεις, ακριβώς επειδή ως τέτοιες, συνιστούν παρέκκλιση από τον κανόνα της καθολικότητας (Μάτσης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 404). 

 

H γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, είναι ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων. «Δεν υπάρχει περιθώριο για την εξακρίβωση της πρόθεσης του έξω από το λεκτικό του Νόμου και τίποτε δεν  διαβάζεται ότι υπάρχει ενώ δεν υπάρχει και τίποτε δεν εξυπακούεται.» (Serafino Shoe Ind. v. Republic (1991) 3 A.A.Δ. 310, 316).  Εκεί όμως που η γραμματική ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη και το γράμμα του Νόμου επιδέχεται πέραν της μιας ερμηνείας, λαμβάνεται υπόψη και η πρόθεση του νομοθέτη οπότε εξετάζεται ολόκληρο το σχετικό μέρος του Νόμου ή η ανάγκη και το κενό που επρόκειτο να θεραπεύσει με την τροποποίηση, αναλόγως της περίπτωσης. (βλ. Theodosiou Ltd. v. Republic (1987) 3(Γ) C.L.R. 1750, 1757-1758).

 

Δεν επιβάλλεται δε στον πολίτη φορολογία, εκτός εάν από το γράμμα του Νόμου ρητά προκύπτει φορολογική υποχρέωση του υποκείμενου σε φόρο προσώπου. (Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59).  Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία και τις αποφάσεις των φορολογικών αρχών που άπτονται σχετικών προνοιών της φορολογικής νομοθεσίας, εάν είναι της γνώμης, ότι οι εν λόγω αποφάσεις ήταν εύλογα και ορθά επιτρεπτές, στη βάση των ορθών γεγονότων και υπό το φως ορθής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας και των νομικών αρχών  (Ignatiou & another v. The Republic (1989) 3 C.L.R. 346, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Οικονομικών δια του Τμήματος Τελωνείων ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Α.Ε. Αρ. 197/2010, 12.9.2016 και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Υπουργού Οικονομικών και 2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ν. Lachi Beach Development Co Ltd, A.E. Αρ. 151/12, 3.4.2018).

 

Συμφωνούμε σε όλη την έκταση με την ερμηνεία η οποία  δόθηκε στο άρθρο 9(1) του Νόμου από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η ερμηνεία της επίδικης νομοθετικής δεύτερης επιφύλαξης, όπως την εισηγείται η δικηγόρος των εφεσειόντων βρίσκεται σε αντίφαση προς το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα του άρθρου 9(1) εν συνόλω.  Δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας, όπως ορθά διαπιστώνει και το πρωτόδικο δικαστήριο ότι «.η πρώτη επιφύλαξη αναφέρεται και εφαρμόζεται και πάλι στην περίπτωση διάθεσης ιδιοκτησίας γενικά (περιλαμβανομένων και μετοχών εταιρείας) και προβλέπεται εκεί τρόπος ενέργειας του Διευθυντή σε περίπτωση αμφισβήτησης "της δήλωσης" 

Το πραγματικό νόημα της δεύτερης επιφύλαξης είναι το ότι το προϊόν διάθεσης των μετοχών πρέπει να υπολογίζεται μόνο με αναφορά στην αξία των ακινήτων της εταιρείας και όχι την αξία άλλης ιδιοκτησίας όπως, λόγου χάρη, κινητές αξίες που πιθανόν να περιέχονται στην αξία μιας μετοχής επαυξάνοντας αυτή, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται φορολογία σε αξίες που δεν εμπίπτουν στον όρο «ιδιοκτησία» και εξαιρούνται της επιβολής φόρου, άρθρο 4 του Νόμου.

 

Ως αναφέρθηκε και στην Theodosis Karaolis[3] σκοπός της επιβολής φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και επί προϊόντων διάθεσης μετοχών ήταν, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο συνοψίζει και επισημαίνει «.η πάταξη του φαινομένου της έμμεσης πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας μέσω της πώλησης μετοχών της εταιρείας στην οποία ανήκε η ακίνητη ιδιοκτησία, αποφευγομένης έτσι της καταβολής φόρου κεφαλαιουχικών κερδών

 

Η τροποποίηση του Νόμου με τη προσθήκη στο άρθρο 9(1) του εδαφίου της δεύτερης επιφύλαξης, έγινε ώστε να επιτευχθεί «η ίση φορολογική μεταχείριση φορολογουμένων που διαθέτουν μετοχές εταιρειών και φορολογουμένων που διαθέτουν ακίνητη ιδιοκτησία»[4]. Εισήχθη δηλαδή η φορολόγηση και της έμμεσης - μέσω μετοχών - διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας.

Αυτό το ενδεχόμενο σκοπεί να αποφύγει η πρώτη επιφύλαξη, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει αποδεδειγμένη διαπίστωση του ψευδούς της δήλωσης, οπότε τότε και μόνο τότε, πληρουμένης της ως άνω προϋπόθεσης ο Διευθυντής έχει «.δικαίωμα απαιτήσει την καταβολή φόρου πάνω στη διαφορά μεταξύ του ποσού της δήλωσης και του ποσού της αποδειχθείσας διάθεσης της ιδιοκτησίας και τόκο προς 9% από την ημέρα της καταβολής του φόρου με βάση τη δήλωση των συμβαλλομένων».

 

Δεν υπάρχει έρεισμα ώστε να  μπορεί να υποστηριχθεί ότι εισάγεται διαφορετική ρύθμιση για την περίπτωση της  άμεσης διάθεσης,  αφενός ακίνητης ιδιοκτησίας όπου θα γίνεται δεκτή η δήλωση των συμβαλλομένων και διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας μέσω μετοχών, αφετέρου, όπου θα ίσχυε η εξαίρεση του κανόνα, όπως εισηγείται η Δημοκρατία.

 

Ως εκ των ανωτέρω το άρθρο 9(1) δεν προσδίδει  εξουσία στο Διευθυντή να επιβάλει πρόσθετη φορολογία, παρά μόνο σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις και οι όροι που τάσσει η πρώτη επιφύλαξη: να αμφισβητήσει τη δήλωση και  μόνο  εάν κατόπιν έρευνας , αποδεδειγμένα διαπιστωθεί ότι η δήλωση ήταν ψευδής έχει δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή φόρου πάνω στη διαφορά μεταξύ του ποσού της δήλωσης και του ποσού της αποδειχθείσας διάθεσης της ιδιοκτησίας.

 

Συνακόλουθα η ενέργεια του Διευθυντή να βεβαιώσει επιπρόσθετο φόρο στις εφεσίβλητες εταιρείες ήταν λανθασμένη και ως αποτέλεσμα πεπλανημένης ερμηνείας του άρθρου 9(1) του Νόμου.

 

Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

                                                                             Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                             Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                             Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                             Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

/φκ



[1] Ως είχε τροποποιηθεί με τον Νόμο 135/1990.

[2] Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 153, 159, Theodosis Karaolis Holdings Holdings Ltd v. Εφοριακού Συμβουλίου κ.ά., Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 695/2003 και 696/2003, ημερομηνίας 20.10.2005, Lavinia Investments Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 827, 830 και Γ. Κίρζης & Σία Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 780/2004, ημερομηνίας 17.5.2006.

[3] Theodosis Karaolis Holdings Ltd κ.α v. Εφοριακού Συμβουλίου κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 62.

[4] Αιτιολογική Έκθεση, Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Παράρτημα Έκτο (1989) σ. 450 (ε).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο